Αρχική σελίδα → Προσωπικά Ενδιαφέροντα → Ζωγραφική

Βαν Γκογκ: αποκάλυψη τώρα

Φωτεινή Μπάρκα, εφ. Ελευθεροτυπία, 30/1/2010

Tο   έργο «Ο Σπορέας το ηλιοβασίλεμα»Παραμονή Χριστουγέννων του 1888 έμελλε να αλλάξει η ιστορία της μοντέρνας τέχνης. Η αστυνομία βρήκε μες στα αίματα, ημιλιπόθυμο, έναν Ολλανδό ζωγράφο στο διάσημο πια «Κίτρινο σπίτι», που πήρε το όνομά του κάπως πεζά από το χρώμα της πρόσοψής του.

Πριν από λίγες ώρες είχε χαρίσει τον λοβό το αφτιού του (ή ολόκληρο το αφτί, οι ιστορίες διαφέρουν) σε μια πόρνη ονόματι Ρασέλ. Σαν χριστουγεννιάτικο δώρο. Η αστυνομία ανέκρινε τον συγκάτοικό του, τον Γάλλο ζωγράφο Πολ Γκογκέν, που ισχυρίστηκε ότι ο φίλος του ακρωτηρίασε το αυτί μέσα στον παροξυσμό του.

Γνωστή ιστορία. Ακόμη και οι πέτρες ξέρουν ότι ο Βίνσεντ βαν Γκογκ ήταν ένας τρελός αλλά ιδιοφυής καλλιτέχνης, που έκοψε το αυτί του και πέθανε άσημος και φτωχός. Σήμερα, ακόμη και ελάχιστα από τα αριστουργήματά του να εκτίθενται, συγκεντρώνουν πλήθη πολύ μεγαλύτερα από ολόκληρο τον πληθυσμό της Αρλ εκείνη την παραμονή των Χριστουγέννων.

Από τον περασμένο Οκτώβριο, ο μύθος του ξαναγράφεται. Το μουσείο «Βαν Γκογκ» στο Αμστερνταμ ξόδεψε 15 χρόνια για να δώσει στη δημοσιότητα τον «αληθινό» ζωγράφο. Μελέτησε διεξοδικά τα περίπου 900 γράμματά του που έχουν διασωθεί -περισσότερες από 2.000 σελίδες- ταύτισε τα αποσπάσματα, ακόμη και από τη Βίβλο, που χρησιμοποίησε, βρήκε όλα τα έργα που σχεδίασε πρώτα στα γράμματά του και τα εξέδωσε σε πέντε τρίγλωσσους τόμους (αγγλικά, γαλλικά και ολλανδικά) από τις εκδόσεις «Thames and Hudson».

Η μελέτη αποκαλύπτει ότι ο Βαν Γκογκ ήταν κάτι παραπάνω από αυτό που ο μύθος του μας έχει κληροδοτήσει. Η έκδοση συνοδεύτηκε από την έκθεση «Van Gogh's Letters: the artist speaks», μέρος της οποίας μεταφέρθηκε τώρα στη Royal Academy του Λονδίνου, με τίτλο «Ο αληθινός Βαν Γκογκ. Ο καλλιτέχνης και τα γράμματά του», σημειώνοντας τεράστια επιτυχία.

Γράμματα σαν πίνακες

Τριάντα πέντε γράμματα εκτίθενται, σαν πίνακες. Δίπλα τους οι επιμελητές φρόντισαν να κρεμάσουν τα έργα που αντιστοιχούν στα σχέδια που εμφανίζονται σ' αυτά. Συνολικά εκτίθενται 65 ζωγραφικά έργα και 30 σχέδια. Τα τελευταία κλέβουν τις εντυπώσεις.

Ο Βαν Γκογκ γεννήθηκε το 1853. Ηταν το μεγαλύτερο από τα έξι παιδιά ενός προτεστάντη πάστορα. Ξεκίνησε να δουλεύει ως έμπορος τέχνης στη Χάγη και στο Λονδίνο αλλά κατέληξε να εργάζεται σε ιεραποστολή. Από νωρίς φάνηκαν οι ψυχικές διαταραχές του. Ωσπου ανακάλυψε τη ζωγραφική. Ξεκίνησε αργά (1880) σε ηλικία 27 ετών να σχεδιάζει και ήταν εντελώς αυτοδίδακτος.

Είχε προσπαθήσει να βρει τη λύτρωση στις λέξεις. Το μικρό μέγεθος των σελίδων δεν επιτρέπει στο θεατή της έκθεσης να διαβάσει τα γράμματά του. Γι' αυτό οι περισσότεροι κάθονται με τις ώρες και ξεφυλλίζουν τους τόμους. Ξεχωρίζει όμως το έντονο, επείγον γράψιμο ενός πολύγλωσσου βιβλιοφάγου (γνώριζε άπταιστα ολλανδικά, γαλλικά και αγγλικά). Ο Βαν Γκογκ δεν ήταν απλώς ένας ευλογημένος τρελός. Ηταν ένας πολύ καλλιεργημένος άνθρωπος. Διάβαζε τα πάντα: Μοπασάν, Ζολά, Μπαλζάκ, Ουγκό, Φλομπέρ. Χρησιμοποιούσε τις λέξεις σαν μοντέλα για τις εικόνες του. Τα γράμματα, με παραλήπτη κυρίως τον αδελφό του Τεό, πετυχημένο έμπορο τέχνης στο Παρίσι, είναι αδιάψευστος μάρτυρας της μεγάλης ευχέρειάς του με τον λόγο.

