Εθνική Γλυπτοθήκη

Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, εφ. Το Βήμα, 25/6/2006

H νεότερη ελληνική γλυπτική αποκτά τη στέγη της

Ίσως το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι τόσο υπερήφανη για την αρχαία γλυπτική που κληροδότησε στον κόσμο να ευθύνεται για την ως σήμερα απουσία ενός χώρου που να φιλοξενεί έργα νεότερης και σύγχρονης γλυπτικής. Ωστόσο, με πρωτοβουλία της Εθνικής Πινακοθήκης, το καθεστώς αυτό αλλάζει και ένα νέο μουσείο είναι πλέον έτοιμο να υποδεχτεί το κοινό. Με την υποστήριξη και οικονομική ενίσχυση του Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος», δύο κτίρια των παλαιών στάβλων του Ιππικού στο Γουδί έχουν αναπαλαιωθεί και εκσυγχρονισθεί μουσειολογικά προκειμένου να αποτελέσουν την Εθνική Γλυπτοθήκη. Πρόκειται για δύο ιστορικά διατηρητέα κτίρια - είχαν ανοίξει για το κοινό στο πλαίσιο της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας, με τις εκθέσεις γλυπτών του Χένρι Μουρ και του Χρήστου Καπράλου - που περιβάλλονται από έναν όμορφο χώρο πρασίνου. Στο ένα κτίριο θα στεγασθούν μόνιμες συλλογές ελληνικής γλυπτικής· το ένα τρίτο της αίθουσας θα καταλαμβάνουν έργα του 19ου αιώνα, ενώ τα υπόλοιπα δύο τρίτα θα φιλοξενούν έργα του 20ού αιώνα. Στο άλλο κτίριο θα διοργανώνονται περιοδικές εκθέσεις, οι οποίες θα δίνουν έμφαση στη γλυπτική δίχως να αποκλείουν την πιθανότητα παρουσίασης και άλλων μορφών τέχνης. Για το πάρκο που περιβάλλει τη νέα Εθνική Γλυπτοθήκη, υπάρχει ήδη σχέδιο διαμόρφωσής του σε υπαίθριο μουσείο γλυπτικής. Τα εγκαίνια του νέου μουσείου θα πραγματοποιηθούν μεθαύριο Τρίτη 27 Ιουνίου.

Δημήτρης Κωνσταντίνου, «Γένεσις»

H γλυπτική, από την ίδια της τη φύση, εκπληρώνει την υψηλότερη φιλοδοξία της τέχνης από τότε που δημιουργήθηκε: την υπέρβαση της φθοράς και του θανάτου· την κατάκτηση της αιωνιότητας, τη διάρκεια. H γλυπτική υψώνει τη ζωή, την ιστορία, στη δύναμη της μνήμης. Μνημειώνει ό,τι αξίζει να διασωθεί από τη λήθη. Μνήμα, μνημείον, μνημειακό είναι λέξεις που μαρτυρούν αυτή την ευγενή καταγωγή.

H γλυπτική, λόγω της αντοχής των υλικών της, προοριζόταν κυρίως για τον ανοιχτό, υπαίθριο χώρο. Έτσι, αναδείχτηκε στην κατ' εξοχήν τέχνη του δήμου, της πολιτείας. Οι αρχαίοι Ελληνες είχαν αναγάγει τη γλυπτική σε παιδευτικό θεσμό της πόλεως. «Ουδαμού κινούνται μουσικής τρόποι άνευ πολιτικών νόμων των μεγίστων» διακήρυττε ο Πλάτων στην Πολιτεία (424 c). Πράγματι, τίποτε δεν εκφράζει εγκυρότερα και πιο εύγλωττα τους δημοκρατικούς θεσμούς από τις μαρτυρίες των έργων τέχνης, και ιδιαίτερα της γλυπτικής, που είχε άλλωστε το μοναδικό προνόμιο να αναμετρηθεί νικηφόρα με τον χρόνο.

