Αρχική σελίδα → Προσωπικά Ενδιαφέροντα → Ζωγραφική

«Δεν μπαίνουν σάλτσες στην τέχνη»

Πέγκυ Ζουμπουλάκης, εφ. Το Βήμα, 9/3/1997

Ο Γιάννης Μόραλης δεν δίνει ποτέ συνεντεύξεις, αν και έχει τη φήμη εξαίρετου συζητητή και γοητευτικού αφηγητή. Η απόσταση που τηρεί όμως από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας δεν εμποδίζει τους φίλους του να θυμούνται τις σκέψεις και τις απόψεις του και κάπου - κάπου να «κλέβουν» τα ίδια του τα λόγια. Έτσι έκανα και εγώ προ ημερών καθώς ταξιδεύαμε με το «ιπτάμενο δελφίνι» για την Αίγινα και ελπίζω να με συγχωρέσει.

Το ταξίδι αυτό αποτελεί μέρος καθιερωμένης ιεροτελεστίας: της ιεροτελεστίας μεταφοράς των έργων του από το εργαστήριό του της Αίγινας στην Αθήνα.

­ Ασχολείσαι σχολαστικά, παρατήρησα, με τις πιο μικρές λεπτομέρειες της έκθεσης. Η προβολή της όμως δεν σ' ενδιαφέρει καθόλου. Ακόμη και για την ίδια τη δουλειά σου αρνείσαι να μιλήσεις. Γιατί;

«Δεν έχει γιατί. Είναι απλό. Ο καλλιτέχνης μιλάει με το έργο του. Τα λόγια σ' αυτή την περίπτωση είναι περιττά. Σάλτσες στην τέχνη δεν μπαίνουν. Και σου θυμίζω αυτό που έχει γράψει ο Σεφέρης:

"Η ερμηνεία κάθε έργου είναι ερμηνεία του εαυτού μας, όχι εκείνου που το δημιούργησε, αλλά εκείνου που το διαβάζει, το βλέπει ή το ακούει" (Έκδοση Εμπορικής Τράπεζας "Ι. Μόραλης", Αθήνα 1988, σελ. 451)».

­ Μήπως το κάνεις από σεμνότητα;

«Κάθε άνθρωπος βλέπει μέσα σ' ένα έργο άλλα πράγματα. Όταν λοιπόν του τα επεξηγείς εκ των προτέρων, περιορίζεις το ίδιο το έργο και τη λειτουργία του».

­ Λένε μερικοί ότι είσαι απρόσιτος, ακόμη και σνομπ.

«Θα έπρεπε να αφήνω τη δουλειά μου και να δίνω συνεντεύξεις ή να βρίσκομαι συνέχεια στις τηλεοράσεις για να μην είμαι σνομπ;».

­ Γενικά θεωρείσαι δύσκολος. Δεν δέχεσαι προσκλήσεις, δεν δέχεσαι στο σπίτι σου, στο ατελιέ σου, δεν δείχνεις τη δουλειά σου.

«Είναι κουραστικό και χρονοβόρο για έναν καλλιτέχνη να κάνει δημόσιες σχέσεις και να δείχνει ο ίδιος τη δουλειά του. Το βρίσκω γελοίο».

Αλλάζω κουβέντα. Τον ρωτάω να μου πει για τη Σχολή. Μια ζωή εκεί μέσα, από το 1931, ως μαθητής, και μετά από το 1947 τριάντα πέντε χρόνια δάσκαλος.

«Ο Γιάννης Κεφαλληνός, ο δάσκαλός μου και φίλος, στον οποίο οφείλω πάρα πολλά, ήταν εκείνος που με πίεσε να υποβάλω υποψηφιότητα για καθηγητής. Ως δάσκαλος με τη σειρά μου προσπάθησα να διδάξω στους μαθητές μου τα βασικά· εκείνα που θα τους επέτρεπαν μετά να πετάξουν με τα δικά τους φτερά, με τα δικά τους εφόδια. Κάτι που πάντα τους έλεγα είναι πως τελειώνοντας τη Σχολή θα πρέπει να έχουν μάθει να διαβάζουν μόνοι τους το έργο τους. Πολύ βασικό αυτό... Ποτέ δεν επεδίωξα να τους επιβάλω τον δικό μου τρόπο δουλειάς. Μάλιστα, θυμάμαι το 1972, εκθέτοντας στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη, τελειώνοντας το μάθημα την ημέρα των εγκαινίων, τους είπα ότι τα έργα μου που θα δουν στην έκθεση είναι προσωπικές προτάσεις και όχι υποδείγματα προς μίμηση».