Δεν αναγνωρίζεται, όμως, σ' αυτά ένα ταραγμένο μυαλό. Γράφει για τις καθημερινές του δυσκολίες και ζητεί από τον αδελφό του πινέλα, χρώματα και καμβάδες. Δύσκολα μπορούσε να τα βρει στην Αρλ ή αργότερα στην ψυχιατρική κλινική στο Σεν Ρεμί, στην Προβηγκία. Είναι θυμωμένος, χαρούμενος, γράφει για τον καιρό, για ανθρώπους που συναντά. Κατηγορεί τον αδελφό του ότι δεν κάνει την παραμικρή προσπάθεια να πουλήσει τα έργα του. Και τότε αντιλαμβάνεται κανείς ότι η ίδια η οικογένειά του, και πρώτος και καλύτερος ο αδελφός του, τον έσπρωξε στη ζωγραφική, όπως σήμερα ενδεχομένως θα τον ωθούσε να μάθει... ψηφιδωτό. Δεν αναγνώριζε την αξία του. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν αν η ζωγραφική τού έκανε καλό. Ο Τεό πέθανε λίγο μετά τον αδελφό του. Από θλίψη, υποστηρίζουν οι δικοί του.

Η τέχνη, αντίδοτο στην τρέλα

Η ειρωνεία είναι ότι, πράγματι, η τέχνη έσωσε για λίγο τον Βαν Γκογκ. Τα πρώιμα σχέδιά του με χωρικούς σε αγροκτήματα είναι εξαιρετικά. Χωρίς καμία εκπαίδευση, το ταλέντο του ήταν σπάνιο και απερίγραπτο. Γράφοντας από την Ετεν, όπου έμενε με τους γονείς του, παραδέχεται στον αδελφό του τον Σεπτέμβριο του 1881: «Κάτι άλλαξε στα σχέδιά μου, δεν αισθάνομαι πια τόσο ανίσχυρος απέναντι στο πρόσωπο της φύσης». Ο άνθρωπος που ζωγράφισε μέχρι και τον ήχο του αέρα που φυσάει στις θημωνιές, ένιωθε ότι δεν μπορούσε να ζωγραφίσει τη φύση...

Αφοσιώθηκε στη ζωγραφική και εγκατέλειψε την οικογένειά του. Αρχικά σε στούντιο στη Χάγη και αργότερα στο Παρίσι. Ο Τεό τον συντηρούσε πάντα. Εκεί γνώρισε τον Τουλούζ-Λοτρέκ και τον Πισαρό και, φυσικά, τον εγωκεντρικό, υπερόπτη Πολ Γκογκέν. Στις 20 Φεβρουαρίου 1888 πήρε το τρένο για την Αρλ, στην Προβηγκία, όπου φαντασιωνόταν να ιδρύσει μια αποικία καλλιτεχνών, το «στούντιο του νότου», όπως το αποκαλούσε.

Η διάψευση αυτού του ονείρου ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να συμβεί. Ο Γκογκέν αναγκάζεται υπό την πίεση του Τεό (και με το αζημίωτο) να φτάσει το φθινόπωρο του 1888 στην Αρλ. Ο Βαν Γκογκ είναι ενθουσιασμένος. Εξαίρει το συγκάτοικό του στα γράμματά του. Η ευτυχία του κράτησε λίγους μόλις μήνες. Πέρυσι δύο Γερμανοί ακαδημαϊκοί, ο Χανς Κάουφμαν και η Λίτα Γουίλντεγκανς, δημοσίευσαν τη θεωρία ότι ο Γκογκέν του έκοψε το αυτί αμυνόμενος. Λίγη σημασία έχει πια.

Ο Βαν Γκογκ χειροτέρευε. Οσο καλύτερα γίνονταν τα έργα του, τόσο περισσότερο βυθιζόταν στο σκοτάδι. Κλείστηκε σε άσυλο στο Σεν Ρεμί. Αισθανόταν ότι ήταν βάρος στον αδελφό του που στο μεταξύ είχε παντρευτεί και αποκτήσει παιδί. Κι έτσι δέχτηκε να πάει στο χωριό Οβερ σιρ Ουάζ, στον καλό γιατρό Γκασέ, που συμπαθούσε τους καλλιτέχνες. Τα πορτρέτα που του έκανε σήμερα είναι διάσημα.

Ένα απόγευμα του Ιουλίου του 1890 πήγε μια βόλτα στην εξοχή και αυτοκτόνησε πυροβολώντας το στήθος του. Ηταν 37 ετών. Ζωγράφιζε μόλις 10 χρόνια. *

*Η έκθεση διαρκεί έως τις 18 Απριλίου.