Αρχική σελίδα → Προσωπικά Ενδιαφέροντα → Ζωγραφική

Πέρα απ’ την «Κραυγή»

Κάτια Αρφάρα, εφ. Ελευθεροτυπία, 20/11/2005

Οι περισσότεροι τον γνωρίζουν από την «Κραυγή», έργο εμβληματικό του υπαρξιακού άγχους, ωστόσο, λίγοι θα περιελάμβαναν το όνομα του Έντβαρτ Μουνχ (1863-1944) στη λίστα των πιο σημαντικών καλλιτεχνών του εικοστού αιώνα.

Η έκθεση που φιλοξενεί ώς τις 11 Δεκεμβρίου η «Royal Academy of Arts» στο Λονδίνο, μας δίνει μια σπάνια ευκαιρία να γνωρίσουμε το συγκλονιστικό έργο του παραγνωρισμένου νορβηγού καλλιτέχνη. Πόσο μάλλον όταν η έκθεση εστιάζεται σε 150 έργα, σχέδια και γκραβούρες από ένα ακόμα λιγότερο γνωστό κομμάτι της δουλειάς του, τις αυτοπροσωπογραφίες και την αυτοβιογραφία.

Το πρώτο κομμάτι της έκθεσης επικεντρώνεται στις αρχές της δεκαετίας του 1890 όταν ο Μουνχ απομακρύνεται σταδιακά από τον ριζοσπαστικό νατουραλισμό των πρώτων του έργων και επιχειρεί να εκφράσει στον καμβά τις βαθύτερες ανησυχίες του. «Πρέπει να σταματήσουμε να ζωγραφίζουμε εσωτερικά με άντρες να διαβάζουν και γυναίκες να πλέκουν. Πρέπει να έχουμε ανθρώπους που ζουν, αναπνέουν, νιώθουν, υποφέρουν και αγαπούν» γράφει το 1889. Ο έρωτας και ο θάνατος είναι δύο θέματα που στοιχειώνουν κυριολεκτικά το έργο του. Οι δραματικές αλληγορίες του, η βιαιότητα της πινελιάς του και το πηχτό σκοτάδι που απειλεί συχνά τις μορφές του μας θυμίζουν τους ισχυρούς δεσμούς του Μουνχ με το σύγχρονό του συμβολισμό αλλά και με τον εξπρεσιονισμό του οποίου θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους προαγγέλους.

Από τον νευρικό κλονισμό στα ήρεμα χρόνια

Οι πρώτες αίθουσες της Βασιλικής Ακαδημίας αποτελούν και το πιο δυνατό κομμάτι της έκθεσης: βρίσκουμε εδώ την εφιαλτική αυτοπροσωπογραφία του Μουνχ από την κόλαση με τον καλλιτέχνη γυμνό μέσα σε μια δίνη από φωτιές (1903), την αυτοπροσωπογραφία του «με χέρι σκελετού» (1895), αλλά και τον φημισμένο πίνακα «Βαμπίρ» (1893-94) που συμπυκνώνει με ζοφερό τρόπο τις θυελλώδεις ερωτικές σχέσεις του ζωγράφου.

Η σεξουαλικότητα δυναμιτίζει το σύνολο σχεδόν του έργου του. Οι πίνακες που ζωγραφίζει μετά τον επεισοδιακό χωρισμό του από την Τιούλα Λάρσεν (παραλλαγές στο θέμα της δολοφονίας ενός άντρα από την ερωμένη του με πρότυπο το «Θάνατο του Μαρά» του Νταβίντ), κορυφώνουν τις τεταμένες σχέσεις του με το γυναικείο φύλο.

Στο δεύτερο μέρος της έκθεσης ακολουθούμε το ζωγράφο στα ήρεμα χρόνια που διαδέχονται το νευρικό κλονισμό τού 1908. Σταματά να πίνει. Τον απασχολούν τα γηρατειά που πλησιάζουν, η μοναξιά που μεγαλώνει όσο μεγαλώνει και η φήμη του, η θέση που πρέπει να έχει ένας καλλιτέχνης στην κοινωνία. Η γυναίκα κυριαρχεί πάντα στο έργο του, αλλά τοποθετείται πλέον σε δραματική απόσταση από την αντρική μορφή. Η έκθεση κλείνει στα 1942, στην κατεχόμενη από τους ναζί Νορβηγία, με την τραγική «Αυτοπροσωπογραφία ανάμεσα σε ρολόι και κρεβάτι». Στη σχεδόν εξαϋλωμένη πια μορφή του, ακινητοποιημένη ανάμεσα στο χρόνο και το θάνατο, διακρίνονται ήδη τα σημάδια του τέλους που θα έρθει μόλις δύο χρόνια μετά.