Γιατί η άηχη «Κραυγή» του Έντβαρτ Μουνκ συγκλονίζει ακόμη

Κορίνα Φαρμακόρη, www.lifo.gr, 23/1/2017

Σαν σήμερα πεθαίνει ο καλλιτέχνης που τόλμησε να αποτυπώσει στους πίνακες του την απόγνωση του νου και την ψυχική διαταραχή, χωρίς ντροπή και περιστροφές

Με την «Κραυγή» οι άνθρωποι ξαφνιάζονται. Νομίζουν ότι την ξέρουν επειδή έχουν δει τις αναπαραγωγές, τις παρωδίες της. Το αυθεντικό όμως είναι κάτι άλλο.

Σαν σήμερα, στις 23 Ιανουαρίου του 1944, έφυγε από τη ζωή ο Έντβαρτ Μουνκ, ο ζωγράφος τη φήμη του οποίου ξεπέρασε ένα από τα έργα του: η περίφημη «Κραυγή». Γεννιέται στο Όσλο της Νορβηγίας στις 12 Δεκεμβρίου του 1863 και σε πολύ τρυφερή ηλικία έρχεται αντιμέτωπος με τον θάνατο και την ασθένεια, καθώς η μητέρα και στη συνέχεια η αδελφή του πεθαίνουν από φυματίωση. Την επιμέλεια των παιδιών αναλαμβάνει ο πατέρας του, ένας φανατικός χριστιανός που τους ενσταλάζει τον φόβο της αμαρτίας, ενώ μία από τις μικρότερες αδελφές του ζωγράφου θα διαγνωστεί με σχιζοφρένεια. Η συναισθηματική και νοητική του ανάπτυξη θα επηρεαστεί βαθύτατα από τα προβλήματα του οικογενειακού του περιβάλλοντος και ο ίδιος θα γράψει αργότερα: «Η ασθένεια, η τρέλα και ο θάνατος ήταν οι μαύροι άγγελοι που στάθηκαν στο λίκνο μου». Η μανιοκαταθλιπτική ιδιοσυγκρασία του θα επηρεάσει ιδιαίτερα το έργο του, κυρίως τα πρώτα τριάντα χρόνια, γεγονός που είχε ομολογήσει και ο ίδιος σε ένα κείμενό του: «Δεν θα μπορούσα να αποβάλω την αρρώστια μου, γιατί ένα μεγάλο μέρος της τέχνης μου το οφείλω σε αυτήν».

Το 1880 εγκαταλείπει τις σπουδές του στην Εφαρμοσμένη Μηχανική και το 1881 γράφεται στη Βασιλική Σχολή Σχεδίου του Όσλο. Ο Μουνκ, όντας ιδιαίτερα ευαίσθητος απέναντι στον ταραγμένο συναισθηματικό κόσμο, τόσο τον δικό του όσο και της οικογένειάς του, δίνει προβάδισμα στα προσωπικά του συναισθήματα και όχι στην ακριβή περιγραφή του περιβάλλοντός του. Επηρεάζεται ιδιαίτερα από τον μηδενιστή συγγραφέα Χανς Γιέγκερ, ο οποίος πρέσβευε τον υλιστικό αθεϊσμό, όμνυε στον ελεύθερο έρωτα και θεωρούσε την αυτοκτονία τον ύστατο δρόμο για την ελευθερία. Ο ζωγράφος σημειώνει σχετικά με αυτή την επιρροή: «Οι ιδέες μου αναπτύχθηκαν κάτω από την επίδραση του Χανς Γιέγκερ και των μποέμ και όχι του Στρίντμπεργκ και των Γερμανών». Τα πρώτα του έργα είναι κοντά στον ρεαλισμό, ο ίδιος όμως έχει πάντα στόχο να εκφράσει τα συναισθήματά του τη στιγμή της δημιουργίας. Βιώνοντας και πάλι τον μεγάλο πόνο που του προκάλεσε ο θάνατος της αδελφής του, ζωγραφίζει το 1886 το «Άρρωστο Παιδί», εμπνευσμένο από την ασθένειά της. Το έργο, που παρουσιάστηκε στο Σαλόνι του Φθινοπώρου του Όσλο, προκάλεσε σκάνδαλο λόγω της νοσηρότητας της κατάστασης, την οποία ο καλλιτέχνης περιέγραφε με τον πιο έντονο τρόπο. Προσπαθώντας να τον υπερασπιστεί, ο ζωγράφος και συγγραφέας Κρ. Κρογκ θα γράψει: «Ζωγραφίζει, ή καλύτερα βλέπει τα πράγματα, με έναν τρόπο που διαφέρει από εκείνον άλλων καλλιτεχνών. Βλέπει μόνο το ουσιαστικό και αυτό αποκλειστικά ζωγραφίζει, γι' αυτό και τα έργα του μοιάζουν ανολοκλήρωτα».

