Αρχική σελίδα → Προσωπικά Ενδιαφέροντα → Μουσική

Κρητική Αναγέννηση και ψαλτική τέχνη

Μελέτη του Εμμανουήλ Γιαννόπουλου με βάση τις πρωτογενείς μαρτυρίες της χειρόγραφης παράδοσης

Θεοχάρης Δετοράκης, εφ. Καθημερινή, 16/8/2006

Εμμανουήλ Στ. Γιαννοπούλου «Η άνθηση της ψαλτικής τέχνης στην Κρήτη (1566-1669). Εκδίδει ο Γρ. Θ. Στάθης, Αθήνα 2004 (=Ίδρυμα Βυζαντινής Μουσικολογίας. Μελέται, 11) (Διδακτορική διατριβή).

Η τελευταία εκατονταετία της βενετοκρατίας στην Κρήτη, από τα μέσα του 16ου αιώνα ώς την άλωση του Χάνδακα από τους Τούρκους (1669) είναι η περίοδος της Κρητικής Αναγέννησης. Μια πλούσια και εντυπωσιακή πολιτισμική ανθοφορία, που εμβολιάζεται και γονιμοποιείται από τα αναγεννησιακά ρεύματα της Ιταλίας και της άλλης Ευρώπης, καθιστά την Κρήτη «Ελλάδος Ελλάδα και του πολιτισμού έμπεδον ακρόπολιν», όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο βιογράφος του Κοραή Δ. Θερειανός. Η κρητική λογοτεχνία της ακμής, τα μνημεία της τέχνης, η εκλεπτυσμένη ζωή των κρητικών κέντρων και πολλά άλλα ζητήματα έχουν ήδη μελετηθεί από πολλούς και ειδικούς επιστήμονες, Έλληνες και ξένους, και η βιβλιογραφία είναι εντυπωσιακή σε πλούτο και ποιότητα. Παράλληλα έχει μελετηθεί το ιστορικό πλαίσιο της εποχής και νέα στοιχεία, άγνωστα στους παλαιότερους μελετητές, έχουν έλθει στο φως, κυρίως από τα πλούσια αρχεία της Βενετίας.

Αλλά ενώ στον κοσμικό βίο το ύφος του κρητικού πολιτισμού της περιόδου αυτής έχει βαθύτατα επηρεασθεί από τα δυτικά αναγεννησιακά ρεύματα, η θρησκευτική ζωή στο νησί ακολουθεί πιστά τη βυζαντινή ορθόδοξη παράδοση, παρά τις πιέσεις των Βενετών και του Πάπα, σχεδόν εντελώς ανεπηρέαστη από δυτικές επιδράσεις. Αυτή η βυζαντινή συνέχεια φαίνεται σε όλες τις εκδηλώσεις της λατρευτικής ζωής στη βενετοκρατούμενη Κρήτη, περισσότερο όμως στην περιοχή της υμνογραφίας και της συναφούς ψαλτικής τέχνης, η οποία παρουσιάζει αξιόλογη εξέλιξη, ιδιαίτερα μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως και την εγκατάσταση στο νησί βυζαντινών ψαλτών και μουσικοδιδασκάλων, ώστε να γίνεται λόγος για «Κρητική Ψαλτική Τέχνη», κάτι ανάλογο με την Κρητική Σχολή ζωγραφικής.

Για το μεγάλο αυτό θέμα του κρητικού πολιτισμού καμιά συστηματική μελέτη δεν υπήρχε έως σήμερα και κανείς δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει με ακρίβεια και βεβαιότητα τα χαρακτηριστικά μορφολογικά γνωρίσματα της ιερής αυτής τέχνης, όπως διαμορφώθηκε και εξελίχθηκε στο νησί μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως και ιδιαίτερα κατά την τελευταία εκατονταετία της βενετοκρατίας, την περίοδο της κρητικής ακμής. Αυτό ακριβώς το κενό έρχεται να καλύψει η εντυπωσιακή σε όγκο και ποιότητα μελέτη του κ. Γιαννόπουλου, που υπερβαίνει κατά πολύ τους όρους μιας συνηθισμένης διδακτορικής διατριβής. Με αξιοθαύμαστη φιλοπονία και με αυστηρή φιλολογική μέθοδο ο συγγραφέας ερεύνησε και περιέγραψε λεπτομερώς 55 κρητικούς μουσικούς κώδικες, που απόκεινται σε βιβλιοθήκες της Ελλάδας και του εξωτερικού, που του επέτρεψαν να συγκεντρώσει τεράστιο πλήθος νέων στοιχείων, φιλολογικών, μουσικολογικών και προσωπογραφικών και να θέσει σε κριτικό έλεγχο πολλές αμφίβολες και αντιφατικές βιβλιογραφικές πληροφορίες.

