Ξέραν αρχαία οι Αρχαίοι;

Μίμης Σουλιώτης, εφ. Το Βήμα, 4/9/2005

Οι αρχαιολάτρες σύμβουλοι του υπουργείου Παιδείας θα πάψουν να εξαρτούν τη χρήση της νέας ελληνικής από την εκμάθηση της αρχαίας, μόλις λάβουν υπόψη τους ότι οι μαθητές της κλασικής αρχαιότητας, που ως γνωστόν μιλούσαν τα Αρχαία φαρσί, τα μάθαιναν και τα μιλούσαν ως ζωντανά και σύγχρονά τους ελληνικά και όχι ως περασιές προς τον δικό τους «αρχαίο ελληνικό πολιτισμό»

H απόφαση του υπουργείου Παιδείας να αυξήσει τις ώρες διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών από το πρωτότυπο είναι υπό ορισμένους όρους σωστή, ειλημμένη όμως με μαχητό σκεπτικό και με πρόχειρον τρόπο. Από τη σχετική δημόσια συζήτηση έχει γίνει πάντως προφανές ότι ούτε οι πανεπιστημιακοί φιλόλογοι ούτε η ΟΛΜΕ μήτε και άλλος αρμόδιος φορέας είχε ζητήσει την αύξηση της διδασκαλίας των Αρχαίων από το πρωτότυπο. Το υπουργείο προσέθεσε τις ώρες αιφνιδιαστικά και με το σκεπτικό ότι μέσω της αρχαίας ελληνικής γλώσσας οι σημερινοί μαθητές θα εξασφαλίσουν την πρόσβαση στον προγονικό μας πολιτισμό. Τούτο το σκεπτικό στηρίζεται ωστόσο σε αναπόδεικτους ισχυρισμούς και όχι σε επιστημονική έρευνα με την οποία θα διαπιστωνόταν αν τέτοια διδακτική προσαύξηση διευκολύνει πράγματι την πρόσβαση των μαθητών στο αθάνατο αρχαίο πνεύμα.

Όσον αφορά το λογικά προγενέστερο ερώτημα, αν η εκμάθηση των σχολικών αρχαίων ελληνικών γενικώς εμπλουτίζει τη νέα ελληνική, η απάντηση είναι κατ' αρχήν καταφατική με την έννοια ότι και της πορτογαλικής η εκμάθηση, όπως και κάθε άλλη διαγλωσσική δραστηριότητα, ενεργοποιεί και εμπλουτίζει τη μητρική μας γλώσσα. (Το περιβόητο επιχείρημα της «λεξιπενίας» είναι πάντως μαχητό, διότι οι διδαγμένοι τους Αρχαίους από το πρωτότυπο υπερ-ενήλικοι συμπολίτες δεν μιλούν την ελληνική καλύτερα από τους σημερινούς εφήβους, αν κρίνουμε από τις σωζόμενες σχολικές εκθέσεις τους είτε από όσα δηλώνουν καθημερινά στα μαρκούτσια της τηλεόρασης είτε και από τις δημόσιες ομιλίες των εγγραμμάτων παλαιάς κοπής.)

Νεκρή γλώσσα και ζωντανή μνήμη

H εμμονή στη γλωσσική διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών θα ευσταθούσε αν δεν εκπορευόταν από ιδεοληψίες, οι οποίες υπονομεύουν εκείνο που υποτίθεται πως σκοπεύουν να υποστηρίξουν: από το προαναφερθέν σκεπτικό του υπουργείου συνεπάγεται δηλαδή πως δεν έχουμε πρόσβαση στο αρχαίο ελληνικό πνεύμα και γι' αυτό θα πρέπει να το προσεγγίσουμε μέσω της σχολικής διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής - αλλά σε αυτό θα συμφωνούσε και ο Φαλμεράιερ! Θα ήταν ωστόσο χαμένος χρόνος αν προσδοκούσαμε να καλωδιωθούμε με τους ενδόξους προγόνους μέσω των αρχαίων ελληνικών του σχολείου· το αρχαίο ελληνικό πνεύμα έχει διαπιδυθεί στους νέους Ελληνες και ενυπάρχει σε αυτούς και γλωσσικά και ευρύτερα, διότι η σχέση μας με τους Αρχαίους είναι μοιραία ή αλλιώς καταναγκαστική, οπότε το αρχαίο πνεύμα δεν περιμένει την πειθαναγκαστική διδασκαλία των σχολικών Αρχαίων για να πνεύσει: εμείς είμαστε (ή γίναμε, αναλόγως με την ιστορική σκοπιά από όπου ερμηνεύει κανείς) οι «αρχαίοι» Ελληνες του 2005, είτε το θέλουμε είτε όχι είτε διδαχθούμε την αρχαία ελληνική γλώσσα είτε όχι - είτε «ελληναράδες» αισθανόμαστε είτε «ανθέλληνες» είτε το ανάμεσό τους. Τις παραστάσεις του Αριστοφάνη τις χαίρονται οι σημερινοί Ελληνες από τις χυμώδεις σύγχρονες μεταφράσεις τους· και αν ίσως δεν κατανοούν φιλολογικά το σατυρικό δράμα, το απολαμβάνουν πάντως με προνομιακό τρόπο· είμαστε οικείοι με το ήθος των φράσεων και των λέξεων της νεφελοκοκκυγίας μας γιατί ακριβώς εμείς είμαστε εκείνοι που φραπεδιαζόμαστε με ήθη αρχαιοελληνικού κουρείου και όχι ο εχέφρων νορβηγός αρχαιομαθής.