H γλυπτική είχε δημιουργήσει στην αρχαία Ελλάδα μια δεύτερη κοινή γλώσσα, μετά τη μητρική λαλιά, την ελληνική. Μια γλώσσα μορφών και συμβόλων που την καταλάβαιναν όλοι οι μετέχοντες της ελληνικής παιδείας. Τέσσερις ήταν οι θεσμοί που εξασφάλιζαν τη συνείδηση της κοινής καταγωγής στους Έλληνες της μητροπολιτικής Ελλάδας και των αποικιών: η γλώσσα, η θρησκεία, οι πανελλήνιοι αγώνες - ιδιαίτερα οι Ολυμπιακοί - και η γλυπτική. H γλυπτική, δίνοντας μορφή στα κοινά ιδανικά των Ελλήνων, δημιούργησε μια νέα, υπερούσια, ιδεατή πατρίδα, ενοικημένη από θεούς και ήρωες. Μια πατρίδα όπου βασίλευε η ειρήνη, η αρμονία και η ομορφιά, σύνθρονες της τέχνης.

H γλυπτική παράδοση

Το ιστορικό χάσμα της μακραίωνης δουλείας δεν μας επέτρεψε να γνωρίσουμε και να συμμετάσχουμε στην αναβίωση της τέχνης της γλυπτικής, που συντελέστηκε στον καιρό της Αναγέννησης υπό τους οιωνούς της αρχαίας τέχνης. H δημιουργία του ελεύθερου ελληνικού κράτους, ύστερα από τον ηρωικό πόλεμο της Ανεξαρτησίας, ξανάδωσε στη γλυπτική τον θεσμικό της ρόλο. Γλυπτική παράδοση όμως δεν διέθετε η Ελλάδα, που έβγαινε άλλωστε καθημαγμένη από τον Αγώνα, εκτός βέβαια από τη λαϊκή τέχνη. H δημιουργία του Σχολείου των Τεχνών τον Δεκέμβριο του 1836 ήρθε να εκπληρώσει αυτόν τον ρόλο: να μορφώσει τους καλλιτέχνες που θα έδιναν τη φυσιογνωμία της στη νεότερη Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό και συγκινητικό ότι το πρώτο Σχολείον των Τεχνών λειτούργησε αρχικά μόνο τις Κυριακές, για να δώσει τη δυνατότητα στους τεχνίτες που έχτιζαν τη νέα πρωτεύουσα να μετεκπαιδευτούν. Έτσι, οι λαϊκοί μαρμαρογλύπτες - Τήνιοι κατά κύριο λόγο -, μελετώντας τα αρχαία υποδείγματα, κατόρθωσαν σε λίγα χρόνια να μεταμορφωθούν στους έντεχνους γλύπτες που λάξεψαν τα υπέροχα μοτίβα τα οποία κοσμούν τα νεοκλασικά ανάκτορα της Αθήνας. Παράλληλα, ξένοι γλύπτες μετακλήθηκαν για να διδάξουν την κατ' εξοχήν ελληνική τέχνη στους νεαρούς Έλληνες. Και ήταν ευτυχής συγκυρία ότι στην Ευρώπη κυριαρχούσε ο κλασικισμός. Ο κλασικισμός είχε προετοιμαστεί από τις ανακαλύψεις της Πομπηίας και του Ηρακλείου από τα μέσα του 18ου αιώνα. Ο Διαφωτισμός βρήκε στον νεοκλασικισμό, σε μια τέχνη που υμνούσε τη λογική και αναζητούσε τα πρότυπά της στην αρχαιότητα, την ιδανική αισθητική του έκφραση.

