Το υπόμνημα των έξι

Καζάζης Ι.Ν., εφ. Το Βήμα, 22/5/2005

Ερμηνεύοντας ένα από τα σημαντικότερα κείμενα της αρχαίας γραμματείας

Έξι σημαντικά ονόματα από πέντε χώρες υπογράφουν ένα έργο που χαιρετίστηκε από τους ειδικούς κριτικούς ως «μεγάλο επίτευγμα» (Willcock), « πρώτης τάξεως μνημείο» και «τεράστια πρόοδος» (R. Janko). Το κατ' εξοχήν βιβλίο για τη φιλολογική μελέτη της Οδύσσειας παρακολουθεί στίχο στίχο το κείμενο και διασαφεί λέξεις, πράγματα και ιδέες. Πρωτοκυκλοφόρησε στα ιταλικά (1981-86) και, μεταφρασμένο και ελαφρώς αναθεωρημένο, στα αγγλικά (1988-2002). Τώρα, χάρη στη γενναία πρωτοβουλία του συναδέλφου καθηγητή Αντώνη Ρεγκάκου, εξελληνίστηκε με ακρίβεια και γλαφυρότητα και δημοσιεύτηκε άψογα επιμελημένο.

To Υπόμνημα σηματοδοτεί την ώριμη στιγμή της ομηρικής φιλολογίας. Την εποχή της σύνθεσης μετά τη μακροχρόνια πόλωση μεταξύ «αναλυτικών» και «ενωτικών». Από την εποχή του Γκαίτε και για εκατό χρόνια κυριάρχησε η αναλυτική λογική, η οποία διέλυε την Οδύσσεια που έχουμε σε υποθετικές «Οδύσσειες», έργα περισσότερων τάχα ποιητών, συναρμολογημένα σε ένα άτεχνο και αντιφατικό μωσαϊκό καταγραμμένο επί Πεισιστράτου. Ο ενωτικός αντίλογος, που πίστευε σε έναν Ποιητή που εποίησε τα πάντα εν σοφία, γίνεται συστηματικότερος από τον A' Παγκόσμιο Πόλεμο, στη δεκαετία όμως του '30 ενισχύεται από δύο νέους συμμάχους: από την αμερικανή σχολή της «προφορικής» ποίησης του Milman Parry και από τη Νεοανάλυση του I. Θ. Κακριδή. Σήμερα που η άλλοτε γερμανική επιστήμη της κλασικής φιλολογίας έδωσε τη θέση της σε μια disciplina διεθνή, ο επιστημονικός διάλογος κρατεί από την ανάλυση πάμπολλες οξύτατες παρατηρήσεις, από τους ενωτικούς την πιο ευαίσθητη κατανόηση της τεκτονικής της αφήγησης, από τη νεοανάλυση την τροφοδοσία του συντελεσμένου έπους από την προομηρική δεξαμενή μυθικής πρώτης ύλης δημώδους προέλευσης και από τους «προφορικιστές» μιαν ιδιότυπη ποιητική οργάνωση (oral poetics) που αντί για λέξεις χρησιμοποιεί «λογότυπους» και αντί για ελεύθερη σύνθεση «τυπικές σκηνές» - στους αντίποδες του «γραπτού» έπους και των νόμων του. Σήμερα η αμερικανική σχολή δεν αποτελεί αίρεση: συνιστά το υπόβαθρο της κατανόησης του ομηρικού έπους, αν και όχι και τον τελευταίο λόγο!

H ψυχή του εγχειρήματος


Μελανόμορφη αττική λήκυθος του 6ου αιώνα π.X. που παριστά τον Οδυσσέα και τις Σειρήνες. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο


