Ένας παντοτινός δάσκαλος χαρτογραφεί

Ερρίκος Σοφράς, εφ. Καθημερινή, 19/11/2006

Κορυφαίος μελετητής της αρχαιοελληνικής γραμματείας, ο Βιλαμόβιτς ταύτισε τη φιλολογία με την αρχαιογνωσία

Ulrich von Wilamowitz-Moellendorff, Iστορία της Κλασικής Φιλολογίας, εισαγωγή - σημειώσεις: Hugh Lloyd-Jones μετ. Ιωάννης Ν. Καζάζης (με τη συνεργασία Αλέξ. Καζάζη), εκδ. Βάνιας, σελ. 325, 20,90 ευρώ

Αναπάντεχα τους τελευταίους μήνες κυκλοφόρησαν δύο θεμελιώδη έργα του ύψιστου Γερμανού φιλολόγου και ερμηνευτή του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού Ούλριχ φον Βιλαμόβιτς-Μαίλλεντορφ (1848-1931): ο πολυσέλιδος, πολύχυμος τόμος «Πλάτων. Η ζωή και το έργο του» (έργο του 1919, εκδ. «Κάκτος»), και η αποσταγματική στη διατύπωση και κρυστάλλινη στην έκφραση «Ιστορία της Κλασικής Φιλολογίας» (1921), που θα εξετάσουμε. Δάσκαλος γενεών και γενεών ο Βιλαμόβιτς, δάσκαλος και των δικών μας Ιωάννου Συκουτρή και Ι. Θ. Κακριδή, στο κολοσσιαίο επιστημονικό του έργο (60 μονογραφίες και 700 άρθρα), μελέτησε κάθε πτυχή του αρχαιοεληνικού λόγου και μόχθησε να σημασιοδοτήσει ξανά τη φιλολογία και την αρχαιογνωσία.

Ορίζοντας ως τελικό σκοπό κάθε φιλολογικής μεθοδολογίας την «ερμηνεία», ο Βιλαμόβιτς ασχολήθηκε στη μακρά ζωή του με όλες τις εκφάνσεις και τα καίρια θέματα της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας: γλώσσα, κράτος, τέχνη, θρησκεία, φιλοσοφία.

Μελέτησε ιδιαίτερα την επική, λυρική και ελληνιστική ποίηση, αλλά και το δράμα και την κωμωδία, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Μας έδωσε μνημειώδεις κριτικές και ερμηνευτικές εκδόσεις και των τριών τραγικών, αλλά και έργων του Αριστοφάνη, του Αριστοτέλη, του Μενάνδρου. Τα κύρια ερμηνευτικά του έργα, πολλά και ογκώδη: «Εισαγωγή στην αττική τραγωδία» (1889), «Αριστοτέλης και Αθήνα» (1893), «Επεξηγήσεις πινδαρικών ύμνων» (1909), «Σαπφώ και Σιμωνίδης» (1913), «Κράτος και κοινωνία» (1914), «Η Ιλιάδα και ο Όμηρος» (1920), «Πίνδαρος» (1922), «Η πίστη των Ελλήνων» κ.ά. Ως μέλος της Πρωσικής Ακαδημίας Επιστημών υπήρξε ο οργανωτικός συντελεστής και εμψυχωτής της έκδοσης του συνόλου των αρχαιοελληνικών επιγραφών («Inscriptiones Graecae»), που συνεχίζει να εκδίδεται με επίβλεψη της Ακαδημίας του Βερολίνου (49 τόμοι μέχρι σήμερα).

Ο Βιλαμόβιτς, στα πανεπιστήμια της Βόννης, της Γοτίγγης και του Βερολίνου όπου δίδαξε, βίωσε το δραματικό πέρασμα από την ακλόνητη πίστη στην κλασική αρχαιότητα, στην ιστορική επαναξιολόγηση και μελέτη της με τα μέτρα του ιστορικισμού του 19ου αιώνα. Γράφοντας στα 1921 το παρόν βιβλίο, ο γέροντας δάσκαλος προαισθανόταν τη διολίσθηση σε έναν άκρατο σχετικισμό, που κινδύνευε να διαλύσει ό,τι απέμενε από το ιδεώδες εκείνο των κλασικών σπουδών, στο οποίο τόσες γενιές είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους για τη «μόρφωση του ανθρώπου». Στις μεταβαλλόμενες συνθήκες, ο Βιλαμόβιτς προτίμησε, αντί της εύκολης ρητορείας, να ξανακοιτάξει με νηφάλιο πάθος το πρόβλημα ιστορικά, κάνοντας μια επισκόπηση της κλασικής φιλολογίας στους αιώνες.

