Τα πιο ενεργοβόρα της Ευρώπης

Επιμέλεια: Δ. Τουλιάτος, Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 27/11/2010

Σύνταξη: Ομάδα Κτιριακού Περιβάλλοντος Παν. Αθηνών

Η αναφορά σε απόλυτα μεγέθη ενεργειακής κατανάλωσης δεν βοηθά να γίνει αντιληπτό το πρόβλημα της υπερκατανάλωσης ενέργειας από τα ελληνικά κτίρια.

Αντιθέτως, η συγκριτική παρουσίαση της σχετικής κατανάλωσης ανά χώρα για ομοειδείς τύπους κτιρίων προσφέρει σημαντική πληροφόρηση και σαφέστερη εικόνα της πραγματικότητας.

Κατοικία

Σύμφωνα με τη Eurostat, η συνολική ετήσια κατανάλωση ενέργειας ανά νοικοκυριό στην Ελλάδα είναι περίπου 61 GJ ή 1,45 Toe. Σύγκριση ανάμεσα στις μεσογειακές χώρες καταδεικνύει ότι τα ελληνικά νοικοκυριά παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη σχετική κατανάλωση, σχεδόν 30% μεγαλύτερη της Ισπανίας και περίπου διπλάσια της Πορτογαλίας. Ταυτόχρονα, είναι σχεδόν ίση με αυτήν της Ολλανδίας και σημαντικά μεγαλύτερη από χώρες με ψυχρότερο κλίμα όπως το Βέλγιο και η Τσεχία.

Δεδομένου ότι η επιφάνεια κάθε νοικοκυριού καθώς και ο βαθμός χρήσης του κτιρίου δεν ταυτίζονται ανά τις διάφορες χώρες, η παραπάνω σύγκριση μπορεί να οδηγήσει σε λάθος συμπεράσματα. Για παράδειγμα, η μέση κατοικία στην Ελλάδα προσεγγίζει τα 80m2 και κατοικείται κατά μέση τιμή από 2,8 άτομα, ενώ η αντίστοιχη στην Ολλανδία τα 100m2 και κατοικείται από 2,4 κατοίκους. Ετσι είναι πλέον ενδεδειγμένο η σύγκριση να πραγματοποιείται ανά μονάδα επιφάνειας (m2) ή ανά μονάδα όγκου (m3) κατοικίας. Μια τέτοια σύγκριση πραγματοποιήθηκε από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Euroace, όπου υπολογίστηκε η κατανάλωση για θέρμανση μιας κατοικίας κατασκευασμένης σύμφωνα με την τοπική νομοθεσία.

Διαπιστώνεται ότι η ενεργειακή θερμική κατανάλωση στην Ελλάδα είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από χώρες όπως η Δανία, η Γερμανία ή ακόμα και η Βρετανία.

Η ενέργεια στα ελληνικά νοικοκυριά δαπανάται κυρίως για θερμικές χρήσεις και συγκεκριμένα για θέρμανση των χώρων (περίπου 59% του συνολικού φορτίου). Το ευρωπαϊκό πρόγραμμα ΕΡΑ-ED υπολόγισε συγκριτικά το ποσοστό της ενεργειακής κατανάλωσης των νοικοκυριών ανά είδος χρήσης.

Οπως διαπιστώθηκε από το πρόγραμμα αυτό, το ποσοστό που αντιστοιχεί στη θέρμανση των κτιρίων στην Ελλάδα είναι σχετικά μεγαλύτερο από το αντίστοιχο ποσοστό σε ένα νεόκτιστο κτίριο της Δανίας.

Μια εναλλακτική μέθοδος αξιολόγησης της ενεργειακής και περιβαλλοντικής ποιότητας των κτιρίων κατοικίας είναι ο υπολογισμός των εκπομπών CO2 ανά κάτοικο σε ετήσια βάση.

Σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος, οι κατοικίες στην Ελλάδα παράγουν περίπου 12-13 τόνους CO2/κάτοικο/έτος. Η τιμή αυτή είναι συγκριτικά μεγαλύτερη από όλες τις άλλες μεσογειακές χώρες και μεγαλύτερη ακόμα από πολύ βορειότερες χώρες όπως η Νορβηγία, η Γερμανία, η Αυστρία και η Βρετανία.

Είναι λοιπόν προφανές ότι τα κτίρια κατοικίας στην Ελλάδα είναι κατά πολύ περισσότερο ενεργοβόρα από τα αντίστοιχα κτίρια σε όλη τη μεσογειακή λεκάνη και ταυτόχρονα παρουσιάζουν μεγαλύτερη κατανάλωση ενέργειας από πολλές βόρειες χώρες.

Ετσι, γίνεται σαφές ότι το δυναμικό (δηλ. τα περιθώρια) εξοικονόμησης ενέργειας των κατοικιών στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά μεγάλο.

Συγκροτήματα

Τα κτίρια που δεν χρησιμοποιούνται σαν κατοικίες στην Ελλάδα αποτελούν περίπου το 5% του συνόλου των κτιρίων και αντιπροσωπεύουν το 26% της συνολικής επιφάνειας του κτιριακού αποθέματος. Εξ αυτών περίπου το 57% είναι κτίρια γραφείων και εμπορικής χρήσης, το 19% εκπαιδευτικά κτίρια, το 16% ξενοδοχεία και περίπου το 8% είναι νοσοκομεία και κλινικές.

Η ενεργειακή κατανάλωση των κτιρίων αυτών έχει αξιολογηθεί κατ' επανάληψη στην Ελλάδα και τα αποτελέσματα έχουν συγκριθεί με αντίστοιχα δεδομένα κατανάλωσης από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.

Γραφεία

Η ενεργειακή κατανάλωση των κτιρίων γραφείων στην Ελλάδα ποικίλλει σε συνάρτηση με τις ενεργειακές εγκαταστάσεις τους (κλιματιζόμενα ή όχι), τον τρόπο χρήσης τους και την ηλικία τους.

Με βάση ενεργειακά δεδομένα από πολλές εκατοντάδες κτιρίων στην Ελλάδα έχει προκύψει η κατανομή της ενεργειακής κατανάλωσης καθώς και η ταξινόμηση των κτιρίων αυτών σε τρεις ενεργειακές κατηγορίες και συγκεκριμένα:

α) Το ενεργειακά τυπικό κτίριο, που αντιστοιχεί στο 50% του δείγματος των κτιρίων γραφείων.

β) Το βέλτιστο κτίριο, που αντιστοιχεί στο 20% των καλύτερων ενεργειακά κτιρίων γραφείων και

γ) το παθητικό κτίριο, που αντιστοιχεί στο 5% των καλύτερων ενεργειακά κτιρίων γραφείων.

Όπως προκύπτει, το τυπικό κλιματιζόμενο κτίριο γραφείων καταναλώνει περί τις 138 kmh/m2/έτος (τελική κατανάλωση) όπου:

* ο κλιματισμός αντιπροσωπεύει περί τις 35 kwh/m2/έτος και

* η θέρμανση περί τις 85 kwh/m2/έτος.

Η μέση κατανάλωση των μη κλιματιζόμενων κτιρίων γραφείων κυμαίνεται περί τις 75 kwh/m2/έτος, εκ των οποίων οι 57 kwh/m2/έτος καταναλώνονται για θερμικούς λόγους.