Αρχική σελίδα → Προσωπικά Ενδιαφέροντα → Μουσική

Μελωδικός και ευαίσθητος κάου-μπόι

Λάμπρος Λιάβας, εφ. Το Βήμα, 12/7/2009

Τραγούδια του Λουκιανού Κηλαηδόνη είναι η νέα προσφορά του «Βήματος» και συμπίπτει με τη συμπλήρωση 40 ετών από τότε που πρωτοεμφανίστηκε στη δισκογραφία

Είναι μια καλή συγκυρία το γεγονός ότι η προσφορά αυτή του «Βήματος» συμπίπτει με τα 40 χρόνια παρουσίας του Λουκιανού στο μουσικό προσκήνιο. Και πράγματι, εκπλήσσει ευχάριστα έστω και μόνο να διατρέξει κανείς τους τίτλους που περιλαμβάνονται στις επιλογές των τραγουδιών. Και αυτό... και αυτό... και αυτό! Μελωδίες φιλικές και αγαπημένες, τρυφερά ζυμωμένες με τους στίχους, αναπόσπαστο κομμάτι από τις μουσικές μνήμες και τις ευαισθησίες όλων ημών των «κάπως» μεγαλύτερων, ενώ παράλληλα κλείνουν πονηρά το μάτι και στους νεότερους, επιβεβαιώνοντας τη γοητεία, το νεανικό πνεύμα και τη διαχρονικότητά τους. Ο Λουκιανός είναι παιδί της Κατοχής και του Εμφυλίου, γεννημένος το 1943 στην Κυψέλη. Ηταν το 1970 όταν συστήθηκε για πρώτη φορά στο κοινό με τη μελωδικότατη «Πόλη μας» σε στίχους της Κωστούλας Μητροπούλου και δικούς του, με τις φωνές της Βίκυς Μοσχολιού και του επίσης πρωτοεμφανιζόμενου Μανώλη Μητσιά. Ηδη από τότε, με το πρώτο του μουσικό επισκεπτήριο, ο Λουκιανός αποκαλύπτει την εμμονή του με τον χώρο, τον ζωτικό χώρο που μας περιβάλλει: το αστικό περιβάλλον, τα σπίτια, τους δρόμους, τις πλατείες, τα θερινά σινεμά...

Ο επόμενος δίσκος του, η «Κόκκινη κλωστή» σε ποίηση του Νίκου Γκάτσου με τον Μανώλη Μητσιά και τη Δήμητρα Γαλάνη στα πρώτα τους βήματα, αρχίζει και αυτός με ένα σπίτι: «σπίτι μου με τ΄ άσπρα σου γιασεμιά, σπίτι μου παλιά μου κληρονομιά» τραγουδάει ο Λουκιανός, με την εμμονή της προσφυγικής του καταγωγής, από τη μητέρα του την Ιάσμη, τη Γιασεμή, που ήρθε το ΄22 από τη Σμύρνη.

Το 1973, μέσα από τη μικρή χαραμάδα ελευθερίας που άνοιξε στα στεγανά της δικτατορίας, κυκλοφόρησαν τα περίφημα «Μικροαστικά», σε ποίηση Γιάννη Νεγρεπόντη, όπου για πρώτη φορά ο Λουκιανός άρχισε πλέον να ερμηνεύει ο ίδιος τα τραγούδια του με τον τόσο προσωπικό και αμίμητο τρόπο του. Αυτή η έκδοση αποτελεί σταθμό στο τραγούδι της εποχής, στην καλλιτεχνική του πορεία, καθώς και στην ελληνική δισκογραφία γενικότερα, με το κόκκινο διαφανές βινύλιο που έδωσε συμβολικά το μήνυμα για μια διαφορετική προσέγγιση και αισθητική σε όλα τα επίπεδα. Το ίδιο ισχύει και για την επόμενη δισκογραφική του δουλειά, τα «Απλά μαθήματα πολιτικής οικονομίας», και πάλι σε ποίηση του Νεγρεπόντη, που ίσως η λεπτή σατιρική της έκφραση δεν εκτιμήθηκε όσο της άξιζε, μέσα σε ένα πολωμένο περιβάλλον από κραυγαλέα πολιτικά τραγούδια που κυριάρχησαν αμέσως μετά τη μεταπολίτευση.

