Αρχική σελίδα → Προσωπικά Ενδιαφέροντα → Ζωγραφική

Ο Οδυσσέας Ελύτης για τον Θεόφιλο

http://culture.ana.gr/refer.php?id=1149&pid=375

"Την Ανοιξη του 1935, ο ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος και εγώ, αποβιβαζόμασταν στο λιμάνι της Μυτιλήνης. Μια πρόσκληση να περάσουμε τις ημέρες του Πάσχα σε σπίτι φιλικό, ήταν η αφορμή. Αλλά η αιτία η βαθύτερη ήταν να βαδίσουμε πάνω στα ίχνη που δεν μπορεί παρά να είχε αφήσει πεθαίνοντας εκεί ένα χρόνο πριν, ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος. Για μας ήταν ακόμη τότε μια υπόθεση γεμάτη μυστήριο. "Ενας γυρολόγος μισότρελος, ντυμένος τσολιάς, που είχε τη μανία να γεμίζει τους τοίχους στα καφενεία και στα χάνια, με αλλόκοτες παραστάσεις" λέγανε, χαμογελώντας συγκαταβατικά οι ντόπιοι. "Ενας μεγάλος ζωγράφος" έλεγε ορθά - κοφτά ο Ε. Theriade, αυτός που χρόνια τώρα από το Παρίσι κρατούσε τις τύχες της μοντέρνας τέχνης στα χέρια του.

Περαστικός αυτός, το καλοκαίρι του 1933 από την Αθήνα είχε φωνάξει μια μέρα τον Εμπειρίκο στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του και χωρίς να κάνει κανένα σχόλιο, είχε ξετυλίξει μπροστά του μερικά ρολά από κάμποτ όπου μέσα σ' ένα φως ειρηνικό, έβλεπες αλήθεια ν' απλώνεται σαν ξανακαμωμένος από την αρχή, με παρθένα, δροσερά χρώματα ο κόσμος. Αυτό ήτανε όλο. Υπήρχανε ακόμη δύο-τρεις που γνωρίζανε την περίπτωση, θέλω να πω που την έπαιρναν στα σοβαρά. Ο Γιώργος Γουναρόπουλος, ο πρώτος όπως μάθαμε αργότερα, που πληροφορήθηκε την ύπαρξη του άγνωστου εικονογράφου. Ο αισθητικός Δ. Ευαγγελίδης, που έγραψε τα πρώτα άρθρα για το Θεόφιλο σε αθηναϊκή εφημερίδα και οι ζωγράφοι Ορέστης Κανέλλης και Τάκης Ελευθεριάδης. Μυτιληνιοί και οι δύο τους, που προθυμοποιήθηκαν άλλωστε μόλις φθάσαμε να μας παρασταθούν στις εξερευνήσεις μας. Γιατί πραγματικά, είχε κάτι από τη γοητεία της εξερεύνησης η επιχείρησή μας αυτή.

Επρεπε, ρωτώντας δεξιά κι αριστερά, να φτάσουμε ως τους πιο στενούς συγγενείς του ζωγράφου να μάθουμε όσο γίνεται περισσότερα πράγματα γι' αυτόν και, θυμάμαι ότι με το χτυποκάρδι που δίνει σε κάθε συλλέκτη το προαίσθημε ότι βρίσκεται σε καλό δρόμο,κινούσαμε κάθε πρωΐ για την αποστολή μας. Από δρόμους άφτιαχτους, κακοτράχαλους, μισοπατημένους απ' το βλαστομάνημα του Μαγιού, προωθηθήκαμε ως τις πιο ξεμοναχιασμένες άκριες του νησιού, ως τα πιο λιγοσύχναστα χωριά και δεν αφήσαμε καφενείο για καφενείο που να μη σταματήσουμε. Οσο που να 'ρθεί ο καφές ή η λεμονάδα, το μάτι μας είχε κιόλας φέρει βόλτα εκατό φορές τους τέσσερις τοίχους του μαγαζιού. Κι όταν, όπως μας έλαχε μερικές φορές, σπάνιες είναι η αλήθεια, επισημαίναμε αναρτημένο έργο του Θεόφιλου, με τρόπο φέρναμε την κουβέντα, ζητούσαμε πληροφορίες, αρχινούσαμε τα παζάρια, τέλος, φορτώναμε στο αυτοκίνητό μας το λάφυρο και φεύγαμε.

