Αρχαία ΕλληνικάΓραμματική

Παραθετικά επιθέτων

Ο συγκριτικός και ο υπερθετικός βαθμός των επιθέτων λέγονται παραθετικά

Ο συγκριτικός κι ο υπερθετικός σχηματίζονται αν προσθέσουμε στο θέμα του αρσενικού γένους τις καταλήξεις -τερος, -τερα, ‑τερον & ‑τατος, -τατη, -τατον.

Παραδείγματα

δίκαιος δικαία δίκαιον δικαιότερος, δικαιοτέρα δικαιότερον δικαιότατος, δικαιοτάτη, δικαιότατον
γλυκύς γλυκεῖα γλυκύ γλυκύτερος γλυκυτέρα γλυκύτερον γλυκύτατος γλυκυτάτη γλυκύτατον
εὐσεβής εὐσεβής εὐσεβές εὐσεβέστερος εὐσεβεστέρα εὐσεβέστερον εὐσεβέστατος εὐσεβεστάτη εὐσεβέστατον
μέλας μέλαινα μέλαν μελάντερος μελαντέρα μελάντερον μελάντατος μελαντάτη μελάντατον
χαρίεις χαρίεσσα χαρίεν χαριέστερος χαριεστέρα χαριέστερον χαριέστατος χαριεστάτη χαριέστατον
ἄχαρις ἄχαρις ἄχαρι ἀχαρίστερος ἀχαριστέρα ἀχαρίστερον ἀχαρίστατος ἀχαριστάτη ἀχαρίστατον

Καταλήξεις παραθετικών σε -ότερος, -ώτερος

Καταλήξεις σε -ότερος, -ότατος

Γράφονται με ο (-ότερος, -ότατος) όταν προηγείται συλλαβή μακρόχρονη φύσει ή θέσει:

πτωχός πτωχότερος πτωχότατος
ξηρός ξηρότερος ξηρότατος
ἀνδρεῖος ἀνδρειότερος ἀνδρειότατος
σφοδρός σφοδρότερος σφοδρότατος
ἔνδοξος ἐνδοξότερος ἐνδοξότατος

Καταλήξεις σε -ώτερος, -ώτατος

Γράφονται με ω (-ώτερος, -ώτατος) όταν προηγείται βραχύχρονη συλλαβή:

νέος νεώτερος νεώτατος
σοφός σοφώτερος σοφώτατος

Τα επίθετα κενός, ξένος, στενός σχηματίζουν τα παραθετικά σε -ότερος, -ότατος, γιατί είχαν παλιότερους τύπους κενFός, ξένFος, στένFος (το ε είναι θέσει μακρό).

Επίθετα με δίχρονο στην παραλήγουσα

Γράφονται με ο (-ότερος, -ότατος)

α)Τα επίθετα σε -ος που είναι σύνθετα με β' συνθετικό μια από τις λέξεις: θῡμός, κίνδῡνος, κῦρος, λῡ'πη, νῑ'κη, τῑμή, ψῡχή: π.χ. εὔθυμος, ἀκίνδυνος, ἄκυρος, ἄλυπος, φιλόνικος, ἔντιμος, εὔψυχος:

β)Τα επίθετα ἀνιαρός, ἄκρατος, ἰσχυρός, λιτός, τρανός, φλύαρος, ψιλός, και τα σπανιότερα γρυπός, λαρός, μανός, σιμός, ψαρός,  κ.ά.

Γράφονται με ω (-ώτερος, -ώτατος)

α)Τα επίθετα που λήγουν σε -ιος, -ικος, -ιμος, -ινος

τίμιος τιμιώτερος
βασιλικός βασιλικώτερος
χρήσιμος χρησιμώτερος
πρωινός πρωινώτερος

β)Όσα λήγουν σε -αρος: βάρβαρος, καθαρός, νεαρός, σοβαρός, χλιαρός κ.ά. (εκτός από τα ἀνιᾱρός, φλύᾱρος, λᾱρός, ψαρός):

βάρβαρος βαρβαρώτερος
καθαρός καθαρώτερος
ἀνιαρός ἀνιαρότερος
φλύαρος φλυαρότερος

γ)Όσα λήγουν σε -υρός: ἁλμυρός, βδελυρός, βλοσυρός, γλαφυρός, ὀχυρός κ.ά. (εκτός από το ἰσχῡρός)

βλοσυρός βλοσυρώτερος
ὀχυρός ὀχυρώτερος
ἰσχυρός ἰσχυρότερος

δ)Όσα λήγουν σε -αλος, -ανος, -αρος, -ατος, -ακος: ἁπαλός, ὁμαλός, ῥοδαλός, ἀδάπανος, πολυδάπανος, ἱκανός, μελανός, οὐτιδανός, πιθανός, στεγανός, καθαρός, μιαρός, δυνατός, μαλακός κ.ά.