Το 1889 ο Μουνκ πηγαίνει για σπουδές στο Παρίσι, όπου και τον επηρεάζουν οι Γάλλοι μετα-ιμπρεσιονιστές, οι οποίοι διατηρούσαν τις τεχνικές του ιμπρεσιονισμού, προσπαθώντας να πρoσδώσουν μεγαλύτερο συναισθηματισμό στα έργα τους. Την ίδια χρονιά πεθαίνει ο πατέρας του και η απώλεια αυτή τον επηρεάζει έντονα: αποκηρύσσει τον Χανς Γιέγκερ και το 1890 αφιερώνει στη μνήμη του πατέρα του τον πίνακα «Νύχτα στο Άγιο Σύννεφο», έργο δηλωτικό της ταραγμένης συναισθηματικής του κατάστασης. Ο ίδιος θεωρεί ότι τα έργα του υπάγονται στον συμβολισμό, πρόκειται για τη «φύση ιδωμένη μέσα από μια ιδιοσυγκρασία». «Δεν ζωγραφίζω αυτό που βλέπω αλλά αυτό που έβλεπα» θα πει χαρακτηριστικά. Το 1892 παρουσιάζει τους πίνακές του στο Βερολίνο, προσκεκλημένος της Ένωσης Καλλιτεχνών της πόλης, και ξεσπά σκάνδαλο, λόγω της τολμηρής, χρωματικά και σχεδιαστικά, ζωγραφικής του. Η έκθεση κλείνει, η φήμη του Μουνκ ωστόσο μεγαλώνει και ο ζωγράφος καταφέρνει να πουλήσει αρκετούς πίνακες. Παίρνει την απόφαση να μείνει για τέσσερα χρόνια στο Βερολίνο, όπου και ζωγραφίζει πρώτα την «Κραυγή» (1893) και αμέσως μετά τη «Μαντόνα», έργα που θα επαναλάβει σε παραλλαγές τα επόμενα δύο χρόνια. Η «Μαντόνα» θα προκαλέσει άλλο ένα σκάνδαλο, καθώς το έργο απεικονίζει μια αισθησιακή γυμνή γυναίκα σε έκσταση. Και τις δύο ελαιογραφίες ο καλλιτέχνης θα τις κάνει και χαρακτικά, ενώ από το 1896 δημιουργεί τις πρώτες του έγχρωμες λιθογραφίες και αρχίζει να ασχολείται με την ξυλογραφία.

Το 1908 ο Μουνκ παθαίνει νευρικό κλονισμό και εισάγεται σε νοσοκομείο της Κοπεγχάγης, ενώ έχει προηγηθεί η νοσηλεία του το 1899 σε σανατόριο για αλκοολισμό. Έναν χρόνο αργότερα θα επιστρέψει στη Νορβηγία, όπου και ξεκινά μια καινούργια καλλιτεχνική περίοδος με περισσότερο χρώμα, θέματα παρμένα από τη φύση και πιο αισιόδοξη διάθεση, η οποία κορυφώθηκε το 1920 και εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από κοινό και κριτικούς. Από το 1930 αρχίζει να χάνει σταδιακά την όρασή του και φιλοτεχνεί πολλές αυτοπροσωπογραφίες, ενώ κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου επιστρέφει στα αγαπημένα του θέματα από το παρελθόν, την αγάπη και τον θάνατο. Το 1937 οι ναζί είχαν ήδη αφαιρέσει τα έργα του από τα μουσεία ως «εκφυλισμένη τέχνη», γεγονός που τον πλήγωσε ιδιαίτερα, μια και θεωρούσε τη Γερμανία δεύτερη πατρίδα του. Πεθαίνει το 1944, αφού οι Νορβηγοί τον είχαν τιμήσει με την ευκαιρία της συμπλήρωσης των ογδόντα χρόνων του.

