Φιλοσοφία με... καλαμάκι

Μαίρη Αδαμοπούλου, εφ. Τα Νέα, 19/8/2006

Ο καφές φραπέ αποκτά την έρευνά του σε μια αναλυτική έγχρωμη έκδοση

Από τα μυστικά της παρασκευής του μέχρι την κουλτούρα του και την ιστορία που γράφει κάθε μέρα στις καφετέριες της Ελλάδας, ο φραπέ αποκτά πρώτη φορά την έρευνά του σε μια έγχρωμη έκδοση που δεν μοιάζει με τα συνηθισμένα coffee table books

Μπορεί ο τίτλος του στα αγγλικά να μοιάζει λίγο προβοκατόρικος - «Το έθνος του φραπέ» - και στα ελληνικά λίγο ελαφρύς - «Ώρα για καφέ» -, αλλά από το πρώτο κιόλας ξεφύλλισμα αποδεικνύεται πως τελικά ένας φραπέ δεν θα αποδειχθεί αρκετός για όσους επιχειρήσουν να το ανοίξουν. Και αυτό διότι το «Frappe nation/ώρα για καφέ» δεν είναι ένα coffee table book. Είναι ένα βιβλίο που μπαίνει σε βάθος στη φιλοσοφία του φραπέ (ειδικά σ' αυτόν) και σε όσους με πάθος τον καταναλώνουν, χωρίς να έχει και πολλές ελπίδες να κοσμήσει ξεχασμένο, το τραπεζάκι του καφέ.

Αξίζει όμως ένα ολόκληρο βιβλίο, αφιερωμένο σε ένα μείγμα από στιγμιαίο καφέ, ζάχαρη, νερό και πάγο; «Δεν πρόκειται απλώς για ένα πρωινό τονωτικό, ένα απογευματινό διάλειμμα ή για μια υγρή παγωμένη απάντηση στο ξηρό, καυτό καλοκαίρι. Είναι το σύγχρονο ελληνικό ελιξήριο», εξηγούν οι συγγραφείς, Βίβιαν Κωνσταντινοπούλου - Ελληνίδα γεννημένη στο Λονδίνο και υπεύθυνη εκδόσεων σε βρετανικό οίκο που ειδικεύεται στις καλές τέχνες και την ιστορία του πολιτισμού - και Ντάνιελ Γιανγκ, αρθρογράφος και συγγραφέας βιβλίων περί γαστρονομίας.

O τραγουδοποιός Φοίβος Δεληβοριάς ως... κλασικός φαντάρος με τον φραπέ του
Από τη συγγραφέα Σώτη Τριανταφύλλου μέχρι τον αθλητικογράφο Αντώνη Καρπετόπουλο, από τον σεφ Χριστόφορο Πέσκια έως τον ηθοποιό Κωνσταντίνο Τζούμα και από τη γευσιγνώστρια Νταϊάνα Κόχυλα έως τον σχεδιαστή μόδας Άγγελο Φρέντζο, προσωπικότητες από όλους τους χώρους καταθέτουν στην έκδοση την άποψή τους για τη φιλοσοφία του φραπέ, η οποία με ζωηρά φωτογραφικά στιγμιότυπα ταξιδεύει τον αναγνώστη σε μια όψη της Ελλάδας του 2006. Σε αυτό το δροσερό βιβλίο παρελαύνουν καφετέριες από διαφορετικές γωνιές της Ελλάδας: από το κλασικό «Φίλιον» του Κολωνακίου και το παραδοσιακό «Αθηναίων Πολιτεία» του Θησείου έως τη διάσημη «Βεράντα» της Μυκόνου και το παραλιακό «Αχίλλειον» της Θεσσαλονίκης

