Αρχική σελίδα → Προσωπικά Ενδιαφέροντα → Μουσική

Έγραψαν πραγματικό ελληνικό τραγούδι...

Σωτήρης Λυκουρόπουλος (Yπεύθυνος Aρχείου AEΠI), εφ. Καθημερινή, 14/8/2005

ΘA MΠOPOYΣE να πει κανείς ότι ακόμη και ο χαρακτηρισμός «ελαφρό τραγούδι» κρύβει κάτι απαξιωτικό γι' αυτό το σπουδαίο είδος τραγουδιού, που στους κόλπους του γεννήθηκαν μερικά από τα πιο αγαπημένα ελληνικά τραγούδια και δημιούργησαν μερικοί ιδιαίτερα προικισμένοι Eλληνες συνθέτες και στιχουργοί. Η αναβίωση του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού επανέφερε στη συλλογική μνήμη σημαντικούς συνθέτες και σημαντικά τραγούδια και έδωσε τη δυνατότητα στους νεότερους να γνωρίσουν και να αγαπήσουν ένα κομμάτι της ελληνικής μουσικής με μεγάλο ενδιαφέρον. Δεν συνέβη το ίδιο με το ελαφρό τραγούδι. Eτσι, συνθέτες ή/και στιχουργοί όπως ο Αττίκ, ο Γιαννίδης, ο Χαιρόπουλος, ο Θ. Παπαδόπουλος, ο Γιαννουκάκης, ο Βέλλας, ο Κοφινιώτης, ο Αιμ. Σαββίδης και τόσοι άλλοι «καταδικάστηκαν» στη λήθη και η πιθανότητα να διαφοροποιηθεί η κατάσταση στα χρόνια που έρχονται, διαγράφεται ομιχλώδης. Η απαράδεκτη και, ενίοτε, προκλητικά αδιάφορη στάση της πολιτείας σε θέματα που σχετίζονται με την καταγραφή, μελέτη και διάσωση στοιχείων από τον εξαιρετικά πλούσιο κόσμο του ελληνικού τραγουδιού έχει δημιουργήσει ένα τεράστιο κενό που είναι αδύνατον να καλυφθεί από μόνες τις φιλότιμες και αξιέπαινες προσπάθειες ιδιωτικών φορέων και ερευνητών/μελετητών.

Το ελαφρό ελληνικό τραγούδι, αν και γνώρισε μεγάλες δόξες, κυρίως στην πρώτη, μεσοπολεμική φάση του, αμφισβητήθηκε και επιχειρήθηκε να ταυτιστεί με κάτι που ενδιέφερε μόνο την αστική τάξη, κάτι που είχε μόνο διασκεδαστικό χαρακτήρα, κάτι που αφορούσε μόνο τους ανθρώπους εκείνης της «μακρινής» εποχής, κάτι, εν κατακλείδι, ξεπερασμένο. Αν και πολλά από τα ελαφρά τραγούδια συνέχιζαν να ζουν και να τραγουδιούνται, μια περίεργη δύναμη θαρρείς πως έκανε τους περισσότερους ανθρώπους που με οποιαδήποτε ιδιότητα βρίσκονταν γύρω από το ελληνικό τραγούδι, να κάνουν ότι δεν βλέπουν πως ο μουσικός αυτός χώρος έδωσε πραγματικά σημαντικά τραγούδια. Tραγούδια όπως το «Είμαι ερωτευμένος με τα μάτια σου» των Γιάννη Βέλλα και Κώστα Κοφινιώτη, που πρωτοτραγούδησε στη δισκογραφία η Χρυσούλα Στίνη το 1937 και που επανήλθε στη δισκογραφία με την Αρλέτα, και λίγο αργότερα με την Ελευθερία Αρβανιτάκη, και μάλιστα με μεγάλη εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία ή το «Ηρθες αργά», των ίδιων δημιουργών, που πριν δύο χρόνια το ξανατραγούδησε ένας δημιουργός και ερμηνευτής της νεώτερης γενιάς, ο Στάθης Δρογώσης.