Στη συνέχεια, ο Λουκιανός έγραψε το 1976 το «Μedia Luz», τον μοναδικό του δίσκο με ορχηστρική μουσική, ενώ από το 1978 ως το 1991 κυκλοφόρησαν πέντε απόλυτα προσωπικοί δίσκοι: «Είμαι ένας φτωχός και μόνος κάου-μπόι», «Ψυχραιμία, παιδιά», «Χαμηλή πτήση», «Τραγούδια για κακά παιδιά» και «Γιατί θα γίνω μαραγκός». Επίσης και το γνωστό κι αγαπημένο «Fifties και ξερό ψωμί», με τραγούδια της δεκαετίας του ΄50 που επανέφερε στην επιφάνεια, ανανεώνοντάς τα μέσα από την προσωπική του ευαισθησία και αγάπη για αυτό το ρεπερτόριο.

Παράλληλα, κυκλοφόρησε ένας διπλός δίσκος με τίτλο «Πάμε, μαέστρο», με μια επιλογή από τις εξαιρετικές μουσικές του για το θέατρο. Ο Λουκιανός για δέκα συνεχή χρόνια έγραφε αποκλειστικά τη μουσική για τις επιθεωρήσεις του Ελεύθερου Θεάτρου, ενώ ήταν ο βασικός σύνθετης των παραστάσεων του Θεσσαλικού Θεάτρου, του οποίου συνδημιουργός υπήρξε η σύντροφός του, η Αννα Βαγενά. Στον χώρο του κινηματογράφου έγραψε μουσική για τις ταινίες «Ο θίασος» και «Οι κυνηγοί» του Θόδωρου Αγγελόπουλου καθώς και για τον «Ελευθέριο Βενιζέλο» του Παντελή Βούλγαρη.

Το πιο δυνατό όμως και επικοινωνιακό στοιχείο του Λουκιανού παραμένουν χωρίς αμφιβολία οι ζωντανές του εμφανίσεις. Και βεβαίως οφείλουμε να μνημονεύσουμε το περίφημο «Πάρτι στη Βουλιαγμένη» το 1983, που συγκέντρωσε περίπου 70.000

κόσμο και θεωρήθηκε το ελληνικό Woodstock. Με αυτή την εκδήλωση ήταν ο πρώτος καλλιτέχνης που έβγαλε τις συναυλίες από τα θέατρα και τα γήπεδα στην ελευθερία των φυσικών χώρων, κάτι διόλου αυτονόητο για την εποχή. Παράλληλα, ήταν από τους πρώτους που ενέταξε στις εμφανίσεις του πλήθος θεατρικά και εικαστικά στοιχεία, με αποκορύφωμα το λαϊκό μιούζικαλ «Αχ! Πατρίδα μου γλυκιά», από τον ομώνυμο διπλό δίσκο στο Θέατρο του Λυκαβηττού το καλοκαίρι του 1993. Από ζωντανή ηχογράφηση στο θέατρο του Λυκαβηττού το 1998 προέρχεται και άλλη μια πολύ σημαντική δισκογραφική δουλειά του: το «Νέα Κυψέλη- Νέα Ορλεάνη», σε συνεργασία με την περίφημη μπάντα από το Ρreservation ΗaΙl της Νέας Ορλεάνης, αποτίοντας φόρο τιμής στις επιρροές του από το ύφος και το ήθος της τζαζ και της κάουντρι μουσικής. Τα «αμερικάνικα» ακούσματα από τα θερινά σινεμά και τα πάρτι στην Αθήνα του ΄50 συνάντησαν εδώ τα κλασικά τους πρότυπα από τις γειτονιές του Νότου.

Η προσφορά του «Βήματος» έρχεται να ανακεφαλαιώσει και να συμπυκνώσει όλα αυτά τα γοητευτικά 40 χρόνια δημιουργικής, γόνιμης και συνεπούς παρουσίας, κάτι διόλου εύκολο και αυτονόητο στον πολύπαθο χώρο του ελληνικού τραγουδιού. Σε αυτή τη μακρά πορεία του στο μουσικό προσκήνιο, ο Λουκιανός παραμένει ένας από τους ελάχιστους καλλιτέχνες που δεν διακατέχονται από το άγχος και την αγωνία του επόμενου δίσκου, για να αυξήσουν τις μετοχές τους στο δισκογραφικό χρηματιστήριο και τις εμφανίσεις τους στα νυχτερινά κέντρα. Και αυτό είναι φανερό στο ύφος και το ήθος της δουλειάς του, στην προσωπική απόλαυση που αποπνέουν οι ηχογραφήσεις και ο τρόπος που τραγουδά. Ακούγοντας τα τραγούδια του Λουκιανού, έχεις συχνά την εντύπωση ότι ξεφυλλίζεις κάποιο φωτογραφικό άλμπουμ, με αποτυπωμένες στιγμές από οικογενειακές γιορτές και συγκεντρώσεις φίλων και συμμαθητών.

