Αρχική σελίδα → Προσωπικά Ενδιαφέροντα → Μουσική

Ο εξαίρετος μουσικός Σταύρος Λάντσιας μιλάει για τον νέο ορχηστρικό δίσκο του

Γιώτα Συκκά, εφ. Καθημερινή, 12/2/2012

Κιθ Τζάρετ και Μπιτλς μού άνοιξαν δρόμους...

Τώρα που περιορίστηκαν οι εμφανίσεις, βλέπει τους συναδέλφους του να επενδύουν σε ό,τι πραγματικά αγαπάνε: τη μουσική. Ο Σταύρος Λάντσιας είναι ένας από τους αφανείς ήρωες πολλών αγαπημένων δίσκων εδώ και μια δεκαετία, και διαλεχτός συνεργάτης στο στούντιο και τα λάιβ πολλών σημαντικών καλλιτεχνών. Από τον Διονύση Σαββόπουλο, τον Νίκο Ξυδάκη και τον Αλκίνοο Ιωαννίδη, μέχρι την Ελλη Πασπαλά, τη Xαρούλα Aλεξίου και τον Γιώργο Nταλάρα.

«Στην Ελλάδα υπάρχει κοινό για την ορχηστρική μουσική», υπογραμμίζει ο Σταύρος Λάντσιας, «απλώς πρέπει να δίνεις χρόνο, να μη βιάζεσαι. Άλλωστε και στην Αμερική η τζαζ είναι μειοψηφία».

Περιζήτητος, γιατί δεν είναι απλώς ένας εξαιρετικός πιανίστας αλλά μουσικός με προσωπικότητα, «μάστορας» στις ενορχηστρώσεις και περίφημος ντράμερ. Ολα αυτά όμως, δεν θα μπορούσαν να επενδύονται μόνο στη μουσική των άλλων. Ο τρίτος προσωπικός του δίσκος επιβεβαιώνει πως είναι και καλός συνθέτης. Δημιουργός με αίσθημα, κινηματογραφική ματιά και αφήγηση που συγκινεί.

Το «Ημερολόγιο ονείρων» που ξεκίνησε ως 40λεπτο έργο παραγγελία για την Πάτρα Πολιτιστική Πρωτεύουσα άρχισε σαν «σημειωματάριο μουσικών ιδεών» και παρουσιάστηκε με την Καμεράτα το 2006. Χρειάστηκε, ωστόσο, να περάσουν έξι χρόνια για να δισκογραφηθεί με σταθμούς το Μέγαρο Μουσικής και το Λος Αντζελες.

Εκεί ολοκληρώθηκαν οι ηχογραφήσεις έχοντας τη σφραγίδα του βραβευμένου με Grammy ηχολήπτη Rich Breen και των διακεκριμένων Peter Erskine (τύμπανα) και Lars Danielsson (κοντραμπάσο), ενώ στην Αθήνα προηγήθηκαν οι δεξιοτέχνες: Chris Bleth (όμποε-φλάουτο), Δημήτρης Χουντής (σοπράνο σαξόφωνο), Renato Ripo (τσέλο), Sergiu Nastasa (βιολί) και Γιώργος Καλούδης (κρητική λύρα).

Ακριβή παραγωγή που οι δισκογραφικές -ακόμη κι όταν τους περίσσευαν- αποφεύγουν όπως «ο διάβολος το λιβάνι». Αλλά παρότι οι δίσκοι του δεν έβαλαν ποτέ καμία εταιρεία «μέσα», ο 46χρονος μουσικός από τη Λευκωσία, επιχορήγησε ο ίδιος το κέφι του, κάνοντας την έκδοση που ονειρευόταν.

Η συνταγή πέτυχε, αναρωτιέσαι ωστόσο, πόσο εύκολο είναι να γράφεις ορχηστρική μουσική σε τέτοιους καιρούς και σε μια χώρα που προτιμά το τραγούδι; Υπάρχει κοινό, απαντά. «Απλώς πρέπει να δίνεις χρόνο, να μη βιάζεσαι. Αλλωστε και στην Αμερική η τζαζ είναι μειοψηφία».

