Αρχική σελίδα → Προσωπικά Ενδιαφέροντα → Μουσική

Με τον τρόπο της Ναργκίς

Κέζα Λώρη, εφ. Το Βήμα, 27/9/1998

Μουσικές και ιδεολογικές ανταλλαγές μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Πώς ένας ινδουιστικός ύμνος έγινε ελληνικό λαϊκό τραγούδι με τίτλο «Με δέρνουν χίλιοι πόνοι» και πώς η Μαντουβάλα απέκτησε κύρος εθνικής ηρωίδας.

«Παίρνανε ινδικούς παλιούς δίσκους, ακούγανε τις μελωδίες, τις ντύνανε με στίχους ελληνικούς και αμέσως κάνανε σουξέ. Πολλές χιλιάδες δίσκοι και πολλά εκατομμύρια απ' αυτές τις δουλειές». Όταν ο Γιάννης Παπαϊωάννου αναφερόταν στη μεταλλαγή (ή μήπως μεταποίηση;) ινδικών μελωδιών σε ελληνικά λαϊκά άσματα, αποτύπωνε ορθά την εικόνα της «κλοπής», με μια όμως υπερβολή στους αριθμούς. Μια ενδελεχής έρευνα για τα ινδοπρεπή τραγούδια που ηχογραφήθηκαν στις δεκαετίες του '50 και του '60 κατέγραψε περί τις 100 διασκευές, με διακυμάνσεις ομοιότητας με το πρωτότυπο. Σύμφωνα με τους συγγραφείς του βιβλίου «Ινδοπρεπών αποκάλυψη», τα ελληνικά τραγούδια της εποχής στο σύνολό τους πιθανώς υπερβαίνουν τις 5.000. Ετσι μιλώντας για τα «ινδιάνικα» αναφερόμαστε σε περιορισμένο μέρος της εγχώριας δισκοπαραγωγής που εν τούτοις ανέδειξε μεγάλες επιτυχίες όπως τα «Η επιστροφή της Μαντουβάλας», «Είσαι η ζωή μου», «Ποιος σου 'πε δεν σ' αγαπώ» του ντούο Καζαντζίδη-Μαρινέλλας και άλλα που ερμήνευσαν η Βούλα Πάλλα, ο Βαγγέλης Περπινιάδης, ο Μανώλης Αγγελόπουλος, ο Πέτρος Αναγνωστάκης, ο Σπύρος και η Ζωή Ζαγοραίου.

Τα ινδικά τραγούδια ακούστηκαν στην Ελλάδα στις κινηματογραφικές αίθουσες, κυρίως δε σε σινεμά β' προβολής. Μέσα σε 15 χρόνια προβλήθηκαν τουλάχιστον 111 ταινίες με πρωταγωνίστριες τη Ναργκίς, τη Μαντουμπάλα και άλλες σταρ του Bollywoud (δηλαδή, το Χόλιγουντ της Βομβάης). «Τα έργα θα μπορούσαν να θεωρηθούν εκλαϊκευμένες οπερέτες ή μιούζικαλ. Σε διάφορες στιγμές του έργου, κυρίως όταν το δράμα ή η χαρά κορυφωνόταν, οι ήρωες τραγουδούσαν εκφράζοντας με αυτόν τον τρόπο τα συναισθήματά τους. Αυτά τα τραγούδια, εκτός από ερωτικά, ήταν τραγούδια του γάμου, της γέννας, του θανάτου, του χωρισμού, τραγούδια για κάποια αρρώστια που βασάνιζε τον ήρωα (φυματίωση κυρίως), νανουρίσματα αλλά και τραγούδια αγροτικά, τραγούδια κωμικά ή σατιρικά, τραγούδια πάθους, εκδίκησης, προδοσίας, αποπλάνησης, τραγούδια μεταξύ φίλων, όπως και τραγούδια παραδοσιακών γιορτών και θρησκευτικής ευλάβειας. Κάθε έργο είχε 7-12 τραγούδια με γλυκούς και μελωδικούς σκοπούς».

Ήταν τραγικές ιστορίες με κατατρεγμένα ζευγάρια ερωτευμένων, φυλακισμένους αθώους, αδικημένους φτωχούς που εισάγονταν στην Ελλάδα για να προβληθούν ως επί το πλείστον σε λαϊκές γειτονιές. Οι συγγραφείς της παρούσας μελέτης περιγράφουν με γλαφυρό τρόπο τις κοινωνικές συνιστώσες που έκαναν αγαπητές στον «κοσμάκη», όπως λένε, αυτά τα έργα υποστηρίζοντας ότι «το ινδικό περιβάλλον δεν ξένιζε τους Ελληνες. Παρά τη διαφορά στα ρούχα, στη γλώσσα και στα θρησκευτικά σύμβολα, οι ομοιότητες ήταν περισσότερες από τις διαφορές». Ας φαντασθούμε λοιπόν αυτές τις ταινίες ως μελό με πρωταγωνίστριες ενδεδυμένες με σάρι και με ερμηνείες τόσο υπερβολικές που υποβαθμίζουν τη χρήση του υποτίτλου. Στο κοινό σπάνια θα συναντούσε κανείς τη μέση αστική τάξη ή άτομα με κάποια ιδιαίτερη καλλιέργεια. Αυτοί είχαν στραμμένο το ενδιαφέρον στη Δύση και μάλλον περιφρονούσαν τον εμπορικό ασιατικό πολιτισμό.

