Αρχική σελίδα → Προσωπικά Ενδιαφέροντα → Μουσική

Τα λαϊκά του ’21

Ηλίας Βολιότης-Καπετανάκης, εφ. Ελευθεροτυπία, 24/3/2007

Ήτανε, λέει, ένας λαϊκός τραγουδιστής, Τσοπανάκος το όνομα, που γυρνούσε στα στρατόπεδα των επαναστατημένων Ελλήνων του 1821, τους εμψύχωνε παίζοντας τη φλογέρα του και αυτοσχεδιάζοντας φλογερά ηρωικά στιχάκια.

Η παράδοση θέλει να ψάλλει, ως νέος Τυρταίος, στις μάχες στο Βαλτέτσι, στα Δολιανά, στα Δερβενάκια. Δεν είναι το μόνο γεγονός που «μαρτυρεί» για τις πλούσιες μουσικές διεργασίες μεταξύ των απλών ανθρώπων, οι οποίες λαμβάνουν χώρα πριν, κατά και μετά την Επανάσταση.

Δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια η άποψη ορισμένων ξένων περιηγητών, όπως του φιλέλληνα βαρόνου φον Ρίντεσελ, ότι στους Έλληνες δεν υπάρχει μουσική και τα άσματα του λαού είναι φαιδρά και χωρίς ψυχή. Στη μαύρη σκλαβιά και στη φωτιά της μάχης για την απελευθέρωση, ο λαός βρίσκει απαντοχή στο τραγούδι αλλά και στο συλλογικό γλέντι, όποτε του δίνεται η ευκαιρία.

Μαγιά είναι πατροπαράδοτα δημοτικά τραγούδια, που εξελίσσονται στιχουργικά και μουσικά για να υμνούν ήρωες και καθημερινές ηρωικές καταστάσεις, όπως για παράδειγμα: «Το σπαθί του Κολοκοτρώνη», «Το προσκλητήριο του Ρήγα», «Ο γενναίος Κανάρης», «Ο τάφος του Δήμου», «Ο θάνατος του Μπότσαρη». Τραγούδια για τον Λιάκο, για τον Σταθά, για τον Νάνο, για τον Μηλιώνη, για τον Νικοτσάρα και για άλλους. Όσο παίζονται, τόσο εμπλουτίζονται, μέχρι να πάρουν αργότερα μέρος στις μουσικές διεργασίες των υπό συγκρότηση αστικών κέντρων.

Ο Φραγκίσκος Πουκεβίλ, που περιόδευε την Ελλάδα, γράφει για τους κλέφτες και τους αρματολούς, οι οποίοι πανηγυρίζουν στις γιορτές με τραγούδια, χορούς και αμέτρητες ποσότητες κρασιού. «Στεφανωμένοι με αγριολούλουδα τραγουδούν μες στην ηχώ της μοναξιάς τους τα περίφημα τραγούδια των κλεφτών, ανάμεσα στους οποίους ο Μπουκουβάλας, ο Χριστόβλαχος και αρκετοί άλλοι είναι οι κορυφαίοι και οι ήρωες».

Γερή κόντρα τότε συμβαίνει ανάμεσα στα πολλά κλέφτικα θούρια και στα ερωτικά παραδοσιακά τραγούδια, τα οποία φαντάζουν τελείως παράταιρα με το επαναστατικό κλίμα ακόμα και στον λαό. Αποκαλούνται, περιφρονητικά, «πούστικα», ιδιαίτερα όταν ο αγώνας του γένους παραπαίει. Όταν ιδρύεται το ελληνικό κράτος και κάπως χαλαρώνει η πολεμική ετοιμότητα, τα ερωτικά δημοτικά άσματα ξανακερδίζουν δημοτικότητα.

Οι πρώτοι τραγουδιστές είναι ο Παναγιώτης Κάλλας-Τσοπανάκος (1789-1825) και ο Πετράκης Τάνγρος. Ο θρυλικός Τσοπανάκος γεννιέται στη Δημητσάνα, κοντός, δύσμορφος, σχεδόν αγράμματος. Διαθέτει, όμως, καταπληκτική φωνή, αυτοσχεδιάζει πατριωτικά θούρια και σατιρικούς στίχους. Απλοϊκά, αφελή στιχουργήματα, μια και δεν ξέρουμε τη μουσική τους, ακτινοβολούν, ωστόσο, πρωτόγονη λαϊκή έμπνευση και αυθόρμητο ηρωικό πάθος. Ο αυτοδίδακτος τροβαδούρος, που ιχνογραφεί με όποια διαθέτει χρώματα τον καιρό του. Να δυο αποσπάσματα. Το πρώτο αφιερωμένο στον Νικηταρά, τον οποίο θαυμάζει:

«Πολλούς Τούρκους θανάτωσε,

στα λάφυρα δεν άπλωσε,

φάνηκε Λυκούργος νέος,

νομοθέτης και γενναίος».