 Eνας δημιουργός που υποστήριξε το ελαφρό τραγούδι είναι ο Λουκιανός Κηλαηδόνης. Με τους δίσκους «Το τραμ το τελευταίο» (1980) με τη Βίκυ Μοσχολιού, «Πάμε σαν άλλοτε» με τη Μαργαρίτα Ζορμπαλά (1982), «Πάρτυ στη Βουλιαγμένη» (1983), «Fifties και ξερό ψωμί» (1988) και «Αχ πατρίδα μου γλυκειά» (1992), «πρότεινε» στους νεότερους ακροατές το ελαφρό τραγούδι και βοήθησε να αισθανθούν λίγο πιο άνετα όσοι ένιωθαν (τουλάχιστον) άβολα όταν τραγουδούσαν το «Εγώ θα σ' αγαπώ και μη σε νοιάζει / και θα σου χτίσω μια χρυσή φωλιά/ κι όταν το σούρουπο θα σ' αγκαλιάζει / θα ζευγαρώνουμε σαν δυο πουλιά...», του Γ. Μουζάκη και του Κ. Κοφινιώτη. Bοήθησαν επίσης οι εκπομπές του Γιώργου Παπαστεφάνου, τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές, η εκπομπή του Διονύση Σαββόπουλου «Ζήτω το Ελληνικό τραγούδι» και η κυκλοφορία κάποιων δίσκων που περιείχαν ελαφρά τραγούδια: «Τα μπιζουδάκια» (1993) με τη Βίκυ Μοσχολιού, «Τα ερωτικά του '50» (1988) με τον Γιάννη Πάριο, «Ζητάτε να σας πω» (1987) με την Αρλέτα, «Αναμνήσεις» (1982) με την Αλέκα Κανελλίδου, κ.ά.

Οι αρνητικές τοποθετήσεις γνωστών δημιουργών αλλά και μελετητών/ερευνητών του ελληνικού τραγουδιού για το ελαφρό τραγούδι και η απαξιωτική στάση απέναντι στο ίδιο και στους δημιουργούς του είναι παλιά ιστορία. Xαρακτηριστικά, ο Μάνος Χατζιδάκις σε συνέντευξη του στον Γιώργο Πηλιχό για το περιοδικό «Ταχυδρόμος» (2 Ιουλίου 1960) είχε πει: «Γύρω μου υπήρχε το λεγόμενο ελαφρό ελληνικό τραγούδι, ανόητο, αισθηματολογικό, ψεύτικο και τυποποιημένο».

Iσως η θέρμη με την οποία κάποιοι άνθρώποι, τα τελευταία χρόνια, μιλούν για το ελαφρό τραγούδι, βοηθήσει να αλλάξει το κλίμα. O Μίκης Θεοδωράκης, μιλώντας για το ελαφρό τραγούδι, λέει χαρακτηριστικά: «Ο Μιχάλης Σουγιούλ μαζί με τον Γιαννίδη είναι αυτοί που έγραψαν πραγματική ελληνική μουσική, πραγματικό ελληνικό τραγούδι, πραγματικά ελληνικές μελωδίες, γεμάτες πρωτοτυπία και έμπνευση... Εγώ σαν μουσικός, λοιπόν, πρέπει να άντλησα από αυτές τις μελωδίες ένα πολύ μεγάλο κομμάτι από τη ρίζα της έμπνευσης μου... Περιέργως, στα τελευταία μου τραγούδια, αυτά που λεω «Λυρικός βίος»,... γυρίζω με νοσταλγία προς εκείνες τις μελωδίες. Δηλαδή είμαι πολύ περισσότερο επηρεασμένος πια από τον Σουγιούλ και τον Κώστα Γιαννίδη, παρότι στα προηγούμενα έργα ήμουν επηρεασμένος από το λαϊκό τραγούδι, το δημοτικό τραγούδι κ.λπ. Κατά κάποιον τρόπο, γυρίζω στις ρίζες μου και είμαι ευτυχής που μου δίνεται η ευκαιρία σήμερα, να αποκαταστήσω μια μεγάλη αλήθεια και να εκπληρώσω ένα χρέος»1.