Έχοντας διαβάσει 60 και πλέον κατατοπιστικές σελίδες για το ινδικό και το ελληνικό μελό και για τις κοινωνικές συνθήκες στις οποίες άνθησε, φθάνουμε στο ζητούμενο, ήτοι στο δημόσιο μυστικό της αντιγραφής των ινδικών τραγουδιών. Έχουν ακουστεί μάλιστα και διαφορετικές εκδοχές ενός επεισοδίου: δύο συνθέτες πήγαν στο ίδιο στούντιο για να ηχογραφήσουν δικές τους ­υποτίθεται­ συνθέσεις. Εκεί αποδείχθηκε ότι είχαν «δανειστεί» το ίδιο τραγούδι. Ο Βασίλης Τσιτσάνης έλεγε μάλιστα ότι οι συνθέτες ήταν τρεις και μάλιστα «από αυτούς τους κλέφτες». Ορισμένοι συνθέτες εμφανίζονταν στον κινηματογράφο κρατώντας τα ογκώδη μαγνητόφωνα της εποχής. Άλλοι αρκούνταν στην ακρόαση δίσκων που αφειδώς παρείχαν οι δισκογραφικές εταιρείες στους μουσικούς για τον ίδιο σκοπό. Επειδή όμως δεν υπήρχαν γνώστες της ινδικής γλώσσας, ο στιχουργός έπρεπε να αποδίδει το άκουσμα σε ελληνικές λέξεις. «Έτσι, π.χ., ένας ινδουιστικός ύμνος στον Κρίσνα της μεσαιωνικής ποιήτριας Mirabai αποδόθηκε ως "Με δέρνουν χίλιοι πόνοι" ενώ το "Pyar hua ikrar hua" (Αγαπηθήκαμε και ενωθήκαμε) έγινε "Κάποιο τρένο καταραμένο". Το αστείο ινδικό "Το σπίτι της καρδιάς σου είναι πολύ ωραίο, πες μου πόσο κάνει το νοίκι" μετατράπηκε στο μάλλον κοινότοπο "Υποφέρουμε κι οι δυο"».

Οι συγγραφείς Ελένη Αμπατζή και Μανουήλ Τασούλας εντοπίζουν όλες τις «επιρροές», αλλά δεν παίρνουν τον ρόλο του τιμωρού που θα αποδώσει τη δικαιοσύνη με τις πληροφορίες του.

Ούτως ή άλλως, η συζήτηση για την αρπαγή των μελωδιών έχει ξαναγίνει πολλές φορές στο παρελθόν. Ορισμένοι θα θυμούνται μια σειρά άρθρων και συνεντεύξεων που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Ντομινό» το 1967 με πρωταγωνιστές της διαμάχης τον Βασίλη Τσιτσάνη, ως κατήγορο, και τους Θόδωρο Δερβενιώτη και Απόστολο Καλδάρα ως υποστηρικτές της άποψης ότι τα εν λόγω τραγούδια έχουν τις ρίζες τους στη βυζαντινή μουσική. Οι συγγραφείς του βιβλίου πάντως αποστασιοποιούνται καλώντας τον αναγνώστη να βγάλει συμπεράσματα από τον όγκο των πληροφοριών και αντιμετωπίζουν μάλλον με συμπάθεια τους συνθέτες που εμπνεύστηκαν από τον ινδικό πολιτισμό. Γράφουν: «Τα ινδοελληνικά δεν ήταν άμυαλες αντιγραφές ή διασκευές. Έχουν αλλαγή οργάνων, ρυθμών, αποσπασματική χρήση σκοπών και άλλα χαρακτηριστικά που εξαρτώνται από τη δημιουργικότητα του διασκευαστή, όχι μόνο του συνθέτη».