Για να θυμηθώ τη φράση του Ρίτσου, δεν τραγουδά για να ξεχωρίσει από τους άλλους, τραγουδά για να σμίξει τον κόσμο. Δεν διεκδικεί δάφνες «συνθέτη»- ούτε καν «τραγουδοποιού» ή «τροβαδούρου»- αλλά απλώς, σαν ένας ευαίσθητος καθημερινός άνθρωπος της διπλανής πόρτας, ανακαλεί μουσικές μνήμες, βιώματα και αισθήσεις προεκτείνοντάς τα στο σήμερα και τα μοιράζεται με τον ακροατή. Και το σημαντικό είναι ότι δεν παραμένει σε μια επιφανειακή νοσταλγία για αυτά που πέρασαν, σε μια στείρα αναπαραγωγή, σε μια μίμηση χωρίς φαντασία. Κοινοποιεί μια σιωπηλή διαμαρτυρία για όσα παραμορφώνονται γύρω μας και χάνονται, για τα καλύτερά μας χρόνια και τις γιορτές μας του κάποιοι μας τα κλέβουν μυστικά. Μπαίνει σε έναν δημιουργικό διάλογο με όλα αυτά τα ετερόκλητα ακούσματα που εμπεριέχει ο Νεοέλληνας: από τα απλά παιδικά τραγουδάκια στο σχολείο, την κατασκήνωση και το κατηχητικό, την καντάδα, τα ρεμπέτικα, τα ελαφρά ως την τζαζ, το ροκ, την κάουντρι και τη δυτική μπαλάντα. Δημιουργεί κανάλια ώστε όλα αυτά να ανέλθουν στην επιφάνεια και «παίζει» μαζί τους, παίζει με όλη την ευθύνη και τη σοβαρότητα που είχαν τα παιδικά παιχνίδια στις γειτονιές, προτού εγκλωβιστούν στην αυτιστική μοναξιά των αστικών διαμερισμάτων και στη χαύνωση της οθόνης της τηλεόρασης, του υπολογιστή και του playstation.

Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι ο Λουκιανός λειτουργεί κατ΄ εξοχήν στις συναυλίες και στις μουσικές βραδιές, όπου υπάρχουν αυτή η ζωντάνια, η αμεσότητα, η αμφίδρομη σχέση με το κοινό, το οποίο γίνεται συμπαίκτης συμμετέχοντας στη γιορτή. Ο απόηχος από τo πάρτι στη Βουλιαγμένη και τις συναυλίες στον Λυκαβηττό εξακολουθεί να βγάζει τη γλώσσα στην καρεκλάδικη αμηχανία που κυριαρχεί στα σημερινά μπαράκια και στην ντοπαρισμένη ζαλάδα των νυχτερινών κέντρων δήθεν διασκέδασης.

Εκπροσωπεί τη μουσική και το τραγούδι ως κώδικα επικοινωνίας προσιτό στον καθένα (όπως και η γλώσσα) και όχι σαν προνόμιο μιας εξειδικευμένης ομάδαςστην παραγωγή του- και σαν καταναλωτικό προϊόν στη χρήση του.

«Ενα τραγούδι καταξιώνεται από τη στιγμή που θα τραγουδηθεί σε μιαν οικογενειακή γιορτή» έχει παρατηρήσει πολύ σωστά ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, υπενθυμίζοντας αυτή τη μοναδική λειτουργικότητα των τραγουδιών της καθημερινής ζωής τα οποία τόσο απέχουν από τα προκατασκευασμένα σουξέ των λίγων εβδομάδων που πλέον μας κατακλύζουν. Γι΄ αυτό ακριβώς και έχουν καταξιωθεί τα τραγούδια του, επειδή μας έρχονται στον νου και το στόμα και την καρδιά, απλώς και μόνο διατρέχοντας τον κατάλογο που βλέπουμε να δημοσιεύεται στο «Βήμα». Και μας γλυκαίνουν και μας παρηγορούν σε καιρούς αμηχανίας, κακοφωνίας και ευτέλειας. Ενώ ο ίδιος έχει αξιωθεί τη μεγαλύτερη τιμή και ανταμοιβή που μπορεί να λάβει καλλιτέχνης. Εχει καταχωριστεί στη συνείδηση του κοινού και των συναδέλφων του όχι με το επώνυμό του, ο Κηλαηδόνης, αλλά με το μικρό του όνομα: ο Λουκιανός. Και αυτό τα λέει όλα!

* Ο κ. Λάμπρος Λιάβας είναι καθηγητής Μουσικολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.