Αρχική σελίδα → Προσωπικά Ενδιαφέροντα → Μουσική

Ρεμπέτης με τα όλα του

Γιώργος Βιδάλης, εφ. Ελευθεροτυπία, 22/12/2005

«Έφυγε» στα 82 του ο Τάκης Μπίνης

«Ό,τι λεφτά έβγαλα, τα σκόρπισα, τα μοίρασα. Γιατί ρεμπέτης σημαίνει ανεμελιά, ξενύχτι, τρέλα, σούρα... Ρητό του είναι: "Αφού υπάρχει θάνατος, ζήτω η ασωτία"! Είναι τρόπος ζωής το να ζεις ρεμπέτικα. Ο ρεμπέτης εργάζεται για να 'χει πάντα λεφτά στην τσέπη του. Βασικός όρος του ρεμπέτη είναι η περηφάνια, η σοβαρότητα και η συνέπεια... Σέβεται για να τον σέβονται, έχει μπέσα».

Μποέμ ώς το τέλος

Ενας από τους τελευταίους των Μοϊκανών του ρεμπέτικου-λαϊκού τραγουδιού, που τήρησε με το παραπάνω την μποέμικη φιλοσοφία του, ο Τάκης Μπίνης, έφυγε χθες σε ηλικία 82 χρονώ από νεφρική ανεπάρκεια, στο Σισμανόγλειο Νοσοκομείο, όπου νοσηλευόταν την τελευταία εβδομάδα. Μέχρι πρότινος τραγουδούσε στο αγαπημένο του στέκι, τη «Στοά των Αθανάτων», στην Αγορά, με τη Χαρούλα Λαμπράκη. Αφήνει τη γυναίκα του, Ελένη, και τις δύο κόρες του, Μαίρη και Σούλα. Η κηδεία του θα γίνει αύριο στις 3 μ.μ. από το νεκροταφείο της Νέας Ερυθραίας (η νεκρώσιμος ακολουθία θα ψαλεί στον ναό της Ευαγγελιστρίας).

Στους νεότερους έχει χαραχτεί η εξαιρετική ερμηνεία του στο κλασικό «Δίχτυ» του Σταύρου Ξαρχάκου («Αν κάποτε στα βρόχια του πιαστείς / κανείς δεν θα μπορέσει να σε βγάλει / μονάχος βρες την άκρη της κλωστής / κι αν είσαι τυχερός ξεκίνα πάλι»). Στους παλιότερους η βαριά λεβέντικη φωνή του «έχει γράψει» σε τραγούδια συνθετών όπως των Καπλάνη («Ενας αλήτης πέθανε»), Χατζηχρήστου («Καρδιά παραπονιάρα»), Μπακάλη («Το κουρασμένο βήμα σου»), Τσιτσάνη («Τα καβουράκια», «Θα κάνω ντου βρε πονηρή»), Μητσάκη («Οσο βαριά είν' τα σίδερα»), Χιώτη («Τάκα τάκα τα πεταλάκια») κ.ά. Και βεβαίως από το «Ρεμπέτικο» του Ξαρχάκου, πέρα από το «Δίχτυ», στα τραγούδια «Ελα απόψε στου Θωμά», «Στη Σαλαμίνα» κ.ά.

Γεννημένος το 1923 στη Θεσσαλονίκη από πρόσφυγες Μικρασιάτες γονείς, μεγάλωσε σε μια παράγκα στην Ανω Τούμπα. Από μικρός του αρέσουν «τα βαριά λαϊκά, τα σμυρναίικα και αϊβαλιώτικα», αναφέρει στη αυτοβιογραφία του «Βίος ρεμπέτικος», που κατέγραψε η Ιωάννα Κλειάσιου και κυκλοφόρησε πριν από ενάμιση χρόνο από τις εκδόσεις «Ντέφι». Δωδεκάχρονος θα μάθει μπουζούκι και θα παίξει για λίγο μια βραδιά σ' ένα μαγαζί όπου εμφανίζεται ο Γιάννης Παπαϊωάννου. Δεκαεξάχρονος μαθητής θα συλληφθεί και θα βασανιστεί στην Ασφάλεια, επειδή σχετιζόταν με αριστερή οργάνωση. Το '39 θα γνωρίσει τον Τσιτσάνη («αισθάνθηκα ο ευτυχέστερος των ανθρώπων») ο οποίος θα του μάθει τα κόλπα του μπουζουκιού.