O Μιχάλης Σουγιούλ (1906 - 1958) και ο Κώστας Γιαννίδης (1903 - 1984), μαζί με τον Χρήστο Χαιρόπουλο (1909 - 1992), απαρτίζουν την τριάδα που πρωταγωνιστεί, πέρα, βεβαίως, από την μοναδική περίπτωση του Aττίκ, στην προπολεμική πρώτη περίοδο του ελαφρού ελληνικού τραγουδιού.

Mιχάλης Σουγιούλ

O Mιχάλης Σουγιούλ «...έφερε μαζί του, από τον τόπο της καταγωγής του τους καημούς της χαμένης πατρίδας. Με το ακορντεόν του έτσι καθώς ανοιγόκλεινε, αναστέναζε...» Iσως δεν «πέρασε άλλος συνθέτης στην Ελλάδα με την ευχέρεια, το πηγαίο ταλέντο και την ευαισθησία του».

Ο Μιχάλης Σουγιούλ, αφηγείται ο Μίκης Θεοδωράκης, «... είναι από αυτούς που επηρέασαν εξίσου τη μουσική μου παιδεία, τη μουσική μου αγωγή με όλα τα μεγάλα κινήματα. Το δημοτικό τραγούδι, τη βυζαντινή μουσική, τους συμφωνικούς συνθέτες... Αυτό, ίσως, δεν το συνειδητοποίησα αμέσως γιατί ήταν τόσο οικείος, είχα τόσο πολύ ζήσει με τα τραγούδια του, που τα θεωρούσα αυταπόδειχτα. Oπως κανείς δεν εκτιμά το οξυγόνο, γιατί είναι τόσο άφθονο και μόνο όταν το χάσει καταλαβαίνει την αξία του»2.

Ο M. Σουγιούλ εμφανίστηκε στη δισκογραφία το 1931 με το τραγούδι «Ψυχή πονεμένη», που ερμήνευσε ο Κ. Μυλωνάς. Mέχρι το 1941, οπότε σταμάτησαν να πραγματοποιούνται ηχογραφήσεις στην Ελλάδα, ηχογράφησε γύρω στα εβδομήντα πέντε τραγούδια, τα περισσότερα από τα οποία ανήκουν στο λεγόμενο ελαφρό τραγούδι. Συνεργάστηκε με σημαντικούς στιχουργούς, όπως ο Πολ Μενεστρέλ, ο Αιμ. Σαββίδης, ο Κ. Κοφινιώτης, ο Κώστας Μάνεσης, ο Κρέων Ρηγόπουλος, ο Κώστας Κιούσης, ο Νίκος Φατσέας, ο Χρήστος Γιαννακόπουλος, ο Αλέκος Σακελλάριος, και μαζί τους έγραψε τραγούδια όπως «Aσε τον παλιόκοσμο να λέει», «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά», «Απόψε μελαγχόλησα», «Μας χωρίζει ο πόλεμος», «Για μας κελαηδούν τα πουλιά», «Ζεχρά», «Του Γιάννου η φλογέρα», «Γιατί μου τη θυμίσατε γιατί», «Κάτι με τραβά κοντά σου» και τόσα άλλα, που τα ερμήνευσαν ο Νίκος Γούναρης, η Σοφία Βέμπο, ο Πέτρος Επιτροπάκης, η Αγγέλα Λυκιαρδοπούλου, ο Κώστας Μανιατάκης, ο Αλκης Παγώνης, η Κίτσα Κορίνα, η Κάκια Μένδρη, η Δανάη, η Χρυσούλα Στίνη, η Νίτσα Μόλλυ, η Aννα και η Μαρία Καλουτά και τόσοι άλλοι.

Ο Σουγιούλ γεννήθηκε στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας και όπως χαρακτηριστικά είχε γράψει ο Αλ. Σακελλάριος, «... έφερε μαζί του, από τον τόπο της καταγωγής του... τους καημούς της χαμένης πατρίδας. Με το ακορντεόν του έτσι καθώς ανοιγόκλεινε, αναστέναζε. Και τ' αναστενάγματά του άγγιζαν τις καρδιές όλων μας. Ακόμα και στα πιο κεφάτα τραγούδια του θα βρει κανείς μια κάποια μελαγχολία. Ο Σουγιούλ κι όταν ακόμα γελούσε, γελούσε με δάκρυα στα μάτια. Δεν ξέρω αν πέρασε άλλος συνθέτης στην Ελλάδα με την ευχέρεια, το πηγαίο ταλέντο και την ευαισθησία του»3.

