Αρχική σελίδα → Προσωπικά Ενδιαφέροντα → Ζωγραφική

Είναι αληθινό πρόσωπο η πιο άσχημη γυναίκα στην ιστορία της τέχνης;

Veziane De Vezins, εφ. Τα Νέα, 20/11/2010

Η «Τερατώδης ηλικιωμένη γυναίκα», που ζωγράφισε το 1525 ο Κουέντιν Μέτσις, αποτελεί πιστή προσωπογραφία ή καρικατούρα; Κι αν ισχύει το πρώτο, ποια είναι η τόσο άτυχη γυναίκα που ποζάρισε για τον φλαμανδό καλλιτέχνη;

Γενικά όσο περισσότερο εμβαθύνουμε και περνάμε πίσω από τον πέπλο των εντυπώσεων τόσο βαθύτερο γίνεται το μυστήριο. Και πόσω μάλλον αν το αντικείμενο δεν είναι λεπτό- και άρα έχει πολύ βάθος. Εκ πρώτης όψεως ο Κουέντιν Μέτσις, συνδυάζοντας στοιχεία από τους πρώιμους Φλαμανδούς, των οποίων ήταν ο τελευταίος, και τους μανιεριστές της ιταλικής σχολής, των οποίων ήταν ο πρώτος, ίδρυσε τη σχολή της Αμβέρσας. Πολύ λιγότερο επίπεδος από τη χώρα του, παρά τη σχετική λήθη στην οποία τον καταδίκασαν τα πάθη της δημόσιας γνώμης κατά τη διάρκεια των αιώνων, ο φερόμενος μαθητής του Ντιρκ Μπουτς, γεννήθηκε στο Λουβέν το 1466. Ο πατέρας του ήταν ωρολογοποιός, αρχιτέκτονας και αρχισιδεράς και μητέρα του η Κατιρίνα φαν Κίνκεμ. Σύμφωνα με τις φήμες, ο καλλιτέχνης ασχολήθηκε με τη ζωγραφική λόγω του έρωτά του για την κόρη ενός ζωγράφου. Η λιγότερο ρομαντική εκδοχή είναι ότι ο νεαρός άνδρας, που αρχικά ακολουθούσε τα βήματα του πατέρα του στο σιδηρουργείο, αναγκάστηκε να διαλέξει για λόγους διαδοχής ανάμεσα στους τροχούς των εκκρεμών και στην τέχνη των πινέλων. Τελικά, έκανε καλά που άφησε την ωρολογοποιία στον αδερφό του γιατί αλλιώς οι μπόμπιρες που επισκέπτονται την Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου δεν θα διασκέδαζαν τόσο, δεν θα μπορούσαν να δουν την «Grotesque Οld Woman» («Τερατώδη ηλικιωμένη γυναίκα»), μπροστά στην οποία κολλάνε κάνοντας γκριμάτσες. Τα πιτσιρίκια καθηλώνονται μπροστά σε αυτήν τη μουτσούνα που μοιάζει να βγήκε από κόμικς, με τα τόσο αλλόκοτα μαλλιά όσο και το κρανίο ενός άλιεν και τα τεράστια μα ταυτόχρονα ζαρωμένα στήθη της, η οποία, σαν να μην έφταναν αυτά, φοράει και φουστάνι νεράιδας. Κάποιοι θα έλεγαν ότι φέρνει λίγο σε καρικατούρα του πρώην πρωθυπουργού της Γαλλίας, Μισέλ Ντεμπρέ.