­ Τολμάω όμως να πω ότι κάποιοι μαθητές σου σού καταλογίζουν ότι όταν πήγαν έξω είδαν τα πράγματα αλλιώς...

«Ευτυχώς!».

Το δελφίνι με την κουβέντα φθάνει πια στην Αίγινα. Το σπίτι του Γιάννη Μόραλη φαίνεται κιόλας, προτού μπεις στο λιμάνι, αριστερά από το σπίτι του φίλου του Νίκου Νικολάου. Με τα χρόνια έχει γίνει πια μέρος του τοπίου, λιτό, αυστηρό, μέσα στο «Αιγινήτικο φως». Είναι έργο του φίλου του Άρη Κωνσταντινίδη.

­ Αλήθεια πώς αποφάσισες να έρθεις στην Αίγινα;

«Με τον Νίκο (Νικολάου) ήμασταν φίλοι από τη Σχολή· μάλιστα όταν δώσαμε αίτηση τότε για υποτροφία στη Ρώμη, είχαμε συμφωνήσει ότι αν την πάρει ένας από τους δύο, θα τη μοιραστεί με τον άλλον. Την πήρα εγώ και κράτησα τη συμφωνία. Μετά συνεχίσαμε μαζί και στο Παρίσι.

Στην Αίγινα είχε πάει πρώτα ο άλλος φίλος μου, ο γλύπτης Καπράλος, μετά ο Νίκος έχτισε το σπίτι του για να μένει χειμώνα - καλοκαίρι, κι εγώ από τα χρήματα που πήρα από την έκθεσή μου το 1972 αγόρασα το παραδιπλανό οικόπεδο. Ο Νίκος επέμενε. Εκείνος το διαπραγματεύθηκε.

Τα βράδια μαζευόμαστε στου Νικολάου, ο Καπράλος, ο Σπανούδης, ο Ελύτης και άλλοι φίλοι. Καθόμασταν από νωρίς στο μεγάλο πεζούλι έξω από το σπίτι και βλέπαμε το ηλιοβασίλεμα. Η Αίγινα έχει εκπληκτικό φως. Τότε θυμάμαι πίναμε πολύ. Γίνονταν συζητήσεις, καβγάδες, γέλια ως το πρωί...».

Ενώ έλεγε αυτά θυμήθηκα τα λόγια ενός άλλου μεγάλου φίλου του Γιάννη Μόραλη, του Οδυσσέα Ελύτη, που προλόγισε τον κατάλογο της έκθεσης στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη το 1972:

«Τα χώματα της Αττικής και της Αίγινας, τα σώματα των νέων κοριτσιών, το φως το ταυτόσημο μιας φυσικής και ηθικής ευγένειας, τα βλέπουμε στα τελευταία έργα του Μόραλη να αναδύονται κάποτε με μιαν υγρασία θαλασσινή, σαν μεγεθυσμένα θραύσματα από αρχαίες ληκύθους ή σμικρυμένες νωπογραφίες τόπων λατρείας που χάθηκαν για πάντα» (Έκδοση Εμπορικής Τράπεζας «Ι. Μόραλης», Αθήνα 1988, σελ. 181).

Το πλοίο έχει φθάσει στο λιμάνι. Μας περιμένει το φορτηγό του Μπεργελέ που έφθασε νωρίτερα με το φέρι μπόουτ.

Ο Μόραλης είναι ο άνθρωπος της συνήθειας και των προκαθορισμένων χρόνων. Ή μάλλον του τελετουργικού τυπικού. Η έκθεσή του δεν αρχίζει την ημέρα των εγκαινίων αλλά την ημέρα όπου τα έργα φεύγουν από το ατελιέ του. Είναι η ημέρα όπου τα αποχωρίζεται εκείνος και τα παραδίδει στο κοινό.

Πηγαίνουμε όλοι προς το σπίτι, ο κήπος είναι γεμάτος δέντρα, ροδιές, ελιές, λεμονιές, μια μεγάλη συκιά, δενδρολίβανα, φιστικιές. Από τα παράθυρα φαίνεται η θάλασσα και το φως μπαίνει από παντού.

