Αρχική σελίδα → Προσωπικά Ενδιαφέροντα → Μουσική

Μια δημιουργική προσέγγιση της μουσικής ιστορίας μας

Νίκος Α. Δοντάς, εφ. Καθημερινή, 6/8/2006

Ο Γ. Χατζημιχελάκης ανασυνθέτει τραγούδια του 16ου και 17ου αιώνα

Όσο πιο μυστηριώδες και απρόσιτο, τόσο πιο γοητευτικό μοιάζει το παρελθόν. Όσο κρατά τα μυστικά του κρυμμένα, τόσο πιο πολύ εξάπτει τη φαντασία. Το γνωρίζουν αρχαιολόγοι και ιστορικοί, το γνωρίζουν όμως και άνθρωποι της τέχνης. Ανάμεσά τους ξεχωριστή περίπτωση αποτελούν οι μουσικοί, που με βάση θεωρητικά συγγράμματα της εποχής, όσα γνωρίζουμε για τη σημειογραφία ή τα όργανα, προσπαθούν να αναδημιουργήσουν ήχους.

Είναι προφανές ότι ακόμα και αν έχει σωθεί ένα μουσικό κείμενο, ακόμα και αν έχουμε στη διάθεσή μας μουσικά όργανα, είναι αδύνατο να ανασυσταθεί μουσική με ιστορικά ακριβή τρόπο όπως αποκαθίσταται ένα αρχιτεκτονικό έργο ή όπως συμπληρώνεται ένα ψηφιδωτό. Όχι μόνον επειδή τα μουσικά έργα δεν είναι πεπερασμένα «αντικείμενα», αλλά επειδή πριν από τον 19ο αιώνα δεν υπήρχε καν η έννοια του «μουσικού έργου», επομένως το ίδιο το μουσικό γεγονός αντιμετωπιζόταν με διαφορετικό τρόπο. Συχνά, μας διαφεύγουν συνολικά όσα καθόριζαν την προσέγγιση αλλά και ειδικότερα η αισθητική του ήχου και της ερμηνείας, οι ερμηνευτικές τεχνικές και τεχνικές παιξίματος.

Για ιστορικούς λόγους, στην αρχαία ελληνική μουσική και στην κοσμική βυζαντινή τα πράγματα είναι ακόμα ασαφέστερα. Οι παραδοχές που θα πρέπει να κάνει όποιος αποφασίσει να αναστήσει το παρελθόν είναι ακόμα περισσότερες και πολύ ουσιαστικότερες. Μπορεί κανείς να μελετήσει τις πηγές, να υποθέσει τρόπους και να συναγάγει συμπεράσματα, αλλά σε κάθε περίπτωση το αποτέλεσμα διαθέτει αισθητική που προσδιορίζεται από τα σημερινά δεδομένα και εξαρτάται από την εμπειρία του μελετητή.

Στο συνοδευτικό κείμενο της δισκογραφικής έκδοσης του Δήμου Πετρούπολης (ο οποίος και τη διαθέτει) ο συνθέτης Γιώργος Χατζημιχελάκης μιλάει για όλα αυτά. Μιλάει για τις δυσκολίες και για τις αποφάσεις που πήρε, επιθυμώντας να ηχογραφήσει έντεκα από τα δεκατρία τραγούδια χειρογράφου του 1203 της Μονής Ιβήρων, που έφερε στο φως ο Σ. Λάμπρου το 1880, καθώς επίσης δύο ακόμα από χειρόγραφο της Μονής Ξηροποτάμου που καταλογογράφησε πρώτος ο Γ. Στάθης το 1975. Για τα συγκεκριμένα τραγούδια, εκτός από τους στίχους, έχει διασωθεί το μουσικό κείμενο, καταγραμμένο τον 17ο αιώνα από τον μουσικολογιώτατο Αθανάσιο Ιβηρίτη.

Ξεκινώντας την απαρίθμηση των δυσκολιών, ο Χατζημιχελάκης σημειώνει πως ήδη από τότε ο ιερομόναχος θα πρέπει να είχε προσαρμόσει την κοσμική μουσική σε σημειογραφία προορισμένη να υπηρετεί το εκκλησιαστικό ύφος. Γνωρίζοντας τα προβλήματα, ο συνθέτης αποφάσισε να ριχτεί στη μάχη με όλα τα εφόδια που είχε στη διάθεσή του. Αναφέρει τα συγγράμματα και τις πηγές στις οποίες βασίστηκε για επιλογές που αφορούν την αρμονία, τις κλίμακες, το τονικό ύψος κάθε κομματιού. Εξηγεί την εκτίμησή του πως τα συγκεκριμένα τραγούδια συγγενεύουν προς το καλούμενο αραβοπερσικό ύφος. Αντιλαμβανόμενος τα κενά της τεκμηρίωσης ξεκαθαρίζει τη δική του συμβολή: «Περιόρισα την ορχήστρα στα όργανα εποχής (σαντούρι, νέι, λύρα, ταμπουράδες, κρουστά) αλλά δεν αισθάνθηκα διόλου δεσμευμένος ως προς την κατακόρυφη μουσική δομή καθώς και την ηχοχρωματική ποικιλία που μπορεί να γεννηθεί από διάφορες τεχνικές παιξίματος, ακόμα και από αυτές που δεν θεωρούνται υπό τη στενή έννοια παραδοσιακές (…) Όταν ενορατικά προσεγγίζουμε μιαν εποχή της οποίας δεν υπήρξαμε αυτήκοοι μάρτυρες, πιστεύω θα πρέπει να είμαστε ανοιχτοί, ή τουλάχιστον να συμπεριφερθούμε σαν να είμαστε εμείς οι μουσικοί της».

Η δημιουργική αυτή αντιμετώπιση της Ιστορίας είναι αναμφίβολα ενδιαφέρουσα για τους φίλους του είδους. Ίσως όμως αποδεικνύεται λιγότερο πολύχρωμη απ’ ό,τι υπόσχεται.