Η αφανής αντίσταση στην Αθήνα του '40

Αστερόπη Λαζαρίδου, εφ. Το Βήμα, 29/10/2006

Οι εικόνες της Βούλας Παπαϊωάννου (1898-1990) εστιάζουν στην καθημερινότητα του άμαχου πληθυσμού αναδεικνύοντας τη γυναικεία ματιά στην «ανδρική υπόθεση» του πολέμου


Αθήνα, 1940 Η αφίσα «Εμπρός της Ελλάδος, παιδιά», έργο του Αλεξανδράκη, έγινε με δαπάνες του υπουργείου Τύπου και εκδόθηκε σε 10.000 αντίτυπα


Βούλα ΠαπαϊωάννουΤο «Όχι» που εισέπραξε η Βούλα Παπαϊωάννου όταν ζήτησε να σταλεί στο Μέτωπο για να καλύψει φωτογραφικά τον πόλεμο ήχησε στα αφτιά της σαν εκείνο που είπαν οι Έλληνες στους Ιταλούς. Η αιτιολογία ήταν αναμενόμενη: «Μα, είστε γυναίκα». Κάποιος της πρότεινε να φωτογραφίσει τη ζωή στην Αθήνα, την καθημερινότητα του άμαχου πληθυσμού και, δίχως δεύτερη σκέψη, τον άκουσε. Η γυναικεία ματιά στην ανδρική υπόθεση του πολέμου αποδείχθηκε πολύτιμη. Ολα όσα παρέβλεψαν οι φακοί γένους... αρσενικού μέσα στη δίνη του αυστηρού ρεπορτάζ πρωταγωνίστησαν στα κάδρα της Παπαϊωάννου και τώρα έρχονται από το παρελθόν να μας γνωρίσουν την ασπρόμαυρη αλήθεια τους, καλύπτοντας τα κενά που μας άφησαν τα ιστορικά βιβλία.

Οι εικόνες από την Αθήνα του '40 αποδεικνύουν ότι ο κόσμος προλάβαινε ακόμη να χαμογελάσει, να βγει από τον εαυτό του και να αντιμετωπίσει αυτό που συνέβαινε στον ίδιο και στη χώρα του με χιούμορ και σκωπτική διάθεση. Το ελληνικό ηθικό ήταν ακμαιότατο στο Μέτωπο και το αντίστοιχο δαιμόνιο έκλεβε την παράσταση στην Αιόλου, όπου στήθηκαν όπως πάντα τα καροτσάκια. Η φωτογράφος αφιέρωσε μπόλικο φιλμ στους μικροπωλητές και στην ευρηματική τους πραμάτεια: τσαρούχια σε μορφή μπρελόκ, αλλά και ως στολίδια για να κρεμαστούν στον τοίχο φουσκώνοντας τα στήθη με εθνική υπερηφάνεια, καρφίτσες με τη γαλανόλευκη και τη βρετανική σημαία, αλλά και η αγριεμένη φιγούρα του Μουσολίνι ως ξύλινο παιχνίδι στα χέρια μικρών και μεγάλων. «Το φόβητρο του Μουσολίνι! Πάρε κόσμε...» διαλαλούσαν.

Τα τραγούδια, οι γελοιογραφίες, οι θεατρικές επιθεωρήσεις με πρωταγωνιστή τον τσολιά συνέθεταν την πανηγυρική ατμόσφαιρα που συνόδευε τις νίκες. Οι κινηματογράφοι εκτός από την ψυχαγωγία κάλυψαν και τη δίψα των ανθρώπων για ειδήσεις. Στο Σινεάκ, το οποίο ως τον πόλεμο ήταν το μόνο που έπαιζε τα «επίκαιρα», προστέθηκε το Αστυ - «το ασφαλέστερον καταφύγιον» όπως παρατήρησε στην επιγραφή ο φακός της φωτογράφου - και από τον Ιανουάριο του 1941 το Σινέ Νιους στην οδό Σταδίου. Οι τεράστιες δαπάνες του πολέμου οδήγησαν στη διενέργεια εράνων, όπως ο μεγάλος Ερανος Κοινωνικής Πρόνοιας, και στην έκδοση λαχείων, όπως το Μεγάλο Πολεμικό Λαχείο και το Λαχείο υπέρ του Στόλου, αλλά και σε άλλες πράξεις αλληλεγγύης, όπως η τοποθέτηση χιλίων ειδικών κουτιών «διά το τσιγάρον του στρατιώτου». Έχοντας συνειδητοποιήσει ότι το πολυτιμότερο εμπόρευμα των καταστημάτων δεν ήταν πλέον στοιβαγμένο στα ράφια αλλά στερεωμένο στις βιτρίνες, η Παπαϊωάννου διέκρινε δίπλα σε κατεβασμένα ρολά την αφίσα «Για τους στρατιώτες», που είχε χαράξει η Βάσω Κατράκη, μαθήτρια τότε της Σχολής Καλών Τεχνών, απεικονίζοντας μία γυναίκα να πλέκει ζεστά ρούχα, απαραίτητα για το κρύο του Μετώπου. Σε άλλες εικόνες θα δούμε γυναίκες να επιδίδονται σε ομαδικό πλέξιμο και ράψιμο με το κεφάλι σκυμμένο στο εργόχειρο, όπως τους υπαγόρευε ο ανώτατος σκοπός.