Είναι η πρώτη φορά που μια πτυχή του κρητικού πολιτισμού εξετάζεται εις βάθος, με βάση τις πρωτογενείς μαρτυρίες όλων των πηγών της χειρόγραφης παράδοσης. Με αυτόν τον πλούτο των απακριβωμένων πληροφοριών και εν όψει της διεθνούς βιβλιογραφίας, ο συγγραφέας οργανώνει τη διατριβή του σε δύο κύρια τμήματα. Στο πρώτο, που επέχει θέση Εισαγωγής, παρουσιάζει την κατάσταση της εκκλησιαστικής μουσικής στην Κρήτη τον 15ο και 16ο αιώνα, με τα ονόματα και τη μουσική παραγωγή επώνυμων και ανώνυμων ψαλτών και υμνογράφων. Το δεύτερο τμήμα, που είναι και ο κορμός του όλου έργου, διαιρείται σε δύο κύρια μέρη. Το πρώτο αναφέρεται στα χειρόγραφα Ψαλτικής τέχνης της κρητικής μουσικής παράδοσης, στα πρόσωπα (μελοποιούς, υμνογράφους, ψάλτες, κωδικογράφους) και το έργο τους.

Παρουσιάζονται αναλυτικά 29 πρόσωπα και το μουσικολογικό και υμνογραφικό έργο τους, με σημαντικές προσθήκες νέων στοιχείων και με πολλές διορθώσεις σφαλμάτων και παραλείψεων παλαιότερων μελετητών. Στο δεύτερο εξετάζονται τα ειδικότερα θέματα, η ειδολογική κατάταξη του περιεχομένου των χειρογράφων, η αβίαστη συνέχεια της εκκλησιαστικής μουσικής παράδοσης, τα μορφολογικά γνωρίσματα των «κρητικών» μελών και πολλά άλλα. Ακολουθούν σε δύο παραρτήματα, η αναλυτική περιγραφή κατά βιβλιοθήκες των 55 χειρογράφων της κρητικής ψαλτικής παράδοσης (16ου και 17ου αιώνα) και η θεωρητική συγγραφή του κώδικα της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης της Βενετίας GR II 156 (φφ.82α-96β). Πρόκειται για μια διάλεξη «οπού κάμνει ο Διδάσκαλος με τόν μαθητήν περί τών σημαδίων τής μουσικής». Το όλο έργο κατακλείεται με πλούσια ευρετήρια και με επιλεγμένα φωτογραφικά δείγματα τών κρητικών μουσικών κωδίκων.

Είναι πρόδηλο ότι μια εργασία τέτοιας φύσεως προϋποθέτει, εκτός από την άρτια μουσικολογική γνώση, φιλολογική και παλαιογραφική εμπειρία και πλήρη κατοχή του ιστορικού πλαισίου και της απέραντης και πολύγλωσσης βιβλιογραφίας της βενετοκρατίας στην Κρήτη. Με τον σίγουρο αυτόν οπλισμό ο κ. Γιαννόπουλος επιχείρησε μέγα έργο. Εκτός από το πλήθος των νέων στοιχείων, φιλολογικών, μουσικολογικών, ιστορικών και προσωπογραφικών, που έφερε εις φως, μας παρέχει τώρα και την πλήρη σχεδόν βεβαιότητα ότι η ψαλτική τέχνη στην Κρήτη είναι η φυσική συνέχεια και εξέλιξη της ορθόδοξης βυζαντινής παράδοσης και η θεωρία των δήθεν δυτικών επιδράσεων είναι μύθος «ακρίτως περιφερόμενος».

Η μελέτη του κ. Γιαννόπουλου, που έχει όλα τα στοιχεία της πρωτοτυπία και της πληρότητας, είναι επιπλέον μια από τις σημαντικότερες συμβολές στη μελέτη της μεταβυζαντινής μουσικής. Τα συγχαρητήρια αντανακλούν ασφαλώς και στην εποπτεύουσα την εκπόνηση της διατριβής τριμελή Επιτροπή και ιδιαίτερα στον κ. καθηγητή του Τμήματος Μουσικολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Γρηγόριο Θ. Στάθη, μαΐστορα της ψαλτικής τέχνης, διευθυντή του Ιδρύματος Βυζαντινής Μουσικολογίας, ο οποίος και εξέδωσε τη διατριβή στη σειρά των Μελετών του Ιδρύματος Βυζαντινής Μουσικολογίας, το οποίο επαξίως διευθύνει.