Αρχική σελίδα → Προσωπικά Ενδιαφέροντα → Ζωγραφική

Γνήσιος ή πλαστός;

Παρασκευή Κατημερτζή, εφ. Τα Νέα, 21/10/1997

«ΜΑΘΗΜΑ» ΜΕ ΜΕΛΕΤΗ - ΣΤΑΘΜΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΑΛΑΣΣΟΓΡΑΦΟ Κ. ΒΟΛΑΝΑΚΗ

Ο Κωνσταντίνος Βολανάκης, ο καλύτερος και πιο πλαστογραφημένος Έλληνας θαλασσογράφος

Σήμερα ένας πίνακας του Κωνσταντίνου Βολανάκη, μια ατμοσφαιρική θαλασσογραφία με ψαρόβαρκες και καΐκια, ή μια σκηνή ναυμαχίας ανάμεσα σε περήφανα καράβια του περασμένου αιώνα, είναι ένα έργο πανάκριβο, που γίνεται ανάρπαστο μόλις εμφανισθεί σε κάποια δημοπρασία ­ και ο Κωνσταντίνος Βολανάκης συγκαταλέγεται στους πιο πλαστογραφημένους Έλληνες ζωγράφους, γεγονός που αποτελεί έναν ειρωνικό τίτλο καταξίωσης.

Μια βαθύτερη μελέτη και ανάλυση του έργου του όμως, που συνέγραψε ο καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης Στέλιος Λυδάκης και μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αδάμ, μας βοηθά να γνωρίσουμε τον αληθινό χαρακτήρα και την τέχνη του μεγάλου Έλληνα θαλασσογράφου και μας μυεί στον γνήσιο Βολανάκη. Το βιβλίο συγκεντρώνει στις 217 σελίδες του το μέγιστο μέρος από τα έργα του Βολανάκη που βρίσκονται στην Ελλάδα και τη Γερμανία και είναι ένα μάθημα τέχνης. Μέσα από την μελέτη αναδεικνύεται πόσο πρωτοπόρος υπήρξε ο Κωνσταντίνος Βολανάκης στο ξεκίνημα της σταδιοδρομίας του στην Ακαδημία του Μονάχου ­ καθώς ανοίχθηκε στα προβλήματα του φωτός και του χρώματος ­ αλλά ο Στέλιος Λυδάκης στάθηκε αυστηρός στην επιλογή των έργων του Βολανάκη που συμπεριέλαβε. Δύσκολο να πιστέψει κανείς σήμερα, ότι όταν πέθανε ο Κωνσταντίνος Βολανάκης, στις 29 Ιουνίου 1907, στην κηδεία του ήταν πέντε άνθρωποι. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν πολύ δύσκολα και ίσα - ίσα προσποριζόταν τα προς το ζην, όπως δύσκολη ­ εξαιτίας της πολυμελούς οικογενείας που είχε να θρέψει ­ υπήρξε και η ζωή του στην Ελλάδα.

Αντίθετα, στην αρχή της σταδιοδρομίας του έδρεψε δάφνες. Εισήλθε στην Ακαδημία του Μονάχου «διά διαγωνισμού», το 1865, σε ηλικία 27 χρόνων και τρία χρόνια αργότερα, το 1868, απέσπασε ένα κρατικό γερμανικό βραβείο για τι άλλο; ­ μια ναυμαχία. «Το πλοίο Κάιζερ» στη Ναυμαχία της Λίσσας. Το έργο εκτέθηκε στη Βιέννη και ο Βολανάκης κέρδισε την ευκαιρία να ταξιδέψει επί δύο χρόνια με τα πολεμικά πλοία του αυστριακού στόλου για μελέτες στην Αδριατική.

Στην Ακαδημία του Μονάχου, ο Βολανάκης μαθήτεψε κοντά στον Πιλότι, δάσκαλο και ζωγράφο ιστορικών σκηνών, και τον Κάουλμνταχ. Όμως τα ενδιαφέροντα του Βολανάκη τον έστρεψαν μακριά από την ηθογραφία και τον ρεαλισμό στην απόδοση των θεμάτων ­ γερμανικού τύπου ­ προς την ολλανδικής αντίληψης ηθογραφία, που ήταν στραμμένη προς το τοπίο, τη σχολή της Χάγης, τις θαλασσογραφίες που παρουσίαζαν «ένα τοπικό υπαιθριστικό ύφος». Η ήρεμη επιφάνεια της θάλασσας, τα κατάρτια, ο μακρινός ορίζοντας, η αρμονία στη σύνθεση, η ρομαντική ατμόσφαιρα και φόρτιση στους πίνακες αυτής της «σχολής», επηρέασαν τον Βολανάκη στο έργο του ­ αλλά και επέτρεψαν πολλά χρόνια αργότερα σε διάφορους επιτήδειους να βαφτίσουν ως έργα Βολανάκη ολλανδικά τοπία του 19ου αιώνα.

