Αρχική σελίδα → Προσωπικά Ενδιαφέροντα → Μουσική

Στάθης Δρογώσης: «Το τραγούδι σήμερα το ορίζουν οι διαφημιστές»

Χάρη Ποντίδα, εφ. Τα Νέα, 27/11/2009

Γεννημένος στην Κυψέλη, μόνιμος περιπατητής των καφέ  των Εξαρχείων (όπου μένει τα τελευταία 10 χρόνια), ο Στάθης  Δρογώσης λάτρεψε από  τη μια  τους  Βeatles  και τη  σύγχρονη  βρετανική  σκηνή και  από την άλλη τον Αττίκ  και τον  Σουγιούλ

«Τα περισσότερα τραγούδια σήμερα φτιάχνουν μια πραγματικότητα που δεν υπάρχει» λέει ο Στάθης Δρογώσης, που επιστρέφει με τον πιο πολιτικοποιημένο του δίσκο

Νέος δίσκος, νέοι συνεργάτες, νέες παραστάσεις (στον «Σταυρό του Νότου») και, ω του θαύματος, το σήμερα μοιάζει να είναι η πρώτη μέρα του υπόλοιπου της ζωής του. Δέκα χρόνια σχεδόν στον χώρο ο Στάθης Δρογώσης και σήμερα, στα 32 του, η ζωή παίρνει σιγά σιγά το σχήμα που ήθελε να της δώσει.

Εξηγεί. «Είναι η πρώτη φορά που αισθάνομαι να πατάω στα πόδια μου. Μπορώ να έχω το δικό μου γκρουπ, να κλείνω συναυλίες έξω από την Αθήνα, να παίζω τη μουσική μου. Και μ΄ αυτό τον δίσκο έχω όρεξη να παίξω πολύ. Είναι ακριβώς όπως τον φαντάστηκα».

Ρομαντισμός και αρώματα του ΄50 σε συνδυασμό με έναν φλεγόμενο εφηβικό θυμό που αποτυπώνεται και στους στίχους και στις (ηλεκτρικές) μουσικές. Αυτή την φορά περισσότερο από ποτέ. “Η αγάπη στο τέλος” (ο τρίτος προσωπικός του δίσκος) ξεκινάει με το ηλεκτρικό “Βox”. “Είναι και ο πιο πολιτικοποιημένος μου δίσκος” λέει. “Πάντα το απέφευγα αυτό, αλλά τώρα είχαν μαζευτεί πράγματα μέσα μου και αποφάσισα να τα πω”.

Genova, Πράγα και πορείες για την ειρήνη απ΄ τη μια - “πάντα παρών στις κινητοποιήσεις”, διευκρινίζει- και από την άλλη μια αίσθηση κιτρινισμένης φωτογραφίας του ΄50.

Κατά βάθος ένα παιδί που θέλει έναν κόσμο καλύτερο. Στο «Απλό τραγούδι” (“Γένοβα, Σιάτλ, Πράγα, Εξάρχεια”) καταγράφεται η επιθυμία της γενιάς που (εμείς νομίζαμε) ότι έβλεπε τη ζωή σαν πίστα ηλεκτρονικού. Της γενιάς που ξέσπασε: “Στους δρόμους αρχίζει το παιχνίδι ξανά/ έλα και δεν είμαστε πια λίγοι/ μπροστά κοίτα...

μπροστά...”».

«Και να φανταστείτε το έγραψα πριν από τα γεγονότα. Το ρεφρέν (μάλιστα) λέει αυτό ακριβώς που πιστεύω: “Αυτό είναι ένα απλό τραγούδι/ μιλάει για ελπίδα για μια καινούργια αρχή”! Αυτό είναι ένα απλό τραγούδι να το χορεύεις μπρος στην καταστροφή. Δεν είμαι κατά των κινητοποιήσεων, αρκεί αυτό να γίνει κάτι μετά... Είναι η ελπίδα ότι δεν θα μείνει μόνο στα σπασίματα».

Γιατί απέφευγες να γράψεις πολιτικοποιημένα τραγούδια;

Γιατί βαριέμαι τον διδακτισμό. Ούτε μπορείς να κάνεις τον έξυπνο σε έναν άνθρωπο που δουλεύει 8ωρο, έχει δυο παιδιά και δεν του φτάνουν να τα ταΐσει. Η ζωή δεν διδάσκεται. Απλά λέω πως νιώθω εγώ- κι αν κάτι ξυπνήσει...

Απ΄ τον δίσκο σου όμως παίχτηκε περισσότερο το “Μην το πεις πουθενά” που δεν είναι πολιτικό.

Ναι, και μου έκανε εντύπωση. Γιατί το έπαιξαν και τα πολύ εμπορικά ραδιόφωνα.

Γιατί όχι; Μια μπαλάντα με ωραίο στίχο είναι.

Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο ασφυχτικά είναι τα πράγματα σήμερα. Οι διαφημιστές είναι που κανονίζουν την αισθητική των ραδιοφώνων. Γι΄ αυτό και τα περισσότερα τραγούδια μοιάζουν να είναι γραμμένα για τους 19χρονους φοιτητές της Φιλοσοφικής. Φτιάχνουν μια εναλλακτική πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που δεν υπάρχει.

Αυτό σημαίνει ότι θα χάσουν το κοινό τους αργά ή γρήγορα.

Σίγουρα. Γιατί η κοινωνία δεν έχει κενά. Κάτι θα βρεθεί για να δώσει τη λύση.