Δεν θυμάμαι πια καθόλου πώς έγινε κι ένα απογεματάκι στην έπαυλη που μας φιλοξενούσε, παρουσιάστηκε ο Παναγιώτης Κεφάλας. Ηταν ο αδερφός του Θεόφιλου. Ενας φτωχός, κακογερασμένος μαραγκός, με πέντε παιδιά που δεν ήξερε αν άνοιξε η τύχη του ή αν οι δύο Αθηναίοι που έδειχναν τόσο πολύ να ενδιαφέρονται για τα καμώματα του "αχμάκη" του αδερφού του, τον κοροϊδεύανε. Οσο μας μιλούσε, τα πονηρά ματάκια του παίζανε και μας μετρούσανε από τα νύχια ως την κορφή λες και ζητούσανε από μια χειρονομία, από 'να ξαστόχισμα στην έκφρασή μας, να συλλάβουνε την αλήθεια. Ωστόσο, δεν αργήσαμε να τον εξημερώσουμε. Και πιο αργά, την ώρα που άρχισε να σουρουπώνει, περπατήσαμε μαζί του ως τη Βαρειά, την εξοχική τοποθεσία όπου είχε ζήσει η οικογένεια του ζωγράφου, ανάμεσα σε μαλακές κατηγοριές γεμάτες λιόδεντρα και ανοίγματα απ' όπου ξαφνικά έβλεπες τη θάλασσα και πιο βαθιά καθαρογραμμένα τα βουνά της Ανατολής.

Αρκετές γερόντισες επιμένανε ακόμη να φορούν τις μακριές απανωτές βράκες. Βαδίζανε αργά και γυρίζανε κατά μας τα ηλιοκαμένα τους πρόσωπα. Οταν πετύχαινες ανοιχτή καμιάν αυλόπορτα, το μάτι σου έπαιρνε γλάστρες, πιθάρια, παιδιά, γατιά, μιαν εικόνα ειρηνική σαν το λάδι και σταματημένη κάπου εκεί, γύρω στο Μεσαίωνα. Ητανε κιόλας ολ' αυτά, Θεόφιλος. Θέλω να πω, ένιωθες την ανταπόκριση που υπήρχε ανάμεσα στα λιόδεντρα και στα ρυτιδιασμένα πρόσωπα στα περιβολάκια με τις ροδιές και στις ακρογιαλιές που μυρίζανε φρεσκοανοιγμένο καρπούζι στα πιθάρια και στις βράκες, στα τριανταφυλλένια βουνά και στα αρχέγονα σιωπηλά καϊκια. Κι αμέσως την ίδια στιγμή, την ανταπόκριση που υπήρχε ανάμεσα σ' όλ' αυτά και στις ζωγραφιές του Θεόφιλου. αληθινοί ελαιώνες επί τέλους, αληθινοί άνθρωποι, αληθινά πράγματα.

Εκείνα τα χρώματα και τα σχήματα που βλέπαμε κάθε μέρα γύρω μας και που τα κουβαλούσαμε στην ομαδική μας μνήμη από αιώνες, τα γνώριμα, τα οικεία, που τόσα χρόνια τώρα οι ακαδημαϊκοί μας ζωγράφοι - μερικοί με αξιόλογο ταλέντο, δεν αντιλέγω- μας είχανε στερήσει από τη χαρά να τ' αναγνωρίζουμε. Το πιο απλό πράγμα του κόσμου, ένα δέντρο η ελιά, η καθημερινή μας σύντροφος, δεν είχε αξιωθεί ποτέ ν' ανεβεί στο καβαλέτο. Ναι ήταν η πρώτη φορά που την απαντούσαμε στις ζωγραφιές του θεόφιλου.

Την άλλη μέρα ο Παναγιώτης Κεφάλας μας έφερε μερικές. Την παράλλη κι άλλες. Στο τέλος κουβάλησε όλα τα προσωπικά αντικείμενα του αδερφού του, τα πινέλα του, τα τεφτέρια του, τα πιο ασήμαντα μικροπράγματά του. Ηθελε βέβαια να μας ευχαριστήσει. Αλλά είχε σχεδόν αρχίσει, θα 'λεγες, να συγκινείται κι ο ίδιος από την περίπτωση του "αχμάκη" που , σίγουρα σ' όλη την ως τότε ζωή του θα ελεεινολογούσε. Η φωνή του έτρεμε, θυμάμαι, το βράδι που τον παρακαλέσαμε να μας μιλήσει για τη φαμίλια του, για τη ζωή του κοντά στο Θεόφιλο, για τα περιστατικά των παιδικών τους χρόνων. Ισως να' ταν που ένιωθε άξαφνα πολύ σπουδαίο πρόσωπο καθώς μας έβλεπε να ετοιμάζουμε σημειωματάρια και μολύβια. Ισως και να' ταν μονάχα η νοσταλγία". (Οδ. Ελύτης: "Ανοιχτά Χαρτιά")