Και το δεύτερο για τη μάχη του Λάλα:

«Απ' το τουφέκι το πολύ,

στον Αδη πήγεν η βοή,

και τ' ακούσαν οι ανδρειωμένοι

και χαρήκαν οι καημένοι».

Ο γάλλος περιηγητής Γκιγιόμ Αντουάν Ολιβιέ αναφέρει κάποιον τραγουδιστή, λίγο νεότερο του Τσοπανάκου. Ομως, δεν έχουμε κανένα δείγμα του ρεπερτορίου του. Ταξιδεύοντας στη Λέσβο, στις 12 Φεβρουαρίου 1794, φιλοξενείται στο σπίτι κάποιου μουσουλμάνου στον Μόλυβο. Περιμένοντας το δείπνο, ακούει «έναν νέο άνδρα Ελληνα, τον Πετράκη Τάνγρο, ο οποίος εθεωρείτο δικαίως ο πιο επιδέξιος τραγουδιστής και ο πιο σπουδαίος μουσικός της Λέσβου. Εάν μάλιστα είχε λάβει καλύτερη μόρφωση, η φήμη του θα είχε εξαπλωθεί περισσότερο». Ο Πετράκης Τάνγρος είχε επιδείξει πολλές φορές το ταλέντο του στην ποίηση και στη μουσική στην πρωτεύουσα του νησιού και επρόκειτο σε λίγες μέρες να φύγει πάλι για τη Σμύρνη - σημειώνει ο Ολιβιέ, χωρίς άλλες λεπτομέρειες για τον απόγονο του Αρίωνα, όπως τον αποκαλεί με θαυμασμό.

Την ίδια εποχή αρχίζει και η μάστιγα της μεταγλώττισης ξένων εμβατηρίων σε σοφολογιότατη γλώσσα, κυρίως από τους λόγιους τραγουδιστές Στέφανο Κανέλλο (1792-1823) και Κωνσταντίνο Κοκκινάκη (1781-1831), οι οποίοι παράλληλα με την άλλη πνευματική τους δράση διασκευάζουν βαυαρικά μαρς με ελληνικούς στίχους κυρίως πατριωτικού περιεχομένου, όπως το παρακάτω:

«Δεύτε Ελληνες γενναίοι/ δράμετε προθύμως νέοι εις τον θείον Παρνασσόν/ πατρικήν κληρονομίαν έχοντες την ευφυΐαν και φιλίαν των μουσών».

Σε αντίθεση με τη μέχρι τώρα κρατούσα άποψη, η νεότερη έρευνα αποδεικνύει ότι πολλά λαϊκά μουσικά όργανα κυκλοφορούν, τουλάχιστον, από την αυγή του 19ου αιώνα, διασταυρώνουν τους ήχους τους, τόσο στον ελλαδικό χώρο όσο και στην ευρύτερη περιοχή, όπου ανθεί το ελληνικό στοιχείο. «Παιχνίδια» τα αποκαλεί ο λαός και «παιχνιδιάτορες» τους οργανοπαίχτες. Πολύτιμες πληροφορίες για τις ορχήστρες στα χρόνια του Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα και κατοπινά δίνει στα «Στρατιωτικά Ενθυμήματα» ο Νικόλαος Κασομούλης:

«Εγώ λαλούσα το μπουζούκι λεγόμενον, ο Χριστ. τον ταμπουράν με δύο τέλια, ο Σπ. Μίλου το φλάουτο, άλλοι άλλα όργανα ευμετακόμιστα, μπουλγάρια, ρεμπάπια». Σε γλέντι, που γίνεται το Πάσχα του 1822: «...αποφασίσαμεν να συμφωνήσωμεν τα λαλούμενα οπού ήξευρεν να παίξη ο καθείς εξ ημών και να δοξάσωμεν τον Θεό με ταις ποτήραις. Ο Γούλας έπαιξε το σιαρκί, ο Τόλιος το ριμπάμπι, ο Διαμαντής όλα -πλην έπαιξε το βιολί τότες- και εγώ το μπουζούκι».