«Είμαστε η γενιά της σιωπής»

Χάρη Ποντίδα, εφ. Τα Νέα, 25/11/2008

«Η επόμενη δουλειά μου  θα έχει πιο  πολιτικοποιημένο στίχο», λέει  ο Στάθης Δρογώσης, που  φωτογραφήθηκε για τα άλμπουμ του  ξυπόλητος. «Πάντα το φοβόμουν αυτό, γιατί  δεν μου αρέσουν τα συνθήματα στην τέχνη. Τα  συνθήματα είναι για τις πορείες, το τραγούδι  πρέπει να έχει περισσότερα επίπεδα ανάγνωσης»  «Τους καλούς χώρους τους έχουμε στην Ελλάδα για τους ξένους καλλιτέχνες. Εμείς δεν μπορούμε να παίξουμε σ΄ αυτούς», λέει ο νέος τραγουδοποιός Στάθης Δρογώσης

Χαρακτηρίζει τη γενιά του, «γενιά της σιωπής» και το εξηγεί πάραυτα: «Οι περισσότεροι δεν έχουμε καταφέρει να συντονιστούμε με το συλλογικό ασυνείδητο, ο καθένας μιλάει απολύτως προσωπικά, έχει το δικό του σύμπαν, κάτι σαν καλλιτεχνικό... αυτισμό». Λίγο πριν από τα 30 ο Στάθης Δρογώσης, με δύο προσωπικούς δίσκους στο ενεργητικό του (συν δύο ως αρχηγός του γκρουπ «Τα Φώτα Που Σβήνουν») δικαιολογημένα βλέπει τον εαυτό του και τους συνομηλίκους του ως «αντιφατικούς και μυστήριους». Όπως βλέπει και ουρές σε κάθε του λάιβ εμφάνιση.

Γεννημένος στην Κυψέλη, τακτικό μέλος της παρέας των ανήσυχων παιδιών των Εξαρχείων, λάτρεψε απο τη μία τους Βeatles και τη σύγχρονη βρετανική σκηνή και από την άλλη τον Αττίκ και τον Σουγιούλ.

Γένοβα, Πράγα και πορείες για την ειρήνη απ΄ την μια- «πάντα ήμουν πολιτικοποιημένος, αντιεξουσιαστής και παρών στις κινητοποιήσεις», διευκρινίζει- και από την άλλη, «ήρθες αργά στον δρόμο της ζωής μου» (το ρετρό τραγούδι των Γιάννη Βέλλα και Κώστα Κοφινιώτη, που διασκεύασε και συμπεριέλαβε στον πρώτο προσωπικό του δίσκο «Ο χειμώνας δεν θα ΄ρθει».)

Και όντως η φωνή του που είναι εξαιρετική, οι στίχοι του, το άρωμα των τραγουδιών του φέρουν μέσα τους κάτι από τη νοσταλγία παλιάς φωτογραφίας που μεταφέρει μνήμες.

Και επειδή ο ρομαντισμός είναι δικός του, αυθεντικά δικός του βρίσκει κατευθείαν τον στόχο του. Τα τραγούδια του που αγαπήθηκαν απο ένα ευρύτερο κοινό- και που του έχουν δώσει και τον χαρακτηρισμό του ερωτικού τραγουδοποιού- «Θα περάσουν οι μέρες», «Βιαστικό Πουλί του Νότου» (οι στίχοι είναι γραμμένοι μαζί με τον Φάμελλο και το τραγουδάει ο Γιάννης Κότσιρας), «Ήρθες Αργά», ακόμη και το «Φεύγει η Ζωή» (που γέρνει προς ένα πιο ροκ ήχο)- έχουν μέσα τους τη βελούδινη υφή ενός παλιωμένου, κλασσικού, καλοραμμένου ρούχου, φτιαγμένου απο έναν μάστορα του είδους, που- υποπτεύεσαι- είναι άνω των 40. «Εδώ στην Ελλάδα, το κριτήριο είναι η φωνή», λέει. «Εγώ τραγουδάω γιατί γράφω ο ίδιος τα τραγούδια μου και νομίζω ότι μπορώ να τα πω καλύτερα απ΄ όλους». Έχει περισσότερο τη λογική του μουσικού που τον ενδιαφέρει το τραγούδι συνολικά- ο ήχος του, η παραγωγή του, οι λεπτομέρειες του περιτυλίγματος του. Και στα λάιβ επίσης. «Ο τραγουδιστής ήταν πάντα μπροστά», λέει. «Δεν υπάρχει η λογική της συναυλιακής ακρόασης, όπως στο εξωτερικό. Έρχεται όμως το τέλος σ΄ όλα αυτά, εν όψει απαγόρευσης του καπνίσματος. Σιγά μην κάτσει ο άλλος να καταναλώσει μπουκάλια ουίσκι, αν δεν μπορεί να καπνίσει...».

Για πρώτη φορά φέτος, με αυτοδύναμο πρόγραμμα και το δικό του γκρουπ στο club του Σταυρού του Νότου («Δραμαμίνη»), έκανε ένα πρώτο... κρας τεστ στο πόσο αντέχουν οι δυνάμεις του. «Περνάμε πολύ ωραία... Χορεύουμε...».

«Πρέπει να είναι πιο ανοιχτόμυα- λο και το κοινό και οι άνθρωποι του χώρου μας», καταλήγει. «Να μην σνομπάρουν τους Έλληνες δημιουργούς. Γιατί να γίνεται αυτός ο χαμός σε κάτι ημιάγνωστους ξένους καλλιτέχνες, που τους φέρνουν στο Gagarin η στο Βios και εμείς να μην μπορούμε να παίξουμε σε τέτοια μέρη. Αυτά τα αισθητικά γκέτο δεν ωφελούν κανέναν».

Με μια ματιά