Αρχική σελίδα → Προσωπικά Ενδιαφέροντα → Μουσική

Σε μαγικά νησιά…

Σωτήρης Λυκουρόπουλος, εφ. Καθημερινή, 23/10/2005

OI ΔHMIOYPΓOI του «ελαφρού» τραγουδιού ανταποκρίθηκαν εξ αρχής στις έκτακτες συνθήκες του ελληνοϊταλικού πολέμου, με τραγούδια που εξυμνούν το θάρρος, την πίστη στη νίκη, την αγάπη για την πατρίδα. Tότε γεννήθηκαν και τραγουδήθηκαν με πάθος τραγούδια όπως το «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά» (παρωδία του τραγουδιού «Ζεχρά») με μουσική του Μιχάλη Σουγιούλ και στίχους του Μίμη Τραϊφόρου, που ερμήνευσε ανεπανάληπτα η Σοφία Βέμπο και που ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 1940, το «Μας χωρίζει ο πόλεμος» και το «Δυο αγάπες» (ηχογράφηση Φεβρουάριος 1941) (Δυο αγάπες στην καρδιά μου έχω κλείσει / η πατρίδα είναι η μια κι η άλλη εσύ / δυο αγάπες που με έχετε μεθύσει / με της δόξας και του πόθου το κρασί. / Τώρα όμως που η μία κινδυνεύει / και στον πόλεμο η φωνή της με καλεί / η αγάπη μου για κείνη περισσεύει / και σ' αφήνω έχε γεια μ' ένα φιλί) των M. Σουγιούλ - Κ. Κοφινιώτη με τη Βέμπο, το «Πω πω τι έπαθε ο Μουσολίνι», στίχοι Πωλ Μενεστρέλ, «Στον πόλεμο βγαίνει ο Ιταλός», «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του» στίχοι Γιώργου Θίσβιου, παρωδία του τραγουδιού «Η Βάσω» του Θεόφραστου Σακελλαρίδη, «Στη Ρώμη (Κορόϊδο Μουσολίνι)» (Με το χαμόγελο στα χείλη / πάν' οι φαντάροι μας μπροστά / και γίναν οι Ιταλοί ρεζίλι / γιατί η καρδιά τους δε βαστά. / Κορόϊδο Μουσολίνι κανείς σας δε θα μείνει / εσύ κι η Ιταλία η πατρίδα σου η γελοία τρέμετε όλοι το χακί), στίχοι Γιώργου Οικονομίδη, ερμηνεία Νίκος Γούναρης, «Κορίτσι μου για σένα πολεμώ (Το τραγούδι του φαντάρου)» των Ιωσήφ Ριτσιάρδη και Κώστα Νικολαΐδη με την Κούλα Νικολαΐδου, και άλλα.

Mετά το 1946

H Aθήνα, νυκτερινό κέντρο διασκέδασης «Παληά Aθήνα». Στην πίστα, ο Tώνης Mαρούδας και η Λιλή Mπερδέ. Tραγούδι, κέφι, χορός. Aξέχαστη δεκαετία του ’50. Στο σαξόφωνο, ο Γιώργος Kατσαρός (Aρχείο AEΠI).

Μελετώντας τη δισκογραφία μετά το 1946 παρατηρούμε ότι οι δημιουργοί του ελαφρού τραγουδιού (συνθέτες και στιχουργοί) μοιάζει σαν να θέλουν να ξεχάσουν τον εμφύλιο, τη δυστυχία, την πείνα και στρέφονται σε θέματα πιο «ευχάριστα - ανώδυνα». Το «ελαφρό» τραγούδι αναλαμβάνει ένα ρόλο πιο «ανάλαφρο», πιο διασκεδαστικό: «Βίρα τις άγκυρες για ξένους τόπους / να δουν τα μάτια μας άλλους ανθρώπους / σ' άλλα λιμάνια, σε ξένα μέρη / μας πάει πρίμα γοργά τ' αγέρι. / Βίρα τις άγκυρες και βάλε πλώρη / μακριά απ' το έρημο το φτωχοχώρι», του Γιώργου Μουζάκη και του Αλέκου Αγγελόπουλου, τραγουδούσε η Σμαρούλα Γιούλη και το Τρίο Κιτάρα το 1949, και τρία χρόνια αργότερα «Σε μαγικά νησιά θέλω να βρεθούμε / εκεί που οι καρδιές ξέρουν ν' αγαπούνε / μακριά στη Χαβάη, μακριά εγώ κι εσύ» του Τάκη Μωράκη και του Κώστα Κοφινιώτη τραγουδούσε το Τρίο Κιτάρα.