«Να συμφωνήσωμεν τα λαλούμενα» πρέπει να είναι η παλιότερη αναφορά, και αναμφίβολα η ομορφότερη έκφραση, για το κούρδισμα της λαϊκής ορχήστρας. Ο Ν. Κασομούλης περιγράφει και μια άλλη γιορτή με τη συμμετοχή στρατευμένων: «Ο Γεωργούλας Παλαιογιάννης (εκατόνταρχος της χιλιαρχίας) λαλούσεν πολλά γλυκά τον βαγλαμάν, ο Παλαιοκώστας το βουζούκι και άλλοι (της χιλιαρχίας κατώτεροι αξιωματικοί) με λιουγκάρια και ικετέλια, ακολουθούντες αυτούς, προξενούσαν την μεγαλύτερην ηδονή στους Ελληνες συναδέλφους των».

Το ικετέλι είναι δίχορδος ταμπουράς, το σιαρκί άλλο είδος ταμπουρά, το ριμπάμπι, μονόχορδο, το οποίο παίζεται με δοξάρι. Κατά τον Βιλοτό (1807), ο ταμπουράς των Βουλγάρων λέγεται μπουλγαρί. Είναι διαδεδομένος στην ηπειρωτική Ελλάδα, όπου τον λένε λιογκάρι ή γιογκάρι, άλλα και στην Κρήτη, όπου συχνά αναφέρεται και ως κρητικός ταμπουράς. Στην Κρήτη, έως σήμερα, τον ονομάζουν μπουλγαρί και γράφει σημαντική ιστορία στο λαϊκό αστικό τραγούδι.

Οι αγωνιστές Ιωάννης Μακρυγιάννης και Ιωάννης Γκούρας παίζουν ταμπουρά και μπουζούκι. Ο ταμπουράς του Μακρυγιάννη φυλάσσεται σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Αθήνας, κατασκευάζεται το 1835 και είναι το παλιότερο, σωζόμενο, έγχορδο λαϊκό μουσικό όργανο.

Ο Βαυαρός φον Ες ζωγραφίζει, το 1828, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη να ξαποσταίνει ακούγοντας ένα από τα παλικάρια του να παίζει κάποιο είδος ταμπουρά-μπουζουκιού και δυο άλλα δίπλα να χορεύουν.

Στο γλέντι και στο χορό ψάχνει ο λαός την ψυχαγωγία, το ξέδομα, την ομορφιά, την απόδραση από την καθημερινή μιζέρια, την ανανέωση των ψυχικών και σωματικών δυνάμεων. Πάλι, όπως αποδεικνύεται από τις πηγές, οι αγωνιζόμενοι Ελληνες δεν χάνουν ευκαιρία να γλεντάνε. Να ορισμένες ενδεικτικές αναφορές:

*Ο Τζάκομπ Μπάρθολντι περιγράφει νυχτερινή κρασοκατάνυξη στους ψαρότοπους της Σαλαχώρας, στις 14 Νοεμβρίου 1803.

Οι συνδαιτυμόνες, ο Γενοβέλης, ένας καλόγερος, κάποιος βαρκάρης και οι παλιότεροι ψαράδες της περιοχής, τρώνε ψαρόσουπα και ψητό χοιρινό. Κατόπιν ένα παιδί γυροφέρνει το τραπέζι με μια κανάτα κρασί και πίνουν όλοι από το ίδιο ποτήρι. Καθένας το σηκώνει γεμάτο, κάνει πρόποση ή απαγγέλλει κάποια δίστιχα.

*Στη Νάξο, τη μέρα του Κλήδονα, ο ίδιος ταξιδευτής παρακολουθεί «ένα αρκετά ιδιόρρυθμο παιχνίδι, που έδινε την ευκαιρία για πολλούς αυτοσχεδιασμούς». Η νεολαία μαζεύεται στο πλάτωμα του χωριού. Τα κορίτσια κρατούν πανέρι με μικροαντικείμενα, τα ανασύρουν ένα ένα, και κάποιο αγόρι κάθε φορά οφείλει να σκαρώνει αυτομάτως μερικά στιχάκια, άλλοτε σατιρικά και άλλοτε επαινετικά.

*Δεν λείπουν οι ανατολίτικοι επηρεασμοί στην εγχώρια μουσική, και ιδιαίτερα η δερβίσικη παράδοση. Ο αγωνιστής του 1821 Ν. Κασομούλης αναφέρει ότι, στις Σέρρες, με δάσκαλο τον Οθωμανό Μεβλεβή δερβίση Μουσταφά Δεδές (22 ετών), μαθαίνει τσιβούρι (έγχορδο ανήκον στην οικογένεια του ταμπουρά ή, κατ' άλλους, σε αυτήν του λαούτου).