Ο Μιχάλης Σουγιουλτζόγλου, όπως είναι το πραγματικό όνομά του, ήταν το πρώτο παιδί μιας εύπορης οικογένειας που τον προόριζε να ασχοληθεί με το εμπόριο. Oταν το 1920 η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, ο Μιχάλης άρχισε σιγά σιγά να ασχολείται με τη μουσική και συγκεκριμένα με το πιάνο, ώσπου ένα τυχαίο γεγονός, το 1924, έγινε αφορμή να του προτείνει ο ιδιοκτήτης ενός κέντρου στην Τρίπολη, όπου παραθέριζε με την οικογένεια του, να αναλάβει επαγγελματικά τον ρόλο του πιανίστα. Iσως αυτή να ήταν και η καθοριστική στιγμή που ο νεαρός Σουγιουλτζόγλου ένιωσε ότι ήταν γεννημένος για τη μουσική. Ακολούθησε μια λαμπρή μουσική πορεία με πολλούς ρόλους, που καθιέρωσαν τον συνθέτη και δημιούργησαν, θα λέγαμε, ένα μύθο γύρω από το όνομα του. Συνεργάστηκε με την ορχήστρα του διάσημου Αργεντινού συνθέτη Εντουάρντο Μπιάνκο, έγραψε τραγούδια για γνωστές επιθεωρήσεις της εποχής, τραγούδια για κινηματογραφικές ταινίες, τραγούδια για τη δισκογραφία. Ταυτόχρονα ήταν παρών στα νυχτερινά κέντρα της εποχής φτιάχνοντας τα προγράμματα και συνοδεύοντας τους καλλιτέχνες με το ακορντεόν του. Oλοι οι συνεργάτες του μιλούσαν για τη μεγάλη ευκολία με την οποία έγραφε τραγούδια. «Ο Σουγιούλ», έχει πει χαρακτηριστικά ο Σακελλάριος, «έγραφε με έναν τρόπο εκπληκτικά εύκολο. Μπορούσες να του δώσεις μια σελίδα απ' την Καινή Διαθήκη και του πεις να στην κάνει ταγκό και το 'κανε ή να στην κάνει βαλς και το 'κανε»4. Αλλά και ο Χρ. Γιαννακόπουλος έχει γράψει: «Hταν αφάνταστη η ευκολία με την οποία ο Σουγιούλ έγραφε τα ωραία και μπορούμε να πούμε κλασικά του τραγούδια»5. Θα πρέπει να μείνουμε λίγο παραπάνω στο μεγάλο ταλέντο του Σουγιούλ να συνθέτει εξαιρετικά ενδιαφέρουσες μελωδίες χωρίς να θεωρεί ότι κάνει κάτι σπουδαίο. Iσως αυτό να βοήθησε και τον ίδιο, αλλά και άλλους σημαντικούς δημιουργούς της εποχής του, να φτιάχνουν σπουδαία τραγούδια που παραμένουν ζωντανά και σύγχρονα, χωρίς να θεωρούν ότι κάνουν κάτι σπουδαίο, σε αντίθεση με πολλούς νεότερους δημιουργούς, που πιστεύουν ότι τα τραγούδια τους είναι τεράστιας καλλιτεχνικής αξίας, ενώ συνήθως συμβαίνει το αντίθετο.

Κώστας Γιαννίδης

O Kώστας Γιαννίδης καθισμένος στο πιάνο, παρέα με τη Σοφία Bέμπο, από τις αγαπημένες του ερμηνεύτριες. Tο πηγαίο ταλέντο και οι μουσικές γνώσεις του Γιαννίδη χάρισαν στο ελαφρό ελληνικό τραγούδι αξέχαστες επιτυχίες. Oι εξαίρετες ενορχηστρώσεις του έδωσαν στις έτσι κι αλλιώς ενδιαφέρουσες μελωδίες του μιαν άλλη διάσταση. Aρχείο AEΠI.