Αυτή η διάθεση φυγής, η επιθυμία να ξεχάσουν οι άνθρωποι τη φτώχεια, τη δυστυχία και να μεταφερθούν σε τόπους μακρινούς και εξωτικούς είναι φανερή και στο λαϊκό τραγούδι. Tην ίδια χρονιά που κυκλοφορεί το «Βίρα τις άγκυρες» ο Τσιτσάνης ηχογραφεί το «Βίρα την άγκυρα παιδιά», με ερμηνευτές τον Πρόδρομο Τσαουσάκη και τη Μαρίκα Νίνου: «Απ' της στεριάς τα βάσανα τα μάτια μου θα πάρω / και σε καράβι φορτηγό ναυτάκι θα σαλπάρω / Βίρα την άγκυρα παιδιά γιατί έχω πόνο στην καρδιά».

Kαι τα δύο αυτά τραγούδια πραγματεύονται το ίδιο θέμα, όμως η προσέγγιση είναι διαφορετική. Το «ελαφρό» τραγούδι γενικά αποφεύγει οποιαδήποτε αναφορά στα δεινά της Κατοχής και του εμφυλίου, σε αντίθεση με το «λαϊκό», που σε πολλές περιπτώσεις κάνει σαφείς αναφορές, όπως, π.χ., στο τραγούδι των Βασίλη Τσιτσάνη και Μπάμπη Μπακάλη «Κάποια μάνα αναστενάζει» (1947): «Κάποια μάνα αναστενάζει / μέρα νύχτα ανησυχεί / Το παιδί της περιμένει / που είχε χρόνια να το δει / Μέσα στην απελπισιά της / κάποιος την πληροφορεί / ότι ζει το παλικάρι / κι οπωσδήποτε θα 'ρθει».

Αρκετοί δημιουργοί του ελαφρού τραγουδιού που ξεκίνησαν πριν από τον πόλεμο, όπως οι συνθέτες Μιχάλης Σουγιούλ, Κώστας Γιαννίδης, Χρήστος Χαιρόπουλος, Γιάννης Βέλλας κ.ά, και οι στιχουργοί Αιμίλιος Σαββίδης, Κώστας Κοφινιώτης, Χρήστος Γιαννακόπουλος και Γιώργος Γιαννακόπουλος κ.ά., θα είναι παρόντες και στην περίοδο μετά την απελευθέρωση, μέχρι το 1960.

O Σουγιούλ πρωταγωνιστεί και σε αυτή τη φάση, αλλά και ανανεώνει το ελαφρό τραγούδι «δημιουργώντας» τα «αρχοντορεμπέτικα», ένα είδος που έδωσε νέα ώθηση και καινούρια διάσταση στο ελαφρό τραγούδι. Το πρώτο, ίσως, αρχοντορεμπέτικο τραγούδι (τουλάχιστον με την έννοια που αντιλαμβανόμαστε σήμερα τον όρο) είναι το «Τραμ το τελευταίο». Ξεπήδησε μέσα απ' την επιθεώρηση «Ανθρωποι, άνθρωποι», που ανέβηκε στο θέατρο «Μετροπόλιταν» το 1948 και ηχογραφήθηκε στις 16 Ιουλίου του 1948 με τον Τώνη Μαρούδα και τον Νίκο Παπαδάκη. Tο «Τραμ το τελευταίο», μπορούμε να πούμε χωρίς να υπερβάλουμε, «νομιμοποίησε» τους λαϊκούς ρυθμούς και έδωσε τη δυνατότητα στην αστική τάξη να χορέψει ένα ζεϊμπέκικο ή ένα χασάπικο και ταυτόχρονα να τραγουδήσει γνωστά λαϊκά τραγούδια της εποχής, που βρίσκονταν, υφολογικά και θεματολογικά, κοντά στο αρχοντορεμπέτικο. Aνοίγοντας τον δρόμο αυτόν, ο Σουγιούλ βοήθησε αφ' ενός το ίδιο το ελαφρό τραγούδι και αφ' ετέρου τους νέους δημιουργούς αυτού του χώρου, τον Μουζάκη, τον Μωράκη, τον Γούναρη κ.ά., να κινηθούν με μεγαλύτερη ευκολία και άνεση στα μονοπάτια του αρχοντορεμπέτικου.