Το ατελιέ είναι πεντακάθαρο, όλα τακτοποιημένα, πουθενά μπογιές, πουθενά η παραμικρή ακαταστασία, τα τελάρα, τα πινέλα, τα χαρτιά, τα χρώματα, όλα σχολαστικά στη θέση τους.

­ Έρχεται κάποιος και σ' τα φροντίζει;

Μου απαντάει σχεδόν αναστατωμένος:

«Τρελάθηκες; Κανείς δεν μπαίνει στο εργαστήριο. Τα κάνω όλα μόνος μου. Αν δεν είναι έτσι τακτοποιημένα, δεν μπορώ να δουλέψω. Μ' αρέσει να γυρίζω και να τα βρίσκω ακριβώς όπως τα άφησα».

Τα έργα είναι όλα γυρισμένα στον τοίχο, από την ανάποδη. Λες και ούτε τώρα, την ώρα όπου τα φορτώνουμε για την γκαλερί, θέλει να μας τα δείξει. Ένα - ένα γυρίζουν προς το μέρος μας. Κανένας μας δεν λέει λέξη. Είναι ακόμη μεσημέρι και το ατελιέ είναι πλημμυρισμένο από ένα ζεστό φως. Το ίδιο φως που βγαίνει και από τα έργα που τώρα είναι απλωμένα μπροστά μας. Όλοι είμαστε συγκινημένοι, όλοι θέλουμε κάτι να πούμε και δεν ξέρουμε αν εκείνος θέλει να το ακούσει. Είναι μια ώρα φορτωμένη συγκίνηση.

Όση ώρα φορτώνανε τα έργα για τον γυρισμό, του ζητήσαμε να μας πει δυο λόγια για την έκθεση αυτή. Δεν του αρέσει η ερώτηση και κάπως εκνευρισμένα απαντάει:

«Είναι η συνέχεια της προηγούμενης δουλειάς, όπως κάποιος που κρατάει ημερολόγιο. Δεν καταλαβαίνω γιατί μερικοί μου λένε πως έχω αλλάξει. Εγώ νομίζω πως τη δουλειά μου μπορείς να τη διαβάσεις όπως ένα βιβλίο».

­ Ένα βιβλίο με πολλές ιστορίες και μάλιστα με μεγάλους έρωτες και αυτό το διαβάζει κανείς μέσα στα έργα: «Ζευγάρι» - «Αναπόληση» - «Άνοιξη» - «Το κορίτσι που ζωγραφίζει» - «Το κορίτσι που γδύνεται» - «Συνάντηση» - «Αυγή» - «Πανσέληνος», έργα που αποπνέουν ερωτισμό.

Έχουμε φθάσει πια στον Πειραιά. Τελειώνοντας του λέω:

­ Πολλοί διερωτώνται κάθε φορά πού θα πάει η ζωγραφική σου με τη συνεχή αφαίρεση.

«Αλήθεια; Εγώ αντίθετα πιστεύω πως ακόμη είμαι... πολύ φλύαρος!».

Σφράγισε με το έργο του πολλές δεκαετίες. Και εξακολουθεί να βρίσκεται στην πρωτοπορία της ελληνικής εικαστικής σκηνής. Ο Γιάννης Μόραλης απέχει συνειδητά από εμφανίσεις στα ΜΜΕ, δεν μιλά, δεν δίνει συνεντεύξεις· ζωγραφίζει, όμως, εκφράζει όλα όσα θέλει να πει μέσα από το έργο του. Την τελευταία δουλειά του, με λάδια και ακρυλικά σε καμβά, θα φιλοξενεί από τις 20 Μαρτίου η γκαλερί Ζουμπουλάκη (πλ. Κολωνακίου 20). Παράλληλα, σε έναν άλλον χώρο της γκαλερί, αυτόν στην Κριεζώτου 7, θα εκτίθενται παλιά και καινούργια χαρακτικά του καλλιτέχνη, καθώς και όλες οι εκδόσεις γύρω από το έργο του. Ας σημειωθεί πως οι Φίλοι της Μουσικής τίμησαν πρόσφατα τον Γιάννη Μόραλη ανακηρύσσοντάς τον Μεγάλο Ευεργέτη του Συλλόγου τους, για την πολύτιμη δωρεά του συλλεκτικού έργου «Άγγελος», που κυκλοφόρησε στην αρχή του χρόνου σε ασήμι και χρυσό.