Αρχική σελίδα → Προσωπικά Ενδιαφέροντα → Μουσική

«Αν είσαι φίνος μάγκας, πού ’ν’ τα μπεγλέρια σου;…»

Πάνος Σαββόπουλος, εφ. Ελευθεροτυπία, 11/6/2011

Είναι γνωστό ότι τα «σήματα κατατεθέντα» της εμφάνισης του μάγκα, και ώς έναν βαθμό τα φετίχ και σύμβολά του, ήταν κυρίως το μαχαίρι και το κομπολόι. Περί κομβολογίων και μπεγλερίων, λοιπόν, το παρόν ανάγνωσμα εστίν.

Σαν σύμβολο της μαγκιάς, το κομπολόι, έχει φυσικά περάσει στα τραγούδια της, δηλαδή στα ρεμπέτικα, και αναφέρεται σε τουλάχιστον 25. Το διασημότερο απ' όλα είναι βέβαια Το Κομπολογάκι (Γ. Μητσάκης, 1946), εμπνευσμένο από ένα πραγματικό περιστατικό. Την ίδια χρονιά, ο Μητσάκης έγραψε Το βρήκα να το, χωρίς όμως την επιτυχία του προηγούμενου. Το 1940 ηχογραφήθηκε το Κομπολογάκι αγόρασα των Σ. Περιστέρη - Χ. Βασιλειάδη.

Η λέξη κομπολόι, σύμφωνα με τους ειδικούς φιλολόγους, φαίνεται να προέρχεται από τη λέξη «κόμπος», η οποία εκτός από δέσιμο σημαίνει και το εξόγκωμα που δημιουργείται στο σημείο του δεσίματος. Οι... κομπολογοερευνητές, πάντως, δεν συμφωνούν μεταξύ τους σχετικά, κι έτσι ο καθένας λέει ό,τι τού γουστάρει και ...επιμένει ελληνικώς.

Πάντως κάποτε το κομπολόι ήταν στοιχείο ενός μερακλή ανθρώπου. Δυστυχώς, η εποχή μας, και κυρίως η παρούσα, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί μερακλίδικη. Ετσι λοιπόν το κομπολόι έγινε πλαστικό, ξύλινο, με ημιπολύτιμους λίθους, ακόμα και ...ασημένιο («βρακί δεν έχει ο κώλος μας, λουλούδια θέλει ο... τέτοιος μας», που λέει και ο λαός μας, άσε δε την πονηράν «τρόικαν» που μας πήρε όλα τα ...ασημικά).

Το αυθεντικό κομπολόι υποτίθεται ότι είναι από κεχριμπάρι, αλλά τέτοια δεν γίνονται, αφού το κεχριμπάρι είναι εύθραυστο και ελαφρύ υλικό. Γι' αυτό ένας αιγύπτιος τεχνίτης κομπολογιών, ονόματι Φατουράν, επινόησε ένα μείγμα διαφόρων υλικών βασισμένο σε σκόνη αυθεντικού κεχριμπαριού, το οποίο πήρε και το όνομά του: Φατουράν.

Το κομπολόι ξεκίνησε σαν βοήθημα για προσευχές και φαίνεται ότι το επινόησαν πρώτοι οι Ινδουιστές, από τους οποίους το πήραν οι Βουδιστές και στη συνέχεια οι Μωαμεθανοί. Οι Ορθόδοξοι έχουν το κομποσκοίνι με 33 κόμπους (όσα τα χρόνια του Χριστού και του... Μεγαλέξαντρου με τα κυδώνια). Το ελληνικό κομπολόι πάντως, που χρησιμοποιούσε και η μαγκιά, δεν έχει συγκεκριμένο αριθμό χαντρών. Υπακούει όμως στον κανόνα που λέει ότι οι χάντρες της αρμαθιάς πρέπει να είναι πολλαπλάσιο του 4 συν 1. Π.χ. 4 χάντρες x 4 + 1 = 17 χάντρες (καθ' ο γούρικος ο περιττός αριθμός για τους Ελληνες). Σε ό,τι αφορά τώρα το μέγεθος ενός κομπολογιού, αυτό εξαρτάται κυρίως από το μέγεθος του χεριού του χρήστη. Γι' αυτό το ελεύθερο μήκος του σπάγκου που συγκρατεί τις χάντρες πρέπει να 'ναι τόσο όσο το πλάτος της παλάμης του χρήστη. Αρα τα έτοιμα κομπολόγια δεν είναι πάντα και τα πιο χρηστικά.