Το ιδιοσυγκρασιακό σύνθεμα που κρατάμε στα χέρια μας πρόκειται αναμφίβολα για την επαρκέστερη σύντομη Ιστορία της Κλασικής Φιλολογίας, πιο ευθύβολη και πιο εύχρηστη από αυτές του J. Sandys και του R. Pfeiffer (έκδ. Ακαδημίας Αθηνών, 1972). Τυπώθηκε το 1921 και εκπλήσσει πώς εξακολουθεί να παραμένει η καλύτερη στο είδος της. Ο Hugh Lloyd-Jones, της Οξφόρδης, που υπέγραψε την αγγλική μετάφραση, έδωσε την εξήγηση της αρτιότητας του βιβλίου: «Οφείλεται στην εκπληκτική ενεργητικότητα του συγγραφέα, που μπορούσε να διατηρεί επαφή με όλους σχεδόν τους κλάδους του αντικειμένου, αφού είχε την ικανότητα να συνδιαλέγεται με οικειότητα μοναδική με τους φιλολόγους και τα επιτεύγματά τους». Με δυο λόγια, το βιβλίο συνιστά μια υποκειμενική θεώρηση του έργου και της προσφοράς των κλασικών φιλολόγων ανά τους αιώνες, από ένα μεγάλο δάσκαλο που ανακαλεί τους νεκρούς ήρωες του παρελθόντος (300 π.Χ έως 1920) και τους επαινεί ή τους ψέγει.

Συνδυασμός ρευμάτων

Αυτό που επίμονα επιδίωξε ο Βιλαμόβιτς ήταν να συνδυάσει τα δύο ρεύματα της παράδοσης: τη «γλωσσοκεντρική φιλολογία» («φιλολογία του γράμματος»: αυστηρή γλωσσική ανάλυση των κειμένων, με τυπικό εκπρόσωπο τον Hermann) και τη «μελέτη της γραμματείας» («φιλολογία του πνεύματος», με προεξάρχοντα τον Boeck: συνολική μελέτη θρησκείας, τέχνης, αρχαιολογίας). Και επιτυγχάνει να διευρύνει κατά πολύ τα όρια της σπουδής, αφυπνίζοντας το ενδιαφέρον για το σύνολο του Αρχαίου Κόσμου, που τον έβλεπε σαν οργανική λειτουργία ανάπτυξης του λόγου και του πολιτισμού. Γι’ αυτόν, ο φιλόλογος έπρεπε οπωσδήποτε να διαθέτει αρχαιογνωσία, να είναι μελετητής της «επιστήμης της αρχαιότητας» (Altertumwissenschaft).

Στην πρώτη παράγραφο του ανά χείρας βιβλίου διατυπώνεται με έμφαση πως «έργο της φιλολογίας είναι να ξαναφέρει με τη δύναμη της επιστήμης τον νεκρό κόσμο [τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό] στη ζωή. Να αναδημιουργήσει το τραγούδι του ποιητή, τη σκέψη του φιλοσόφου και του νομοθέτη, την ιερότητα του ναού και τα αισθήματα πιστών και μη, τη σφύζουσα ζωή της αγοράς και του λιμανιού, το φυσικό περιβάλλον της ξηράς και της θάλασσας, και τους ανθρώπους στη δουλειά και στην ψυχαγωγία». Mε το κριτήριο αυτό ο Βιλαμόβιτς εντάσσεται στο κίνημα του «ιστορικού θετικισμού», που επιδίωκε τη ζωντανή αναπαράσταση των επιμέρους μορφών του αρχαίου βίου και συντέλεσε στο να εκθρονιστεί η ιδεοκρατική ερμηνεία της ιστορίας ως «δημιουργικού πνεύματος» (κύριος εκπρόσωπος ο Χούμπολτ). Καταργώντας τους φραγμούς ανάμεσα στη φιλολογία, την ιστορία και την αρχαιολογία, ταύτισε, όπως αναφέρθηκε, τη φιλολογία με την αρχαιογνωσία.