Προϊόν ελληνικής εφευρετικότητας - «γεννήθηκε» τυχαία το 1957 στη Θεσσαλονίκη, όταν ο πωλητής Δημήτρης Βακόνδιος σε ένα σέικερ για κακάο έβαλε νεσκαφέ και κρύο νερό και το κούνησε με δύναμη! - και εύκολος στην παρασκευή του, προσέφερε πριν από μισό αιώνα τη στιγμιαία γεύση του μέλλοντος. Ο αναγνώστης θα συναντήσει συγγραφείς και επιχειρηματίες, γιατρούς, καθηγητές και δημοσιογράφους, γκαλερίστες και ηθοποιούς, φοιτητές, στρατιώτες, καφετζήδες, σερβιτόρους και καθημερινούς λάτρεις του φραπέ να «χτίζουν» το πορτρέτο του ροφήματος με την «cool και ψυχεδελική εικόνα». Του καφέ που κατάφερε να αντισταθεί με αξιοπρέπεια στην εισβολή του εσπρέσο και του καπουτσίνο και που συνδέθηκε μοναδικά, εξηγούν, με τον ελληνικό τρόπο ζωής, με την ενηλικίωση, τη φοιτητική ζωή, τις ατέλειωτες συζητήσεις, το ραχάτι, τη στρατιωτική θητεία. Αρκεί να σκεφτεί κάποιος πως η μέση ώρα παραμονής σε μια καφετέρια, από τις 10.000 στις οποίες αράζουμε οι κάπου 11 εκατομμύρια κάτοικοι αυτής της χώρας, είναι 93 λεπτά... Ο φραπέ που κατάφερε να κατακτήσει τους ξένους επισκέπτες, αλλά και ο φραπέ της διασποράς που αποτελεί «την ελληνική ώρα μέσα στη μέρα», δικαιώνουν τη ρήση φοιτητή πως «ο φραπέ είναι το "σήμα κατατεθέν" της ελληνικής νεολαίας» ή τη θέση του Νίκου Δήμου που υποστηρίζει πως «ο φραπέ αξίζει να ονομάζεται ελληνικός καφές».

H πρώτη αυτή έρευνα για την κουλτούρα του φραπέ παρουσιάζει «τρέντι» αλλά και παραδοσιακές καφετέριες σε όλη την Ελλάδα, αναλύει τη φιλοσοφία και τα μυστικά της παρασκευής του καθώς και την ιστορία του, αλλά δεν στέκεται στα αναμενόμενα. Τολμά να συνδέσει τον φραπέ με την τέχνη του μπλα μπλα («στην οποία οι Έλληνες είναι μετρ από την εποχή της αρχαιότητας», μας διαβεβαιώνουν οι συγγραφείς) και από εκεί επεκτείνεται στην ιστορία του καφέ και στην περιπέτειά του στην Ελλάδα. Παρότι ορισμένες φορές η έρευνα κινδυνεύει να ξεφύγει από το θέμα, στην προσπάθειά της να είναι πλήρης και ενδελεχής, το τελικό αποτέλεσμα είναι γοητευτικό και διαθέτει αμεσότητα. Έχει κρατήσει «ζωντανές» ατάκες που δύσκολα θα συναντούσε ο αναγνώστης σε ένα βιβλίο αναφοράς, διατηρώντας τη σοβαρότητα μιας μελέτης και το άρωμα της κουβέντας μιας μεγάλης παρέας που... απολαμβάνει τον φραπέ της.

Στα αρνητικά θα μπορούσε κάποιος να καταγράψει την παράθεση προϊόντων με το εταιρικό τους όνομα συχνά πυκνά, γεγονός που κάποτε κουράζει και παραπέμπει σε διαφήμιση. Από την άλλη όμως, αυτή η αναφορά βοηθά την αφήγηση να γίνει πειστικότερη, καθώς τα πράγματα λέγονται με το όνομά τους.

TI ΠΛΗΡΩΝΕΙΣ ΟΤΑΝ ΠΙΝΕΙΣ

Μέχρι και την αλμυρή τιμή του φραπέ υπερασπίζονται οι συγγραφείς μπαίνοντας βαθιά στη νοοτροπία του Έλληνα. «Το συνηθισμένο κόστος ενός καφέ στην Ελλάδα μπορεί να είναι δύο και τρεις φορές μεγαλύτερο από ό,τι στην Ιταλία, γεγονός για το οποίο παραπονιούνται ακριβώς οι ίδιοι Έλληνες, που από την άλλη δεν το θεωρούν τόσο λόγο όσο υπερηφάνειας. Γιατί είναι κοινώς γνωστό ότι η σχετικά υψηλή τιμή για ένα ζεστό ή κρύο καφέ περιλαμβάνει και το ενοίκιο ενός πολύ ακριβού "οικοπέδου". Ο Ιταλός πληρώνει 70 λεπτά για τον εσπρέσο που πίνει σε δύο λεπτά σε καφετέρια της Ρώμης, δηλαδή πληρώνει 35 λεπτά το λεπτό για ένα κομματάκι γης όπου στέκεται όρθιος. Ο Έλληνας πληρώνει τρία ευρώ για τον φραπέ που αργοπίνει επί 93 λεπτά στην παραλία της Θεσσαλονίκης, ουσιαστικά πληρώνει τρία λεπτά το λεπτό για ένα μεγαλύτερο χώρο όπου κάθεται σε άνετη πολυθρόνα ή σε αναπαυτικό καναπέ». Διότι τελικά, «το ποτισμένο καφεΐνη χάζι των ανθρώπων έχει κάποια τιμή».