Αρχική σελίδα → Προσωπικά Ενδιαφέροντα → Μουσική

Σταύρος Κουγιουμτζής: Και πού σοκάκι να τραγουδήσεις...

Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 6/11/2005

Όταν ο Σταύρος Κουγιουμτζής αποφάσισε από τη σύγχρονη μουσική να διαλέξει το τραγούδι, ήταν ήδη 25 χρόνων. Κάθισε ένα πρωί με όρεξη μπροστά στο πιάνο, αλλ' αφού έπαιξε καμιά ώρα, σταμάτησε απογοητευμένος.

«Εμεινα για λίγο να κοιτάζω τα πλήκτρα. Υστερα έκλεισα το πιάνο. Ημουν πολύ πικραμένος, γιατί από παιδί αγαπούσα τα τραγούδια και θαύμαζα αυτούς που τα γράφανε. Οταν αργότερα άκουσα τα πρώτα τραγούδια του Χατζιδάκι, είπα στον εαυτό μου: "Ψάξε μέσα σου. Ψάξε να βρεις το δικό σου δρόμο κι αν έχεις κάτι να πεις, θα το πεις"».

Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο θεσσαλονικιός συνθέτης όχι μόνο βρήκε το δρόμο του, αλλ' άνοιξε μονοπάτια και για άλλους πολλούς: στιχουργούς, τραγουδιστές μα και ακροατές. Ο συναισθηματισμός, η ευγένεια και η λαϊκότητα που διακρίνουν τα τραγούδια του φαίνονται και στην αφήγηση της ζωής του που με τίτλο «Χρόνια σαν βροχή» θα εκδώσει σε λίγες μέρες ο «Ιανός». Συγκινητικές και αστείες ιστορίες με άλλους αγαπημένους καλλιτέχνες διαδέχονται η μία την άλλη στο φροντισμένο βιβλίο, που επιμελήθηκε η Ασπα Χασιώτη. Μερικές από αυτές προδημοσιεύουμε σήμερα. Το βιβλίο θα περιέχει και κείμενα των Κικής Δημουλά, Κώστα Γεωργουσόπουλου, Γιάννη Κακουλίδη κ.ά., καθώς και τη δισκογραφία, τους στίχους που έγραψε και μελοποίησε ο Κουγιουμτζής και φωτογραφίες από το αρχείο του. Ομως, τίποτα δεν «φωτογραφίζει» καλύτερα μιαν άλλη εποχή, με μιαν άλλη αντίληψη για το τραγούδι και την ίδια τη ζωή από το κείμενό του, που παρέδωσε χειρόγραφο ό ίδιος, λίγο πριν φύγει από κοντά μας.

Φ. Α.: Ο Γρηγόρης και το ρεβίθι

Ενα από τα όνειρά μου ήταν να πει τραγούδια μου ο Μπιθικώτσης, ο τραγουδιστής που αγαπούσα περισσότερο απ' όλους. Πώς όμως να τον πλησιάσεις; Αυτός ήταν ένα είδωλο κι εγώ ένας άγνωστος. Ωστόσο, κάποια μέρα αποφάσισα να πάω να τον βρω και ό,τι βρέξει ας κατεβάσει.

Ετσι ένα βράδυ πήγα στο κέντρο που τραγουδούσε. Τον πέτυχα στο διάλειμμα. Τον πλησίασα και του είπα ότι γράφω τραγούδια. Ημουν ταραγμένος σαν μαθητής. Εκείνος με περιεργάστηκε κάπως. Υστερα, εντελώς απλά, μου είπε: «Πάμε να καθίσουμε σ' ένα τραπέζι».

Καθίσαμε και σ' ένα τέταρτο της ώρας αισθανόμουν σα να μιλούσα μ' έναν παλιό μου φίλο. Καμία έπαρση. Κανένας βεντετισμός. Λες και δεν ήταν ο Μπιθικώτσης.

Μετά από κείνο το βράδυ ήρθε μια-δυο φορές στο σπίτι και του 'παιξα τραγούδια. Την επόμενη φορά είχε μαζί του και μια καλλονή. «Η Μεταξία», μας είπε. Ηταν η δεύτερή του γυναίκα. Εκείνη τη μέρα ήταν αρκετά επιφυλακτική και δεν μίλησε σχεδόν καθόλου. Σιγά σιγά όμως και με τον καιρό γίναμε φίλοι. Μια-δυο φορές τη βδομάδα περνούσαν, μας έπαιρναν με τ' αμάξι τους και πηγαίναμε στη θάλασσα. Μετά σε καμιά ταβέρνα. Τον λογαριασμό τον πλήρωνε πάντα ο Γρηγόρης. Εμείς, εκείνο τον καιρό, με δανεικά περνούσαμε.