Ο υπαιθρισμός, ο τρόπος που το χρώμα διασπάται σε χρωματικές ενότητες, αποσπούν το ενδιαφέρον του Βολανάκη ενώ η ανθρώπινη παρουσία είναι ένα γέμισμα της σύνθεσης, όπου, τον κύριο ρόλο, παίζει ο χώρος. Το 1883 ο Βολανάκης επέστρεψε στην Ελλάδα, ύστερα από πρόσκληση της ελληνικής κυβέρνησης να αναλάβει έδρα στο Σχολείο των Τεχνών. Εγκαταστάθηκε στον Πειραιά και μετά ένα χρόνο ζωγράφισε την έξοδο του «Άρεως», μια πυκνή σύνθεση που αναπαριστά την έξοδο του ελληνικού πάρωνος στον αποκλεισμό της Πύλου από τον Ιμπραήμ, και ίδρυσε παράλληλα μια σχολή, το «Καλλιτεχνικό Κέντρο». Είναι γνωστό ότι συχνά διόρθωνε και υπέγραφε τα έργα των μαθητών του. Είχε ήδη έξι παιδιά. Οι ελάχιστες πωλήσεις έργων που έκανε σε πολύ χαμηλές τιμές τον έφεραν σε αδιέξοδο. Κάποτε αναγκάσθηκε να δουλεύει με ημερομίσθιο κοντά σε κάποιον κορνιζά με το όνομα Γλύτσος.

Πραγματικός μάστορας στη λεπτομερή απόδοση των πλεούμενων και των ιριδισμών στους ορίζοντες και της ατμόσφαιρας, ο Βολανάκης είναι λιγότερο πετυχημένος στην απόδοση της θάλασσας όταν είναι κυματώδης ή ταραγμένη ­ την εμφανίζει «σκληρή» και «άπλαστη». Ενώ στις απόλυτα ήρεμες θάλασσες παρουσιάζει την καλύτερή του πλευρά, που ταιριάζει με τον ρεμβασμό και το ρομαντικό του όραμα.

«Σύμφωνα με μια μελέτη συντηρητών, ο Βολανάκης ζωγράφιζε κατά στάδια. Χρησιμοποιούσε τελάρα του εμπορίου με ατελή προετοιμασία. Ο μουσαμάς ήταν ύφασμα λινό και βαμβάκι. Άπλωνε τα βασικά χρώματα αραιά στις περιοχές της θάλασσας, του ουρανού και των καραβιών, χρώματα που είχαν σαν βάση την ανιλίνη. Τα διέλυε σε μερικώς πολυμερισμένο (βρασμένο) λινέλαιο, επειδή στέγνωνε γρήγορα. Αφού άπλωνε με το πινέλο τα βασικά χρώματα, σχεδίαζε με το μολύβι όλες τις λεπτομέρειες και κυρίως εκείνες των καραβιών...».

Ο κ. Λυδάκης δίνει κι άλλες λεπτομέρειες για τον τρόπο δουλειάς, τις υπογραφές που χρησιμοποιούσε, που μπορεί να είναι χρήσιμες στη διάκριση ενός γνήσιου Βολανάκη.

Στη μελέτη του ο κ. Λυδάκης παραβάλλει τους πρώτους πίνακες του Βολανάκη με τα έργα συγχρόνων του καλλιτεχνών δασκάλων και συναδέλφων από τη Γερμανία, τοπιογράφων από την Ολλανδία, Γάλλων υπαιθριστών που συμμετείχαν στη μεγάλη έκθεση του 1869 στο Μόναχο για να τεκμηριώσει τη θέση ότι ο Βολανάκης ανήκει στις πιο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις της ελληνικής τέχνης του 19ου αιώνα και όχι μόνο. Γιατί τα υπαιθριστικά ξανοίγματά του στο Μόναχο τον έφεραν στο μέτωπο της πρωτοπορίας, αδιάφορο εάν αυτό δεν έγινε αντιληπτό από τους συγχρόνους του. Ωστόσο, το «μπουμ» του αγοραστικού ενδιαφέροντος για τα έργα του Βολανάκη, που σημειώθηκε πριν από 30-35 χρόνια, έριξε στην αγορά θαλασσογραφίες και άλλων, σημαντικών σήμερα, Ελλήνων ζωγράφων με την υπογραφή του καλλιτέχνη. Έτσι που παροιμοιωδώς να λέγεται ότι δεν θα έφθαναν δυο ζωές για να ζωγραφίσει όλα τα έργα που του αποδίδονται.