Αναμφισβήτητα, το πιο γνωστό έργο του Μουνκ είναι η «Κραυγή», που, σύμφωνα με τον Φίλιπ Χουκ, ανώτερο στέλεχος στο τμήμα Ιμπρεσιονισμού και Μοντέρνας Τέχνης του Sotheby's, είναι το πιο αναγνωρίσιμο έργο τέχνης μετά τη «Μόνα Λίζα». «Η "Κραυγή" είναι η εικόνα που προκάλεσε χιλιάδες ερμηνείες. Είναι η απόλυτη ενσάρκωση του φόβου, της αγωνίας και της αποξένωσης. Έχει καταλήξει να συμβολίζει την αρνητική συναισθηματική αντίδραση σχεδόν στα πάντα» υποστηρίζει. Ο συνάδελφός του, Σίμον Σο, τονίζει: «Είναι αξέχαστη, ισχυρή, πυκνή εικόνα. Η "Μόνα Λίζα" δείχνει ακριβώς αυτό που περιμένεις. Με την "Κραυγή" όμως οι άνθρωποι ξαφνιάζονται. Νομίζουν ότι την ξέρουν επειδή έχουν δει τις αναπαραγωγές, τις παρωδίες της. Το αυθεντικό όμως είναι κάτι άλλο. Η δύναμή του να σε σοκάρει παραμένει αμείωτη». Η σύνθεση του πίνακα περιγράφεται γλαφυρά σε ένα ποίημα, γραμμένο από τον ίδιο το ζωγράφο:
Περπατούσα κατά μήκος του δρόμου με δυο φίλους Ο Ήλιος έδυε-Ο Ουρανός γύρισε σ' ένα αιματηρό κόκκινο Και ένιωσα μια πνοή Μελαγχολίας-Κάθισα Ακόμα θανατηφόρα κουρασμένος από το μπλε-μαύρο Τα φιόρδ και η πόλη κρέμαγαν Αίμα και Γλώσσες Φωτιάς Οι φίλοι μου συνέχισαν-έμεινα πίσω -έτρεμα με Ανησυχία-Ένιωσα τη μεγάλη Κραυγή στη Φύση.

«Για πάνω από έναν αιώνα η φήμη του Μουνκ έκανε κύκλους γύρω από τις αρχές της μοντέρνας τέχνης σαν ένα μεγάλο αεροπλάνο που ψάχνει αεροδιάδρομο» γράφει ο κριτικός τέχνης Peter Schjeldahl. «Ο Μουνκ είναι σίγουρα διάσημος για την τρομακτική κυματοειδή εικόνα του υπαρξιακού πανικού στην "Kραυγή" και για μερικές ακόμα εικόνες που αγγίζουν την αγάπη και τον θάνατο, απ' την πρώτη δεκαετία της καριέρας του. Το δημιουργικό μεγαλείο του Νορβηγού ζωγράφου, ωστόσο, δεν αναγνωρίστηκε αρκετά. Ο Μουνκ δεν είναι μια περιθωριακή περίπτωση στην Ιστορία της Τέχνης αλλά σίγουρα είναι μοναδική» συμπληρώνει. «Χωρίς τον Έντβαρτ Μουνκ ο γερμανικός εξπρεσιονισμός δεν θα υπήρχε» διαβεβαιώνει ο ιστορικός τέχνης Reinhold Heller. Από τις αρχές του εικοστού αιώνα, νεαροί Γερμανοί καλλιτέχνες, ανάμεσά τους ο Ernst Ludwig Kirchner, ο Emil Nolde, ο Erich Heckel και ο Karl Schmidt-Rottluff –με λιγότερο άμεσο τρόπο και οι Αυστριακοί Egon Schiele και Oskar Kokoschka–, εμπνεύστηκαν από τη ζωγραφική ευγλωττία και τη συναισθηματική ειλικρίνεια του Μουνκ, αλλά και από την καινοτόμα χρήση των ξυλογραφιών και των άλλων χαρακτικών μεθόδων. Αυτοί και οι υποστηρικτές τους τον λάτρεψαν, εκείνος όμως αγνόησε τις κολακείες τους. Πρόσωπο βαθιά τραγικό, μπόρεσε να μετουσιώσει τα προσωπικά του τραύματα σε σπουδαία έργα τέχνης, χωρίς ποτέ να ενταχθεί σε ένα συγκεκριμένο καλλιτεχνικό ρεύμα. Σήμερα, στην αυγή του 21ου αιώνα, τα έργα του εξακολουθούν να εκφράζουν με την ίδια πάντα δύναμη την ανθρώπινη ψυχή.