Παράπονο από τον Σταύρο Λάντσια δεν βγάζεις. Στην Ελλάδα «κατάφερα να βρω τη φωνή μου και να την εμπιστευτώ» λέει ευχαριστημένος. Μόνος του πορεύεται, χωρίς στιχουργούς και ερμηνευτές, παρότι θα μπορούσε να συνεργαστεί με τους καλύτερους. «Φωνή μου είναι το πιάνο», λέει και είναι φανερό πως τον πρώτο λόγο έχουν η μουσική και οι μουσικοί.

«Όταν δίνω μια μελωδία σε έναν μουσικό είναι ξεχωριστή στιγμή, πάντα προσέχω την πρώτη τους αντίδραση». Στην πρώτη συγκίνηση στέκεται και ο ίδιος: «Οταν στον αυτοσχεδιασμό κάτι μου γίνεται “εμμονή”, είναι σαν να μου δίνει σήμα να το ξεχωρίσω».

Τα είδωλά του στην Κύπρο που γεννήθηκε και μεγάλωσε είχαν σχέση με τα ακούσματα του πατέρα του: Ντιουκ Ελινγκτον, Γκλεν Μίλερ, Μπιτλς, Ελβις Πρίσλεϊ, πριν αρχίσει η νεανική εκτόνωση στα τύμπανα με μουσικές των Ζέπελιν και των Ντορς. Το ελληνικό ρεπερτόριο το είχε σε απόσταση και για λαϊκό τραγούδι ούτε λόγος.

«Ακούγοντας τον Κιθ Τζάρετ, τον Τσικ Κορία ή τον Μπιλ Εβανς αποκαλύπτονταν ένας ξεχωριστός κόσμος. Ηθελα να ακούγομαι σαν αυτούς». Οι «Δρόμοι της φωτιάς» του Βαγγέλη Παπαθανασίου τον εντυπωσίασαν. Οχι γιατί ήταν ο πρώτος Ελληνας που ανακάλυψε αλλά γιατί διαπίστωσε πως ένα άτομο έπαιζε τόσα όργανα σε ένα κομμάτι. Ενιωθε «συγγενής», όπως και με τον ήχο του Μ. Χατζιδάκι που άκουγε στις γιορτές. «Το έργο του όμως το ανακάλυψα στην Ελλάδα πια, μέσα από την Ελλη Πασπαλά».

Στην Κύπρο το σύμπαν… συνωμοτούσε ολόγυρά του. Πάνω, δίπλα, απέναντι από το σπίτι του, έμεναν καθηγήτριες πιάνου. Η τελευταία ήταν η διευθύντρια του Ελληνικού Ωδείου και δεν υπήρχε περίπτωση να μην ακούει τις βραδιές που διοργάνωνε σπίτι της. Ηταν η ίδια καθηγήτρια που του άνοιξε ορίζοντες στο ωδείο.

Η σχέση με τον πατέρα του φαίνεται καθοριστική. «Θυμίζει την ταινία “Μπίλι Ελλιοτ” η ιστορία ενός αγοριού με όνειρα. Σαν κατάλαβε το δικό μου, μου άνοιγε δρόμους». Ετσι έφτασε στο Μπέρκλεϊ το 1986 από όπου πήρε δίπλωμα ενορχήστρωσης, σύνθεσης μουσικής για κινηματογράφο ενώ αργότερα επέλεξε να θητεύσει δίπλα στον φημισμένο καθηγητή της τζαζ Charlie Banakos.

«Το μεγάλο ψάρι στη μικρή λίμνη» όπως ένιωθε στην Κύπρο έγινε «ένα από τα πολλά μεγάλα στην τεράστια λίμνη της Βοστώνης». Εμαθε πολλά από τους συμμαθητές και τους καθηγητές του, αλλά σε ένα καλοκαιρινό ταξίδι στην Ελλάδα μια σκέψη άρχισε να τριβελίζει το μυαλό: «Μήπως εδώ κάνω κάτι πιο ουσιαστικό, από το να είμαι ένας ακόμη καλός στη Βοστώνη». Στην Αμερική όλοι προσπαθούν να γίνουν Αμερικανοί. «Είναι ο τρόπος να επιβιώσουν απ’ όπου κι αν προέρχονται». Ευτυχώς εκείνος, στη μουσική του κράτησε και ελληνικό χρώμα. Οπως ο ήχος της κρητικής λύρας στην «Αγνωστη χώρα» που έκανε αναγνωρισμένους μουσικούς στο στούντιο στο Λος Αντζελες να μπερδέψουν με κινεζικό μονόχορδο.