Κάποια βράδια, όταν ο Γρηγόρης είχε ρεπό, τους καλούσαμε στο σπίτι και τους κάναμε εμείς το τραπέζι. Ενα τραπέζι φτωχικό, αλλά με ούζο «Σαν ριβάλ», που ήταν η προτίμησή του.

Ενα τέτοιο βράδυ καθόμασταν στην κουζίνα -του Γρηγόρη του άρεζαν τα απλά πράγματα- το «Σαν ριβάλ» μάς είχε χαλαρώσει και η ώρα με την κουβέντα περνούσε ευχάριστα. Ηταν καλοκαίρι του '68. Από το ανοιχτό παράθυρο έμπαινε ένα δροσερό αεράκι. Ο Γρηγόρης μάς έλεγε ιστορίες από τη ζωή του. Είχε ένα δικό του τρόπο να εκφράζεται. Οταν τον άκουγες να μιλάει, έλεγες: «Είναι ο Μπιθικώτσης». Η κουβέντα του είχε τη σφραγίδα του, ένα κράμα από χιούμορ και θυμοσοφία.

Κάποτε τον ρώτησε ένας δημοσιογράφος τι είναι σουξέ και κείνος απάντησε: «Σουξέ είναι να βάλεις το χέρι σου μέσα στο τσουβάλι με τα φασόλια και να βγάλεις ένα ρεβίθι».

Στην αυτοκρατορία της Κολούμπια

Μια μέρα μου λέει ο Γρηγόρης: «Αύριο θα περάσω να σε πάρω να πάμε στην "Κολούμπια" να σε γνωρίσω στον Λαμπρόπουλο». Εκείνη την εποχή ήταν ο άρχοντας της δισκογραφίας.

Την άλλη μέρα κατά τις δώδεκα ήμασταν στα γραφεία της «Κολούμπια». Ο Λαμπρόπουλος εκείνη την ώρα είχε συμβούλιο κι εμείς καθίσαμε να τον περιμένουμε. Αυτοί, όμως, αργούσαν εκεί μέσα. Τότε σηκώθηκε ο Γρηγόρης και μπήκε στην αίθουσα που γινόταν το συμβούλιο. Εκεί κάτι είπαν με τον Λαμπρόπουλο και σε λίγο βγήκε. «Εντάξει», μου είπε, «πάμε να φύγουμε. Από βδομάδα γράφουμε». Το βράδυ δεν μ' έπιανε ύπνος. Ηταν απίστευτο! Θα 'γραφα με τον Μπιθικώτση!

Μετά από δυο-τρεις μέρες δέχτηκα ένα τηλεφώνημα. Ηταν μια κοπέλα από την «Κολούμπια». «Κύριε Κουγιουμτζή, την ερχόμενη Πέμπτη γράφετε με τον κύριο Μπιθικώτση». Μου 'δωσε κι ένα τηλέφωνο: «Πάρτε τον κύριο Αλεξανδράτο να συνεννοηθείτε. Είναι ο μαέστρος που θα κάνει τις ενορχηστρώσεις». Αυτό με στεναχώρεσε. Εγώ έκανα μόνος μου τις ενορχηστρώσεις. Δεν ήταν, όμως, μόνο αυτό. Ηταν και κάτι άλλο, πιο σημαντικό. Από τα δύο τραγούδια που θα γράφαμε, θα 'παιρνα δύο χιλιάρικα, ένα για κάθε ενορχήστρωση, κι εμείς είχαμε μεγάλη ανάγκη απ' αυτά τα χρήματα.

Τηλεφώνησα στον Γρηγόρη και του τα είπα. «Πάρε», μου λέει, «τον Αλεξανδράτο και πες του ότι εσύ θα κάνεις τις ενορχηστρώσεις. Είναι καλός άνθρωπος και με κατανόηση».

Ηταν όπως μου τον περιέγραψε. Με θυμήθηκε μάλιστα από το Φεστιβάλ Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης, που συμμετείχαμε μια χρονιά. «Δεν υπάρχει πρόβλημα», μου είπε, «θα 'ρθω κι εγώ να παίξω πιάνο και με την ευκαιρία να σε δω και να τα πούμε λίγο».