H νεότερη Ελλάδα

H επιστροφή στην αρχαιότητα, η αναγέννηση των τεχνών στον τόπο όπου είχαν γνωρίσει την πιο εκτυφλωτική τους άνθηση υπήρξαν τα ιδεολογικά ερείσματα του νέου κράτους. Ηταν τόση η λαχτάρα των Ελλήνων να «επαναφέρουν τις τέχνες στην αρχαία κοιτίδα τους», ώστε το 1844-1845 το Σχολείον των Τεχνών αριθμούσε 635 σπουδαστές. Τον ίδιο χρόνο στην εφημερίδα Αιών διαβάζουμε: «Οπόσην έχει η Ελλάς ανάγκη καλλιτεχνίας! Οπόσους τω όντι το πολυτεχνικόν κατάστημα υπόσχεται καρπούς μεγαλυτέρους!». Ο κλασικιστικός προσανατολισμός της τέχνης στο ελεύθερο ελληνικό κράτος ευνοήθηκε από πολλούς παράγοντες. Από την ίδια την επιλογή του πρώτου βασιλέα των Ελλήνων, του νεαρού Όθωνα, γιου του παθιασμένου αρχαιόφιλου και φιλέλληνα Λουδοβίκου A΄, που είχε μεταβάλει την πρωτεύουσα της Βαυαρίας, το Μόναχο, σε «Αθήνα επί του Ισαρος». Φιλέλληνες και περιηγητές αναζητούσαν τον ίδιο καιρό στην Ελλάδα την κοιτίδα του κλασικού πνεύματος και της τέχνης.

H καλλιτεχνική συνείδηση των Ελλήνων αφυπνίστηκε σε μια στιγμή ιδιαίτερα εύκρατη για τη δημιουργία μιας γλυπτικής που αναζητούσε διδάγματα στην αρχαία τέχνη. Οι έλληνες καλλιτέχνες είχαν εξάλλου το μοναδικό προνόμιο να έχουν τα αρχαία πρότυπα δίπλα τους. Δεν χρειαζόταν να τα μελετήσουν από αντίγραφα και εκμαγεία. Δίπλα τους είχαν και τις πιο υπέροχες πρώτες ύλες. Τα διάφεγγα μάρμαρα των νησιών μας, της Τήνου, της Πάρου, της Νάξου, και βέβαια της Πεντέλης, απ' όπου είχε αναδυθεί το θαύμα του Παρθενώνα. Είναι άραγε τυχαίο; Σε λίγα χρόνια οι έλληνες γλύπτες, οι περισσότεροι Τήνιοι, γιοι άξιων αλλά ταπεινών μαρμαρογλύφων, κατάφεραν να δημιουργήσουν έργα όχι μόνο άρτια από τεχνική άποψη, αλλά κυρίως εμψυχωμένα από την πνοή της αληθινής δημιουργίας. Οι γλύπτες αυτοί διέπλασαν τη φυσιογνωμία της νεότερης Ελλάδας. Απαθανάτισαν τις μορφές των αγωνιστών, διαιώνισαν τα χαρακτηριστικά των ευεργετών, δημιούργησαν την προσωπογραφία της νέας κοινωνίας λαξεύοντας ανδριάντες και προτομές, και εξευμένισαν τον θάνατο μεταβάλλοντας τα νεκροταφεία σε υπαίθρια μουσεία γλυπτικής· σκάλισαν τέμπλα στους ναούς και στόλισαν τα νεοκλασικά ανάκτορα με ανθέμια, μαιάνδρους και σπείρες με πρότυπο τα αρχαία μνημεία.

H Αθήνα, χάρη στη φιλοτιμία και στην ικανότητα των ελλήνων γλυπτών, αναδείχθηκε σε λίγα χρόνια αντάξια του ονόματος και της κληρονομιάς της. Αγναντέψτε πάνω στους ψηλούς κίονες που κοσμούν την πρόσοψη της Ακαδημίας Αθηνών τον Απόλλωνα και την Αθηνά του Λεωνίδα Δρόση. Ένας αέρας αρχαιότητας, ομορφιάς, αξιοπρέπειας εμψυχώνει αυτά τα έργα. Όταν αναλογιστούμε πόσο λίγος χρόνος χρειάστηκε για να ωριμάσουν έργα όπως η Πηνελόπη (1873) του Λεωνίδα Δρόση, Το πνεύμα του Κοπέρνικου (1877) του Γεωργίου Βρούτου, ο Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα (1877) και η Κοιμωμένη (1878) του Γιαννούλη Χαλεπά, για να περιοριστώ μόνο στα νεανικά έργα του μεγάλου γλύπτη, δεν μπορούμε παρά να αισθανθούμε δέος. Και μόνο για να τιμήσουμε αυτούς τους πατέρες της ελληνικής γλυπτικής οφείλαμε να δημιουργήσουμε την Εθνική Γλυπτοθήκη.

