Μεταφράσεις αρχαίων ελληνικών β' Γυμνασίου

Γιάννης Παπαθανασίου, http://users.sch.gr/ipap

Από το διδακτικό βιβλίο «Αρχαία Ελληνική Γλώσσα Β΄ Γυμνασίου» των Α. Παπαθωμά, Μ. Γαλάνη κ.ά., δεν θα διδαχθούν: α) από τις Ενότητες 2, 4, 6, 8, 9, 10, 13, 18 το Α΄ Μέρος (Κείμενο και παράλληλα Κείμενα του Επιμέτρου). β) από την Ενότητα 14 το Β΄2 Μέρος (Ετυμολογικά). γ) από την Ενότητα 16η το Α΄ Μέρος (Κείμενο και παράλληλο Κείμενο του Επιμέτρου) και Β΄1, 2 Μέρος (Λεξιλογικά και Ετυμολογικά). δ) από την Ενότητα 17 το Β΄1, 2 Μέρος (Λεξιλογικά και Ετυμολογικά). Η υπόλοιπη ύλη του βιβλίου θα διδαχθεί κανονικά.

1η Ενότητα, Πατρική δικαιοσύνη

Ἀνὴρ γένει Μάρδος παῖδας εἶχεν ἑπτά.

Ένας άντρας, Μάρδος στην καταγωγή είχε επτά παιδιά.

Τούτων ὁ νεώτατος κακὰ πολλὰ τοὺς ἄλλους εἰργάζετο.

Από αυτούς ο πιο νέος προκαλούσε πολλά κακά στους άλλους.

Καὶ τὰ μὲν πρῶτα ἐπειρᾶτο αὐτὸν ὁ πατὴρ ῥυθμίζειν λόγῳ·

Και αρχικά ο πατέρας του προσπαθούσε να τον συνετίσει με τα λόγια·

ἐπεὶ δὲ οὒκ ἐπείθετο, πρὸς τοὺς δικαστὰς ἤγαγε

επειδή όμως δεν πειθόταν, τον οδήγησε μπροστά στους δικαστές

καὶ ὅσα αὐτῷ ἐτετόλμητο ἀκριβῶς κατηγόρησε,

και τον κατηγόρησε για όσα αυτός είχε αποτολμήσει,

καὶ ᾔτει παρὰ τῶν δικαστῶν ἀποκτεῖναι τὸν νεανίσκον.

και ζητούσε από τους δικαστές να εκτελέσουν το νέο.

Οἱ δὲ ἐξεπλάγησαν καὶ ἀμφοτέρους ἐπὶ τὸν βασιλέα Ἀρταξέρξην ἤγαγον.

Αυτοί έμειναν έκπληκτοι και οδήγησαν και τους δυο στο βασιλιά Αρταξέρξη.

Τὰ αὐτὰ δὲ λέγοντος τοῦ Μάρδου, βασιλεὺς ἔφη:

Κι ενώ ο Μάρδος έλεγε τα ίδια, ο βασιλιάς είπε:

«Εἶτα τολμήσεις τὸν υἱὸν ἀποθνῄσκοντα ὑπομεῖναι;»

«Αλήθεια, θα έχεις το θάρρος να αντέξεις να πεθαίνει ο γιος σου;»

Ὁ δὲ ἔφη «πάντων μάλιστα·

Κι αυτός είπε «βεβαιότατα·

ἐπεὶ καὶ ὅταν τῶν φυομένων θριδακινῶν τάς ἐκφύσεις τὰς πικρὰς ἀφαιρῶ,

γιατί και όταν αφαιρώ τις πικρές παραφυάδες που φυτρώνουν στα μαρούλια,

οὐδὲν ἡ μήτηρ αὐτῶν λυπεῖται,

η μητέρα τους καθόλου δε λυπάται,

ἀλλὰ θάλλει μᾶλλον καὶ γλυκίων γίνεται».

αλλά ανθίζει περισσότερο και γίνεται γλυκύτερη.»

Ταῦτα ἀκούσας Ἀρταξέρξης ἐπῄνεσε μὲν τὸν ἄνδρα

Αφού άκουσε αυτά ο Αρταξέρξης, επαίνεσε τον άντρα

καὶ τῶν βασιλικῶν δικαστῶν ἐποίησεν ἕνα,

και τον έκανε ένα από τους βασιλικούς δικαστές,

εἰπὼν ὅτι ὁ περὶ τῶν ἰδίων παίδων οὕτω δικαίως ἀποφαινόμενος

λέγοντας ότι αυτός που διατυπώνει τόσο δίκαιες κρίσεις για τα παιδιά του

πάντως καὶ ἐν τοῖς ἀλλοτρίοις

οπωσδήποτε και στις ξένες υποθέσεις

ἀκριβής ἔσται δικαστὴς καὶ ἀδέκαστος,

θα είναι δίκαιος δικαστής και αδέκαστος,

ἀφῆκε δὲ καὶ τὸν νεανίαν τῆς τιμωρίας,

και απάλλαξε από την τιμωρία το νέο,

ἀπειλῶν αὐτῷ θανάτου,

απειλώντας τον με θάνατο,

ἐὰν ἀδικῶν φωραθῇ ἕτερα.

εάν αποδειχθεί ότι διαπράττει άλλες αδικίες.

 

Αἰλιανός, Ποικίλη Ἱστορία 1.34 (διασκευή)

 

2η Ενότητα, Το τέχνασμα του Θεμιστοκλή

Ἂλλ’ ἐπεὶ τῶν πολεμίων ὁ στόλος

Αλλά όταν ο στόλος των εχθρών

προσφερόμενος τῇ Ἀττικῇ κατὰ τὸ Φαληρικὸν

πλησιάζοντας στην Αττική από την πλευρά του Φαλήρου

τοὺς πὲριξ ἀπέκρυψεν αἰγιαλούς,

απέκρυψε τις γύρω παραλίες

πάλιν ἐπάπταινον οἱ Πελοποννήσιοι πρὸς τὸν Ἰσθμόν.

οι Πελοποννήσιοι φοβισμένοι πάλι σκέφτονταν να αποπλεύσουν για τον Ισθμό.

Ἔνθα δὴ ὁ Θεμιστοκλῆς ἐβουλεύετο

Ενώ λοιπόν έτσι είχε η κατάσταση, ο Θεμιστοκλής σκεφτόταν

καὶ συνετίθει τὴν περὶ τὸν Σίκινον πραγματείαν.

και κατάστρωνε τέχνασμα με το Σίκινο.

Ἦν δὲ τῷ μὲν γένει Πέρσης ὁ Σίκινος,

Ο Σίκινος ήταν Πέρσης στην καταγωγή,

αἰχμάλωτος, εὔνους δὲ τῷ Θεμιστοκλεῖ

αιχμάλωτος και φιλικός στον Θεμιστοκλή

καὶ τῶν τέκων αὐτοῦ παιδαγωγός.

και παιδαγωγός των παιδιών του.

Τοῦτον ἐκπέμπει πρὸς τὸν Ξερξην κρύφα,

Αυτόν τον στέλνει κρυφά προς τον Ξέρξη,

κελεύσας λέγειν ὅτι Θεμιστοκλῆς

αφού τον διέταξε να πει ότι ο Θεμιστοκλής,

ὁ τῶν Ἀθηναίων στρατηγὸς αἱρούμενος τὰ βασιλέως

ο στρατηγός των Αθηναίων, παίρνοντας το μέρος του (Πέρση) βασιλιά

ἐξαγγέλλει πρῶτος αὐτῷ

στέλνει πρώτος σ’ αυτόν την πληροφορία

τοὺς Ἕλληνας ἀποδιδράσκοντας,

ότι οι Έλληνες προσπαθούν να δραπετεύσουν

καὶ διακελεύεται ἐπιθέσθαι καὶ διαφθεῖραι τὴν ναυτικὴν δύναμιν

και συμβουλεύει να τους επιτεθεί και να εξοντώσει τη ναυτική τους δύναμη

ἐν ᾧ ταράττονται τῶν πεζῶν χωρὶς ὄντες.

ενώ βρίσκονται σε σύγχυση χωρίς το πεζικό.

Ταῦτα δ’ ὁ Ξέρξης δεξάμενος ὡς ἀπ’εὐνοίας λελεγμένα , ἥσθη

Ο Ξέρξης, επειδή δέχτηκε αυτά πιστεύοντας ότι είχαν λεχθεί με φιλική διάθεση, ευχαριστήθηκε

καὶ εὐθὺς ἐξέφερε πρὸς τοὺς ἡγεμόνας τῶν νεῶν

και αμέσως έδωσε διαταγή στους κυβερνήτες των πλοίων

διακοσίαις ναυσὶν ἀναχθέντας ἤδη

αφού αποπλεύσουν με διακόσια καράβια

διαζῶσαι τάς νήσους, ὅπως ἐκφύγοι μηδεὶς τῶν πολεμίων.

να περικυκλώσουν τα νησιά, για να μη ξεφύγει κανείς από τους εχθρούς.

 

Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Θεμιστοκλῆς 12.2-6 (διασκευή)

 

 

3η Ενότητα, Το χρέος του ιστορικού 

Ἐν μὲν οὖν τῷ λοιπῷ βίῳ

Για τον υπόλοιπο, λοιπόν, βίο

τὴν τοιαύτην ἐπιείκειαν ἴσως οὐκ ἂν τις ἐκβάλλοι·

δε θα μπορούσε κάποιος να αποβάλει αυτού του είδους την εύνοια (προς γνωστούς και φίλους)·

καὶ γὰρ φιλόφιλον εἶναι δεῖ τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα καὶ φιλόπατριν

γιατί, πράγματι, ο αγαθός άντρας πρέπει να αγαπάει τους φίλους του και την πατρίδα του

καὶ συμμισεῖν τοῖς φίλοις τοὺς ἐχθροὺς

και να μισεί τους ίδιους εχθρούς που μισούν και οι φίλοι του

καὶ συναγαπᾶν τοὺς φίλους·

και να αγαπά τους ίδιους φίλους (που αγαπούν και οι φίλοι του)·

ὅταν δὲ τὸ τῆς ἱστορίας ἦθος ἀναλαμβάνῃ τις,

όταν, όμως, κάποιος υιοθετεί το χαρακτήρα του ιστορικού

ἐπιλαθέσθαι χρή πάντων τῶν τοιούτων

πρέπει να τα ξεχάσει όλα αυτά

καὶ πολλάκις μὲν εὐλογεῖν καὶ κοσμεῖν τοῖς μεγίστοις ἐπαίνοις τοὺς ἐχθρούς,

και πολλές φορές πρέπει να επαινεί και να τιμά με τους μεγαλύτερους επαίνους τους εχθρούς,

ὅταν αἱ πράξεις ἀπαιτῶσι τοῦτο,

όταν οι πράξεις το απαιτούν,

πολλάκις δ’ἐλέγχειν καὶ ψέγειν ἐπονειδίστως τοὺς ἀναγκαιοτάτους,

και πολλές φορές θα χρειαστεί να κατακρίνει και να κατηγορεί κατά τρόπο που ντροπιάζει τους στενούς συγγενείς,

ὅταν αἱ τῶν ἐπιτηδευμάτων ἁμαρτίαι τοῦθ’ ὑποδεικνύωσιν.

όταν τα σφάλματα στις πράξεις τους αυτό υποδεικνύουν.

Ὥσπερ γὰρ ζῴου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν

Όπως ακριβώς όταν ένας ζωντανός οργανισμός χάσει τα μάτια του

ἀχρειοῦται τὸ ὅλον,

αχρηστεύεται ολόκληρος,

οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας

έτσι κι από την ιστορία αν αφαιρεθεί η αλήθεια

τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα.

ό,τι απομένει από αυτήν γίνεται ανώφελο (ασήμαντο) διήγημα.

 

Πολύβιος, Ἱστορίαι 1.14.4-7

 

4η Ενότητα, Οι Σεληνίτες 

Καλὸς δὲ παρὰ Σεληνίταις νομίζεται,

Όμορφος κατά τη γνώμη των Σεληνιτών θεωρείται,

ἢν πού τις φαλακρὸς ἦ.

αυτός που είναι φαλακρός.

Καὶ μὴν καὶ γένεια φύουσιν μικρὸν ὑπὲρ τὰ γόνατα.

Και μάλιστα και γένια αφήνουν να φυτρώσουν λίγο πάνω από τα γόνατα.

Καὶ ὄνυχας ἐν τοῖς ποσίν οὐκ ἔχουσιν,

Και νύχια στα πόδια δεν έχουν,

ἀλλὰ πάντες εἰσὶν μονοδάκτυλοι.