Πιστοί και καλόγεροι λοιπόν πρωτοχρησιμοποίησαν το κομπολόι κι έτσι έχουμε ρεμπέτικα που μιλάνε για κομπολόγια και καλογεράκια. Π.χ., στο παραδοσιακό, και κρητικής μουσικής «αύρας», Καλογεράκι (Χ. Κρητικός, 1926) ακούμε: «Καλογεράκι θα γινώ και ράσο θα φορέσω και κομπολόι θα κρατώ, ίσως και να σ' αρέσω». Τα ίδια λέει και το, διαφορετικής μουσικής, Καλογεράκι (Κ. Δούσας, 1930): «Καλογεράκι θα γινώ και ράσο θα φορέσω και κομπολόι θα κρατώ, φως μου, για να σ' αρέσω». Στο τραγούδι Το Καλογεράκι (Γ. Μητσάκη, 1951), ακούμε: «...με κομπολογάκι και με ράσο όλη τη ζωή μου θα περάσω...». Στο δε Καλογεράκι (Γ. Παπαϊωάννου, 1957), ακούμε: «Με το κομπολογάκι μου τις ώρες θα περνάω...».

Στον κόσμο της μαγκιάς, πάντως, δεν πολυκυκλοφορούσε η λέξη «κομπολόι», αλλά η λέξη «μπεγλέρι», η οποία έχει περάσει σε μερικά ρεμπέτικα. (Μπεγλέρι, ωστόσο, είναι ένα είδος σταφυλιού με μακρουλές και άσπρες ρώγες.) Για παράδειγμα, στον Μανώλη Χασικλή (Ογδοντάκης, 1930), ακούμε: «Αν είσαι φίνος μάγκας πού 'ν' τα μπεγλέρια σου κι αν είσαι και σερέτης πού 'ν' τα μαχαίρια σου», το οποίο έγινε και τίτλος στο παρόν κειμενάκι. Στη Λιλή τη σκανδαλιάρα (Π. Τούντας, 1931), ακούμε: «...δε φοβούμαι τα μαχαίρια, τα νταήδικά σου τα μπεγλέρια...». Στο Σακάκι (Α. Δελιάς, 1935), ακούμε τη φράση «Γεια σου Παναγή μου, με τα μπεγλέρια σου». Οψιμα, το 1955, ο Τσιτσάνης έγραψε το Εγώ είμαι το μπεγλέρι σου, με μεταφορικό περιεχόμενο στη λέξη, και με τέσσερις μάλιστα διαφορετικές ηχογραφήσεις.

Το ελληνικό κομπολόι είναι ένας πιστός σύντροφος σε χαρές και λύπες. Στο ζεϊμπέκικο του Τσιτσάνη Αντιλαλούνε τα βουνά (1950) ακούμε: «Περνούν οι ώρες θλιβερές σ' ένα παλιό ρολόι κι εγώ τους αναστεναγμούς τούς παίζω κομπολόι...». Σχετική παρομοίωση με το κομπολόι κάνει και ο Τόλης Χάρμας στο τραγούδι του Το ξυράφι και τ' ακόνι (1951). Λέει: «Χάντρα χάντρα κομπολόι να περνάει η βραδιά, στάλα στάλα το φαρμάκι στάζει στην καρδιά». Το «σύμπλεγμα» μιας γυναίκας με δύο άντρες «σχολιάζει» ο Μητσάκης στο τραγούδι του Γυναίκα με δυο άντρες (1952): «Μια γυναίκα δύο άντρες, κομπολόι δίχως χάντρες». (Τι εννοεί ο ποιητής άραγε; Μια γυναίκα με τρεις άντρες ή δύο γυναίκες με δύο άντρες, κάποια άλλη partouze... είναι η επιτυχημένη συνταγή;) Στο Ασ' τα κόλπα, πάλι του Τούντα (1934), ακούμε: «Δεν με τρως με τα τερτίπια, με τα λόγια σου και με τα κεχλιμπαρένια κομπολόγια σου...». Δεν θα ξεχάσουμε όμως και τον μάγκα γυναικοκατακτητή, τον Παναή απ' τα Μέγαρα, τον οποίο, σύμφωνα με το τραγούδι του Γιάννη Παπαϊωάννου Παναγής (1947), «... σ' ένα χωριό τον πιάσανε πούλαγε κομπολόγια και γέλαγε τις κοπελιές με τα γλυκά του λόγια».