Τα νέα ρεύματα

Ο 20ός αιώνας χαρακτηρίζεται από τη στροφή των ελλήνων γλυπτών από το Μόναχο στο Παρίσι, όπου κυριαρχεί η δυναμική προσωπικότητα του Ροντέν και οι ελληνοκεντρικές αναζητήσεις του Μπουρντέλ, του Μαγιόλ, του Ντεσπιό. Οι έλληνες γλύπτες θα δεχτούν και θα αξιοποιήσουν το δίδαγμα αυτών των δημιουργών. Αλλά οι πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα απαυγάζονται από τη δεύτερη έκλαμψη, τη λεγόμενη «μεταλογική», της ιδιοφυΐας του Γιαννούλη Χαλεπά. H Αναπαυομένη (1931) είναι ένα απόλυτο αριστούργημα απ' αυτή τη δεύτερη περίοδο. Εργο με πυκνή, απλοποιημένη απόδοση των όγκων και εκρηκτική ένταση στην έκφραση.

H ρήξη με την παράδοση, ή καλύτερα ο διάλογος με νέες αχαρτογράφητες περιοχές της παράδοσης, είχε ήδη ξεκινήσει στην Ευρώπη από τις αρχές του 20ού αιώνα. Στην Ελλάδα θα φτάσουν καθυστερημένα τα νέα ρεύματα. Από τη δεκαετία του '50, παράλληλα με τη ζωγραφική, η γλυπτική συντονίζει τον βηματισμό της με τις διεθνείς πρωτοποριακές τάσεις. Κυβισμός, κονστρουκτιβισμός, οργανικές φόρμες και «ζωτική μάζα», εξερεύνηση νέων υλικών, εισαγωγή της κίνησης, του χρόνου, της ενέργειας, των ψηφιακών μέσων προτείνουν ένα ευρύ πεδίο έρευνας στους γλύπτες. Οι έλληνες καλλιτέχνες θα επωφεληθούν από τις δυνατότητες που προσφέρουν τα νέα μέσα και θα δημιουργήσουν έργα πρωτότυπα όχι μόνο τοπικής, αλλά διεθνούς εμβέλειας. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι πολλά από αυτά τα έργα βραβεύονται με διακρίσεις σε διεθνείς εκθέσεις.

Διπλά εγκαίνια

H νεότερη ελληνική γλυπτική παρέμενε ουσιαστικά άστεγη στη χώρα που δημιούργησε την υψηλότερη πλαστική παράδοση, παρά την προσπάθεια του άξιου προκατόχου μου κ. Δημήτρη Παπαστάμου να παρουσιάσει μέρος των συλλογών στους ανεπαρκείς χώρους της Εθνικής Πινακοθήκης. H δημιουργία της Εθνικής Γλυπτοθήκης έρχεται ως εκ τούτου να εκπληρώσει ένα χρέος. Τα δύο ιστορικά κτίρια των παλαιών βασιλικών στάβλων, με την τόσο επιβλητική και απροσδόκητη αρχιτεκτονική, υποδειγματικά ανακαινισμένα, θα γίνουν ο ευκτήριος οίκος της ελληνικής γλυπτικής. Στο ένα κτίριο και στον περιβάλλοντα χώρο έξι στρεμμάτων θα εκτίθενται πλέον οι μόνιμες συλλογές γλυπτών. Παρά τις ελλείψεις και τα κενά, που ελπίζουμε να καλυφθούν στο μέλλον, ο επισκέπτης θα μπορεί να σχηματίσει μια ικανοποιητική εικόνα για την ιστορία και την εξέλιξη της νεότερης ελληνικής γλυπτικής.

Στο δεύτερο κτίριο, που προορίζεται να φιλοξενεί περιοδικές εκθέσεις ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών, θα εγκαινιαστεί παράλληλα με τη μόνιμη συλλογή γλυπτών η αναδρομική έκθεση του Ιταλού Μαρίνο Μαρίνι (1901-1980), ενός από τους μεγαλύτερους γλύπτες του 20ού αιώνα.