αλλά όλοι είναι μονοδάκτυλοι.

Καὶ ἐπειδὰν ἢ πονῶσιν ἢ γυμνάζωνται,

Και όταν κοπιάζουν ή γυμνάζονται,

γάλακτι πᾶν τὸ σῶμα ἱδροῦσιν,

ιδρώνουν παράγοντας γάλα σ’ όλο τους το σώμα,

ὥστε καὶ τυροὺς ἀπ’αὐτοῦ πήγνυνται.

ώστε απ’ αυτό παρασκευάζουν τυρί.

Τοὺς δὲ ὀφθαλμοὺς περιαιρετοὺς ἔχουσι

Και τα μάτια έχουν πρόσθετα

καὶ πολλοὶ τοὺς σφετέρους ἀπολέσαντες

και πολλοί αν χάσουν τα δικά τους

παρ’ ἄλλων χρησάμενοι ὁρῶσιν.

βλέπουν χρησιμοποιώντας αυτά που παίρνουν από τους άλλους.

Τινὲς δὲ καὶ πολλοὺς ἀποθέτους ἔχουσιν, οἱ πλούσιοι.

Κάποιοι, οι πλούσιοι, έχουν πολλά αποθηκευμένα, για ώρα ανάγκης.

Κάτοπτρον δὲ μέγιστον κεῖται ὑπὲρ φρέατος οὐ πάνυ βαθέος.

Και υπάρχει ένας καθρέφτης που βρίσκεται πάνω από ένα πηγάδι.

Ἂν μὲν οὖν εἰς τὸ φρέαρ καταβῇ τις,

Κι αν κάποιος κατεβεί στο πηγάδι,

ἀκούει πάντων τῶν ἐν τῇ γῇ λεγομένων,

ακούει όλα όσα λέγονται στη γη,

ἐὰν δὲ εἰς τὸ κάτοπτρον ἀποβλέψῃ,

κι αν κοιτάξει προσεκτικά προς τον καθρέφτη,

πάσας μὲν πόλεις, πάντα δὲ ἔθνη ὁρᾷ.

βλέπει όλες τις πόλεις και όλα τα έθνη.

Τότε καὶ τοὺς οἰκείους ἐγὼ ἐθεασάμην

Τότε είδα κι εγώ τους συγγενείς μου

καί πᾶσαν τὴν πατρίδα,

και όλη την πατρίδα,

εἰ δὲ κἀκεῖνοι ἐμὲ ἑώρων,

αν όμως κι εκείνοι μ’ έβλεπαν,

οὐκέτι ἔχω εἰπεῖν.

δεν μπορώ καθόλου να το πω.

Ὅστις δὲ ταῦτα μὴ πιστεύει οὕτως ἔχειν,

Όποιος δεν πιστεύει ότι αυτά έτσι είναι

ἂν ποτε καὶ αὐτὸς ἐκείσε ἀφίκηται,

αν κάποτε κι αυτός φτάσει εκεί,

εἲσεται ὡς ἀληθῆ λέγω.

θα καταλάβει ότι λέω αλήθεια.

 

Λουκιανός, Ἀληθὴς Ἱστορία 1.23-26 (διασκευὴ)

 

5η Ενότητα, Η ελεημοσύνη βασίλισσα των αρετών 

Ἀγαπητοί, μὴ γινώμεθα τῶν ἀλόγων θηριωδέστεροι.

Αγαπητοί, ας μη γίνουμε αγριότεροι από τα ζώα.

Ἐκείνοις πάντα κοινὰ καὶ οὐδὲν τοῦ ἄλλου πλέον ἔχει·

Σ’εκείνα όλα είναι κοινά και κανένα δεν έχει περισσότερα από τα άλλα·

σὺ δὲ ἄνθρωπος ὤν, θηρίου γίνῃ χαλεπώτερος,

εσύ όμως αν και είσαι άνθρωπος, γίνεσαι πιο άσπλαχνος από τα θηρία,

μυρίων πενήτων τροφὰς μιᾷ κατακλείων οἰκίᾳ.

κλείνοντας ερμητικά σε ένα σπίτι όσα τρόφιμα θα αρκούσαν για να θρέψουν αμέτρητους φτωχούς.

Καίτοι γε οὐχ ἡ φύσις ἡμῖν μόνη κοινή,

Και βέβαια, δεν είναι μόνο η φύση μας κοινή,

ἀλλὰ καὶ ἕτερα πλείονα·

αλλά και άλλα περισσότερα·

οὐρανὸς κοινὸς καὶ ἥλιος καὶ σελήνη καὶ ἀστέρες

κοινός είναι ο ουρανός και ο ήλιος και η σελήνη και τα αστέρια

καὶ ἀὴρ καὶ θάλασσα καὶ γῆ καὶ ζωὴ καὶ τελευτὴ

και ο αέρας και η θάλασσα και η γη και η ζωή και ο θάνατος

καὶ γῆρας καὶ νόσος καὶ ὑγεία καὶ χρεία τροφῆς καὶ ἐνδυμάτων.

και τα γηρατειά και οι αρρώστιες και η υγεία και η ανάγκη τροφής και ρούχων.

Πῶς οὖν οὐκ ἄτοπον

Πώς λοιπόν δεν είναι παράλογο

τοὺς ἐν τοσούτοις κοινωνοῦντας ἀλλήλοις

αυτοί που μοιράζονται τόσα πολλά μεταξύ τους

ἐν τοῖς χρήμασιν οὕτως εἶναι πλεονέκτας,

στα χρήματα να είναι τόσο πλεονέκτες,

καὶ τὴν αὐτὴν μὴ διατηρεῖν ἰσονομίαν;

και να μη διατηρούν την ίδια ισονομία;

Ὁ γὰρ θάνατος τῆς μὲν ἀπολαύσεως ἀπάγει,

Γιατί ο θάνατος απομακρύνει από την απόλαυση

πρὸς δὲ τὰς εὐθύνας ἄγει.

και οδηγεί στην τιμωρία.

Ἵν’ οὖν μὴ τοῦτο γένηται,

Για να μη γίνει κάτι τέτοιο,

πολλῇ χρησώμεθα τῇ ἐλεημοσύνῃ.

ας εφαρμόσουμε την ελεημοσύνη.

Αὔτη γάρ ἐστιν ἡ βασίλισσα τῶν ἀρετῶν,

Γιατί αυτή είναι η βασίλισσα των αρετών,

ἥ καὶ ἑξαιρήσεται ἡμᾶς τῆς τιμωρίας.

η οποία θα μας απαλλάξει από την τιμωρία.

Τὰ περιττὰ δὴ ποιήσωμεν χρήσιμα,

Ας κάνουμε τα περιττά χρήσιμα,

τὸν πολὺν προέμενοι πλοῦτον,

αφού παραμερίσουμε τον πολύ πλούτο,

καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως,

και την ημέρα της κρίσεως,

κἄν μυρία ὧμεν πεπλημμεληκότες,

ακόμη κι αν έχουμε διαπράξει πολλά παραπτώματα

ὁ Θεὸς μεταδώσει συγγνώμης ἡμῖν.

ο Θεός θα μας συγχωρήσει.

 

Ἰωάννης Χρυσόστομος, Εἰς τὸ ῥητὸν τοῦ Προφήτου Δαυΐδ, PG 55, 517518 (διασκευὴ)

 

6η Ενότητα, Η ευθύνη για την παιδεία των νέων 

ΣΩ: Ἀλλ’ ὅμως σύ μὲ φῄς, ὦ Μέλητε,

ΣΩ: Αλλά εσύ όμως ισχυρίζεσαι, ω Μέλητε,

τοιαῦτα ἐπιτηδεύοντα τοὺς νέους διαφθείρειν;

ότι ασχολούμενος με τέτοια διαφθείρω τους νέους;

Καίτοι ἐπιστάμεθα μὴν δήπου

Ακόμη κι αν γνωρίζουμε βέβαια,

τίνες εἰσὶ νέων διαφθοραί·

ποιες είναι οι διαφθορές των νέων·

σύ δὲ εἰπὲ εἴ τινα οἶσθα ὑπ’ ἐμοῦ γεγενημένον

και συ πες αν ξέρεις ότι κάποιος έχει γίνει εξαιτίας μου

ἢ ἐξ εὐσεβοῦς ἀνόσιον ἢ ἐκ σώφρονος ὑβριστήν.

είτε από ευσεβής ανόσιος είτε από συνετός αλαζόνας.

ΜΕΛ. Ἀλλὰ ναί, μὰ Δί’ ἐκείνους οἶδα

ΜΕΛ: Και βέβαια, μα το Δία, ξέρω εκείνους

οὓς σὺ πέπεικας σοὶ πείθεσθαι μᾶλλον ἢ τοῖς γονεῦσι.

οι οποίοι υπακούν σε εσένα περισσότερο παρά στους γονείς τους.

ΣΩ. Ὁμολογῶ, περί γε παιδείας·

ΣΩ: Το ομολογώ, όσον αφορά τουλάχιστον την παιδεία·

τοῦτο γὰρ ἴσασιν ἐμοὶ μεμεληκός.

γιατί το γνωρίζουν ότι γι’ αυτό νοιάζομαι.

Περὶ δὲ ὑγιείας τοῖς ἰατροῖς μᾶλλον οἱ ἄνθρωποι

Οι άνθρωποι για την υγεία περισσότερο τους ιατρούς

πείθονται ἢ τοῖς γονεῦσιν·

υπακούν παρά τους γονείς·

καὶ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις γε πάντες δήπου οἱ Ἀθηναῖοι

και στις συνελεύσεις του λαού, βέβαια όλοι οι Αθηναίοι

τοῖς φρονιμώτατα λέγουσι πείθονται μᾶλλον ἢ τοῖς προσήκουσιν.

υπακούν σε αυτούς που λένε τα πιο συνετά παρά στους συγγενείς τους.

Οὐ γὰρ δὴ καὶ στρατηγοὺς αἱρεῖσθαι,

Και στρατηγούς δεν εκλέγετε

οὕς ἂν ἡγῆσθε περὶ τῶν πολεμικῶν φρονιμωτάτους εἶναι;

όποιους ενδεχομένως θεωρείτε ότι είναι οι πιο συνετοί στα στρατιωτικά;

Οὐκοῦν θαυμαστὸν καὶ τοῦτό σοι δοκεῖ εἶναι,

Λοιπόν, δε σου φαίνεται ότι είναι και τούτο περίεργο

ἐμὲ τούτου ἕνεκα ὑπὸ σοῦ

ότι εξαιτίας αυτού εκ μέρους σου

θανάτου διώκεσθαι,

να αντιμετωπίζω κατηγορία που επισύρει την ποινή του θανάτου,

ὅτι περὶ τοῦ μεγίστου ἀγαθοῦ ἀνθρώποις,

επειδή δηλαδή για το μεγαλύτερο αγαθό στους ανθρώπους,

περὶ παιδείας, βέλτιστος εἶναι ὑπὸ τινων προκρίνομαι;

για την παιδεία, θεωρούμαι από μερικούς ότι είμαι ο καλύτερος;

 

Ξενοφῶν, Ἀπολογία Σωκράτους 1921 (διασκευὴ)

 

7η Ενότητα,  Ένας στοργικός ηγέτης

Ἅπαντες ἐπιστάμεθα ὅτι Ἀγησίλαος,

Όλοι γνωρίζουμε ότι ο Αγησίλαος,

ὅπου ᾤετο τὴν πατρίδα τι ὠφελήσειν,

όπου πίστευε ότι θα ωφελούσε σε κάτι την πατρίδα,

οὐ πόνων ὑφίετο, οὐ κινδύνων ἀφίστατο,

δεν έπαυε να μοχθεί, ούτε απέφευγε τους κινδύνους,

οὐ χρημάτων ἐφείδετο, οὐ σῶμα, οὐ γῆρας προὐφασίζετο,

δε λυπόταν τα χρήματα, ούτε πρόβαλλε ως δικαιολογία το σώμα ή τα γηρατειά,

ἀλλὰ καὶ βασιλέως ἀγαθοῦ τοῦτο ἔργον ἐνόμιζε,

αλλά πίστευε ότι καθήκον του καλού βασιλιά είναι

τὸ τοὺς ἀρχομένους ὡς πλεῖστα ἀγαθὰ ποιεῖν.

να κάνει όσο το δυνατόν περισσότερα καλά στους υπηκόους του.