«Bίρα τις άγκυρες» τραγουδούσαν το 1949 η Σμαρούλα Γιούλη και το Τρίο Κιτάρα, σε στίχους Aλέκου Aγγελόπουλου και μουσική Γιώργου Mουζάκη. H παρτιτούρα της μεγάλης επιτυχίας του 1949. Σε χρόνια βαριά και δύσκολα, το «ελαφρό» τραγούδι αναλαμβάνει ένα ρόλο πιο «ανάλαφρο», πιο διασκεδαστικό (Aρχείο AEΠI).

Συναντήσεις

H «απόσταση» ανάμεσα στα «λαϊκά» και τα «ελαφρά» συνεχώς μικραίνει, και αυτό οφείλεται πρώτον στο ότι με την εμφάνιση των «αρχοντορεμπέτικων» τα «ελαφρά» προσεγγίζουν τα «λαϊκά», και, δεύτερον, στο ότι η λογοκρισία, που ουσιαστικά συνεχίζεται και μετά τον πόλεμο, ωθεί θεματολογικά, αλλά και μουσικά, το λαϊκό τραγούδι πιο κοντά στο ελαφρό. Πολλοί συνθέτες της «λαϊκής παράταξης», όπως ο Τσιτσάνης, ο Μητσάκης, ο Παπαϊωάννου, ο Χιώτης, γράφουν τραγούδια που, με άλλη ενορχήστρωση ή άλλον ερμηνευτή, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «ελαφρά». Ενδεικτικά αναφέρουμε: «Το σκαλοπάτι σου» (Το σκαλοπάτι σου θα κάνω για κρεβάτι / αφού την πόρτα σου την άφησες κλειστή / θα μείνω έξω, μια και το 'βαλες γινάτι / κι από το κρύο η καρδιά μου θα σβηστεί) του Βασίλη Τσιτσάνη και του Γεράσιμου Τσάκαλου, που ηχογραφήθηκε το 1953 με ερμηνευτή τον Π. Φώτη (ψευδώνυμο του Φώτη Πολυμέρη), «Ο πασατέμπος» (Αυτά που λες εγώ τ' ακούω βερεσέ / τα παραμύθια σου τ' ανθίστηκα πια τώρα / και το κατάλαβα πως ήμουνα για σε / ο πασατέμπος σου για να περνά η ώρα) του Μανώλη Χιώτη και του Γιώργου Γαννακόπουλου, που ηχογραφήθηκε το 1946 με την Ιωάννα Γεωργακοπούλου, «Τον Γιωργάκη σου ξεχνάς» (Δεν είμαι ο Γιώργος π' αγαπούσες μια φορά / και στο στόμα με φιλούσες τόσο τρυφερά / Τα βάσανά μας λέγαμε / και κάπου - κάπου κλαίγαμε / Τώρα της αγάπης μας το τζάκι είναι σβηστό / και το φτωχικό μας σπίτι δεν είναι ζεστό) του Γιώργου Μητσάκη, που ηχογραφήθηκε το 1950 με τον ίδιο και τη Μαρίκα Νίνου, «Aνοιξε γιατί δεν αντέχω» (Ξεροστάλιασα στ' αγιάζι / ώρες να σου τραγουδώ / η καρδιά μου φλόγες βγάζει / μα δε βγαίνεις να σε ιδώ / Aνοιξε, άνοιξε / γιατί δεν αντέχω / φτάνει πια, φτάνει πια / να με τυραννάς) του Γιάννη Παπαϊωάννου, που ηχογραφήθηκε το 1948 με τη Σωτηρία Μπέλλου και τον Στελλάκη Περπινιάδη, σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να πούμε ότι βρίσκονται πολύ «μακριά» απ' το «Μονοπάτι» (Μες στη ζωή δρόμοι ανοίγονται σωρό / κι όποιον γουστάρεις τον τραβάς κι όπου σε βγάλει / μα είναι κι ένα μονοπάτι πονηρό / που πάει ντουγρού στη κατηφόρα τη μεγάλη) του Γιώργου Μουζάκη με στίχους των Χρήστου και Γιώργου Γιαννακόπουλου και του Αλέκου Σακελλάριου, που ηχογραφήθηκε το 1952 (σε μια δισκογραφική εταιρεία με την Καίτη Μπελίντα και σε άλλη με τη Μάγια Μελάγια) ή από το «Eνας χαρούμενος αλήτης» (Κι αν είμαι φτωχός μου μένει ευτυχώς / καρδιά από νέτο χρυσάφι / κι αν κάτι συμβεί κι αυτό θα διαβεί / ποτέ μου δεν μένω στο ράφι. / Τη φτώχεια γλεντώ με λα - φα - σολ - ντο / διαρκώς τραγουδώ σαν κανάρι / τα κορίτσια κοιτώ και τα πλούτη πετώ / γιατί έχω τη φτώχεια καμάρι) του Γιώργου Μαλλίδη και του Κώστα Κοφινιώτη, που ηχογραφήθηκε το 1947 με τον Πάνο Σάμη.