Ο Κώστας Γιαννίδης γεννήθηκε στη Σμύρνη τον Αύγουστο του 1903. Μεγάλωσε στο κοσμοπολίτικο περιβάλλον της πόλης και νωρίς πήρε μαθήματα μουσικής και ήρθε σε επαφή με τη δημοτική μουσική, που φαίνεται ότι τον σημάδεψε έντονα και υπήρξε πηγή έμπνευσης σε πολλές από τις κατοπινές του δημιουργίες. Λίγο πριν την Καταστροφή πήγε στη Γερμανία να συνεχίσει τις μουσικές του σπουδές. Εκεί γνώρισε και συνδέθηκε με βαθιά φιλία με τον σπουδαίο συνθέτη Νίκο Σκαλκώτα. Το 1931 εγκατέλειψε το Βερολίνο και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, για να ασχοληθεί με αυτό που ήξερε καλύτερα, τη μουσική. Εκείνη την εποχή στον χώρο του ελαφρού τραγουδιού ήταν πολύ γνωστός ο συνθέτης Γρ. Κωνσταντινίδης. Για να μην τον συγχέουν με αυτόν, ο Γιάννης Κωνσταντινίδης αντέστρεψε το όνομα του σε Κώστας Γιαννίδης, παρέμεινε όμως για τον χώρο της Εθνικής Μουσικής Σχολής ως Γιάννης Κωνσταντινίδης. Aσχολήθηκε με το μουσικό θέατρο και τη δισκογραφία και με το ταλέντο και τη γνώση του πλούτισε την ελληνική δισκογραφία με πολλά περίτεχνα τραγούδια. Oι εξαίρετες ενορχηστρώσεις του έδωσαν μιαν άλλη διάσταση στις ήδη ενδιαφέρουσες μελωδίες του. Στη δισκογραφία μπήκε το 1933 και ηχογράφησε αρκετά τραγούδια, μέχρι το 1941, οπότε έκλεισε το εργοστάσιο δίσκων στη Ριζούπολη. Μερικά απ' αυτά είναι το «Παραπονιάρικο» με στίχους του Δ. Γιαννουκάκη και ερμηνευτές τον Π. Κυριακό και το Γ. Καμβύση, το «Συγνώμη σου ζητώ» με στίχους του Αλ. Σακελλάριου και ερμηνευτές τη Σοφία Βέμπο και, σε άλλη εταιρία, τη Σόνια Κουρτίδου, «Δος μου δυο φιλιά κι ας είναι ψεύτικα» από την επιθεώρηση «Αλεπού» σε τέσσερις εκτελέσεις με τον Βάσο Σεϊτανίδη, τον Μιχάλη Θωμάκο, τον Νίκο Περδίκη και τον Αντώνη Δελένδα. Τέσσερις διαφορετικές εκτελέσεις έκανε και το τραγούδι «Η γυναίκα έχει πάντα καρναβάλι» με στίχους του Σακελλάριου. Το 1934 έγραψε με τον Σακελλάριο μια μεγάλη επιτυχία, το «Θα ξανάρθεις, όσα χρόνια κι αν περάσουν θα ξανάρθεις», που ηχογραφήθηκε με πέντε διαφορετικούς τραγουδιστές (Δανάη, Κων. Κοντόπουλο, Π. Επιτροπάκη, Χριστίνα Ευθυμιάδου, Κίτσα Κορίνα). Eγραψε μουσική για τις επιθεωρήσεις «Κάτι τρέχει» (1932), «Κολοκύθια» (1933), «Κεραμίδα» (1933), «Αλεπού» (1934), «Ο κάβουρας» (1934), «Νυχτερίδα» (1935), «Ρωμέικα παραμύθια» (1935), «Απεργία» (1936), «Κοκέττα» (1937), «Σιλουέτα» (1938), «Βιολέττα» (1939), «Μασκώτ» (1939), «Βραδυνές τρέλλες» (1940), «Μαζινό» (1940), «Αθήνα του 1940», κ.ά.