Ο Νικόλαος Δραγούμης θυμάται ότι, το καλοκαίρι του 1820, γίνεται στο προαύλιο της Μονής Αγίας Τριάδας στη Χάλκη συμπόσιο, εμφανίζεται ξαφνικά ένας δερβίσης, παρακάθεται στο τραπέζι και παίζει με το νέι του το «Δεύτε παίδες».

*Οι ελληνικοί χοροί εντυπωσιάζουν ξένους περιηγητές, οι οποίοι δεν παραλείπουν να τους εκθειάζουν. Ιδιαίτερα των νησιών του Αιγαίου.

Οι Πόρτερ, Τσάντλερ και Σάβαρι αναφέρονται στους χορούς των ελλήνων ναυτικών στα καταστρώματα των πλοίων. Αλλοι παραθέτουν στα βιβλία τους χαρακτικά με νησιωτικούς χορούς και μουσικά όργανα.

*Ο Τζάκομπ Μπάρθολντι επισκέπτεται την Ελλάδα και τη Μικρασία (1803-1804).

«Όλες οι ώρες της μέρας», σημειώνει, «είναι κατάλληλες για χορό στους Έλληνες. Τα ταβερνεία της Σμύρνης και των άλλων λιμανιών είναι συνέχεια γεμάτα από πότες, χορευτές και τραγουδιστές. Ακόμα και στο κατάστρωμα των καραβιών ξέρουν να βρίσκουν μια θεσούλα για την αγαπημένη τους επίδοση».

*Ο Φ. Πουκεβίλ συναντάει τον Ευθύμιο Βλαχάβα, τον αρχηγό των αρματολών της Θεσσαλίας: Αφού τρώνε και πίνουν, «οι καπεταναίοι θέλησαν έπειτα να μου προσφέρουν μια συναυλία με τους στρατιώτες τους, οι οποίοι έπαιρναν μετριόφρονα τον τίτλο του κλέφτη, και το κατόρθωσαν τραγουδώντας μεγαλόφωνα το τραγούδι "Μώρε Μπουκουβάλα", που το συνόδεψαν με τον ήχο από τις παράτονες λύρες. Ύστερα από τον ορυμαγδό αυτόν, εξετέλεσαν τον χορό των κλεφτών, όπως τον περιγράφει ο Αθήναιος».

Στους δρόμους της μουσικής ιστορίας

Φ.Α., εφ. Ελευθεροτυπία, 24/3/2007

Από τους πιο φιλότιμους ερευνητές της ιστορίας του λαϊκού μας τραγουδιού, ο Ηλίας Βολιότης-Καπετανάκης παρουσιάζει ακόμα μια μελέτη-συνεισφορά στην αποθησαύριση της μουσικής μας ιστορίας. «Μούσα πολύτροπος» ο τίτλος του καινούριου του βιβλίου (εκδόσεις «Μετρονόμος»), που αναλύει μια σειρά από θέματα που μαρτυρούν τη «μελωδική και κοινωνική διαδρομή από το δημοτικό στο ρεμπέτικο».

Ο Βολιότης-Καπετανάκης μιλάει για τους ρωμιούς συνθέτες της Πόλης και τους Ασίκηδες της Ανατολής. Για τη μουσική στο κωμειδύλλιο και την αθηναϊκή επιθεώρηση. Για την επτανησιακή και αθηναϊκή Καντάδα. Για τα τραγούδια του Καραγκιόζη, τις φυλακές, το στρατώνα, τις συντεχνίες και τη συμβολή τους στη λαϊκή μούσα. Για την περιφρονημένη από την εξουσία δημοτική παράδοση, που, παρ' όλ' αυτά, καρπίζει στα αστικά κέντρα. Για τις επιμειξίες της ανατολίτικης μουσικής με το ελληνικό λαϊκό τραγούδι, τις εστουδιαντίνες και τα σεφαραδίτικα τραγούδια. Για τα σμυρνέικα, τα πειραιώτικα μα και τα ελαφρά.

Πιστεύοντας ότι το λαϊκό πεντάγραμμο αποτελεί έναν πιστό καταγραφέα τής πορείας της ελληνικής κοινωνίας, ο συγγραφέας γράφει με γνώση και μεράκι για το πρώτο μέσω της δεύτερης και αντίστροφα.