Το βιβλίο «Ινδοπρεπών αποκάλυψη», όπως αναφέρουν οι συγγραφείς, γράφτηκε σε ενάμιση χρόνο. Το συγκεντρωμένο υλικό όμως προδίδει πολυετή ενασχόληση με το θέμα και κυρίως μεράκι. Σε σημείωμα που δημοσιεύεται «αντί επιλόγου» μαθαίνουμε ότι η Ελένη Αμπατζή και ο Μανουήλ Τασούλας γνωρίστηκαν δι' αλληλογραφίας και εργάστηκαν μαζί μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Οι επαγγελματικές ιδιότητές τους και οι σπουδές τους ουδεμία σχέση έχουν με τη μουσικολογία. Η Ελένη Αμπατζή είναι εκπαιδευτική ψυχολόγος, στέλεχος της Διεθνούς Τράπεζας στην Ουάσινγκτον D.C. και γνωρίζει δέκα ασιατικές και ευρωπαϊκές γλώσσες. Το 1970, όταν πήγε για σπουδές στις ΗΠΑ, έζησε σε διαμερίσματα με ινδές συγκατοίκους. Μαζί τους είδε ταινίες και άκουσε για πρώτη φορά τις πρωτότυπες εκδοχές ελληνικών τραγουδιών: «Από το πρωί άρχιζε το ταλαίπωρο κασετοφωνάκι τους να παίζει τις μελωδίες που είχαν πάρει για φυλαχτό μαζί τους όταν έφυγαν από την πατρίδα τους. Και άκουσα με κατάπληξη κάμποσα τραγούδια που έμοιαζαν με ελληνικά της προηγούμενης δεκαετίας: "Όσο αξίζεις εσύ", "Στη ζωή μου δε μετάνιωσα που πολύ σ' αγάπησα και πόνεσα", "Είσαι η ζωή μου, η αναπνοή μου" και φυσικά τη "Μαντουμπάλα"».

Τα επόμενα χρόνια, σε επαγγελματικά ταξίδια στην Ινδία, στο Νεπάλ και στο Μπανγκλαντές, άρχισε να συγκεντρώνει πληροφορίες για τους εμπνευστές των ελληνικών λαϊκών επιτυχιών. Όταν το 1995 κυκλοφόρησε το διπλό CD «Τα ινδοπρεπή», επικοινώνησε με τον επιμελητή της έκδοσης Κώστα Κωτούλα, ο οποίος την παρέπεμψε σε ένα γνώστη του είδους και συλλέκτη, τον Μανουήλ Τασούλα, οδοντίατρο και συγγραφέα 15 βιβλίων, μεταξύ των οποίων και μια μονογραφία για τη Ναργκίς (εκδόσεις Οδός Πανός). Ο Μανουήλ Τασούλας, λάτρης του ινδικού κινηματογράφου, έχει συλλογή από μπομπίνες ταινιών, αφίσες, φωτογραφίες και παλιούς δίσκους. Οι δύο συνεργάτες πλέον όρισαν το αντικείμενο της έρευνας και συμφώνησαν να εντοπίσουν: ποια ινδικά έργα παίχτηκαν στην Ελλάδα, τα τραγούδια που υπήρχαν σε αυτά τα έργα, ελληνικές διασκευές σε ινδικές κασέτες, «ύποπτα» τραγούδια σε κασέτες ελληνικές και συνεργάσιμους έλληνες διασκευαστές. Δεδομένου ότι τα ινδοπρεπή θεωρούνται από ορισμένους συνθέτες μέρος του επονείδιστου παρελθόντος τους, δεν υπήρξε προθυμία για συμβολή στη μελέτη. Έτσι οι ερευνητές λειτούργησαν αντίστροφα. Απευθύνθηκαν στους απανταχού Ινδούς που είναι συνδεδεμένοι με το Internet. Βρήκαν μια ομάδα διαδικτυακής συζήτησης που ασχολείται με τη λαϊκή ινδική μουσική και έθεσαν το ζήτημα. Αμέσως βρέθηκαν πρόθυμοι σύμβουλοι και πληροφοριοδότες. Το εγχείρημα συμπληρώθηκε με συνεντεύξεις και ενημέρωση από σχετική βιβλιογραφία και αρθρογραφία.

Εκτός από το αφηγηματικό μέρος του βιβλίου, που ευτυχώς δεν έχει ύφος «μελέτης», παρατίθενται αναλυτικοί πίνακες. Για παράδειγμα, στον κατάλογο ινδοελληνικών τραγουδιών αναφέρουν: τίτλο ελληνικού τραγουδιού, έλληνα συνθέτη, έλληνα ερμηνευτή, στιχουργό, χρόνο έκδοσης του δίσκου, δισκογραφική εταιρεία, κωδικό, επανεκδόσεις, όνομα ινδικού έργου, ινδικό τίτλο, ινδό συνθέτη, ινδό τραγουδιστή, χρόνο ινδικής παραγωγής και βαθμό ομοιότητας (σε μια κλίμακα από ένα ως τέσσερα). Αν κάποιος διανοηθεί να πει ότι οι Ινδοί έκλεψαν τους Έλληνες, οι χρονολογίες θα τον διαψεύσουν: τα ινδικά είναι γραμμένα μια δεκαετία νωρίτερα.