Αρχική σελίδα → Προσωπικά Ενδιαφέροντα → Μουσική

Κατάνυξη από το παρελθόν

Λυκούργος Αγγελόπουλος, εφ. Το Βήμα, 5/4/1998

Παλαιορωμαϊκά μέλη της βυζαντινής περιόδου παρουσιάζει στο Μέγαρο Μουσικής ο Marcel Peres, προτείνοντας νέες ερμηνείες και αναγνώσεις των παλαιών κειμένων

Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της συναυλίας που το γαλλικό φωνητικό σύνολο Organum, με διευθυντή και εμψυχωτή τον Marcel Peres, τον γνωστότατο μουσικολόγο, ερευνητή και ερμηνευτή της παλαιάς δυτικής μουσικής, παρουσιάζει στο Μέγαρο Μουσικής οφείλεται τόσο στη σύνθεση του προγράμματος όσο και στις προτάσεις ερμηνείας του από τον Marcel Peres. Αυτές ακριβώς οι προτάσεις ερμηνείας φέρνουν μια καινούργια εποχή στη μελέτη όχι μόνο του παλαιού μονοφωνικού δυτικού μέλους αλλά και του ρεπερτορίου που προέρχεται από την αρμονική εξέλιξή του.

Το πρόγραμμα περιλαμβάνει παλαιορωμαϊκά μέλη βυζαντινής περιόδου και μέρη από τη Λειτουργία της Notre Dame του Guillaume de Machaut.

Για το τι είναι το παλαιορωμαϊκό μέλος, πώς αναπτύχθηκε, πώς λάμπρυνε για αιώνες τις ακολουθίες της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, πώς εξαφανίστηκε στο τέλος με την επικράτηση των Φράγκων στη Ρώμη είχαμε άλλη μία ευκαιρία πριν από λίγα χρόνια να ενημερώσουμε συνοπτικά τους αναγνώστες του «Βήματος». Ηταν τότε ακριβώς στις αρχές της έρευνας, που ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 1985 με πρωτοβουλία του Marcel Peres στο Αβαείο του Royaumont, χτισμένο τον 13ο αιώνα από τον βασιλέα St Louis. Το λατινικό χειρόγραφο 5319 της Βιβλιοθήκης του Βατικανού (ένα graduel γραμμένο στα τέλη του 11ου ή στις αρχές του 12ου αι. για να χρησιμοποιείται σε κάποια βασιλική της Ρώμης, ίσως στο Λατερανό) απετέλεσε την κυριότερη πηγή της έρευνας, που συμπληρώθηκε με την εμπειρία της γραπτής και της προφορικής βυζαντινής μουσικής παράδοσης.

Το παλαιορωμαϊκό μέλος αναπτύσσεται στη Ρώμη από τον 6ο μα κυρίως από τον 7ο αιώνα, οπότε υπάρχει μια αρκετά μεγάλη ελληνική επίδραση στην Ιταλία. Στον επισκοπικό θρόνο της Ρώμης τον 7ο και 8ο αιώνα ανέρχεται μια μακρά σειρά παπών ελληνικής καταγωγής. Στο χειρόγραφο 5319 βρίσκουμε ελληνικά κείμενα ­ με λατινικούς χαρακτήρες ­, μια σειρά αλληλουαρίων για τη διακαινήσιμη εβδομάδα (octave) με ψαλμικούς στίχους στα ελληνικά. Το παλαιορωμαϊκό μέλος ψαλλόταν στη Ρώμη από τη Scuola Cantorum, που την αποτελούσαν επτά ψάλτες: ο πριμηκύριους, ο σεκοντάριους, ο τέρτσιους, ο αρχιπαραφωνίστας και τρεις παραφωνίστες.

Μια καθοριστική στιγμή (περίοδος) για το μέλος αυτό είναι η ανακάλυψή του από τον Καρλομάγνο και τους Φράγκους. «Τι το εξαιρετικό συνέβη στο μυαλό αυτών των βαρβάρων Φράγκων που κατέφθασαν στη Ρώμη», γράφει ο Μ. Peres, «με αίτηση του πρίγκιπά τους Πιπίνου του μικρού για να συνάψουν σχέσεις με τον Πάπα; Ηταν τέτοιος ο θαυμασμός τους που η ρωμαϊκή λειτουργία και το μέλος της έγιναν στα μάτια τους για μερικά χρόνια η πιο υψηλή έκφραση του πολιτισμικού μοντέλου που επιθυμούσαν να προαγάγουν. Το θάμβος αυτό το μετεβίβασαν σε όλη την Ευρώπη ­ για 1.200 και πλέον χρόνια ­ και, παρά τις "διευθετήσεις" που επέφερε κάθε γενιά, το μέλος της Εκκλησίας της Ρώμης παρέμεινε για τη Δύση ως τα τελευταία τριάντα χρόνια ο κανόνας κάθε λειτουργικής πρακτικής».