Ισως τώρα εκπλαγείτε αν σας πω ότι το κομπολόι, για τους μάγκες, αποτελούσε κι ένα μουσικό όργανο. Λοιπόν! Η αυθεντική πειραιώτικη ρεμπέτικη ορχήστρα των αρχών του '30 αποτελούνταν από μπουζούκι, μπαγλαμά και κιθάρα. Ελλείψει όμως μπαγλαμά, και για να συμπληρωθεί το κενό, κάποιος της παρέας που κάτεχε από ρυθμό στερέωνε ένα κομπολόι (από το μέσον της αρμαθιάς) σ' ένα κουμπί από το κουμπωμένο γιλέκο του, πίεζε τις χάντρες σφιχτά μεταξύ τους και πάνω σ' αυτές τις χάντρες έτριβε ένα άδειο ποτηράκι, στον ρυθμό του τραγουδιού. Ο ήχος που παραγόταν ήταν λαμπερότατος και έμοιαζε πολύ με αυτόν του μπαγλαμά. Το εν λόγω «κόλπο» χρησιμοποιήθηκε σε αρκετές ηχογραφήσεις. Ο Μάρκος κατέχει τη μερίδα του λέοντος σε δισκογραφήσεις τραγουδιών με «ποτηροκομπολόι», αφού τα μισά απ' αυτά που εντόπισα είναι δικά του.

Τα υπόλοιπα είναι των Β. Παπάζογλου, Σ. Γαβαλά, Γ. Τσαούς, Α. Δελιά και άλλων. Ενδεικτικά αναφέρω:

Ωρες με θρέφει ο λουλάς - Μάρκου Βαμβακάρη, 1933. Ντερβίσαινα - Β. Παπάζογλου, 1934. Η Ελένη η ζωντοχήρα - Γιουβάν Τσαούς, 1935. Παραπονούνται οι μάγκες μας - Γιουβάν Τσαούς, 1936. Ο Νίκος ο τρελάκιας - Α. Δελιά - Ν. Μάθεση, 1936. Το νταχτήρι - Φ. Ζουριδάκη (;), 1936

Κάποιες γενικές παρατηρήσεις που μπορεί να γίνουν στα τραγούδια αυτά με «ποτηροκομπολόι» είναι:

α. Ολα είναι ηχογραφημένα μεταξύ 1933 και 1936.

β. Πάνω από τα μισά είναι άσματα «πονηρού» περιεχομένου.

γ. Τα έχουν συνθέσει κυρίως «ζόρικοι» δημιουργοί, που δεν είχαν εύκολες προσβάσεις στις εταιρείες δίσκων.

δ. Οι περισσότεροι επιμελητές δίσκων με ρεμπέτικα το «ποτηροκομπολόι» το ακούνε σαν ζίλια ή κουτάλια ή καστανιέτες, αν δεν το αγνοούν εντελώς...

ε. Ανάλογος με το είδος του ποτηριού (ρακοπότηρο, κρασοπότηρο, νεροπότηρο κ.λπ.) ήταν και ο παραγόμενος ήχος.

στ. Σ' ένα τραγούδι έχουμε ταυτόχρονη χρησιμοποίηση μπαγλαμά και «ποτηροκομπολογιού». Ευκρινέστατα λοιπόν το ακούμε στην Ατσιγγάνα (Γ. Μπάτης, 1934).

η. Ενώ στα ζίλια, στα κουτάλια και στις καστανιέτες η παρουσία τους σε τραγούδια περιορίζεται μόνο στις εισαγωγές των τραγουδιών, ο κανόνας αυτός δεν ισχύει για τα... άναρχα «ποτηροκομπολόγια», τα οποία παίζουν συνήθως σε όλο το τραγούδι.

Το «ποτηροκομπολόι» ζωντάνεψε στις μέρες μας, μετά το ειδικότερο ενδιαφέρον που δείχνει τμήμα κυρίως της νεολαίας για τα ρεμπέτικα, αλλά και τις ως εκ τούτου πάμπολλες ερασιτεχνικές κομπανίες. Συνυπάρχει αρμονικότατα με το μπαγλαμαδάκι, παίζεται ευχάριστα και επιπλέον δίνει στον παίζοντα αίσθηση συντροφικότητας και... χρησιμότητας. Γι' αυτό βλέπει κανείς, όχι σπάνια, δύο ή και τρία άτομα σε μια ορχήστρα να παίζει έκαστος το δικό του «ποτηροκομπολόι», με διαφορετικό το καθένα ήχο.