Αντίθετα με τα δύο προηγούμενα υπομνήματα, το γερμανικό των Ameis - Hentze - Cauer (1894-1920, ακραιφνώς αναλυτικό) και το αγγλόφωνο του W. Β. Stanford (1948, εστιασμένο στη γλωσσική επεξεργασία), το νέο Υπόμνημα είναι έργο πολύ μεγαλύτερης κλίμακας και, προπάντων, πολυεδρικό: οι έξι δεν διστάζουν να θέτουν ό λ α τα προβλήματα της αναλυτικής κριτικής και να τα συζητούν με τον συνδυαστικό τρόπο που υποδείξαμε, παρέχοντας άφθονες παραπομπές στην απέραντη βιβλιογραφία. Μόνο μονομέρεια δεν χαρακτηρίζει το επιτελείο αυτό, όπου όχι μόνον εκπροσωπούνται όλα τα ρεύματα, αλλά συνδυάζονται και όλες εκείνες οι ειδικότητες (φιλολογικές, γλωσσολογικές, ιστορικές) που αναπτύχθηκαν στους κόλπους τής άλλοτε ποτέ ενιαίας ομηρολογίας. Βλέπε J. Latacz (επιμ.) Δύο αιώνες ομηρικής έρευνας (στα γερμανικά), Στουτγάρδη 1991, και Ι. Morris & Β. Powell, A New Companion to Homer, Leiden, εκδόσεις Brill 1997., Δ. Ιακώβ, I. N. Καζάζης, A. Ρεγκάκος (επιμ.), Δέκα κλασικές γερμανικές μελέτες για την Οδύσσεια (σε ελληνική μετάφραση), Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Βάνιας 1999. Ετσι, ο «ενωτικός» γερμανός φιλόλογος Heubeck (+1987), η ψυχή του εγχειρήματος, κινούνταν με άνεση σε όλο το φάσμα της ομηρικής κριτικής· διάβαζε και εγνώριζε τα πάντα για τον Ομηρο και είχε έναν καλό λόγο για ό,τι άξιζε. Ηταν, ακόμη, από τους σπανίζοντες ειδήμονες των προϊστορικών γλωσσών της M. Ασίας και της μυκηναϊκής. Ο Ιταλός Fernandez-Galiano, κλασικός αναλυτικός, εκόμισε μιαν απαράμιλλη γνώση των αρχαίων γραμματικών. Ο βρετανός Hainsworth και ο αμερικανός Russo, που ανήκουν στη σχολή του Μ. Parry, διαθέτουν επιπλέον άρτια γνώση του ομηρικού ιδιώματος ο ένας, ευαισθησία λογοτεχνικού κριτικού ο άλλος. Ο Ολλανδός Hoekstra, επίσης οπαδός της ίδιας σχολής, πίσω από κάθε «λογοτυπικό» νεωτερισμό ανιχνεύει μια καινοτομία σύνθεσης. H Αγγλίδα Στεφανία West γνωρίζει όσο λίγοι τις αλεξανδρινές περιπέτειες του ομηρικού κειμένου, κυρίως μέσα από τους παπύρους, ενώ ερμηνευτικά συχνά κλίνει προς λύσεις «αναλυτικού τύπου». Από την ετερογένεια αυτή, αντί για το χάος και την ασυνέπεια, προέκυψαν η συμπληρωματικότητα και η πολυπρισματικότητα - ένας πλούτος μοναδικός: γιατί το υπόμνημα συζητεί από ποικίλες πλευρές μέγα αριθμό παντοειδών προβλημάτων - πραγμάτων, γλώσσας και ετυμολογίας (υποχωρώντας ως τη μυκηναϊκή φάση της ελληνικής!), πηγών και θεματικής, δομής και ιδεολογίας - ανθρωπολογίας και θεολογίας - και λαμβάνει υπόψη όλες τις μεγάλες συνθετικές ερμηνείες που έχουν προταθεί για την Οδύσσεια τα τελευταία εκατό χρόνια.

Τα δέντρα και το δάσος

H ύπαρξη ενός τέτοιου έργου στη γλώσσα μας - μαζί με τη μετάφραση του εξάτομου Υπομνήματος στην Ιλιάδα του G. Kirk, που μόλις ολοκληρώθηκε, πάλι με την επιμέλεια του Ρεγκάκου - αλλάζει de facto τα δεδομένα της πανεπιστημιακής διδασκαλίας του Ομήρου στην Ελλάδα. Της ουσιαστικοποίησης αυτής οι ευεργετικές συνέπειες δεν θα αργήσουν να φανούν και στην ντόπια επιστημονική έρευνα (όπως συνέβη στην ξένη), ενώ, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να ευεργετηθεί και η σημερινή, μάλλον γκρίζα, σχολική διδασκαλία των ομηρικών επών παρ' ημίν. Γιατί το Υπόμνημα αυτό και οι πολυσέλιδες εισαγωγές του, που δεν αφήνουν να χαθεί από τα δέντρα η θέα του δάσους, έχει κεντρική γραμμή: ασπάζεται και αναδεικνύει στα μικρά και τα μεγάλα την «πνευματική φυσιογνωμία της Οδύσσειας», όπως τη διερεύνησαν σπουδαίοι φιλόλογοι από τον F. Jacoby (1933) ως τον Heubeck, σε πλήρη δηλαδή αντιδιαστολή προς το «ηρωικό, πολεμικό ήθος» της Ιλιάδας. «Πρόσωπα και πράγματα στην Οδύσσεια δεν είναι έκθετα σε μια σκοτεινή, συχνά αντιφατική και αινιγματική και για τον ίδιο τον ποιητή θεία βουλή: όλα στην Οδύσσεια δίνουν καθαρές, κλειστές, ολοκληρωμένες και ηθικά σημασιολογημένες καμπύλες» (Δ. Μαρωνίτη, Νόστος και Αναζήτηση, σ. 224). Και το νέο πρότυπο ηρωισμού: ήρωας δεν είναι πλέον όποιος έκανε τα μεγαλύτερα ανδραγαθήματα στο πεδίο της μάχης, αλλά όποιος υπέστη τα μεγαλύτερα βάσανα, και παραταύτα κατάφερε, διατηρώντας το ήθος του έμπεδον στο βάθος, να ανακτήσει όσα του ανήκαν αρχικά και να εδραιώσει την ειρήνη και την ευημερία στον λαό του (Η. Frankel).

Με τοΥπόμνημα αυτό είναι σαν να επιστρέφεται στην Οδύσσεια κάτι από τα πρωτόπλαστα χρώματά της. Και, σε μια εποχή όπου κυριαρχούν τα άκρα, αφενός η ισοπεδωτική σχετικοποίηση του παιδευτικού μηνύματος των αρχαίων και, αφετέρου, μια υμνητική «σχολική βιβλιογραφία» πολύ χαμηλής στάθμης, μπορούν, πιστεύω, εκείνοι που κρατούν στα χέρια τους τις σχολικές τύχες του έπους αυτού, να εμπιστευτούν ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει η επιστήμη της κλασικής φιλολογίας για το έργο εκείνου που επαίδευσε την Ελλάδα - και κριτικά να το αξιοποιήσουν. Είναι μεγάλη η ευγνωμοσύνη μας προς τους συντελεστές αυτού του επιτεύγματος - συγγραφείς, μεταφραστές και επιμελητή.