Η απάντηση στο ερώτημα είναι σύνθετη: πρώτα πρώτα η συνειδητοποίηση από τον Πιπίνο και τον Καρλομάγνο ότι η εισαγωγή της ρωμαϊκής λειτουργίας στερεώνει τη νομιμότητά τους και συμβάλλει στην ενοποίηση του αχανούς κράτους. Στα μάτια των Φράγκων έπειτα το ρωμαϊκό μέλος ήταν το καλύτερα διατηρημένο μουσικό μνημείο της ελληνολατινικής κουλτούρας, με την οποία ήθελαν οπωσδήποτε να αναθερμάνουν τις σχέσεις και τους δεσμούς τους. Μέσω των Ρωμαίων ανακαλύπτουν τη μουσική θεωρία των αρχαίων Ελλήνων και αναπτύσσουν ένα αίσθημα ενεργούς συμμετοχής σε έναν ορισμένο τύπο κουλτούρας του οποίου η έκφραση ­ σύμφωνα με την παλιά παράδοση ­ ήταν ελληνική. Με αυτόν τον τρόπο σκέφθηκαν να νομιμοποιήσουν τις προσπάθειές τους για τη «δόμηση» των σχέσεών τους με την Κωνσταντινούπολη.

Οι Φράγκοι προσάρμοσαν τη ρωμαϊκή λειτουργική μορφή στις ανάγκες που άρχισαν να μορφοποιούνται τον 9ο αιώνα. Αναθεωρήσεις και επιμειξίες με αρχαίες γαλλικές παραδόσεις οδήγησαν στον μετασχηματισμό του ρωμαϊκού μέλους σε αυτό που όλοι γνωρίζουμε ως «γρηγοριανό». Το μέλος αυτό οι Φράγκοι το μετέφεραν σε όλη τη Ευρώπη και τελικά στα τέλη του 11ου αιώνα και στη Ρώμη, όπου αντικατέστησε το παλαιό ρεπερτόριο, το οποίο λάμπρυνε μόνο τις παρουσίες του Πάπα στον Αγιο Πέτρο και στις μεγάλες βασιλικές της Ρώμης ως τα τέλη του 13ου αιώνα, οπότε με την εγκατάσταση του Πάπα στην Αβινιόν χάνονται τα ίχνη του στις αρχές του 14ου αιώνα.

Το ενδιαφέρον για το παλαιορωμαϊκό μέλος ξαναρχίζει τον 20ό αιώνα. Ερμηνεύοντάς το όμως με τις ισχύουσες θεωρίες ερμηνείας του γρηγοριανού, το παλαιορωμαϊκό μέλος εμφανίζεται φτωχό, παρακμιακό και αλλοιωμένο.

Ο Μ. Peres θεωρεί ότι η ερμηνεία του παλαιορωμαϊκού ρεπερτορίου θέτει πολλά προβλήματα που πρέπει να εκτιμηθούν μέσα στην προοπτική του ελληνολατινικού πολιτισμού της όψιμης αρχαιότητας. «Η ελληνική Ανατολή και η λατινική ή βάρβαρη Δύση», γράφει, «διέθεταν μια κοινή και ευρεία κληρονομιά, που φαίνεται μερικές φορές μέσα από παρόμοια μελωδικά στοιχεία (τις έλξεις), αλλά πιο συχνά μέσα από τις φωνητικές κινήσεις, τα σημάδια καλλωπισμού ή φωνητικής ευλυγισίας που φαίνονται καθαρά στις ιταλικές σημειογραφίες του 11ου και του 12ου αιώνα. Αν συνδέσουμε αυτή τη σημειογραφία με ορισμένες έλξεις όταν ψάλλουμε, όπως και στο βυζαντινό μέλος, θα καταφέρουμε να αναβιώσουμε αυτή τη μουσική. Το παλαιορωμαϊκό μέλος είναι μια άμεση μαρτυρία του παλαιού βυζαντινού μέλους».

Η πορεία της έρευνας και των επιτευγμάτων του Μ. Peres τα 13 χρόνια που πέρασαν εν τω μεταξύ νομίζω ότι δικαίωσε εκείνη την πρωτοβουλία του και ακόμη τις απόψεις του για τη σχέση του παλαιορωμαϊκού μέλους με το βυζαντινό και την απόδοσή του με τη θεωρητική και πρακτική συνδρομή μιας μουσικής όπως η βυζαντινή μουσική. Η έρευνα επεκτάθηκε και σε άλλα παλαιά δυτικά μέλη, από χειρόγραφα όπως του Καθεδρικού Ναού του Benevento (με ορισμένα μέλη της Μ. Παρασκευής στα ελληνικά και λατινικά και με την ίδια μελωδία) και του Καθεδρικού Ναού του Toledo για το Μοζαραβικό μέλος, στο Αμβροσιανό μέλος, και έδωσε στον τομέα της ερμηνείας ένα πλουσιότατο έργο σε δισκογραφία και σε συναυλίες.

Στον θεωρητικό τομέα έχουμε μια σημαντική προσφορά: τη μετάφραση στα γαλλικά από το λατινικό πρωτότυπο της θεωρητικής διατριβής του Jerome de Moravie (Ιερωνύμου της Μοραβίας), ενός δομηνικανού μοναχού του 13ου αιώνα. Το βιβλίο αυτό διατηρήθηκε στο παρεκκλήσιο της Σορβόννης και θα εκδοθεί τους προσεχείς μήνες.

Ο κ. Λυκούργος Αντ. Αγγελόπουλος, Άρχων Πρωτοψάλτης της Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως, είναι Πρωτοψάλτης της Αγίας Ειρήνης και διευθυντής της Ελληνικής Βυζαντινής Χορωδίας.