Στην Αντίσταση

Θα εργαστεί ως μπουζουξής σε ταβερνάκια και τεκέδες. Στα χρόνια της Κατοχής θα κάνει διάφορες δολιοφθορές σ' αυτοκίνητα Γερμανών στη Θεσσαλονίκη, θα συλληφθεί, θα δραπευτεύσει, θα περιπλανηθεί, για να καταλήξει στην Αθήνα. Θα συνεργαστεί με τους Παπαϊωάννου, Μπακάλη, Καπλάνη και Χιώτη, ως τραγουδιστής πλέον, δουλεύοντας σε διάφορα νυχτερινά μαγαζιά. Περίπου για είκοσι χρόνια (1958-1979) θα ξενιτευτεί στην Αμερική, μαζί με τον φίλο του δεξιοτέχνη μπουζουξή «Μπέμπη» (Δημ. Στεργίου), δουλεύοντας και γλεντώντας από Πολιτεία σε Πολιτεία των ΗΠΑ. «Εγώ ο σεσημασμένος αριστερός ασπάστηκα τον καπιταλισμό. Στην Αμερική όλος ο κόσμος δουλεύει και το χρήμα φέρνει βόλτα. Οποιος δεν δουλέψει θα πεινάσει. Αυτός είναι ο νόμος».

Με Ξαρχάκο

Αντιμετωπίζοντας προβλήματα με το συκώτι του, λόγω πιοτού, θα γυρίσει στην Ελλάδα και θα δουλέψει σε διάφορα κέντρα, βλέποντας όμως ότι το λαϊκό τραγούδι δεν είναι αυτό που ήξερε. «Δεν υπάρχουν πια σεβασμός, σοβαρότητα, λεβεντιά, αγάπη για το ελληνικό τραγούδι, δεν ενδιαφέρονται για την ελληνική παράδοση. Τα παλιά χρόνια έλεγαν πάμε ν' ακούσουμε, τώρα λένε πάμε να δούμε». Η συνεργασία του με τον Σταύρο Ξαρχάκο στο «Ρεμπέτικο» ήταν ο σημαντικότερος δισκογραφικός του σταθμός μετά την επάνοδό του στην πατρίδα. Παρ' όλα αυτά, ακάματος, βαρύς και αυθεντικός, δισκογραφούσε και τραγουδούσε σε κέντρα έως το τέλος του, σαν γνήσιος ρεμπέτης της νύχτας.

Στον επίλογο της αυτοβιογραφίας του σημειώνει: «Οι άνθρωποι που δημιούργησαν το λαϊκό τραγούδι ήταν τελείως διαφορετικοί από τους σημερινούς. Οι παλιοί ήταν σκληραγωγημένοι, έζησαν την πείνα, την καταπίεση, την κατάντια και έγραφαν τραγούδια βγάζοντας τα μύχια της ψυχής τους. Τα βάσανα και τον καημό, τις χαρές και τις ελπίδες τους τα έκαναν τραγούδια, γι'αυτό ήταν πάντα ζωντανά κι αληθινά (...). Εύχομαι από τα βάθη της ψυχής μου να ξανάρθουν τα πράγματα όπως ήταν στα παλιότερα χρόνια, να γράφονται νοσταλγικά και αισθηματικά τραγούδια για τον έρωτα, το γλέντι, τον χωρισμό, τις πίκρες και τις ομορφιές της ζωής. Να χορτάσουν τ' αφτιά κι οι καρδιές μας από σπουδαία πράγματα. Γιατί το καλό τραγούδι είναι ψυχική τροφή. Κι επιτέλους, να πάρει φωτιά η ψυχή μας!».