Ηρθε επιτέλους η πολυπόθητη Πέμπτη κι ο Γρηγόρης τραγούδησε το Πού 'ναι τα χρόνια, που έγινε επιτυχία, και το Πήρες απ' τα μάτια μου έναν ουρανό.

Οταν όλα πήγαν καλά, πήγα κι εγώ στην «Κολούμπια» να πληρωθώ. Η ταμίας έψαξε τα χαρτιά της, έκανε κάτι λογαριασμούς και τελικά μου έδωσε τριακόσιες δραχμές αντί για δύο χιλιάδες. «Δεσποινίς μου», της λέω, «αυτά τα χρήματα είναι αμοιβή μουσικού. Εγώ έκανα τις ενορχηστρώσεις». «Τι να σας πω, κύριε μου; Αν θέλετε, πηγαίνετε στη διεύθυνση να τα πείτε». Πού να πάω στη διεύθυνση; Η «Κολούμπια» ήταν τότε αυτοκρατορία. Μπορεί να μ' έπαιρναν με κακό μάτι. Ισως και να 'λεγαν: «Από τώρα μας κάνει τέτοια;» Πού ξέραν αυτοί από φτώχεια... Ετσι πήρα τις τριακόσιες δραχμές και τράβηξα για το σπίτι. Πάνε τα παϊδάκια, πάνε κι οι μπίρες που προγραμματίσαμε για το μεσημέρι με την Αιμιλία.

Ο καλός δάσκαλος

Ο λόγος που κατεβήκαμε στην Αθήνα δεν ήταν μόνο οι εταιρείες και τα τραγούδια. Στην Αθήνα υπήρχε ο μοναδικός τότε δάσκαλος σύγχρονης μουσικής, ο Γιάννης Ανδρέου Παπαϊωάννου. Στη Θεσσαλονίκη είχα τελειώσει ανώτερα θεωρητικά και ήθελα να συνεχίσω με τον Παπαϊωάννου, ο οποίος δεν ήταν μόνο σπουδαίος δάσκαλος αλλά και σημαντικός συνθέτης. Οταν πήγα την πρώτη φορά μου έδωσε εργασία, να δει πού βρίσκομαι, κι ανάλογα να προχωρήσουμε.

Στον δρόμο για το σπίτι έλεγα από μέσα μου: «Δεν τη γλιτώνω, θα με διώξει». Την εργασία που μου έδωσε να κάνω στο ωδείο την κάναμε πάνω από ένα μήνα. Πώς μπορούσα τώρα να την τελειώσω σε τρεις μέρες που ήταν το επόμενο μάθημα; Από τη μία ήμουν απογοητευμένος κι από την άλλη έλεγα: «Εμ, γι' αυτό είναι καλός δάσκαλος».

Οταν γύρισα στο σπίτι, έπεσα με τα μούτρα στη δουλειά και το βράδυ, πριν πάω για ύπνο, έβαλα το ξυπνητήρι στις πέντε. Το πρωί ήμουν σαν υπνοβάτης. Ντύθηκα, έκανα καφέ, έριξα μια κουβέρτα στην πλάτη μου και άρχισα να δουλεύω. Οταν πήγα για το μάθημα, ο Παπαϊωάννου μου είπε: «Τώρα μπορούμε να προχωρήσουμε».

Στα μαθήματα που έκανα για ενάμιση χρόνο περίπου, δεν μπορώ να πω ότι ήμουν άριστος μαθητής, γιατί παράλληλα έγραφα τραγούδια και τα βράδια έπαιζα σε καμιά ταβέρνα για το μεροκάματο. Ωσπου ήρθε το Εικοσιένα, η πρώτη μου μεγάλη εμπορική επιτυχία, και οι πόρτες των εταιρειών άνοιξαν διάπλατα. Τώρα, τι γίνεται; Επρεπε να διαλέξω. Δυο καρπούζια σε μια μασχάλη δεν κρατιούνται. Η σύγχρονη μουσική με γοήτευε, το τραγούδι με συγκινούσε. Επιπλέον, όμως, ήταν κι ένας άλλος λόγος, πολύ σοβαρός: η επιβίωση. Από τη σύγχρονη μουσική στην Ελλάδα δεν βγάζεις ούτε δραχμή, αν δεν πληρώνεις κι από πάνω. Ετσι, η ζυγαριά έγειρε οριστικά προς το τραγούδι.