Ομως, η μεγαλύτερη οφειλή του ήταν η θερμή ανάσα του δασκάλου που μόχθησε να σώσει τη ζωογόνο δύναμη του «γνωστικού αντικειμένου» του. Στο τέλος της πορείας, ο Βιλαμόβιτς, απαντώντας στο ερώτημα «τι είναι ο φιλόλογος», αποκρίνεται πως πρώτα απ’ όλα είναι δάσκαλος. Και αυτή είναι η υποθήκη του, ο συνδυασμός δηλαδή «επιστήμονα - φιλολόγου» με τον «δάσκαλο - φιλόλογο». Μια συνύπαρξη και μια πάλη αδιάκοπη και γόνιμη. Οπως η πάλη του γηραιού σοφού, «πιασμένου στα δίχτυα αφ’ ενός του κλασικισμού και αφ’ ετέρου του ιστορικισμού», όπως εύστοχα σημειώνεται στον πρόλογο της ελληνικής έκδοσης.

Υποδειγματική έκδοση

Η μετάφραση, σε έγκυρα και εύστοχα ελληνικά, έγινε από τον καθηγητή Ι. Ν. Καζάζη, κλασικό φιλόλογο στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ, που του οφείλουμε επίσης τις μεταφράσεις των έργων: «Αρχαία Ελληνική Λυρική Ποίηση» του Bowra (MIET), «Πίνδαρος» του Carne-Ross (Bάνιας), το συλλογικό «Αρχαία Ελληνική Μετρική» (Βάνιας) κ.ά. Ο Ι. Ν. Καζάζης εργάστηκε έχοντας στο τραπέζι του το γερμανικό πρωτότυπο, αλλά και τις μεταφράσεις του Loyd-Jones (αγγλικά) και του Codino (ιταλικά). Η υποδειγματική ελληνική έκδοση περιέχει τη συνθετική εισαγωγή αλλά και τις πολύτιμες υποσημειώσεις του Αγγλου πανεπιστημιακού. Η πλούσια εικονογράφηση με τις προσωπογραφίες των φιλολόγων που αναφέρονται στο κείμενο έγινε από το «Imagines Philologorum» του Alfred Gudeman (Λειψία 1911).

Εκτός από τους Ελληνες φιλολόγους και γραμματικούς της ύστερης Αρχαιότητας, του Βυζαντίου και της Αναγέννησης, όπου τα εγκώμια είναι πολλά, από τους Ελληνες επιστήμονες του 19ου και του 20ού αι. ο Βιλαμόβιτς μιλά μόνο για τον Αδαμάντιο Κοραή, εκτενώς και με μεγάλο σεβασμό. Επίσης, τιμά τον Σωκράτη Κουγέα και τη μονογραφία του για τον αρχιεπίσκοπο Καισαρείας Αρέθα (1913) – για τον οποίο ο Ζήσιμος Λορεντζάτος έγραψε την όλο συγκίνηση μελέτη του «Ο Σ. Κουγέας και η Μέσα Ελλάδα» (1967). Και εκπλήσσει βέβαια η απουσία του ονόματος του Νίτσε – ούτε μία φορά. Ο Νίτσε στα 24 χρόνια του καταλαμβάνει την έδρα της κλασικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας και στα 27 του δημοσιεύει τη «Γέννηση της τραγωδίας». Ο εικοσιδυάχρονος Βιλαμόβιτς, ενοχλημένος από τις ανακρίβειες και τις υπερβολές του βιβλίου, σπεύδει να το κατακεραυνώσει.

Τέλος, να ευχηθούμε ανάλογα φροντισμένες εκδόσεις και στα πολισέλιδα έργα του θερμού δασκάλου, που μόχθησε να ερμηνεύσει τον ευγενισμό των Αρχαίων.

* O Eρρίκος Σοφράς είναι φιλόλογος και μεταφραστής.