Ἐν τοῖς μεγίστοις δὲ ὠφελήμασι τῆς πατρίδος

Στις μεγαλύτερες ωφέλειες της πατρίδας

καὶ τόδε ἐγὼ τίθημι αὐτοῦ,

κι αυτό εδώ του συγκαταλέγω

ὅτι δυνατώτατος ὤν ἐν τῇ πόλει

ότι, ενώ ήταν ο πιο δυνατός στην πόλη,

φανερὸς ἦν μάλιστα τοῖς νόμοις λατρεύων.

υπηρετούσε φανερά σε μεγάλο βαθμό τους νόμους.

Τὶς γὰρ ἂν ἠθέλησεν ἀπειθεῖν

Γιατί ποιος θα ήθελε να μην υπακούει

ὀρῶν τὸν βασιλέα πειθόμενον; […]

όταν έβλεπε το βασιλιά να υπακούει; [...]

Ὃς καὶ πρὸς τοὺς διαφόρους ἐν τῇ πόλει

Αυτός και τους πολιτικούς του αντιπάλους στην πόλη

ὥσπερ πατὴρ πρὸς παῖδας προσεφέρετο.

τους συμπεριφερόταν σαν πατέρας προς τα παιδιά του.

Ἐλοιδορεῖτο μὲν γὰρ ἐπὶ τοῖς ἁμαρτήμασιν,

Κακολογούσε βέβαια όσους έκαναν αδικίες,

ἐτίμα δ’ εἴ τι καλὸν πράττοιεν,

τους τιμούσε όμως αν έκαναν κάτι καλό,

παρίστατο δ’ εἴ τις συμφορὰ συμβαίνοι,

παραστεκόταν, αν παρουσιαζόταν κάποια συμφορά,

ἐχθρὸν μὲν οὐδένα ἡγούμενος πολίτην,

επειδή δε θεωρούσε κανένα πολίτη εχθρό,

ἐπαινεῖν δὲ πάντας ἐθέλων,

αλλά επειδή ήθελε να τους επαινεί όλους,

σῴζεσθαι δὲ πάντας κέρδος νομίζων,

θεωρώντας κέρδος το να σώζονται όλοι

ζημίαν δὲ τιθεὶς εἰ καὶ ὁ μικροῦ ἄξιος ἀπόλοιτο.

και θεωρώντας το ζημιά αν κάποιος, έστω και ανάξιος, χανόταν.

 

Ξενοφῶν, Ἀγησίλαος 7.13

 

8η Ενότητα, Η γένεση της θρησκείας και της δικαιοσύνης

Ἦν χρόνος ὅτ’ ἦν ἄτακτος ἀνθρώπων βίος

Υπήρχε μια εποχή που έλειπε ο νόμος από τη ζωή των ανθρώπων

καὶ θηριώδης ἰσχύος θ’ ὑπηρέτης,

και ταίριαζε σε θηρία και ήταν υπηρέτης της δύναμης,

ὅτ’ οὐδὲν ἆθλον οὔτε τοῖς ἐσθλοῖσιν ἦν

όταν κανένα έπαθλο δεν υπήρχε ούτε ανάμεσα στους ενάρετους

οὔτ’ αὖ κόλασμα τοῖς κακοῖς ἐγίγνετο.

ούτε πάλι υπήρχε τιμωρία για τους κακούς.

κἄπειτά μοι δοκοῦσιν ἅνθρωποι νόμους

Κι έπειτα έχω την εντύπωση ότι οι άνθρωποι νόμους

θέσθαι κολαστάς, ἵνα δίκη τύραννος ἦ

θέσπισαν ως τιμωρούς, για να εξουσιάζει η δικαιοσύνη

τὴν θ’ ὕβριν δούλην ἔχῃ·

και να έχει την αλαζονεία ως δούλη·

ἐζημιοῦτο δ’ εἴ τις ἐξαμαρτάνοι.

τιμωρούνταν δε όποιος αδικούσε.

Ἔπειτ’ ἐπειδὴ τἀμφανῆ μὲν οἱ νόμοι ἀπεῖργον αὐτούς ἔργα μὴ πράσσειν βίᾳ,

Έπειτα επειδή οι νόμοι τους εμπόδιζαν να διαπράττουν φανερές αδικίες

λάθρᾳ δ’ ἔπρασσον,

τις έκαναν όμως στα κρυφά,

τηνικαῦτά μοι δοκεῖ

τότε μου φαίνεται

πυκνός τις καὶ σοφός γνώμην ἀνὴρ

ότι κάποιος ευφυής και σοφός

θεῶν δέος θνητοῖσιν ἐξευρεῖν,

επινόησε για τους θνητούς το φόβο των θεών,

ὅπως εἴη τι δεῖμα τοῖς κακοῖσι,

για να υπάρχει κάποιος φόβος για τους κακούς,

κἄν λάθρᾳ πράσσωσιν ἤ λέγωσιν ἤ φρονῶσί τι.

ακόμα κι αν κρυφά κάνουν ή λένε ή σκέφτονται κάτι.

Ἐντεῦθεν οὖν τὸ θεῖον εἰσηγήσατο,

Από τότε δίδαξε το θείο,

ὡς ἔστι δαίμων ἀφθίτῳ θάλλων βίῳ

ότι, δηλαδή, υπάρχει θεός που ζει αιώνια

νόῳ τ’ ἀκούων καὶ βλέπων, φρονῶν τε

και που ακούει και βλέπει με το νου και σκέφτεται

καὶ προσέχων τε ταῦτα καὶ φύσιν θείαν φορῶν,

και επιτηρεί αυτά και είναι περιβεβλημένος με τη θεία φύση,

ὅς πᾶν μὲν τὸ λεχθέν ἐν βροτοῖς ἀκούσεται,

ο οποίος καθετί που λέγεται μεταξύ των ανθρώπων θα το ακούσει,

τὸ δρώμενον δὲ πᾶν ἰδεῖν δυνήσεται.

και καθετί που γίνεται μπορεί να το δει.

 

Κριτίας, Σίσυφος απ. 19, στ. 1-21

 

9η Ενότητα, Η Καλλιπάτειρα

Κατὰ δὲ τὴν ἐς Ὀλυμπίαν ὁδόν

Στην οδό που οδηγεί στην Ολυμπία

ἔστιν ὄρος πέτραις ὑψηλαῖς ἀπότομον,

υπάρχει ένα απόκρημνο βουνό με ψηλούς βράχους,

Τυπαῖον καλούμενον.

που ονομάζεται Τυπαίο.

Ἠλείοις ἐστὶν νόμος κατὰ τούτου ὠθεῖν τὰς γυναίκας,

υπάρχει νόμος στους Ηλείους σ' αυτό να πετούν τις γυναίκες

ἢν φωραθῶσιν ἐλθοῦσαι ἐς τὸν ἀγῶνα τὸν Ὀλυμπικὸν

αν αποκαλυφθούν να έχουν έρθει στο χώρο της Ολυμπίας

ἢ καὶ ὅλως ἐν ταῖς ἀπειρημέναις σφίσιν ἡμέραις διαβᾶσαι τὸν Ἀλφειόν.

ή και γενικά να έχουν περάσει τον Αλφειό κατά τις απαγορευμένες γι’ αυτές μέρες.

Οὐ μὴν οὐδὲ ἁλῶναι λέγουσιν οὐδεμίαν,

Ούτε και λένε ότι πιάστηκε καμιά

ὅτι μὴ Καλλιπάτειραν μόνην,

παρά μόνο η Καλλιπάτειρα,

ἥ ὑπὸ τινων καὶ Φερενίκη καλεῖται.

η οποία από μερικούς ονομάζεται και Φερενίκη.

Αὕτη προαποθανόντος αὐτῇ τοῦ ἀνδρός,

Αυτή, επειδή είχε πεθάνει νωρίτερα ο σύζυγός της,

ἐξεικάσασα αὑτὴν τὰ πάντα ἀνδρὶ γυμναστῇ,

αφού μεταμφιέστηκε εντελώς σε άντρα γυμναστή

ἤγαγεν ἐς Ὀλυμπίαν τὸν υἱὸν μαχούμενον·

έφερε στην Ολυμπία το γιο της για να αγωνιστεί·

νικῶντος δὲ τοῦ Πεισιρόδου,

μόλις, λοιπόν, νίκησε ο Πεισιρόδης,

τὸ ἔρυμα ἐν ᾧ τοὺς γυμναστὰς ἔχουσιν ἀπειλημμένους,

το φράκτη με τον οποίο έχουν τους γυμναστές περιορισμένους

τοῦτο ὑπερπηδῶσα ἡ Καλλιπάτειρα ἐγυμνώθη.

καθώς τον πηδούσε η Καλλιπάτειρα έμεινε γυμνή.

Φωραθείσης δὲ ὅτι εἴη γυνή,

Αν και αποκαλύφθηκε ότι ήταν γυναίκα,

ταύτην ἀφιᾶσιν ἀζήμιον

την άφησαν ατιμώρητη,

αἰδῶ νέμοντες

αποδίδοντας σεβασμό

καὶ τῷ πατρὶ καὶ ἀδελφοῖς αὐτῆς καὶ τῷ παιδὶ

 και στον πατέρα της και στα αδέλφια της και στο γιο της

–ὑπῆρχον δὴ ἅπασιν αὐτοῖς Ὀλυμπικαὶ νῖκαι-

-γιατί είχαν νικήσει όλοι στους Ολυμπιακούς Αγώνες-

ἐποίησαν δὲ νόμον ἐς τὸ ἔπειτα ἐπὶ τοῖς γυμναστικοῖς

θεσμοθέτησαν όμως νόμο για τους γυμναστές στο εξής

γυμνοὺς σφᾶς ἐς τὸν ἀγῶνα ἐσέρχεσθαι.

να μπαίνουν γυμνοί στους αγώνες.

 

Παυσανίας, Ἑλλάδος Περιήγησις 5.6.7-8 (διασκευὴ)

 

10η Ενότητα, Ένας δύσκολος αντίπαλος

ΣΩΣ. Ὁπόσα ἔπραττον ἐν τῷ βίῳ,

ΣΩΣ: Πόσα από αυτά που έκανα στη ζωή μου

πότερα ἑκών ἔπραττον

τι από τα δύο: τα έκανα με τη θέλησή μου

ἢ ἐπεκέκλωστό μοι ὑπὸ τῆς Μοίρας;

ή μου είχαν καθοριστεί από τη Μοίρα;

ΜΙΝ: Ὑπὸ τῆς Μοίρας δηλαδή.

ΜΙΝ: Είναι φανερό από τη Μοίρα.

ΣΩΣ: Οὐκοῦν καὶ οἱ χρηστοὶ ἅπαντες καὶ οἱ πονηροὶ δοκοῦντες

ΣΩΣ: Λοιπόν, και όλοι οι ενάρετοι και όσοι φαίνονται κακοί

ἐκείνῃ ὑπηρετοῦντες ταῦτα ἐδρῶμεν;

κάναμε αυτά υπηρετώντας εκείνη;

ΜΙΝ: Ναί, τῇ Κλωθοῖ, ἥ ἑκάστῳ ἐπέταξε γεννηθέντι τὰ πρακτέα.

ΜΙΝ: Ναι, (κάνουμε το θέλημα) της Κλωθώς η οποία όρισε για τον καθένα τι έπρεπε να κάνει, όταν γεννήθηκε.

ΣΩΣ: Εἰ τοίνυν ἀναγκασθεὶς τις ὑπ’ ἅλλου φονεύσαι τινὰ

ΣΩΣ¨ Εάν λοιπόν κάποιος, εξαναγκασμένος από κάποιον άλλον, σκοτώσει κάποιον

οὐ δυνάμενος ἀντιλέγειν,

χωρίς να μπορεί να προβάλει αντίρρηση

οἷον δήμιος ἢ δορυφόρος,

όπως για παράδειγμα ένας δήμιος ή ένας δορυφόρος

ὁ μὲν δικαστῇ πεισθείς, ὁ δὲ τυράννῳ,

ο ένας υπακούοντας σε δικαστή, κι άλλος σε τύραννο,

τίνα αἰτιάσῃ τοῦ φόνου;

ποιον θα κατηγορήσεις για το φόνο;

ΜΙΝ: Δῆλον ὡς τὸν δικαστὴν ἢ τὸν τύραννον,

ΜΙΝ: Είναι φανερό το δικαστή ή τον τύραννο,

ἐπεὶ οὐδὲ τὸ ξίφος αὐτό·

κι όχι το ίδιο το ξίφος·

ὑπηρετεῖ γὰρ ὄργανον ὂν τοῦτο πρὸς τὸν θυμὸν τῷ πρώτῳ παρασχόντι τὴν αἰτίαν.