Ζυγίζοντας το σουξέ

Πέρασε κανένας μήνας και είχα στα χέρια μου το δείγμα του Εικοσιένα. Πρώτη εκτέλεση με τον Γιώργο Νταλάρα. Μια μέρα που ήταν ο Γρηγόρης με τη Μεταξία στο σπίτι μας, έβαλα στο πικ-απ το δισκάκι. Οταν τελείωσε το τραγούδι, ρώτησα τον Γρηγόρη πώς του φάνηκε. «Μην το συζητάς», μου είπε, «κανόνι. Θα το γυρίσω κι εγώ». Χάρηκα και στη συνέχεια τον ρώτησα πόσο νομίζει ότι θα πουλήσει. Επρεπε να σπάσω το φράγμα των δέκα χιλιάδων δίσκων, για να με υπολογίζουν οι εταιρείες. Πήρε ο Γρηγόρης το δισκάκι, το κοίταξε από δω, το κοίταξε από κει, το 'βαλε στη δεξιά του παλάμη σα να το ζύγιζε και είπε: «Πάνω από 30 χιλιάδες». Πήγε 180. Ακολούθησαν δεκαοκτώ εκτελέσεις ακόμη, μία απ' αυτές και του Γρηγόρη. Εγινε επιθεώρηση και σκίτσα σε δυο-τρεις εφημερίδες. Ο Θεοφίλου, ο παραγωγός μας, μου έλεγε αστειευόμενος: «Κουγιουμτζάκια, ξέρεις κάτι; Ανοίγουν εταιρείες, γράφουν το Εικοσιένα κι ύστερα ξανακλείνουν».

Οταν το τραγούδησε κι ο Γρηγόρης, ο Ψαθάς έγραψε ένα άρθρο στα «Νέα» και σχολίαζε το τραγούδι και τις δύο εκτελέσεις, του σερ Μπιθικώτση και του γλυκύτατου Νταλάρα. Οσο για μένα, δεν καταδέχτηκε να πει τ' όνομά μου. Μπουζουκοσυνθέτη με αποκαλούσε. Παρακάτω έκανε λόγο για τις υψηλές αμοιβές των τραγουδιστών, που έφταναν μέχρι και δέκα χιλιάδες τη βραδιά. Τότε κι εγώ του 'γραψα ένα γράμμα που τελείωνε ως εξής: «Οσο για τις υψηλές αμοιβές των τραγουδιστών που παραπονιέστε, αν υπάρξουν λίγοι ψαθάδες ακόμη, που να αγνοούν έτσι προκλητικά τους δημιουργούς, μπορεί να φτάσουν και τις πενήντα χιλιάδες».

Το γράμμα δεν το 'στειλα, όμως υπήρξα προφητικός. Από τότε φαίνεται πως βγήκαν κάμποσοι ψαθάδες και σήμερα μερικοί τραγουδιστές παίρνουν μέχρι και δέκα εκατομμύρια τη βραδιά, τριάντα χιλιάδες ευρώ περίπου.

Ενας καφές με τον Νεγρεπόντη

Μια μέρα μου λέει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ήταν το '70, «Σταύρο, έχω έναν πολύ καλό φίλο που γύρισε αυτές τις μέρες από τη Μακρόνησο. Γράφει στίχους και θα 'θελε, εννοείται, αν θα 'θελες κι εσύ, να συνεργαστείτε. Είναι ο ποιητής Γιάννης Νεγρεπόντης». Δέχτηκα με χαρά να βρεθούμε και να τα πούμε από κοντά. Ετσι ένα απόγευμα ήρθε στο σπίτι, ήπιαμε καφέ και πιάσαμε την κουβέντα. Κάποτε φτάσαμε και στο τραγούδι και ο Γιάννης μου είπε κάπως δογματικά: «Εμένα δεν μ' ενδιαφέρουν τα εμπορικά τραγούδια». «Ποια σας ενδιαφέρουν;» τον ρώτησα. «Τα πολιτικά!» Το ύφος του μ' ενόχλησε και του απάντησα: «Δυστυχώς, εμένα μ' ενδιαφέρουν τα εμπορικά». Μετά απ' αυτά που είπαμε δεν γινόταν λόγος για συνεργασία. Είναι αλήθεια πως, όταν έφυγε, στεναχωρέθηκα για το φέρσιμό μου. Ωστόσο, δεν γίναμε εχθροί ούτε και ξένοι. Οσες φορές συναντηθήκαμε, ήμασταν ζεστοί και φιλικοί ο ένας προς τον άλλον και πάντα νιώθαμε μια αλληλοεκτίμηση.