Στη μείωση της απόστασης ανάμεσα στο «λαϊκό» και το «ελαφρό» συνέβαλε επίσης το ότι πολλοί στιχουργοί που παραδοσιακά ανήκαν στο «ελαφρό» τραγούδι, όπως ο Κοφινιώτης, ο Μάνεσης, ο Σαββίδης, ο Γιώργος Γιαννακόπουλος και άλλοι, δίνουν στίχους και σε λαϊκούς συνθέτες.

Ανακεφαλαιώνοντας, μπορούμε να πούμε ότι το «ελαφρό» τραγούδι, αν και κατάφερε να δημιουργήσει ένα νέο είδος, το «αρχοντορεμπέτικο» -ένα είδος που το εμπλούτισε με νέα θέματα και νέες μουσικές φόρμες-, άρχισε μολαταύτα να μπαίνει σε μια φθίνουσα πορεία στα τέλη της δεκαετίας του '50, για να οδηγηθεί την επόμενη δεκαετία σε φυσικό θάνατο. Μια σειρά από γεγονότα έβαλαν το «ελαφρό» τραγούδι σ' αυτή την τροχιά: α) Η λογοκρισία, που συνεχίζει να λειτουργεί και «αναγκάζει» τους δημιουργούς του λαϊκού να φτιάχνουν τραγούδια που βρίσκονται πολύ κοντά στη «λογική» του ελαφρού τραγουδιού. β) Η εμφάνιση νέων μουσικών δυνάμεων, με αιχμή τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Μίκη Θεοδωράκη. Πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Χατζιδάκις, με την περίφημη διάλεξη για το ρεμπέτικο τραγούδι στις 31 Ιανουαρίου 1949 στο «Θέατρο Τέχνης», παίρνει σαφή θέση υπέρ του ρεμπέτικου και γενικότερα του λαϊκού τραγουδιού. «Το ρεμπέτικο κατορθώνει με μια θαυμαστή ενότητα, να συνδυάζει τον λόγο, τη μουσική και την κίνηση. Απ' τη σύνθεση μέχρι την εκτέλεση, με ένστικτο δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την τριπλή αυτή εκφραστική συνύπαρξη, που ορισμένες φορές, σαν φτάνει τα όρια της τελειότητας, θυμίζει μορφολογικά την αρχαία τραγωδία», είχε πει, ανάμεσα σε άλλα, ο Χατζιδάκις σ' εκείνη τη διάλεξη. Αυτές οι νέες δυνάμεις θα φέρουν καινούρια στοιχεία και θα δημιουργήσουν ένα νέο είδος, αυτό που, στη συνέχεια, ονομάστηκε «έντεχνο λαϊκό» τραγούδι. γ) Η παρουσία πολλών ταλαντούχων δημιουργών στον χώρο του λαϊκού τραγουδιού, με αναμφισβήτητο πρωταγωνιστή τον πρωτοπόρο ανανεωτή Βασίλη Τσιτσάνη, που εμπλουτίζοντας τον στίχο και τη μουσική του λαϊκού τραγουδιού με νέα στοιχεία, δημιουργεί τραγούδια που «αφορούν» ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Δεν είναι τυχαίο που πολλοί υποστηρικτές του ελαφρού τραγουδιού έβρισκαν ενδιαφέροντα τα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη.