Αρχική σελίδα → Προσωπικά Ενδιαφέροντα → Μουσική

Με χορούς κυκλωτικούς

Στέλιος Ελληνιάδης, εφ. Ελευθεροτυπία, 12/8/2007

Αν με κατέβαζαν με ελικόπτερο σε μια τεράστια αλάνα, ανάμεσα σε εκατοντάδες ανθρώπους που χόρευαν με το κλαρίνο του Γιώργου Δάμου και το λαούτο του Χρήστου Ζούμπα, θα ήμουν σίγουρος ότι προσγειώνομαι στα περίχωρα των Ιωαννίνων.

Αλλά, Ιούλιο του 2007, βρισκόμουν κοντά στο κέντρο της Αθήνας για να τιμήσουμε τον μεγάλο τραγουδιστή Σάββα Σιάτρα, στο Μπραχάμι, το οποίο παρ' όλο που αναβαπτίστηκε Αγιος Δημήτριος έπηξε στις πολυκατοικίες και απέκτησε στάση του μετρό, και φιλοξενεί το ετήσιο πανηγύρι που οργανώνει το τοπικό «Κούγκι» στο ξέφωτο του Ασυρμάτου. Με σουβλάκια, σπιτικές πίτες, σαλάτες, μπίρες και χύμα κρασί, Θεσπρωτοί, Γιαννιώτες και Πρεβεζάνοι ξαναβρίσκουν τον εαυτό τους χορεύοντας σε μεγάλους κύκλους. Αυτός ήταν ανέκαθεν ο ρόλος των πανηγυριών. Να ενώνουν, να εμψυχώνουν, να διώχνουν τα κακά δαιμόνια και να επιβεβαιώνουν την κοινή ταυτότητα. Κι όσο υπάρχει αυτή η ανάγκη τα πανηγύρια θα έχουν λόγο ύπαρξης.

Από τις πρώτες ζεστές μέρες της άνοιξης ώς τις πρώτες κρύες μέρες του φθινοπώρου, από την Κυριακή του Πάσχα έως του Σταυρού στα μέσα του Σεπτέμβρη, με αποκορύφωμα τη γιορτή της Παναγίας, σε όλη την Ελλάδα γίνονται πανηγύρια. Στα χωριά του Ψηλορείτη και της Πίνδου, στους κάμπους της Κωπαΐδας και της Θεσσαλίας, στις Κυκλάδες και τα Δωδεκάνησα, τα πανηγύρια προσελκύουν στη γενέτειρα γη και τους ξενιτεμένους.

Σε ορισμένες περιοχές συνδέονται με έθιμα και γιορτές προχριστιανικής προέλευσης, όπως είναι τα Αναστενάρια στη Θράκη, οι περιφορές, οι μεταμφιέσεις, οι ιππικοί αγώνες, οι φωτιές και η «θυσία» ζώων, το κουρμπάνι. Αρκετά πανηγύρια, όχι απαραιτήτως καλοκαιρινά, συνδέονται με την καρποφορία, τη θρησκεία, τα πνεύματα, τη φύση ή με ιστορικά γεγονότα, όπως τα Ραγκουτσάρια στην Καστοριά, οι Μπούλες και οι Γενίτσαροι στη Νάουσα, του Αη Σιμιού στο Μεσολόγγι, η Γιορτή της Σαρδέλας στην Επανωμή, η Γιορτή του Ούζου στη Λέσβο κ.λπ., αν και μερικά, όπως ο «βλάχικος γάμος», επιβιώνουν ως φολκλόρ.

Αν η αγροτική ζωή και η φύση είναι το οικοσύστημα της δημοτικής μουσικής, τα πανηγύρια και οι γάμοι είναι τα φυτώρια όπου διαμορφώνονται και αναπτύσσονται τα μεγάλα ταλέντα, συντηρούν τους καλλιτέχνες και τους κρατούν στην ύπαιθρο. Χωρίς τα πανηγύρια η δημοτική μουσική χάνει τους χυμούς της και τυποποιείται. Η διδασκαλία στο ωδείο συμβάλλει στη διάδοσή της, αλλά την κωδικοποιεί και της περιορίζει -χάριν της «πιστότητας»- την ελευθερία να αναπλάθεται εισπνέοντας τους αέρηδες των τοπικών κοινωνιών. Κανένα σχολείο και καμία μέθοδος εκμάθησης δεν μπορεί να διαπλάσει τον μουσικό του πανηγυριού. Το πανηγύρι μαλακώνει και σφυρηλατεί τον καλλιτέχνη, τον κάνει εύπλαστο και τον πειθαρχεί στα «δύσκολα» ενώπιον του απαιτητικού πελάτη-ακροατή, τελειοποιώντας τον συνεχώς.

Αυτή είναι μια διαδικασία διαφορετική από την ακαδημαϊκή. Ο μουσικός του πανηγυριού υπηρετεί μια προφορική παράδοση με ορατές και αόρατες συντεταγμένες, μαθαίνει ακούγοντας και παίζοντας με άλλους, δεν διαβάζει νότες, διαποτίζεται με τη νοοτροπία του αυτοσχεδιασμού, ξέρει χιλιάδες κομμάτια απ' έξω κι ανακατωτά, έχει την ελευθερία να κάνει διασκευές και προσθαφαιρέσεις την ώρα που παίζει και συντονίζεται με τους συμπαίκτες του στον αέρα. Ευτυχώς, πολλοί μουσικοί που δεν είναι αυτοδίδακτοι έχουν αντιληφθεί ότι τα πανηγύρια αποτελούν τον πυρηνικό αντιδραστήρα που παράγει τον ήχο της υπαίθρου, γι' αυτό συμμετέχουν σε πανηγύρια προκειμένου να βελτιώσουν την τεχνική τους.

Το πανηγύρι δεν είναι συναυλία που πληρώνεται από τα ταμεία των δήμων, με προκαθορισμένο πρόγραμμα δύο ωρών. Το τέλος του εξαρτάται από τις διαθέσεις του κοινού και τις ικανότητες των παιχνιδιατόρων. Συνήθως κρατάει τρεις μέρες και δεν είναι λίγες οι φορές που «αποσυρθήκαμε» από πανηγύρι στις 8 το πρωί! Δεν υπάρχει παθητικός θεατής εγκλωβισμένος σε μια άχαρη κερκίδα. Τρως, πίνεις, συζητάς, φλερτάρεις, γελάς, χορεύεις, τραγουδάς και κάνεις παραγγελίες ό,τι αγαπάς. Και οι μουσικοί δεν έχουν μπροστά τους λίστα με τραγούδια στη σειρά. Παίζουν αφουγκραζόμενοι το ακροατήριό τους, που έχει απεριόριστο δικαίωμα επιλογής. Αυτή η «διαδραστικότητα» απαιτεί μουσικούς με πελώριες δεξαμενές ρεπερτορίου, ικανούς να ανασύρουν και να ερμηνεύσουν ακαριαία τα καταλληλότερα για την περίσταση τραγούδια. Αυτή η υψηλής πίεσης διεργασία γεννάει σαΐνια! Και μόνο γι' αυτό το λόγο τα πανηγύρια είναι θεϊκά.

Στο Μαίναλο, τον Ολυμπο, τα Αγραφα, το Πήλιο και τον Ελικώνα κυριαρχούν τα παραδοσιακά τραγούδια και ο χορός γίνεται με τάξη κατά παρέα ή οικογένεια και οι μουσικοί μοιράζονται τη χαρτούρα. Στην Κάσο οι λυράρηδες παίζουν σε έξι πανηγύρια το χρόνο. Ο Νίκος Οικονομίδης από τη Σχοινούσα κολυμπάει με το βιολί του από νησί σε νησί. Στην Ηπειρο ο Γρηγόρης Καψάλης, ο Πετρολούκας Χαλκιάς κι ο Ναπολέων Δάμος κελαηδούν με τα κλαρίνα τους στις πλατείες της Ζίτσας και των άλλων ορεινών χωριών. Στην Κόρινθο δημοφιλής είναι ο Παναγιώτης Λάλεζας απ' τους νεότερους. Στη Θεσσαλία, Σαρακατσάνοι, Καραγκούνηδες και Βλάχοι ενεργοποιούν τα μελοποιημένα γλωσσικά τους ιδιώματα και στη Μακεδονία οι κομπανίες με τα χάλκινα πνευστά δονούν την Εδεσσα, τη Νάουσα, τη Φλώρινα και τη Γουμένισσα, ενώ στη Θράκη, εκτός από τον ακούραστο Χρόνη Αηδονίδη, βρίσκει κανείς ακόμα μουσικούς που παίζουν τα θρακιώτικα με ζουρνά. Ειδικά στην Κρήτη τα πανηγύρια, οι γάμοι και τα βαφτίσια διατηρούν όλη την ένταση και τη σημασία τους, παρ' όλη την ισοπεδωτική τουριστικοποίηση του νησιού, και δίπλα σε Κλάδο, Σκουλά, Ψαραντώνη, Γαργανουράκη και άλλους βετεράνους δραστηριοποιείται μια νέα, πολυάριθμη γενιά λυράρηδων, βιολιστών και λαουτιέρηδων (Παντερμάκης, Κονταρός, Ξυλούρης, Τζουγανάκης κ.α.), ακόμα και βιρτουόζων του μπουλγαρί όπως ο Λεωνίδας Λαϊνάκης, που εξασφαλίζει τη συνέχεια της κρητικής παράδοσης.

Ομως, αρκετά πανηγύρια εκτροχιάστηκαν. Οι ελαφρολαϊκοί εξοστράκισαν τα κλαρίνα και τα βιολιά, μετέτρεψαν το πανηγύρι σε υπαίθριο σκυλάδικο και πήραν τα χρήματα σε πακέτα από καφενετζήδες που αντικατέστησαν τις μπίρες με φιάλες ουίσκι, κατάργησαν τις παραγγελίες και άφησαν τους πελάτες να χορεύουν μπουλουκοειδώς. Ακόμα και στην Αιτωλοακαρνανία λιγόστεψαν τα πανηγύρια για μερακλήδες. Στην Ποδολοβίτσα, στο Αγγελόκαστρο και στα άλλα χωριά που ταξιδεύαμε ώρες για να απολαύσουμε Βασιλόπουλο, Σούκα, Αριστόπουλο, Μπέκο, Πλαστήρα, Καρναβά, Τασία Βέρρα, Φιλιώ Πυργάκη, Σοφία Κολλητήρη, τον Σταύρο Ζούμπα, Γιάννη Κωνσταντίνου, Μάκη Χριστοδουλόπουλο και, πιο παλιά, την Ελένη Βιτάλη στο πάλκο, εισβάλανε οι φίρμες των πρωινάδικων από τη Συγγρού, την Πειραιώς και την Ιερά οδό.

Αλλά το ίδιο κάνουν ορισμένοι δήμαρχοι και σύλλογοι που ανταγωνίζονται τα πανηγύρια με συναυλίες «ποιοτικών» τραγουδιστών από την Αθήνα: Στο παμπάλαιο πανηγύρι της Χασιάς, που πηγαίνουμε το Δεκαπενταύγουστο, οι «ανανεωτές» έκαναν αντίπραξη στα πατάρια που στήνουν οι χασαποταβέρνες με Τσιγγάνους σολίστες επικεφαλής, προσφέροντας δωρεάν, ταυτόχρονα με το πανηγύρι, συναυλίες με Δάντη κ.ά.

Στα περισσότερα αρβανιτοχώρια της Στερεάς και της Πελοποννήσου επικρατεί μια ενδιαφέρουσα «εκτροπή» με ρουμελιώτικα, αρβανίτικα αλλά και τραγούδια ενός ιδιώματος που συμβατικά αποκαλούμε λαϊκοδημοτικό, με κλαρίνα, λαούτα και συνθεσάιζερ. Στο πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής, στο Καπανδρίτι, μισή ώρα από την Ομόνοια, ο Κώστας Σκαφίδας και η Βάσω Χατζή διασκεδάζουν τους Αρβανίτες πλαισιωμένοι από τον περίφημο βιολιστή Λευτέρη Ζέρβα και, στην Ανθούσα, στο πανηγύρι της Αγίας Κυριακής, ο Βασίλης Σαλέας με το κλαρίνο του -μετά από τη συνεργασία του με Σαββόπουλο και Σπανουδάκη- επιστρέφει στα γνώριμα πανηγύρια που φημίζονται για τους γλεντζέδες τους.

Στα κανονικά πανηγύρια δεν φοράνε φουστανέλες και τσεμπέρια, όπως στις ηρωικές ταινίες, αλλά σε περιπτώσεις αναβίωσης των παλιών εθίμων το πρόγραμμα περιλαμβάνει ομίλους με τοπικές ενδυμασίες και μουσικά κομμάτια αυστηρά παραδοσιακά. Στα Σούρμενα, κάθε χρόνο, στο μεγάλο ποντιακό «παναΐρ» παρελαύνουν χορευτικά συγκροτήματα απ' όλη την Ελλάδα και στο τέλος εκατοντάδες θαμώνες χορεύουν νονστόπ μέχρι αργά τη νύχτα με τις λύρες του Καλιοντζίδη και του Αμαραντίδη. Το ίδιο και στη Θεσσαλονίκη, στη Θέρμη και στην Καλαμαριά, όπου Πόντιοι και Μικρασιάτες γιορτάζουνε με λύρες και σαντουρόβιολα, με σπουδαγμένους μουσικούς όπως ο Γκουβέντας, ο Αρκαδόπουλος, οι Φιλιππίδηδες, ο Κοτσίνης, έως και ο Νίκος Παπάζογλου, που τον πετύχαμε -σαν θαμώνα- να τραγουδάει σμυρναίικα δίπλα στην εκκλησία των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στη Νέα Αρετσού.

Εκατοντάδες πανηγύρια αποτελούν άλλη μια ωραία ελληνική ιδιαιτερότητα, που κρατάει από την εποχή που οι άνθρωποι ήταν πιο κοντά στη φύση και στον συνάνθρωπό τους.