Δεν πρόλαβε...

Μου άρεζε ο «Δον Κιχώτης» του Θερβάντες, τα βιβλία του Χάμσουν, του Ντοστογιέφσκι. Οσες φορές πήρα να διαβάσω Κάφκα τον παράτησα στη μέση. Από λογοτέχνες δικούς μας στα δεκαοχτώ μου διάβαζα αρκετά Καζαντζάκη. Οταν πέρασαν τα χρόνια, πήρα να τον ξαναδιαβάσω. Μ' ενόχλησε. Δεν μου πήγαινε. Βρήκα άλλους που μου ταίριαζαν. Επίσης στα νεανικά μου χρόνια πολύ με συγκινούσε ο Λουντέμης. Είχαμε κοινά βιώματα και όταν διάβαζα το «Συννεφιάζει» ή «Τα πλοία δεν άραξαν», νόμιζα ότι διαβάζω τη ζωή μου. Μετά τη μεταπολίτευση που γύρισε στην Ελλάδα διάβασα, στην «Απογευματινή» νομίζω, ένα άρθρο του για το ελληνικό τραγούδι. Φαντασθείτε τη χαρά και τη συγκίνησή μου, όταν στα έξι μ' εφτά ονόματα που ανέφερε το ένα ήταν το δικό μου.

Ηθελα να του στείλω τους δίσκους μου μ' ένα ευχαριστώ και με την ελπίδα κάποτε να τον γνωρίσω από κοντά. Δυστυχώς, με πρόλαβε το μοιραίο. Ενα πρωί, καθώς οδηγούσε στην Πανεπιστημίου, το αυτοκίνητό του άρχισε να κάνει ζιγκ-ζαγκ και τελικά πήγε και σταμάτησε σύρριζα στο πεζοδρόμιο. Οταν έτρεξαν οι περαστικοί να δουν τι έγινε, ο Λουντέμης ήταν πεσμένος πάνω στο τιμόνι... Ανακοπή καρδιάς, είπαν οι γιατροί.

Για αρκετές μέρες ήμουν πολύ πικραμένος. Δεν πρόλαβα να πω δυο λόγια κι ένα ευχαριστώ στο είδωλο των νεανικών μου χρόνων...

Το σαράβαλο κι ο άρχοντας

...Η παρέα μας αποτελείτο από τον Καρούζο, τον Κωκό, όπως έλεγε τον Κώστα ο Νίκος, και τον Κάπταιν, όπως αποκαλούσε τον Δασκαλόπουλο, που είχε ένα μικρό σκαφάκι. Ο Κώστας ήταν περίπου τριανταπεντάρης. Είχε κληρονομήσει ένα μικρό μαγαζάκι από τη μητέρα του που το νοίκιαζε, και ζούσε με τα λίγα χρήματα που έπαιρνε, χωρίς να δουλεύει. Ολα όμως με τρομερή οικονομία. Υπολόγιζε και τη δραχμή ακόμη.

Ενα σαράβαλο που είχε το κυκλοφορούσε χωρίς άδεια οδηγού. «Μια άδεια στοιχίζει τα μαλλιά της κεφαλής σου», έλεγε. (...)

Ενα πρωί μπήκαμε στ' αμάξι μου για μια εκδρομή στο Γαλαξίδι. Από καιρό το λέγαμε, αλλά διαρκώς το αναβάλλαμε. Πίσω κάθισαν ο Δασκαλόπουλος με τον Κώστα. Στη θέση του συνοδηγού ο Καρούζος κι εγώ στο τιμόνι περίμενα να ζεσταθεί η μηχανή, για να ξεκινήσουμε. Είχα μια νευρικότητα. Πρώτη φορά πήγαινα στο Γαλαξίδι και δεν ήξερα τον δρόμο. Εν τω μεταξύ οι άλλοι πιάσαν κουβέντα για την μπάλα. Και οι τρεις ήταν φανατικοί ποδοσφαιρόφιλοι. Ιδιαίτερα ο Καρούζος. Κι όλο για σέντρες και για φάουλ μιλούσαν. Εγώ χαμπάρι δεν είχα απ' όλα αυτά και οι συζητήσεις για το ποδόσφαιρο μ' έπλητταν θανάσιμα. Ετσι η νευρικότητά μου χειροτέρευσε... Κάποια στιγμή άνοιξα την πόρτα του αυτοκινήτου, ανέβηκα στο σπίτι μας και πήρα ένα ηρεμιστικό χαπάκι. Πριν καλά-καλά κατέβω με το ασανσέρ τους τρεις ορόφους, ήμουν απόλυτα ήρεμος. Ενώ το χάπι δεν πρόλαβε να κατεβεί στο στομάχι μου, σκέφτηκα τον γιατρό και είπα από μέσα μου: «Α, ρε γιατρέ, δεν κατάλαβες ότι το πρόβλημά μου είναι ψυχολογικό, να μου δώσεις κανένα χαπάκι από σκέτο αλεύρι;».