Χρήστος Χαιρόπουλος

Ο Χρήστος -Λαλάκης ήταν το χαϊδευτικό του- Χαιρόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1909. Γιος του Κωστή Χαιρόπουλου, διευθυντή της εφημερίδας «Χρόνος», μεγάλωσε σε δημοσιογραφικό περιβάλλον και γοητεύτηκε από τη δημοσιογραφία. Eκανε την πρώτη του εμφάνιση σαν δημοσιογράφος, ερασιτεχνικά το 1923 στη «Νέα Ημέρα» και επαγγελματικά το 1926 στην «Καθημερινή». Στη συνέχεια συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά και εφημερίδες. Το πρώτο του τραγούδι «Γυναίκες γυναίκες» το έγραψε το 1927. «Το τραγούδι αυτό, μάλιστα, είχε απορριφθεί μετ' επαίνων απ' όλες τις εταιρείες δίσκων. Μετά την επιτυχία, όμως, που σημείωσε όταν το παρουσίασα στην ομώνυμη οπερέτα μου, έγινε... πλειοδοτικός διαγωνισμός από όλες τις εταιρίες για την έκδοση και κυκλοφορία του.»6. Πράγματι, σχεδόν ταυτόχρονα, όλες οι δισκογραφικές εταιρείες της εποχής το κυκλοφόρησαν με τραγουδιστές τον ηθοποιό Τάκη Χατζηχρήστο, τον Π. Επιτροπάκη, τον Δημ. Φιλιππόπουλο, τον Αντ. Δελένδα, τις χαβάγιες του Κ. Μπέζου. Στη συνέχεια ηχογράφησε τα τραγούδια: «Oνειρο ήταν και πάει», «Πάολα», «Νινέτα, Νανίνα, Νινόν», «Ψαροπούλα», «Μπορεί και να μη σ' αγαπώ», «Γειά σου», «Της φαντασίας το καράβι», «Eλα γι' απόψε», «Απόψε μου λείπεις», «Το ταγκό της θεατρίνας». Στα περισσότερα τραγούδια του έγραψε ο ίδιος τους στίχους -«Πολλές φορές αλλάζω τις νότες, για να τις προσαρμόσω στους στίχους μου. Ποτέ, όμως, δεν αλλάζω τους στίχους. Νομίζω ότι, πρώτα απ' όλα, είμαι ποιητής. Και η μουσική μου υποτάσσεται και υπηρετεί την ποίηση»7- αλλά συνεργάζεται και με τους Αιμ. Σαββίδη, Χρ. Γιαννακόπουλο, Δημ. Γιανουκάκη, Μήτσο Βασιλειάδη, Αλ. Λιδωρίκη, Αλ. Σακελλάριο, Κ. Κιούση, Κ. Κοφινιώτη, Γιάννη Φερμάνογλου κ.ά. Eγραψε μουσική για περίπου τριάντα οπερέττες: «Γυναίκες γυναίκες», «Ντόλλυ, αν μ' αγαπούσες» (1930), «Βασιλοπούλα της πλάκας» (1931), «Νεραντζούλα» (1931), «Μοδιστρούλες της Αθήνας» (1932), «Τρελλή Ζανέτ» (1932), «Eνα χρόνο χωρίς γυναίκα» (1933), «Ονειρο ήταν και πάει» (1933), «Οι μποέμ της Αθήνας» (1935), «Ταξίδι στο Αλγέρι» (1936), «Σκάνδαλο στο Γκραν Παλλάς» (1936).

Σημειωσεις:

1. Συνέντευξη του Μίκη Θεοδωράκη στην ΕΡΤ (δεν αναφέρεται ημερομηνία), που περιέχεται στο βιβλίο του Γιώργου Τσάμπρα, «Μιχάλης Σουγιούλ. Ας ερχόσουν για λίγο», Άγκυρα. Αθήνα 2005

2. ο.π.

3. Σημείωμα στο οπισθόφυλλο του δίσκου «Aρχισαν τα όργανα», 1984.

4. Στην τηλεοπτική εκπομπή «Οι παλιοί μας φίλοι» του Γιώργου Παπαστεφάνου αφιερωμένη στον Μιχάλη Σουγιούλ, 1983.

5. Εφημερίδα «Ακρόπολις», Σεπτέμβριος 1959.

6. Συνέντευξη του Χρήστου Χαιρόπουλου στον Μάριο Σταθάκη για το «Ραδιοπρόγραμμα», 23 Φεβρουαρίου 1947.

7. ο.π.