γιατί ως όργανο εκτελεί τη θέληση του πρωταιτίου.

ΣΩΣ: Οὐκοῦν ὁρᾷς πῶς ἄδικα ποιεῖς

ΣΩΣ: Βλέπεις, λοιπόν, πόσο άδικα κάνεις

κολάζων ἡμὰς ὑπηρέτας γενομένους ὧν ἡ Κλωθὼ προσέταττεν;

να μας τιμωρείς επειδή γίναμε υπηρέτες αυτών που η Κλωθώ διατάζει;

Οὐ γὰρ δὴ ἐκεῖνό γε εἰπεῖν ἔχοι τὶς ὡς ἀντιλέγειν δυνατὸν ἦν

Γιατί βέβαια δεν μπορεί κανεί να υποστηρίζει εκείνο, ότι δηλαδή ήταν δυνατό να προβάλλει αντίρρηση

τοῖς μετὰ πάσης ἀνάγκης προστεταγμένοις.

σε εντολές που έπρεπε κατ’ ανάγκη να εκτελεστούν

ΜΙΝ: Ὧ Σώστρατε, πολλὰ ἴδοις ἂν καὶ ἄλλα οὐ κατὰ λόγον γιγνόμενα,

ΜΙΝ: Σώστρατε, θα δεις κι άλλα πολλά παράλογα

εἰ ἀκριβῶς ἐξετάζοις.

αν τα εξετάζεις με ακρίβεια.

Ἀπόλυσον αὐτόν, ὦ Ἑρμῆ, καὶ μηκέτι κολαζέσθω.

Ερμή, ελευθέρωσέ τον κι ας μην τιμωρείται άλλο πια.

Ὅρα δὲ μὴ καὶ τοὺς ἄλλους νεκροὺς τὰ ὅμοια ἐρωτᾶν διδάξῃς.

Πρόσεξε όμως να μη διδάξεις και στους άλλους νεκρούς να ρωτούν παρόμοια.

 

Λουκιανός, Νεκρικοὶ διάλογοι 24.2-3 (διασκευὴ)

 

11η Ενότητα, Ο σεβασμός προς τους γονείς μέλημα του νόμου 

Ὃς ἂν τολμήσῃ πατέρα ἢ μητέρα

Όποιος τυχόν τολμήσει να χτυπήσει τον πατέρα του ή τη μητέρα του

ἢ τούτων πατέρας ἢ μητέρας τύπτειν,

ή τους πατέρες τους ή τις μητέρες τους

πρῶτον μὲν ὁ προστυγχάνων βοηθείτω,

ο πρώτος άνθρωπος που τον συναντά ας βοηθήσει (το θύμα)

καὶ ὁ μὲν μέτοικος ἢ ξένος εἰς προεδρίαν τῶν ἀγώνων καλείσθω βοηθῶν,

και ο μέτοικος ή ο ξένος, αν βοηθήσει, να καλείται σε τιμητική θέση στους αγώνες

μὴ βοηθήσας δὲ ἀειφυγίαν ἐκ τῆς χώρας φευγέτω·

αν όμως δε βοηθήσει να απελαύνεται από τη χώρα για όλη του τη ζωή·

ὁ δὲ μὴ μέτοικος βοηθῶν μὲν ἔπαινον ἐχέτω,

κι αυτός που δεν είναι μέτοικος, αν βοηθήσει, ας επαινείται,

μὴ βοηθῶν δέ, ψόγον·

αν όμως δε βοηθήσει, να μέμφεται·

δοῦλος δὲ βοηθήσας μὲν ἐλεύθερος γιγνέσθω,

και ο δούλος που θα βοηθήσει, ας κερδίζει την ελευθερία του,

μὴ βοηθήσας δὲ πληγὰς ἑκατὸν τῇ μάστιγι τυπτέσθω.

αν όμως δε βοηθήσει, να κτυπηθεί με εκατό χτυπήματα με το μαστίγιο.

Ἐὰν δὲ τις ὄφλῃ δίκην αἰκίας γονέων,

Αν κάποιος καταδικαστεί για βιοπαραγία εναντίον των γονιών του,

πρῶτον μὲν φευγέτω ἀειφυγίαν ἐξ ἄστεως

πρώτα απ’ όλα να απελαύνεται για πάντα από την πόλη

εἰς τὴν ἄλλην χώραν καὶ πάντων ἱερῶν εἱργέσθω,

σε άλλη χώρα και να αποκλείεται από κάθε ιερή τελετή,

κατελθὼν δὲ θανάτῳ ζημιούσθω.

κι αν γυρίσει από την εξορία, να τιμωρείται με την ποινή του θανάτου.

Ἐὰν δὲ τις ἐλεύθερος τῷ τοιούτῳ συφμάγῃ

Κι αν κάποιος ελεύθερος φάει μαζί μ’ αυτόν

ἢ συμπίῃ ἢ τίνα τοιαύτην ἄλλην κοινωνίαν κοινωνήσῃ

ή πιει μαζί του ή έχει κάποια άλλη σχέση

ἢ καὶ μόνον ἐντυγχάνων που προσάπτηται ἑκών,

ή συναντώντας τον κάπου έρθει σε επαφή μαζί του με τη θέλησή του,

μήτε εἰς ἱερὸν ἔλθῃ μηδὲν μήτ’ εἰς ἀγορὰν

ούτε στο ιερό να έρθει ούτε στην αγορά

μήτ’ εἰς πόλιν ὅλως πρότερον ἢ καθήρηται.

ούτε γενικά στην πόλη παρά μόνο αφού εξαγνιστεί.

 

Πλάτων, Νόμοι 88 1b-e (διασκευὴ)

 

 

12η Ενότητα, Τα φαινόμενα απατούν

Ἔστωσαν δύο ἁμαρτωλοί, ὁ μὲν κολαζόμενος, ὁ δὲ μὴ κολαζόμενος.

Ας υποθέσουμε ότι υπάρχουν δύο αμαρτωλοί, ο ένας τιμωρείται, ενώ ο άλλος όχι.

Μὴ λέγε, μακάριος οὗτος, ὅτι πλουτεῖ,

Να μη λες ότι αυτός είναι ευτυχισμένος, επειδή πλουτίζει,

ὀρφανοὺς ἀποδύει, χήρας βιάζεται.

γδύνει τους ορφανούς και επιτίθεται στις χήρες.

Καίτοι οὐ νοσεῖ, ἀλλ’ ἁρπάζων εὐδοκιμεῖ,

Αν και δεν αρρωσταίνει, αλλά προοδεύει αρπάζοντας,

τιμῆς μεγάλης ἀπολαύει καὶ δυναστείας,

απολαμβάνει μεγάλης τιμής και εξουσίας

οὐδὲν τῶν ἀνθρωπίνων κακῶν ὑπομένει·

και δεν υποφέρει από καμιά ανθρώπινη δυστυχία·

ἀλλὰ τοῦτον μάλιστα θρήνει,

αυτόν αντίθετα να τον θρηνείς παρά πολύ,

ὅτι καὶ νοσεῖ καὶ οὐ θεραπεύεται.

διότι και νοσεί και δε θεραπεύεται.

Ἐὰν ἴδῃς τινὰ ὑδέρω κατεχόμενον,

Αν δεις κάποιος να υποφέρει από υδρωπικία,

καὶ μὴ τρέχοντα πρὸς τὸν ἰατρόν,

και να μην πηγαίνει στο γιατρό,

ἀλλὰ τράπεζαν ἔχοντα Συβαριτικήν,

αλλά να έχει τραπέζι βαρυφορτωμένο με εδέσματα,

μεθύοντα καὶ ἐπιτείνοντα τὴν νόσον,

να μεθάει και να χειροτερεύει την ασθένεια,

μακαρίζεις τοῦτον, ἢ ταλανίζεις;

αυτόν τον θεωρείς ευτυχισμένο ή δυστυχισμένο;

Ἐὰν δὲ ἕτερον ἴδῃς ὑδέρω κατεχόμενον,

Κι αν δεις κάποιον άλλον που να υποφέρει από υδρωπικία,

ἰατρικῶν ἀπολαύοντα χειρῶν,

να απολαμβάνει ιατρικής φροντίδας,

λιμῷ ἑαυτὸν ἐκδιδόντα,

να αποφεύγει το φαγητό,

φαρμάκοις προσκαρτεροῦντα πικροῖς,

να παίρνει με υπομονή πικρά φάρμακα,

οὐχὶ τοῦτον πολὺ μᾶλλον ἐκείνου μακαρίζεις;

αυτόν δεν τον θεωρείς πολύ περισσότερο ευτυχισμένο από εκείνον;

Ὡμολόγηται·

Είναι κοινά παραδεκτό·

ὁ μὲν γὰρ νοσεῖ, καὶ οὐ θεραπεύεται·

ο ένας νοσεί και δε θεραπεύεται·

ὁ δὲ νοσεῖ, καὶ ἀπολαύει ἰατρείας.

ο άλλος νοσεί και απολαμβάνει θεραπείας.

Ἐπίπονος μὲν ἡ ἰατρεία, ἀλλ’ ὠφέλιμον αὐτῆς τὸ τέλος.

Επίπονη βέβαια η θεραπεία, αλλά είναι ωφέλιμος ο σκοπός της.

Οὕτως ἐστὶ καὶ ἐν τῷ παρόντι βίῳ.

Το ίδιο συμβαίνει και με την παρούσα ζωή.

 

Ἰωάννης Χρυσόστομος, Περὶ Λαζάρου, PG 48.1030-1031 (διασκευὴ)

 

13η Ενότητα, Η σωστή στάση στο θέμα της τροφής

Πολλῶν ἡδονῶν οὐσῶν,

Ενώ είναι πολλές οι ευχαριστήσεις,

αἵ τὸν ἄνθρωπον ἐνδιδόναι αὐταῖς βιάζονται

οι οποίες εξαναγκάζουν τον άνθρωπο να υποκύψει σ’ αυτές

παρὰ τὸ συμφέρον,

παρά το συμφέρον του,

δυσμαχωτάτη εἶναι δοκεῖ ἡ περὶ τροφὴν ἡδονή.

νομίζω ότι η ευχαρίστηση της τροφής είναι η πιο ακατανίκητη.

Ταῖς μὲν γὰρ ἄλλαις ἡδοναῖς σπανιώτερον ὁμιλοῦμεν,

Για τις άλλες ηδονές ερχόμαστε πιο σπάνια σε επαφή,,

ταύτης δὲ ἀνὰ πᾶσαν ἡμέραν πάντως πειρᾶσθαι ἀνάγκη,

ενώ αυτήν είναι ανάγκη να τη γευόμαστε οπωσδήποτε κάθε μέρα,

ὥστε πλείους οἱ ἐνταῦθα κίνδυνοι.

ώστε να είναι σ’ αυτήν την περίπτωση περισσότεροι οι κίνδυνοι.

Καὶ γὰρ ὁ πλέον ἢ δεῖ ἐσθίων ἁμαρτάνει,

Γιατί, και αυτός που τρώει περισσότερο απ’ όσο πρέπει αμαρτάνει,

καὶ ὁ κατασπεύδων ἐν τῷ ἐσθίειν,

και αυτός που τρώει λαίμαργα,

καὶ ὁ τὰ ἡδίω τῶν ὑγιεινοτέρων βρώματα προτιμῶν.

και αυτός που προτιμάει τις πιο ευχάριστες παρά τις υγιεινές τροφές.

Ἔστι δὲ ἁμαρτία περὶ τροφὴν

Είναι σφάλμα για την τροφή

καὶ ὅταν παρὰ κοινὸν προσφερώμεθα αὐτήν.

όταν την τρώμε σε λάθος ώρα.

Ἔτι δὴ καὶ ἄλλων ἁμαρτιῶν οὐσῶν περὶ τροφήν,

Υπάρχουν ακόμη κι άλλα σφάλματα με την τροφή,

δεῖ ἁπασῶν καθαρεύειν.

και πρέπει απ’ όλες να απέχουμε.

Καθαρεύοι δ’ ἂν τις

Και θα μπορούσε κάποιος να τα αποφύγει,

ἐθίζων αὐτὸν αἱρεῖσθαι σῖτον

αν συνήθιζε τον ευατό του να επιλέγει τροφή

οὐχ ἵνα ἥδηται ἀλλ’ ἵνα τρέφηται,

όχι για να ευχαριστιέται αλλά για να τρέφεται,

οὒδ’ ἵνα λεαίνηται τὴν κατάποσιν

όχι για ευχαριστεί τον οισοφάγο του

ἀλλ’ ἵνα ῥωννύηται τὸ σῶμα.