Όταν βγήκαμε έξω από την Αθήνα, οι φίλοι μου σταμάτησαν τα ποδοσφαιρικά και χάζευαν τα τοπία. Πού και πού σχολίαζαν τα μέρη που περνούσαμε. Ήταν μια ανοιξιάτικη μέρα κι ο ουρανός καταγάλανος.

Καθώς οδηγούσα σ' έναν ερημικό χωματόδρομο, βλέπω στη μέση του δρόμου ένα φίδι αρκετά μεγάλο. Πάτησα φρένο και σταμάτησα. Ο Καρούζος, από τη θέση του συνοδηγού, είδε κι αυτός το φίδι κι άρχισε να φωνάζει τρομαγμένος: «Πρόσεξε! Πρόσεξε μην το πατήσεις! Είναι μεγάλη γρουσουζιά». Το φίδι σαν αστραπή χάθηκε μέσα στο διπλανό χωράφι, πριν καλά-καλά το δούμε. «Θα 'ναι προληπτικός ο Νίκος», σκέφτηκα.

Υστερα πάτησα γκάζι και ξεκινήσαμε πάλι. Μια-δυο φορές τον άκουσα να μουρμουρίζει: «Ευτυχώς που δεν το πατήσαμε...» Οταν φτάσαμε στο Γαλαξίδι, κόντευε μεσημέρι. Κάναμε βόλτες, χαζέψαμε στο επίνιο και τελικά καθίσαμε για φαγητό σ' ένα ταβερνάκι. Ημασταν οι μόνοι πελάτες. Μετά το φαγητό κάναμε πάλι κάνα δυο βόλτες και η ώρα είχε πάει πέντε, χωρίς να το καταλάβουμε. Καιρός ήταν να γυρίσουμε, πριν μας πάρει η νύχτα.

Μπήκα στο αυτοκίνητο κι άναψα τη μηχανή. Είδα, όμως, να βγαίνει καπνός από το καπό. Μια μικρή φλόγα έβγαινε τώρα από ένα σωληνάκι. Τα χάσαμε. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Απομακρυνθήκαμε και περιμέναμε αμήχανοι να δούμε τι θα γίνει. Εν τω μεταξύ η φωτιά λίγο-λίγο μεγάλωνε. Από τα γύρω μαγαζιά βγήκαν δυο-τρεις και μας φωνάζανε: «Μια κουβέρτα, ρε παιδιά, μια κουβέρτα». Τότε πετιέται ο Κώστας, αρπάζει το σακάκι μου, που το 'χα ριγμένο στην πλάτη, κι αρχίζει να καπακώνει τη φωτιά. Τελικά την έσβησε. Ηρθε κι ένας που ήξερε από αυτοκίνητα, έκανε κάτι με το σωληνάκι και σε λίγο πήραμε το δρόμο του γυρισμού. Κάποια στιγμή λέει ο Καρούζος στον Κώστα: «Καλά, ρε Κωκό, δεν φοβήθηκες, όταν όρμηξες στη φωτιά, μήπως ανατιναχθεί τ' αμάξι;» «Τι λες, ρε Νίκο; Εγώ έβλεπα να παίρνουν φωτιά διακόσια χιλιάρικα. Τέτοια θα σκεφτόμουν;»

Στο μυαλό μου ασυναίσθητα ήρθε η σκηνή με το φίδι και τα λόγια του Καρούζου: «Ευτυχώς που δεν το πατήσαμε...».

Την άλλη μέρα έλεγε ο Νίκος στον Δασκαλόπουλο: «Αρχοντας ο Κουγιουμτζής! Εβλεπε τ' αμάξι του να παίρνει φωτιά κι αυτός κοιτούσε αδιάφορος. Απαθής».