Από την άλλη, η «ξερή» γλωσσική διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών (όπως και των λατινικών, άλλωστε) ωφελεί τους μαθητές όχι στο να διασυνδεθούν με το αρχαίο πνεύμα - εκτός αν όσοι Ελληνες έχουν διαβάσει τον Δον Κιχώτη στο πρωτότυπο αισθάνονται αρκούντως εξισπανισμένοι - όσο και κυρίως για να μάθουν να σκέφτονται με λογική συνοχή και σαφήνεια. Δεν αμφισβητώ ότι η συντακτικο-γραμματική ανάλυση μιας ρητορικής περιόδου του Δημοσθένη ισοδυναμεί πολιτισμικά με την ψηλάφηση και περιγραφή ενός ιωνικού κιονοκράνου· θέλω να τονίσω, ωστόσο, εδώ όχι την πολιτισμική αλλά τη νοητική ωφέλεια του μαθήματος. H «ανατομία» του συντακτικού και της γραμματικής πάνω στο πτώμα της «νεκρής» γλώσσας βελτιώνει τη συλλογιστική ικανότητα του μαθητή όσο και οι μαθηματικές ασκήσεις: αν ο μαθητής μπορέσει να διακρίνει, λ.χ., την ηθική δοτική από τη χαριστική ή εφόσον κατανοήσει ότι η σχέση ανάμεσα στον εμπρόθετο προσδιορισμό του σκοπού και σε εκείνον της αιτίας είναι μερικές φορές επαμφοτερίζουσα, θα εισέλθει ευκολότερα στον απροσδιόριστο κόσμο των κβάντα· αντιθέτως, αν δεν κατανοήσει τη συντακτική αμφισημία αιτίας - σκοπού τότε δεν θα διευκολυνθεί να κατανοήσει την παρουσία ενός μικρο-σωματιδίου σε δύο φυσικούς χώρους ταυτόχρονα. Και επειδή δεν αρκεί να το ισχυρίζεται αυτό ο γράφων, ενισχύω με το ότι ο μεγάλος φυσικός B. φον Χάιζενμπεργκ έχει αναπτύξει παρόμοια επιχειρηματολογία για την ωφέλεια που είχε ο ίδιος από την εκμάθηση των «νεκρών» λατινικών στο Λύκειο.

Συντακτικό και θετικές επιστήμες

Συνεπώς η φορμαλιστική διδασκαλία των «ξερών» αρχαίων ελληνικών στο σχολείο δεν θα πρέπει να συσχετίζεται με τον προγονικό πολιτισμό αλλά να ενταχθεί σε μια νέα οπτική και να εφαρμόζεται με τρόπους που θα προδηλώνουν ρητά και θα καταδεικνύουν χωρίς παλιομοδίτικους βερμπαλισμούς ότι η άσκηση στο συντακτικό και γενικά στη γραμματική της «νεκρής» αρχαιοελληνικής συνιστά πολύτιμο εφόδιο ώστε να κατανοήσουν καλύτερα οι μαθητές όχι το αρχαίο πνεύμα αθάνατο αλλά το σύγχρονο πνεύμα των θετικών επιστημών. Υποσημειωτέον, εδώ, ότι από διδακτικής σκοπιάς η μορφή και το περιεχόμενο σχετίζονται βεβαίως άμεσα, ωστόσο δύο καρπούζια σε μία μασχάλη δεν βαστιούνται: ή τη γλωσσική φόρμα θα διδάσκουμε στους μαθητές ή το περιεχόμενο· τα δύο ταυτόχρονα και στις ίδιες διδακτικές ώρες θα φέρουν σύγχυση περισσότερο παρά όφελος. Οσο για το αρχαίο πνεύμα και τον πολιτισμό του, εκτός από το ότι τα έχουμε εμπεδωμένα λόγω κεκτημένης, τα τονώνουμε κιόλας με τη διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γραμματείας από τις καλές μεταφράσεις της, με τις επισκέψεις μας στους αρχαιολογικούς τόπους και στα μουσεία κ.ο.κ.

Οι αρχαιολάτρες σύμβουλοι του υπουργείου Παιδείας θα πάψουν επομένως να εξαρτούν τη χρήση της νέας ελληνικής από την εκμάθηση της αρχαίας, μόλις λάβουν υπόψη τους ότι οι μαθητές της κλασικής αρχαιότητας, που ως γνωστόν μιλούσαν τα Αρχαία φαρσί, τα μάθαιναν και τα μιλούσαν ως ζωντανά και σύγχρονά τους ελληνικά και όχι ως περασιές προς τον δικό τους «αρχαίο ελληνικό πολιτισμό»· και παρ' όλα αυτά πρόκοψαν πολύ.