αλλά για να δυναμώνει το σώμα του.

Καὶ γὰρ γέγονεν ἡ μὲν κατάποσις δίοδος εἶναι τροφῆς,

Γιατί ο οισοφάγος έχει δημιουργηθεί για να είναι δίοδος της τροφής,

οὐχ ἡδονῆς ὄργανον,

και όχι όργανο ευχαρίστησης

ἡ δὲ γαστὴρ τοῦ αὐτοῦ χάριν οὗπερ ἕνεκα

ενώ η κοιλιά (έχει δημιουργηθεί) για τον ίδιο λόγο για τον οποίο

καὶ φυτῷ ῥίζα γέγονεν.

έχει δοθεί στο φυτό η ρίζα.

Διὸ καὶ προσήκει ἐσθίειν ἡμῖν ἵνα ζῶμεν,

Γι’ αυτό και ταιριάζει σε μας να τρώμε για να ζούμε,

οὐχ ἵνα ἡδώμεθα.

και όχι για να ευχαριστιόμαστε.

 

Γάιος Μουσώνιος Ροῦφος (Στοβαῖος, Ἀνθολόγιον, 3.28.37), διασκευὴ

 

14η Ενότητα,  Απρόσκλητοι βοηθοί

Οἱ Εὐβοεῖς ἁλιεῖς ἀπονέμουσι τοῖς δελφῖσι ἰσομοιρίαν τῆς θήρας .

Οι αλιείς της Εύβοιας δίνουν στα δελφίνια ίσο μερίδιο από την ψαριά.

Καὶ ἡ ἄγρα τοιαύτη ἐστί

Κι ο τρόπος του ψαρέματος είναι τέτοιος.

Τῆς πρῴρας τῶν ἀκατίων κοίλας τινὰς ἑξαρτῶσιν ἐσχαρίδας

Κρεμούν από την πλώρη των πλοιαρίων μικρές κοίλες σχάρες

πυρὸς ἐνακμάζοντος·

που πάνω τους καίει φωτιά·

καὶ εἰσί διαφανεῖς, ὡς καὶ στέγειν τὸ πῦρ καὶ μὴ κρύπτειν τὸ φῶς.

και είναι διαφανείς, ώστε να προστατεύουν τη φωτιά και να μη κρύβουν το φως.

Οἱ τοίνυν ἰχθύες δεδιότες τὴν αὐγὴν πλησιάζουσι

Τα ψάρια, λοιπόν, επειδή φοβούνται τη λάμψη, πλησιάζουν

βουλόμενοι μαθεῖν τοῦ φοβοῦντος σφᾶς τὴν αἰτίαν·

γιατί θέλουν να μάθουν την αιτία αυτού που τα φοβίζει·

εἶτα ἐπλαγέντες πρὸς τινι πέτρα ἠσυχάζουσιν

έπειτα, σαστισμένα κουρνιάζουν κοντά σε κάποιο βράχο

παλλόμενοι ἀθρόοι τῷ δέει.

τρέμοντας όλα μαζί από το φόβο τους.

Οἱ δὲ παρανηχόμενοι δελφῖνες

Και τα δελφίνια που κολυμπούν εκεί κοντά

ὠθοῦσι τοὺς ἐξωτέρω τῶν ἰχθύων φοβοῦντες

σπρώχνουν τα ψάρια που είναι απ’ έξω φοβίζοντας  τα

καὶ ἀναστέλλουσιν τοῦ διαδιδράσκειν.

και τα εμποδίζουν να ξεφύγουν

Οὐκοῦν ἐκεῖνοι πιεζόμενοι πανταχόθεν

Εκείνα λοιπόν επειδή πιέζονται από παντού

καὶ τρόπον τινὰ κεκυκλωμένοι ἁλίσκονται.

και έχουν κατά κάποιο τρόπο περικυκλωθεί, συλλαμβάνονται.

Καὶ οἱ δελφῖνες προσίασιν

Και τα δελφίνια πλησιάζουν

ὡς ἀπαιτοῦντες τοῦ κοινοῦ πόνου τὴν ἐπικαρπίαν

σαν να απαιτούν το μερίδιο από τον κοινό μόχθο

τὴν ὀφειλομένην σφίσιν ἐκ τῆς νομῆς,

που τους οφείλεται για τα ψάρια που πιάστηκαν,

καὶ οἵ γε ἁλιεῖς πιστῶς καὶ εὐγνωμόνως

και οι ψαράδες βέβαια με πίστη και ευγνωμοσύνη

ἀφίστανται τοῖς συνθήροις τοῦ δικαίου μέρους,

αποχωρίζονται για χάρη των συντρόφων τους στο ψάρεμα το μερίδιο που αναλογεί σ’ αυτούς

εἰ βούλονται καὶ πάλιν σφίσι συμμάχους ἀκλήτους παρεῖναι.

αν θέλουν και πάλι να παρευρίσκονται σ’ αυτούς ως απρόσκλητοι σύμμαχοι.

 

Αἰλιανός, Περὶ ζῴων ἰδιότητος 2.8 (διασκευὴ)

 

15η Ενότητα,  Η Αθήνα προπύργιο της Ευρώπης

Φύντες καλῶς καὶ φρονοῦντες ὅμοια,

Επειδή ήταν καλοί (ευγενείς) εκ φύσεως και είχαν κοινές αντιλήψεις

πολλὰ μὲν καλὰ καὶ θαυμαστὰ

πολλά καλά και αξιοθαύμαστα

οἱ πρόγονοι τῶν ἐνθάδε κειμένων ἠργάσαντο,

έκαναν οι πρόγονοι των νεκρών που κείτονται εδώ

ἀείμνηστα δὲ καὶ μεγὰλα οἱ ἐξ ἐκείνων γεγονότες τρόπαια

και οι απόγονοι εκείνων αείμνηστα και μεγάλα τρόποια νίκης

διὰ τὴν αὐτῶν ἀρετὴν κατέλιπον.

άφησαν πίσω τους εξαιτίας της αρετής τους.

Μόνοι γὰρ ὑπὲρ ἁπάσης τῆς Ἑλλάδος

Γιατί μόνοι για όλη την Ελλάδα

πρὸς πολλὰς μυριάδας τῶν βαρβάρων διεκινδύνευσαν.

μπήκαν σε κινδύνους ενάντια σε πολλές δεκάδες χιλιάδες βαρβάρων.

Ὁ γὰρ τῆς Ἀσίας βασιλεὺς ἐλπίζων καὶ τὴν Εὐρώπην δουλώσεσθαι

Γιατί ο βασιλιά της Ασίας, ελπίζοντας να υποδουλώσει και την Ευρώπη,

ἔστειλε πεντήκοντα μυριάδας στρατιάν.

έστειλε στρατό πεντακοσίων χιλιάδων ανδρών.

Ἡγησάμενοι δέ, εἰ τήνδε τὴν πόλιν

Κι επειδή πίστεψαν ότι αν αυτήν την πόλη

ἢ ἑκοῦσαν φίλην ποιήσαιντο ἢ ἄκουσαν καταστρέψαιντο,

ή την έκαναν φίλη με τη θέλησή της ή την υπέτασσαν χωρίς τη θέλησή της

ῥᾳδίως τῶν πολλῶν Ἑλλήνων ἄρξειν,

εύκολα θα εξουσίαζαν και τους υπόλοιπους Έλληνες,

ἀπέβησαν εἰς Μαραθῶνα,

αποβιβάστηκαν στο Μαραθώνα,

νομίσαντες οὕτως ἂν ἐρημοτάτους εἶναι συμμάχων τοὺς Ἕλληνας,

επειδή πίστεψαν με τον τρόπο αυτό ότι οι Έλληνες θα ήταν εντελώς αβοήθητοι από συμμάχους,

εἰ ἔτι στασιαζούσης τῆς Ἑλλάδος τὸν κίνδυνον ποιήσαιντο.

αν αποτολμούσαν την επίθεση, ενώ ακόμα οι Έλληνες θα διαφωνούσαν.

Ἔτι δ’ αὐτοῖς ἐκ τῶν προτέρων ἔργων περὶ τῆς πόλεως

Ακόμα για την πόλη από τα προηγούμενα έργα της

τοιαύτη δόξα παρειστήκει,

τέτοια εντύπωση είχαν σχηματίσει,

ὡς εἰ μὲν πρότερον ἐπ’ ἄλλην πόλιν ἴασιν,

ότι αν πρωτύτερα έκαναν επίθεση εναντίον άλλης πόλης,

ἐκείνοις καὶ Ἀθηναίοις πολεμήσουσι·

θα πολεμούσαν εναντίον εκείνων και των Αθηναίων·

προθύμως γὰρ τοῖς ἀδικουμένοις ἥξουσι βοηθήσοντες.

γιατί θα έρχονταν με προθυμία να βοηθήσουν αυτούς που αδικούνταν.

 

 Λυσίας, Ἐπιτάφιος τοῖς Κορινθίων βοηθοῖς 20-22 (διασκευὴ)

 

16η Ενότητα, Μεγαλόψυχη στάση

Βασιλεὺς Ἀλέξανδρος Στατείρᾳ καὶ Ῥοδῷ

Ο βασιλιάς Αλέξανδρος στη Στατείρα και στη Ροδώ

καὶ Ῥωξάνῃ τῇ ἐμῇ γυναικί χαίρειν.

και στη Ρωξάνη τη γυναίκα του εύχεται να είναι καλά.

Ἀντιταξάμενον ἡμῖν Δαρεῖον οὐκ ἠμυνάμεθα,

Αν και αντιτάχτηκε σε μας ο Δαρείος δεν τον εκδικήθηκα,

εἰ μὴ τοὐναντίον, ηὐχόμην γὰρ

αλλά αντίθετα, γιατί ευχόμουν

ἐγὼ ζῶντα ὑπὸ τὰ ἐμᾶ σκῆπτρα ἔχειν·

να είναι ζωντανός κάτω από την εξουσία μου·

ἐλαχίστως δὲ ἔχοντος ἐπὶ τῷ πνεύματι αὐτοῦ

ενώ ίσα που ανέπνεε

τοῦτον κατέλαβον ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἀναπνοῇ,

τον βρήκα στην τελευταία αναπνοή,

ὅν ἐλεήσας τῇ ἐμαυτοῦ χλαμύδι περιέστειλα.

κι επειδή τον λυπήθηκα τον κάλυψα με τη χλαμύδα μου.

Ἐπυθόμην δὲ παρ’ αὐτοῦ τι ἀκοῦσαι περὶ τῆς ἀπωλείας αὐτοῦ.

Ζήτησα να μάθω απ’ αυτόν κάτι για το θάνατό του.

Ὁ δέ μοι εἶπεν· «παρακαταθήκην ἔχε τὴν ἐμὴν θυγατέρα Ῥωξάνην καὶ συμβιώσει σοί». [...]

Κι αυτός μου είπε· «Έχε ως παρακαταθήκη την κόρη μου Ρωξάνη και θα ζήσει μαζί σου» [...]

Τοὺς μὲν αἰτίους τῆς ἀπωλείας αὐτοῦ ἠμυνάμην ἀξιοπρεπὼς [...]

Τιμώρησα όπως άξιζε τους αίτιους του θανάτου του [...]

Προσέταξα δὲ ἡρῷον αὐτῷ γενέσθαι παρὰ τοὺς πατρῴους αὐτῷ ἥρωας·

Διέταξα να κτιστεί ηρώον αφιερωμένο σ’ αυτόν κοντά στους πατρικούς του ήρωες·

καὶ ὑμεῖς δὲ τῆς λύπης αὐτοῦ παύσασθε·

και σεις σταματήστε το θρήνο γι’ αυτόν·

ἐγὼ γὰρ ὑμᾶς ἀποκαταστήσω εἰς τὰ ἴδια βασίλεια [...]

γιατί εγώ θα σας αποκαταστήσω στα ανάκτορά σας [...]

Κατὰ γοῦν τάς διατάξεις Δαρείου

Σύμφωνα λοιπόν με τις επιθυμίες του Δαρείου

Ῥωξάνην τὴν ἐμὴν γυναῖκα σύνθρονόν μου εἶναι βούλομαι,

θέλω να είναι η Ρωξάνη γυναίκα μου και βασίλισσα,

ἐὰν δὲ καὶ ὑμεῖς μοι συμπνεύσητε,

αν και σεις συμφωνείτε μαζί μου,

προσκυνεῖσθαι αὐτὴν ὡς Ἀλεξάνδρου γυναῖκα βούλομαι καὶ κελεύω.