Διπλά εγκαίνια, που αναδεικνύουν τον διττό παιδευτικό χαρακτήρα της Εθνικής Γλυπτοθήκης: να συμβάλει στην εθνική μας αυτογνωσία, παρουσιάζοντας την ιστορία της νεότερης πλαστικής μας παράδοσης, και να μας γνωρίσει το έργο μεγάλων ξένων και ελλήνων δημιουργών. Το προοίμιο στον δεύτερο αυτόν σκοπό το έγραψαν οι μεγάλες εκθέσεις γλυπτικής που διοργανώθηκαν τόσο στην Εθνική Πινακοθήκη («Έξι κορυφαίοι γλύπτες συνομιλούν με τον Ανθρωπο. Ροντέν, Μπουρντέλ, Μαγιόλ, Μπρανκούζι, Τζακομέτι, Μουρ») όσο και στην Εθνική Γλυπτοθήκη («Χένρι Μουρ, Αναδρομική», «Χρήστος Καπράλος, Αναφορά στην Ολυμπία», και «Χούλιο Γκονζάλες, Ενας Ηφαιστος του 20ού αιώνα»). Μετά τον Μαρίνο Μαρίνι, ακολουθεί η έκθεση του Γιαννούλη Χαλεπά.

Η σημαντική δωρεά του Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος»

Υπενθυμίζουμε ότι τα δύο κτίρια και ο περιβάλλων χώρος παραχωρήθηκαν με μακροχρόνια μίσθωση στην Εθνική Πινακοθήκη από την ηγεσία του υπουργείου Εθνικής Αμυνας. Χάρη στη γενναιόδωρη χορηγία του Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος», εκπονήθηκαν οι μελέτες που επέτρεψαν την ένταξη του έργου στα ΠΕΠ του Γ΄ ΚΠΣ. Τις μελέτες ανέλαβε ομάδα αρχιτεκτόνων με τους καθηγητές Πάνο Τζώνο και Γιώργο Παρμενίδη και την αρχιτέκτονα Christine Longuepee. H ίδια αυτή ομάδα προετοίμασε και τη μελέτη παρουσίασης της μόνιμης συλλογής των γλυπτών. Το έργο της ανακαίνισης εκτελέστηκε υπό την επίβλεψη της Διεύθυνσης Πολιτιστικών Κτιρίων και Αναστήλωσης Νεοτέρων Μνημείων. Τη μουσειολογική ευθύνη της παρουσίασης της μόνιμης συλλογής, καθώς και τη συγγραφή και επιμέλεια του καταλόγου ανέλαβε με επιστημονική συνέπεια η επιμελήτρια Τώνια Γιαννουδάκη. Το εργαστήριο συντήρησης με προϊστάμενο τον άξιο επιστήμονα δρα Μιχάλη Δουλγερίδη έφερε εις πέρας το επίπονο έργο της αναζωογόνησης των γλυπτών, βοηθούμενο και από εξωτερικά συνεργεία.

H παρουσίαση των μονίμων συλλογών γλυπτικής υπήρξε έργο μακράς πνοής και μεγάλης δαπάνης. Δεν θα μπορούσε ποτέ να πραγματοποιηθεί χωρίς τη σημαντική δωρεά του Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος», μεγάλου ευεργέτη της Εθνικής Πινακοθήκης. Υπενθυμίζουμε ότι και η επανέκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη πραγματοποιήθηκε χάρη στη γενναιόδωρη οικονομική υποστήριξη του Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος».

Τα εγκαίνια του νέου μουσείου θα πραγματοποιηθούν στο ’λσος Ελληνικού Στρατού, στο Γουδί, μεθαύριο Τρίτη 27 Ιουνίου, στις 20.00.

Εθνική Γλυπτοθήκη, Αλσος Στρατού, Γουδί (είσοδος από λεωφόρο Κατεχάκη). Πληροφορίες από την Εθνική Πινακοθήκη, στο τηλ. 210 7235.857.