Η κρίση τον έκανε να συγκεντρωθεί περισσότερο στον εαυτό του. Μπορεί τα λάιβ να λιγόστεψαν αλλά οι δεξιοτέχνες μουσικοί συνεχίζουν να αυτοσχεδιάζουν τα βράδια. Γεμάτοι χώροι -μπαρ και κλαμπαπό τις συνέργειες στα μπαράκια της άδειας πόλης. Πολλές δράσεις, πολλά σχήματα και μεγάλη όρεξη. «Ενας λόγος που έμεινα στην Ελλάδα είναι και γιατί φτιάξαμε με τον Γιώτη Κιουρτσόγλου και τον Ντέιβιντ Λιντς τους «Human Touch». Και οι τρεις τους είχαν εμπειρίες από το εξωτερικό και ήθελαν κι άλλους μουσικούς στην παρέα, αλλά «συνήθως υπήρχαν υποχρεώσεις σε κέντρα και τραγουδιστές».

«Παλιά σεβόμασταν ήχο, χρόνο και πικάπ»

Ο Σταύρος Λάντσιας δεν είναι από εκείνους που κλαίνε για τη συρρίκνωση του cd, ούτε υποκλίνεται στην παντοδυναμία του downloading. «Κάθε πέντε-δέκα χρόνια θα βγαίνει ένα νέο μέσον» λέει, ξεκαθαρίζοντας πως περισσότερο τον απασχολεί «να βγαίνουν καλοί μουσικοί και ακροατήριο που να αφιερώνει χρόνο στην εμπειρία της μουσικής».

Έχει πάντως πολλά να πει γι' αυτό που χάσαμε. «Με θλίβει ότι η διαδικασία δεν είναι πια η μουσική αλλά το κατέβασμα αυτής. Επιδεικνύεις περήφανα τον σκληρό σου δίσκο κομπάζοντας ότι είναι τόσα giga και χωράει όλους του δίσκους του Μάιλς Ντέιβς, αλλά αγνοείς τι σημαίνει: «έχω κολλήσει με ένα κομμάτι». Ξέρω τι σημαίνει να είσαι ακροατής ενός βινυλίου ή μιας κασέτας σε πραγματικό χρόνο. Τώρα το mouse τρώει τον χρόνο στο youtube. Το παθαίνω κι εγώ καμία φορά και τρέχω, αλλά χαίρομαι τον χρόνο και τις σιωπές του.

Παλιά σεβόμασταν το πικάπ και τη βελόνα του δεν τη σηκώναμε εύκολα για να πάει παρακάτω, ούτε πηγαίναμε την κασέτα μπροστά για να μη χαλάσει η ταινία. Τώρα με ένα κλικ είμαστε στην αρχή και στο τέλος. Αυτή η ταχύτητα δημιουργεί και τις αντίστοιχες μουσικές. Καταντάς να είσαι κι εσύ μέρος ενός Ιντερνετ σέρφινγκ κι όχι μιας φυσικής αναζήτησης. Ολα αυτά θα τα βρούμε μπροστά μας, γιατί δεν διαμορφώνουν μόνο το αγοραστικό κοινό αλλά θα επηρεάσουν και το ακροατήριο που δημιουργείται. Πώς θα παίξουμε ένα κομμάτι 10 λεπτών όταν ο κόσμος δεν έχει την υπομονή να ακούσει ένα θέμα που εξελίσσεται σε τέτοιο χρόνο; Τα τραγούδια λένε, δεν πρέπει να ξεπερνούν τα τρία λεπτά, λες και δεν μπορούμε να δούμε και μια άλλη φόρμα».