θέλω και διατάζω να προσκυνάτε αυτήν ως γυναίκα του Αλέξανδρου.

Ἔρρωσθε.

Να είστε καλά στην υγεία σας.

 

Ψευδο-Καλλισθένης, Μυθιστορία Ἀλεξάνδρου, Παραλλαγὴ γ, 22

 

17η Ενότητα, Το πάθημα των ερωδιών

Φίλτατοι δ’ εἰσὶν οἱ ἐρῳδιοὶ τοῖς ἀνθρώποις

Οι ερωδιοί είναι πολύ αγαπημένοι στους ανθρώπους

καὶ προσημαίνουσιν εὐδίαν τε καὶ χειμῶνα,

και φανερώνουν από πριν και το καλοκαίρι και το χειμώνα,

μάλιστα πρὸς ἐκεῖνο τὸ μέρος,

κυρίως προς εκείνο το μέρος

ὅθεν ἂν μέλλῃ σφοδρότατος ἄνεμος πνεῖν,

από όπου ενδεχομένως πρόκειται να πνεύσει πάρα πολύ σφοδρός άνεμος

ἐπὶ τοῖς στήθεσι τὰς κεφαλὰς κατακλίνοντες.

γέρνοντας προς τα κάτω τα κεφάλια τους.

Ναύτης γοῦν οὐκ ἂν ποτε ἑκὼν ἐρῳδιὸν ἀποκτείνειεν,

Ο ναύτης βέβαια δε θα σκότωνε ποτέ με τη θέλησή του έναν ερωδιό,

ἐπειδὴ πιστεύονται τοῖς ἁλιεῦσιν ἐν τῇ θαλάττῃ σημαίνειν

επειδή είναι κοινή πεποίθηση ότι προλέγουν στους ψαράδες

ὁπόσα τοῖς θηραταῖς ἐπὶ τῆς γῆς οἱ ἱέρακες.

όσα προλέγουν στους κυνηγούς τα γεράκια στην ξηρά.

Φασὶ δ’ αὐτούς, καὶ ἡνίκα μία τροφὴ πᾶσι ἦν τοῖς ὀρνέοις,

Λένε ακόμη γι’ αυτούς, κι όταν ήταν μία η τροφή για όλα τα πουλιά,

πρώτους βορὰν ἐκ τῶν ὑδάτων εὑρεῖν,

πρώτοι αυτοί βρήκαν τροφή από τα νερά,

καὶ παρ’ αὐτῶν τοὺς λοιποὺς πάντας ἐκδιδαχθῆναι·

και ότι απ’ αυτούς διδάχτηκαν όλα τα υπόλοιπα πουλιά·

ἐπὶ δὲ τῇ τέχνῃ μεγαλαυχήσαντας

επειδή όμως περηφανεύτηκαν για το εύρημά τους

καὶ οὐδ’ αὐτὸν εἰπόντας ὑπὲρ νήξεως ἐρίζειν δύνασθαί σφίσι τὸν Ποσειδῶνα

και επειδή ισχυρίστηκαν για το κολύμπι ότι ούτε ο ίδιος ο Ποσειδώνας δεν μπορούσε να συναγωνιστεί μαζί τους

τὴν ἐπιστήμην ἀποβαλεῖν τοῦ θεοῦ μηνίσαντος.

λένε ότι έχασαν την ικανότητά τους αυτή επειδή ο θεός οργίστηκε.

 

Παράφρασις τῶν τοῦ Διονυσίου Ἰξευτικὼν 2.9

 

18η Ενότητα, Τα μειονεκτήματα του γραπτού λόγου σε σχέση με τον προφορικό

Ἡγοῦμαι δ’ οὐδὲ λόγους δίκαιον εἶναι καλεῖσθαι τοὺς γεγραμμένους

Νομίζω ότι δεν είναι δίκαιο οι γραφτοί λόγοι να ονομάζονται λόγοι,

ἀλλ’ ὥσπερ εἴδωλα καὶ σχήματα καὶ μιμήματα λόγων,

αλλά όπως ακριβώς τα ομοιώματα και τις εικόνες και τα αντίγραφα των λόγων,

τὴν αὐτὴν περὶ αὐτῶν εἰκότως ἂν δόξα ἔχοιμεν,

θα μπορούσαμε να έχουμε την ίδια αντίληψη,

ἥνπερ καὶ περὶ τῶν χαλκῶν ἀνδριάντων

την οποία ακριβώς έχουμε και για τους χάλκινους ανδριάντες

καὶ λιθίνων ἀγαλμάτων καὶ γεγραμμένων ζῴων.

και για τα λίθινα αγάλματα και τα ζωγραφισμένα πλάσματα.

Ὥσπερ γὰρ ταῦτα μιμήματα τῶν ἀληθινῶν σωμάτων ἐστί,

Γιατί όπως ακριβώς αυτά είναι αντίγραφα των αληθινών σωμάτων,

καὶ χρῆσιν οὐδεμίαν τῷ τῶν ἀνθρώπων βίῳ παραδίδωσι,

και καμία χρησιμότητα δεν έχουν στην ανθρώπινη ζωή,

τὸν αὐτὸν τρόπον ὁ γεγραμμένος λόγος

κατά τον ίδιο τρόπο ο γραπτός λόγος

ἐκ βιβλίου μὲν θεωρούμενος ἔχει τινὰς ἐκπλήξεις,

όταν τον διαβάζει κανείς δυνατά μέσα από ένα βιβλίο προσφέρει κάποια (επιφανειακή) ευχαρίστηση

ἐπὶ δὲ τῶν καιρῶν ἀκίνητος ὢν

όμως σε κρίσιμες περιστάσεις επειδή είναι στατικός

οὐδεμίαν ὠφέλειαν τοῖς κεκτημένοις παραδίδωσιν.

δεν προσφέρει καμιά ωφέλεια σ’ αυτούς που τον κατέχουν.

Ἀλλ’ ὥσπερ ἀνδριάντων καλῶν ἀληθινὰ σώματα

Αλλά όπως ακριβώς τα ζωντανά σώματα απέναντι στους ανδριάντες,

πολὺ χείρους τάς εὐπρεπείας ἔχοντα

ενώ έχουν πολύ χειρότερη εξωτερική εμφάνιση

πολλαπλασίους ἐπὶ τῶν ἔργων τάς ὠφελείας παραδίδωσιν,

προσφέρουν πολλαπλάσιες ωφέλειες όσον αφορά τα έργα

οὕτω καὶ λόγος ὁ λεγόμενος ἔμψυχός ἐστι καὶ ζῇ

έτσι και ο προφορικός λόγος έχει μέσα του ψυχή και είναι ζωντανός

καὶ τοῖς πράγμασιν ἕπεται,

και παρακολουθεί την πραγματικότητα,

ὁ δὲ γεγραμμμένος εἰκόνι λόγου τὴν φύσιν ὁμοίαν ἔχων

ενώ ο γραπτός, επειδή μοιάζει με είδωλο λόγου,

ἁπάσης ἐνεργείας ἄμοιρος καθέστηκεν.

δεν έχει καμιά σχέση με οποιαδήποτε ενέργεια.

 

Ἀλκιδάμας, Περὶ Σοφιστῶν 15.27-28 (διασκευὴ)

 

Το αρχαίο κείμενο όλων των ενοτήτων

Ενότητα 1η: Ἀνὴρ γένει Μάρδος παῖδας εἶχεν ἑπτά. Τούτων ὁ νεώτατος κακὰ πολλὰ τοὺς ἄλλους εἰργάζετο. Καὶ τὰ μὲν πρῶτα ἐπειρᾶτο αὐτὸν ὁ πατὴρ ρυθμίζειν λόγῳ∙ ἐπεὶ δὲ οὐκ ἐπείθετο πρὸς τοὺς δικαστάς ἤγαγε καὶ ὅσα αὐτῷ ἐτετόλμητο ἀκριβῶς κατηγόρησε, καὶ ᾔτει παρὰ τῶν δικαστῶν ἀποκτεῖναι τὸν νεανίσκον. Οἱ δὲ ἐξεπλάγησαν καὶ ἀμφοτέρους ἐπὶ τὸν βασιλέα Ἀρταξέρξην ἤγαγον. Τὰ αὐτὰ δὲ λέγοντος τοῦ Μάρδου, βασιλεὺς ἔφη: «εἶτα τολμήσεις τὸν υἱὸν ἀποθνῄσκοντα ὑπομεῖναι;». Ὁ δὲ ἔφη «πάντων μάλιστα· ἐπεὶ καὶ ὅταν τῶν φυομένων θριδακινῶν τὰς ἐκφύσεις τὰς πικράς ἀφαιρῶ, οὐδὲν ἡ μήτηρ αὐτῶν λυπεῖται, ἀλλὰ θάλλει μᾶλλον καὶ γλυκίων γίνεται». Ταῦτα ἀκούσας Ἀρταξέρξης ἐπῄνεσε μὲν τὸν ἄνδρα καὶ τῶν βασιλικῶν δικαστῶν ἐποίησεν ἕνα, εἰπὼν ὅτι ὁ περὶ τῶν ἰδίων παίδων οὕτω δικαίως ἀποφαινόμενος πάντως καὶ ἐν τοῖς ἀλλοτρίοις ἀκριβὴς ἔσται δικαστὴς καὶ ἀδέκαστος, ἀφῆκε δὲ καὶ τὸν νεανίαν τῆς τιμωρίας, ἀπειλῶν αὐτῷ θανάτου, ἐὰν ἀδικῶν φωραθῇ ἕτερα.

Ενότητα 2η: Ἀλλ’ ἐπεί τῶν πολεμίων ὁ στόλος τῇ Ἀττικῇ κατὰ τὸ Φαληρικὸν προσφερόμενος τοὺς πέριξ ἀπέκρυψεν αἰγιαλούς, πάλιν ἐπάπταινον οἱ Πελοποννήσιοι πρὸς τὸν Ἰσθμόν. Ἔνθα δὴ ὁ Θεμιστοκλῆς ἐβουλεύετο καὶ συνετίθει τὴν περὶ τὸν Σίκιννον πραγματείαν. Ἦν δὲ τῷ μὲν γένει Πέρσης ὁ Σίκιννος, αἰχμάλωτος, εὔνους δὲ τῷ Θεμιστοκλεῖ καὶ τῶν τέκνων αὐτοῦ παιδαγωγός. Τοῦτον ἐκπέμπει πρὸς τὸν Ξέρξην κρύφα, κελεύσας λέγειν ὅτι Θεμιστοκλῆς ὁ τῶν Ἀθηναίων στρατηγὸς αἱρούμενος τὰ βασιλέως ἐξαγγέλλει πρῶτος αὐτῷ τοὺς Ἕλληνας ἀποδιδράσκοντας, καὶ διακελεύεται ἐν ᾧ ταράττονται τῶν πεζῶν χωρὶς ὄντες ἐπιθέσθαι καὶ διαφθεῖραι τὴν ναυτικὴν δύναμιν. Ταῦτα δ’ ὁ Ξέρξης ὡς ἀπ’ εὐνοίας λελεγμένα δεξάμενος, ἥσθη καὶ εὐθὺς ἐξέφερε πρὸς τοὺς ἡγεμόνας τῶν νεῶν διακοσίαις ναυσὶν ἀναχθέντας ἤδη διαζῶσαι τάς νήσους, ὅπως ἐκφύγοι μηδεὶς τῶν πολεμίων.

Ενότητα 3η: Ἐν μὲν οὖν τῷ λοιπῷ βίω τὴν τοιαύτην ἐπιείκειαν ἴσως οὐκ ἂν τις ἐκβάλλοι∙ καὶ γὰρ φιλόφιλον εἶναι δεῖ τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα καὶ φιλόπατριν καὶ συμμισεῖν τοῖς φίλοις τοὺς ἐχθροὺς καὶ συναγαπᾶν τοὺς φίλους· ὅταν δὲ τὸ τῆς ἱστορίας ἦθος ἀναλαμβάνῃ τις, ἐπιλαθέσθαι χρὴ πάντων τῶν τοιούτων καὶ πολλάκις μὲν εὐλογεῖν καὶ κοσμεῖν τοῖς μεγίστοις ἐπαίνοις τοὺς ἐχθρούς, ὅταν αἱ πράξεις ἀπαιτῶσι τοῦτο, πολλάκις δ’ ἐλέγχειν καὶ ψέγειν ἐπονειδίστως τοὺς ἀναγκαιοτάτους, ὅταν αἱ τῶν ἐπιτηδευμάτων ἁμαρτίαι τοῦθ’ ὑποδεικνύωσιν. Ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα.