Αθήνα,1940-41 Πλανόδιος μικροπωλητής παρουσιάζει την ευρηματική πραμάτεια του: τσαρούχια-μπρελόκ, καρφίτσες με τη γαλανόλευκη και τη βρετανική σημαία, αλλά και ο αγριεμένος Μουσολίνι ως ακίνδυνο ξύλινο παιχνίδι


Η Παπαϊωάννου είχε το ταλέντο να εντοπίζει την αισιοδοξία τόσο στη ζωή όσο και στην τέχνη της. Θα συναντήσουμε χαμογελαστούς τραυματίες και ένα κορίτσι να στέκει αγέρωχο πάνω στο ένα του πόδι. Η φωτογραφία της νοσοκόμας που διαβάζει σε μαχητές του αλβανικού Μετώπου την εφημερίδα «Η Νίκη» (22 Φεβρουαρίου 1941) θυμίζει τσούρμο παιδιών που μαζεύτηκαν γύρω από τον παππού και μπροστά στο τζάκι για να ακούσουν ένα παραμύθι με αίσιο τέλος. Και όταν ακόμη τα πράγματα αρχίζουν να σοβαρεύουν επικίνδυνα, τα πρόσωπα χάνουν το χαμόγελο, ποτέ όμως την αξιοπρέπειά τους.

Η αδερφή της εργαζόταν ως προϊσταμένη εθελοντριών στον Ερυθρό Σταυρό, γεγονός που την έφερε πιο κοντά στον σκοπό της. Συνεργάστηκε επίσης με την Αμαλία Λυκουρέζου, η οποία ήταν μέλος της οργάνωσης NEF (Near East Foundation). Εχοντας εξασφαλίσει κάλυψη από ελβετική επιτροπή, κατάφεραν από κοινού να μπουν σε νοσοκομεία και να φωτογραφίσουν το 1941 στην Κατοχή αποσκελετωμένα από την πείνα παιδιά, στέλνοντας τις εικόνες στο εξωτερικό και κινητοποιώντας ανθρωπιστική βοήθεια. Οι ξύλινες απομιμήσεις του Μουσολίνι γλίστρησαν από τα χέρια των παιδιών και τη θέση τους πήραν τα δελτία για το πολυπόθητο συσσίτιο. «Πώς μπόρεσα να τραβήξω αυτές τις φωτογραφίες, εγώ που δεν άντεχα να βλέπω κάποιον να ματώνει;» αναρωτιόταν προς το τέλος της ζωής της, όπως μας επισημαίνει η υπεύθυνη του Φωτογραφικού Αρχείου Μπενάκη κυρία Φανή Κωνσταντίνου, η οποία συνυπογράφει την επιμέλεια του τόμου «Η φωτογράφος Βούλα Παπαϊωάννου» με τη φωτογράφο-ερευνήτρια Γιοχάνα Βέμπερ και τον εκδότη Σταύρο Πετσόπουλο.


Αθήνα, 22 Φεβρουαρίου 1941 Νοσοκόμα διαβάζει σε τραυματίες του αλβανικού μετώπου την εφημερίδα «Η Νίκη»


Η Παπαϊωάννου δεν εκβίαζε την οικειότητα από τους ανθρώπους που φωτογράφιζε, γεγονός που φαίνεται ότι οι ίδιοι εκτιμούσαν, αν κρίνουμε από τις εκφράσεις στα πρόσωπά τους. Ακολουθώντας τα διακριτικά, σχεδόν αθόρυβα βήματά της, νιώθουμε ότι συμμετέχουμε στη χαρά ή στη λύπη των πρωταγωνιστών της. Μαγεμένοι από την οξυδερκή αλλά και ανθρώπινη ματιά της ανακαλύπτουμε την ιστορία του τόπου μας γραμμένη με εικόνες.

«Η φωτογράφος Βούλα Παπαϊωάννου. Από το Φωτογραφικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη», εκδόσεις Αγρα / Μουσείο Μπενάκη. Κείμενα: Φανή Κωνσταντίνου, Πλάτων Ριβέλλης, Γιοχάνα Βέμπερ. Ιστορικά σχόλια: Τασούλα Βερβενιώτη. Η ομώνυμη έκθεση φιλοξενείται στο Μουσείο Μπενάκη (Πειραιώς 138 και Ανδρονίκου) ως τις 3 Δεκεμβρίου, τηλ. 210 3453.111. Επιμέλεια: Φανή Κωνσταντίνου, Όλγα Χαρδαλιά.