Πώς όμως έφτασε ο ευλαβής, ντελικάτος και λεπτός στους τρόπους Κουέντιν Μέτσις να ζωγραφίσει ένα τέτοιο έργο; Και ποια στριμμένη γυναίκα, ποια μέγαιρα, ποια μαϊμού τόλμησε να αναπαραστήσει με τόσο αποτρόπαιο αλλά και μεγαλειώδη τρόπο; Μεθυσμένος από την υπερβολική ευγένεια, μήπως είχε χάσει τα λογικά του περισσότερο από το μοντέλο του; Σε ηλικία είκοσι πέντε ετών, ο καλλιτέχνης εγκαταστάθηκε στην Αμβέρσα. Τα έργα του αφορούν παραδοσιακά θέματα, ωστόσο υποδηλώνουν τις μεταβολές του χρόνου. Κάνει παρέα με τον Βαν Αϊκ, τον Βαν ντερ Βάιντεν, δεν ξεχνά όμως ούτε τον Χανς Μέμλινγκ ούτε τον ντα Βίντσι, ενώ συναντά τον Ιερώνυμο Μπος και τον Αλμπρεχτ Ντίρερ. Θα μπορούσε κανείς να μνημονεύσει τους υπέροχους πίνακές του όπως η «Παρθένος με το Θείο Βρέφος», «Μαρία Μαγδαληνή», τρίπτυχα με θέμα τον Ευαγγελισμό, ή και πίνακες όπως «Η ξεκούραση κατά την έξοδο από την Αίγυπτο». Βαδίζοντας στον δρόμο που είχαν χαράξει οι πρεσβύτεροί του, ακολουθεί τον νέο άνεμο που έρχεται από την Ιταλία και φέρνει την ελευθερία. Δηλαδή τον ατομικισμό. Ερχεται η εποχή των προσωπογραφιών, που ομολογουμένως δεν διέπονται όλες ιδιαίτερα από το πνεύμα του καθολικισμού. Το 1514 τολμά να ζωγραφίσει τον «Πιστωτή και τη γυναίκα του», με τους αγκώνες στο τραπέζι, βυθισμένους στα πλούτη τους και όχι στο βιβλίο των Ωρών. Στον πίνακα αυτό ανακαλύπτουμε ένα δάνειο από τον Βαν Αϊκ: έναν κυρτό καθρέφτη που αντανακλά μία παραμορφωμένη, ανεστραμμένη εικόνα του κόσμου και, ίσως, μπροστά στην αντανάκλαση ενός παράθυρου, τη σκιά κάποιου τρίτου ατόμου. Το 1517, ζητά από τον φίλο του τον Ερασμο- για τον οποίο δεν χρειάζονται συστάσεις - να ποζάρει. Εχοντας το εξαιρετικό αυτό υπόδειγμα διανοούμενου για μοντέλο, ο καλλιτέχνης ζωγράφισε μία εσωστρεφή φιγούρα, με τα μάτια βυθισμένα στην ατέρμονη αναζήτηση της αγνότητας. Ο μεγάλος αυτός ανθρωπιστής με το λουθηρανικό πνεύμα αρνήθηκε τον τίτλο του πάπα και, με ψυχική ανάταση, κατέθεσε τα διακριτικά του τίτλου του ως καρδιναλίου στο Λουβέν, θίγοντας στο έργο του «Μωρίας Εγκώμιο» τις αισχρότητες των μεγάλων ανθρωπιστών μοναχών. Στο περιθώριο μίας από τις πρώτες εκδόσεις, βλέπουμε το σχέδιο μίας ανδροπρεπούς γυναίκας που κοιτάζεται μέσα σε έναν καθρέφτη με σχήμα κεράτου. Πρόκειται για αμείλικτη κριτική κατά του ναρκισσισμού των «ηλικιωμένων». Πρόκειται για ένα σχέδιο που θυμίζει πολύ την «Τερατώδη ηλικιωμένη» του Κουέντιν. Ο πίνακας αυτός, δείγμα εξαιρετικής μαεστρίας, εδώ και δύο χρόνια βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου απέναντι από τον φερόμενο σύζυγό της, και αποτελεί προσωπογραφία ενός υπαρκτού πλάσματος. Σύμφωνα με τις φήμες, πρόκειται για τη Μαργκαρέτ Μάουλτας, δούκισσα της Καρινθίας, κόμισα του Τιρόλου-Γκερζ. Γιατί ο ζωγράφος από την Αμβέρσα μπήκε στον κόπο να φιλοτεχνήσει την προσωπογραφία μίας γυναίκας που είχε πεθάνει το 1369 και της οποίας η ζωή ήταν σκανδαλώδης; Στην πραγματικότητα, η Μαργκαρέτ Μάουλτας, που ήταν μία όμορφη, φινετσάτη κυρία και σε καμία περίπτωση δεν έμοιαζε με καρικατούρα- πράγμα που αποδεικνύει ολόσωμη μεσαιωνική αναπαράστασή της- έδιωξε τον σύζυγό της όταν ήταν πολύ νέα για να παντρευτεί τον Λουδοβίκο του Βρανδεμβούργου. Μπορεί να αφορίστηκαν αμφότεροι λόγω αυτού, ωστόσο, διοίκησαν το Τιρόλο σχεδόν δημοκρατικά. Δυστυχώς, η δούκισσα δεν κατάφερε να αποφύγει το παρατσούκλι «Μaultasch» που σημαίνει ιερόδουλος. Επομένως λοιπόν, το θέμα της προσωπογραφίας είναι μία πόρνη. Μήπως ο Κουέντιν Μέτσις τη στόλισε έτσι για να παρουσιάσει μία αλληγορία της φαυλότητας; Για να επικυρώσει τις βολές του Ερασμου κατά των σφαλμάτων των ώριμων γυναικών που νομίζουν ότι είναι η Σαλώμη;