Ενότητα 4η: Καλὸς δὲ παρὰ Σεληνίταις νομίζεται, ἢν ποὺ τις φαλακρὸς ᾖ. Καὶ μὴν καὶ γένεια φύουσιν μικρὸν ὑπὲρ τὰ γόνατα. Καὶ ὄνυχας ἐν τοῖς ποσὶν οὐκ ἔχουσιν, ἀλλὰ πάντες εἰσίν μονοδάκτυλοι. Καὶ ἐπειδάν ἢ πονῶσιν ἢ γυμνάζωνται, γάλακτι πᾶν τὸ σῶμα ἰδροῦσιν, ὥστε καὶ τυροὺς ἀπ’ αὐτοῦ πήγνυνται. Τοὺς δὲ ὀφθαλμοὺς περιαιρετοὺς ἔχουσι καὶ πολλοί τούς σφετέρους ἀπολέσαντες παρ’ ἄλλων χρησάμενοι ὀρῶσιν. Τινὲς δὲ καὶ πολλοὺς ἀποθέτους ἔχουσιν, οἱ πλούσιοι.Κάτοπτρον δὲ μέγιστον κεῖται ὑπὲρ φρέατος οὐ πάνυ βαθέος. Ἂν μὲν οὖν εἰς τὸ φρέαρ καταβῇ τις, ἀκούει πάντων τῶν ἐν τῇ γῇ λεγομένων, ἐὰν δὲ εἰς τὸ κάτοπτρον ἀποβλέψῃ, πάσας μὲν πόλεις, πάντα δὲ ἔθνη ὁρᾷ. Τότε καὶ τοὺς οἰκείους ἐγὼ ἐθεασάμην καὶ πάσαν τὴν πατρίδα, εἰ δὲ κἀκεῖνοι ἐμὲ ἐώρων, οὐκέτι ἔχω εἰπεῖν. Ὅστις δὲ ταῦτα μὴ πιστεύει οὕτως ἔχειν, ἂν ποτε καὶ αὐτὸς ἐκεῖσε ἀφίκηται, εἴσεται ὡς ἀληθῆ λέγω.

Ενότητα 5η: Ἀγαπητοί, μὴ γινώμεθα τῶν ἀλόγων θηριωδέστεροι. Ἐκείνοις πάντα κοινὰ καὶ οὐδὲν τοῦ ἄλλου πλέον ἔχει∙ σὺ δὲ ἄνθρωπος ὤν, θηρίου γίνῃ χαλεπώτερος, μυρίων πενήτων τροφὰς μιᾷ κατακλείων οἰκίᾳ. Καίτοι γε οὐχ ἡ φύσις ἡμῖν μόνη κοινή, ἀλλὰ καὶ ἕτερα πλείονα∙ οὐρανὸς κοινὸς καὶ ἥλιος καὶ σελήνη καὶ ἀστέρες καὶ ἀὴρ καὶ θάλασσα καὶ γῆ καὶ ζωὴ καὶ τελευτὴ καὶ γῆρας καὶ νόσος καὶ ὑγεία καὶ χρεία τροφῆς καὶ ἐνδυμάτων. Πῶς οὖν οὐκ ἄτοπον τοὺς ἐν τοσούτοις κοινωνοῦντας ἀλλήλοις ἐν τοῖς χρήμασιν οὕτως εἶναι πλεονέκτας, καὶ τὴν αὐτὴν μὴ διατηρεῖν ἰσονομίαν; Ὁ γὰρ θάνατος τῆς μὲν ἀπολαύσεως ἀπάγει, πρὸς δὲ τὰς εὐθύνας ἄγει. Ἵν’ οὖν μὴ τοῦτο γένηται, πολλῇ χρησώμεθα τῇ ἐλεημοσύνῃ. Αὕτη γὰρ ἐστιν ἡ βασίλισσα τῶν ἀρετῶν, ἥ καὶ ἐξαιρήσεται ἡμᾶς τῆς τιμωρίας. Τὰ περιττὰ δὴ ποιήσωμεν χρήσιμα, τὸν πολὺν προέμενοι πλοῦτον, καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως, κἄν μυρία πεπλημμεληκότες ὦμεν, ὁ Θεὸς μεταδώσει ἡμῖν συγγνώμης.

Ενότητα 6η: Σω. Ἀλλ’ ὅμως σύ με φῄς, ὧ Μέλητε, τοιαῦτα ἐπιτηδεύοντα τοὺς νέους διαφθείρειν; Καίτοι ἐπιστάμεθα μὲν δήπου τίνες εἰσὶ νέων διαφθοραί∙ σὺ δὲ εἰπὲ εἴ τινα οἶσθα ὑπ’ ἐμοῦ γεγενημένον ἢ ἐξ εὐσεβοῦς ἀνόσιον ἢ ἐκ σώφρονος ὑβριστήν.

Μελ. Ἀλλὰ ναί, μὰ Δί’, ἐκείνους οἶδα οὓς σὺ πέπεικας σοὶ πείθεσθαι μᾶλλον ἢ τοῖς γονεῦσι.

Σω. Ὁμολογῶ, περὶ γε παιδείας∙ τοῦτο γὰρ ἴσασιν ἐμοὶ μεμεληκός. Περὶ δὲ ὑγιείας τοῖς ἰατροῖς μᾶλλον οἱ ἄνθρωποι πείθονται ἢ τοῖς γονεῦσιν∙ καὶ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις γε πάντες δήπου οἱ Ἀθηναῖοι τοῖς φρονιμώτατα λέγουσι πείθονται μᾶλλον ἢ τοῖς προσήκουσιν. Οὐ γὰρ δὴ καὶ στρατηγοὺς αἱρεῖσθε, οὕς ἂν ἡγῆσθε περὶ τῶν πολεμικῶν φρονιμωτάτους εἶναι; Οὐκοῦν θαυμαστὸν καὶ τοῦτό σοι δοκεῖ εἶναι, ἐμὲ τούτου ἕνεκα θανάτου ὑπό σοῦ διώκεσθαι, ὅτι περὶ τοῦ μεγίστου ἀγαθοῦ ἀνθρώποις, περὶ παιδείας, βέλτιστος εἶναι ὑπὸ τινων προκρίνομαι;

Ενότητα 7η: Ἅπαντες ἐπιστάμεθα ὅτι Ἀγησίλαος, ὅπου ᾢετο τὴν πατρίδα τι ὠφελήσειν, οὐ πόνων ὑφίετο, οὐ κινδύνων ἀφίστατο, οὐ χρημάτων ἐφείδετο, οὐ σῶμα, οὐ γῆρας προὐφασίζετο, ἀλλὰ καὶ βασιλέως ἀγαθοῦ τοῦτο ἔργον ἐνόμιζε, τὸ τοὺς ἀρχομένους ὡς πλεῖστα ἀγαθὰ ποιεῖν. Ἐν τοῖς μεγίστοις δέ ὠφελήμασι τῆς πατρίδος καὶ τόδε ἐγὼ τίθημι αὐτοῦ, ὅτι δυνατώτατος ὤν ἐν τῇ πόλει φανερὸς ἦν μάλιστα τοῖς νόμοις λατρεύων.

Τὶς γὰρ ἄν ἠθέλησεν ἀπειθεῖν ὁρῶν τὸν βασιλέα πειθόμενον; […] Ὅς καὶ πρὸς τοὺς διαφόρους ἐν τῇ πόλει ὥσπερ πατὴρ πρὸς παῖδας προσεφέρετο. Ἐλοιδορεῖτο μὲν γὰρ ἐπὶ τοῖς ἁμαρτήμασιν, ἐτίμα δ’ εἴ τι καλὸν πράττοιεν, παρίστατο δ’ εἴ τις συμφορὰ συμβαίνοι, ἐχθρὸν μὲν οὐδένα ἡγούμενος πολίτην, ἐπαινεῖν δὲ πάντας ἐθέλων, σῴζεσθαι δὲ πάντας κέρδος νομίζων, ζημίαν δὲ τιθεὶς εἰ καί ὁ μικροῦ ἄξιος ἀπόλοιτο.

Ενότητα 8η: Ἦν χρόνος ὅτ’ ἦν ἄτακτος ἀνθρώπων βίος καὶ θηριώδης ἰσχύος θ’ ὑπηρέτης, ὅτ’ ούδὲν ἆθλον οὔτε τοῖς ἐσθλοῖσιν ἦν οὔτ’ αὖ κόλασμα τοῖς κακοῖς ἐγίγνετο. κἄπειτά μοι δοκοῦσιν ἅνθρωποι νόμους θέσθαι κολαστάς, ἵνα δίκη τύραννος ᾖ τὴν θ’ ὕβριν δούλην ἔχῃ· ἐζημιοῦτο δ’ εἴ τις ἐξαμαρτάνοι. Ἔπειτ’ ἐπειδὴ τἀμφανῆ μὲν οἱ νόμοι ἀπεῖργον αὐτοὺς ἔργα μὴ πράσσειν βίᾳ, λάθρα δ’ ἔπρασσον, τηνικαῦτα μοι δοκεῖ πυκνός τις καὶ σοφὸς γνώμην ἀνὴρ θεῶν δέος θνητοῖσιν ἐξευρεῖν, ὅπως εἴη τι δεῖμα τοῖς κακοῖσι, κἄν λάθρα πράσσωσιν ἤ λέγωσιν ἤ φρονῶσί τι. Ἐντεῦθεν οὖν τό θεῖον εἰσηγήσατο, ὡς ἔστι δαίμων ἀφθίτῳ θάλλων βίῳ νόῳ τ’ ἀκούων καὶ βλέπων, φρονῶν τε καί προσέχων τε ταῦτα καὶ φύσιν θείαν φορῶν, ὅς πᾶν μὲν τό λεχθὲν ἐν βροτοῖς ἀκούσεται, τὸ δρώμενον δὲ πᾶν ἰδεῖν δυνήσεται.

Ενότητα 9η: Κατὰ δὲ τὴν ἐς Ὀλυμπίαν ὁδὸν ἔστιν ὄρος πέτραις ὑψηλαῖς ἀπότομον, Τυπαῖον καλούμενον. Κατὰ τούτου τὰς γυναῖκας Ἠλείοις ἐστὶν ὠθεῖν νόμος, ἤν φωραθῶσιν ἐς τὸν ἀγῶνα ἐλθοῦσαι τὸν Ὀλυμπικὸν ἤ καὶ ὅλως ἐν ταῖς ἀπειρημέναις σφίσιν ἡμέραις διαβᾶσαι τὸν Ἀλφειόν. Οὐ μὴν οὐδὲ ἁλῶναι λέγουσιν οὐδεμίαν, ὅτι μὴ Καλλιπάτειραν μόνην, ἥ ὑπό τινων καὶ Φερενίκη καλεῖται. Αὕτη προαποθανόντος αὐτῇ τοῦ ἀνδρός, ἐξεικάσασα αὑτὴν τὰ πάντα ἀνδρὶ γυμναστῇ, ἤγαγεν ἐς Ὀλυμπίαν τὸν υἱὸν μαχούμενον· νικῶντος δὲ τοῦ Πεισιρόδου, τὸ ἔρυμα ἐν ᾧ τοὺς γυμνστὰς ἔχουσιν ἀπειλημμένους, τοῦτο ὑπερπηδῶσα ἡ Καλλιπάτειρα ἐγυμνώθη. Φωραθείσης δὲ ὅτι εἴη γυνή, ταύτην ἀφιᾶσιν ἀζήμιον καὶ τῷ πατρί καὶ ἀδελφοῖς αὐτῆς καὶ τῷ παιδί αἰδῶ νέμοντες - ὑπῆρχον δὴ ἅπασιν αὐτοῖς Ὀλυμπικαὶ νῖκαι - ἐποίησαν δὲ νόμον ἐς τὸ ἔπειτα ἐπὶ τοῖς γυμνασταῖς γυμνοὺς σφᾶς ἐς τὸν ἀγῶνα ἐσέρχεσθαι.

Ενότητα 10η: ΣΩΣ: Ὁπόσα ἔπραττον ἐν τῷ βίῳ, πότερα ἑκὼν ἔπραττον ἤ ἐπεκέκλωστό μοι ὑπό τῆς Μοίρας;

ΜΙΝ: Ὑπό τῆς Μοίρας δηλαδή.