Την «Τερατώδη Ηλικιωμένη Γυναίκα» του Μέτσις μπορεί να θαυμάσει (;) κανείς στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου  Αν πρόκειται για τιμωρία, τότε είναι πολύ αυστηρή. Διότι αυτή η δράκαινα που «εκτελέστηκε», αν μπορούμε να το πούμε αυτό, γύρω στο 1525, παρουσιάζεται ως εξής: μικρά γουρουνίσια μάτια, ψηλό μέτωπο, με κλίση προς τα πίσω και ανώμαλη επιφάνεια, στο οποίο δεσπόζει ένα γιγαντιαίο τριγωνικό καπέλο, και πάνω από τη σχισμή του στόματος το επάνω χείλος της είναι τεράστιο σαν του Ντρούπι. Το πιγούνι της είναι σαν του Κερκ Ντάγκλας, τα αφτιά της σαν του Σερζ Γκενσμπούρ, ο ανύπαρκτος λαιμός γερασμένος, οι ώμοι χοντροκομμένοι αν και στρογγυλοί και τα στήθη της από τη μία στρογγυλά από την άλλη γεμάτα ζάρες... Εν ολίγοις μοιάζει με κολάζ: κεφάλι φορτηγατζή, μπούστο τελειωμένης πλεϊμέιτ... Οταν δε παρατηρήσει κανείς ότι με τα παραμορφωμένα δάχτυλά της κρατάει ένα μπουμπούκι από τριαντάφυλλο- δείγμα ματαιοδοξίας- είναι σίγουρος ότι αυτή η Μαργκαρέτ Μάουλτας δεν μπορεί να υπήρξε στην πραγματικότητα. Δεν είναι δυνατόν να είναι κάτι άλλο από το αποτέλεσμα των δοκιμών του- παρακινημένου από τον Ντίρερ και τον ντα Βίντσι - Μέτσις, των οποίων έχουμε δει διάφορα παρόμοια δείγματα: διάφορες γκροτέσκες φιγούρες, διάφορα ανελέητα σχέδια «τοκογλύφων», τις δύο κωμικοτραγικές φιγούρες του «Γάμου με προξενιό». Μα τι απέγιναν εκείνες οι όμορφες φάτνες με τον Χριστό;

Ας μιλήσουμε όμως πρώτα για τον ντα Βίντσι. Ενας ιστορικός τέχνης, ο Ερβιν Πανόσκι, που πέθανε το 1968, είχε πείσει τους συναδέλφους του ότι ο καλλιτέχνης είχε εμπνευστεί αυτόν τον πίνακα με τη «μαϊμού» από ένα σχέδιο του Λεονάρντο. Σήμερα, οι ειδικοί πιστεύουν το αντίθετο: ότι ο μεγάλος ζωγράφος από τη Φλωρεντία ήταν αυτός που αντέγραψε τον μικρότερο από αυτόν ολλανδό καλλιτέχνη. Και μιας και μιλάμε για επιρροές, ας προσθέσουμε ότι σχεδόν πέντε αιώνες αργότερα, ο σερ Τζον Τένιελ, που εικονογράφησε το μυθιστόρημα του Λούις Κάρολ «Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων», χρησιμοποίησε τα χαρακτηριστικά της υποτιθέμενης κόμισσας του Τιρόλου, όπως τα είχε παρουσιάσει ο Μέτσις, για να αναπαραστήσει την Ugly Duchess, την Απαίσια Δούκισσα (ο άλλος τίτλος του πίνακα)- τουλάχιστον θα έλεγε κανείς ότι η ηλικιωμένη γυναίκα σε αυτόν τον πίνακα ανέβηκε στην ιεραρχία της αριστοκρατίας.