ΣΩΣ: Οὐκοῦν καὶ οἱ χρηστοὶ ἅπαντες καὶ οἱ πονηροὶ δοκοῦντες ἐκείνῃ ὑπηρετοῦντες ταῦτα ἐδρῶμεν;

ΜΙΝ: Ναί, τῇ Κλωθοῖ, ἥ ἑκάστῳ ἐπέταξε γεννηθέντι τὰ πρακτέα.

ΣΩΣ: Εἰ τοίνυν ἀναγκασθεὶς τις ὑπ’ ἄλλου φονεύσαι τινὰ οὐ δυνάμενος ἀντιλέγειν, οἷον δήμιος ἤ δορυφόρος, ὁ μὲν δικαστῇ πεισθείς, ὁ δέ τυράννῳ, τίνα αἰτιάσῃ τοῦ φόνου;

ΜΙΝ: Δῆλον ὡς τὸν δικαστὴν ἤ τὸν τύραννον, ἐπεί οὐδέ τὸ ξίφος αὐτό· ὑπηρετεῖ γάρ ὄργανον ὄν τοῦτο πρὸς τὸν θυμόν τῷ πρώτῳ παρασχόντι τὴν αἰτίαν.

ΣΩΣ: Οὐκοῦν ὁρᾷς πῶς ἄδικα ποιεῖς κολάζων ἡμᾶς ὑπηρέτας γενομένους ὧν ἡ Κλωθώ προσέταττεν; Οὐ γὰρ δὴ ἐκεῖνό γε εἰπεῖν ἔχοι τις ὡς ἀντιλέγειν δυνατὸν ἦν τοῖς μετὰ πάσης ἀνάγκης προστεταγμένοις.

ΜΙΝ: Ὦ Σώστρατε, πολλὰ ἴδοις ἄν καὶ ἄλλα οὐ κατὰ λόγον γιγνόμενα, εἰ ἀκριβῶς ἐξετάζοις. Ἀπόλυσον αὐτόν, ὦ Ἑρμῆ, καὶ μηκέτι κολαζέσθω. Ὅρα δὲ μὴ καὶ τοὺς ἄλλους νεκροὺς τὰ ὅμοια ἐρωτᾶν διδάξῃς.

Ενότητα 11η: Ὅς ἄν τολμήσῃ πατέρα ἤ μητέρα ἤ τούτων πατέρας ἤ μητέρας τύπτειν, πρῶτον μὲν ὁ προστυγχάνων βοηθείτω, καὶ ὁ μὲν μέτοικος ἤ ξένος εἰς προεδρίαν τῶν ἀγώνων καλείσθω βοηθῶν, μὴ βοηθήσας δὲ ἀειφυγίαν ἐκ τῆς χώρας φευγέτω· ὁ δὲ μὴ μέτοικος βοηθῶν μὲν ἔπαινον ἐχέτω, μὴ βοηθῶν δέ, ψόγον· δοῦλος δὲ βοηθήσας μὲν ἐλεύθερος γιγνέσθω, μὴ βοηθήσας δὲ πληγὰς ἑκατὸν τῇ μάστιγι τυπτέσθω. Ἐὰν δέ τις ὄφλῃ δίκην αἰκίας γονέων, πρῶτον μὲν φευγέτω ἀειφυγίαν ἐξ ἄστεως εἰς τὴν ἄλλην χώραν καὶ πάντων ἱερῶν εἰργέσθω, κατελθὼν δὲ θανάτῳ ζημιούσθω. Ἐὰν δέ τις ἐλεύθερος τῷ τοιούτῳ συμφάγῃ ἤ συμπίῃ ἤ τινα τοιαύτην ἄλλην κοινωνίαν κοινωνήσῃ ἤ καὶ μόνον ἐντυγχάνων που προσάπτηται ἑκών, μήτε εἰς ἱερὸν ἔλθῃ μηδὲν μήτ’ εἰς ἀγοράν μήτ’εἰς πόλιν ὅλως πρότερον ἤ καθήρηται.

Ενότητα 12η: Ἔστωσαν δύο ἁμαρτωλοί, ὁ μὲν κολαζόμενος, ὁ δὲ μὴ κολαζόμενος. Μὴ λέγε, μακάριος οὗτος, ὅτι πλουτεῖ, ὀρφανοὺς ἀποδύει, χήρας βιάζεται. Καίτοι οὐ νοσεῖ, ἀλλ’ ἁρπάζων εὐδοκιμεῖ, τιμῆς μεγάλης ἀπολαύει καὶ δυναστείας, οὐδὲν τῶν ἀνθρωπίνων κακῶν ὑπομένει· ἀλλὰ τοῦτον μάλιστα θρήνει, ὅτι καὶ νοσεῖ καὶ οὐ θεραπεύεται. Ἐὰν ἴδῃς τινὰ ὑδέρῳ κατεχόμενον, καὶ μὴ τρέχοντα πρὸς τὸν ἱατρόν, ἀλλά τράπεζαν ἔχοντα Συβαριτικήν, μεθύοντα καὶ ἐπιτείνοντα τὴν νόσον, μακαρίζεις τοῦτον, ἤ ταλανίζεις;

Ἐὰν δὲ ἕτερον ἴδῃς ὑδέρῳ κατεχόμενον, ἱατρικῶν ἀπολαύοντα χειρῶν, λιμῷ ἑαυτὸν ἐκδιδόντα, φαρμάκοις προσκαρτεροῦντα πικροῖς, οὐχὶ τοῦτον πολὺ μᾶλλον ἐκείνου μακαρίζεις; Ὡμολόγηται· ὁ μὲν γὰρ νοσεῖ, καὶ οὐ θεραπεύεται· ὁ δὲ νοσεῖ, καὶ ἀπολαύει ἰατρείας. Ἐπίπονος μὲν ἡ ἰατρεία, ἀλλ’ ὠφέλιμον αὐτῆς τὸ τέλος. Οὕτως ἐστὶ καὶ ἐν τῷ παρόντι βίῳ.

Ενότητα 13η: Πολλῶν ἡδονῶν οὐσῶν, αἵ τὸν ἄνθρωπον ἐνδιδόναι αὐταῖς βιάζονται παρὰ τὸ συμφέρον, δυσμαχωτάτη εἶναι δοκεῖ ἡ περὶ τροφήν ἡδονή. Ταῖς μὲν γὰρ ἄλλαις ἡδοναῖς σπανιώτερον ὁμιλοῦμεν, ταύτης δὲ ἀνὰ πᾶσαν ἡμέραν πάντως πειρᾶσθαι ἀνάγκη, ὥστε πλείους οἱ ἐνταῦθα κίνδυνοι. Καὶ γὰρ ὁ πλέον ἤ δεῖ ἐσθίων ἁμαρτάνει, καὶ ὁ κατασπεύδων ἐν τῷ ἐσθίειν, καὶ ὁ τὰ ἡδίω τῶν ὑγιεινοτέρων βρώματα προτιμῶν. Ἔστι δὲ ἁμαρτία περὶ τροφήν καὶ ὅταν παρὰ καιρὸν προσφερώμεθα αὐτήν. Ἔτι δὴ καὶ ἄλλων ἁμαρτιῶν οὐσῶν περὶ τροφήν, δεῖ ἁπασῶν καθαρεύειν. Καθαρεύοι δ’ ἄν τις ἐθίζων αὑτὸν αἱρεῖσθαι σῖτον οὐχ ἵνα ἥδηται ἀλλ’ ἵνα τρέφηται, οὐδ’ ἵνα λεαίνηται τὴν κατάποσιν ἀλλ’ ἵνα ῥωννύηται τὸ σῶμα. Καὶ γὰρ γέγονεν ἡ μὲν κατάποσις δίοδος εἶναι τροφῆς, οὐχ ἡδονῆς ὄργανον, ἡ δὲ γαστὴρ τοῦ αὐτοῦ χάριν οὗπερ ἕνεκα καὶ φυτῷ ῥίζα γέγονεν. Διὸ καὶ προσήκει ἐσθίειν ἡμῖν ἵνα ζῶμεν, οὐχ ἵνα ἡδώμεθα.

Ενότητα 14η: Οἱ Εὐβοεῖς ἁλιεῖς τοῖς δελφῖσι ἰσομοιρίαν τῆς θήρας ἀπονέμουσι. Καὶ ἡ ἄγρα τοιαύτη ἐστί. Τῆς πρῴρας τῶν ἀκατίων κοίλας τινὰς ἐξαρτῶσιν ἐσχαρίδας πυρὸς ἐνακμάζοντος· καὶ εἰσὶ διαφανεῖς, ὡς καὶ στέγειν τὸ πῦρ καὶ μὴ κρύπτειν τὸ φῶς. Οἱ τοίνυν ἰχθύες δεδιότες τὴν αὐγὴν πλησιάζουσι μαθεῖν βουλόμενοι τοῦ φοβοῦντος σφᾶς τὴν αἰτίαν· εἶτα ἐκπλαγέντες πρός τινι πέτρᾳ ἡσυχάζουσιν ἀθρόοι παλλόμενοι τῷ δέει. Οἱ δὲ παρανηχόμενοι δελφῖνες τοὺς ἐξωτέρω τῶν ἰχθύων φοβοῦντες ὠθοῦσι καὶ τοῦ διαδιδράσκειν ἀναστέλλουσιν. Οὐκοῦν ἐκεῖνοι πιεζόμενοι πανταχόθεν καὶ τρόπον τινὰ κεκυκλωμένοι ἁλίσκονται. Καὶ οἱ δελφῖνες προσίασιν ὡς ἀπαιτοῦντες τοῦ κοινοῦ πόνου τὴν ἐπικαρπίαν τὴν ὀφειλομένην σφίσιν ἐκ τῆς νομῆς, καὶ οἵ γε ἁλιεῖς πιστῶς καὶ εὐγνωμόνως ἀφίστανται τοῖς συνθήροις τοῦ δικαίου μέρους, εἰ βούλονται καὶ πάλιν σφίσι συμμάχους ἀκλήτους παρεῖναι.

Ενότητα 15η: Φύντες καλῶς καὶ φρονοῦντες ὅμοια, πολλὰ μὲν καλά καὶ θαυμαστά οἱ πρόγονοι τῶν ἐνθάδε κειμένων ἠργάσαντο, ἀείμνηστα δὲ καὶ μεγάλα οἱ ἐξ ἐκείνων γεγονότες τρόπαια διὰ τὴν αὑτῶν ἀρετὴν κατέλιπον. Μόνοι γὰρ ὑπὲρ ἁπάσης τῆς Ἑλλάδος πρὸς πολλὰς μυριάδας τῶν βαρβάρων διεκινδύνευσαν. Ὁ γὰρ τῆς Ἀσίας βασιλεὺς ἐλπίζων καὶ τὴν Εὐρώπην δουλώσεσθαι ἔστειλε πεντήκοντα μυριάδας στρατιάν. Ἡγησάμενοι δέ, εἰ τήνδε τὴν πόλιν ἤ ἑκοῦσαν φίλην ποιήσαιντο ἤ ἄκουσαν καταστρέψαιντο, ῥᾳδίως τῶν πολλῶν Ἑλλήνων ἄρξειν, ἀπέβησαν εἰς Μαραθῶνα, νομίσαντες οὕτως ἄν ἐρημοτάτους εἶναι συμμάχων τοὺς Ἕλληνας, εἰ ἔτι στασιαζούσης τῆς Ἑλλάδος τὸν κίνδυνον ποιήσαιντο. Ἔτι δ’ αὐτοῖς ἐκ τῶν προτέρων ἔργων περὶ τῆς πόλεως τοιαύτη δόξα παρειστήκει, ὡς εἰ μὲν πρότερον ἐπ’ ἄλλην πόλιν ἴασιν, ἐκείνοις καὶ Ἀθηναίοις πολεμήσουσι· προθύμως γὰρ τοῖς ἀδικουμένοις ἥξουσι βοηθήσοντες.

Ενότητα 16η: Βασιλεὺς Ἀλέξανδρος Στατείρᾳ καὶ Ῥοδῷ καὶ Ῥωξάνῃ τῇ ἐμῇ γυναικὶ χαίρειν. Ἀντιταξάμενον ἡμῖν Δαρεῖον οὐκ ἠμυνάμεθα, εἰ μὴ τοὐναντίον, ηὐχόμην γὰρ ἐγώ ζῶντα ὑπὸ τὰ ἐμά σκῆπτρα ἔχειν· ἐλαχίστως δὲ ἔχοντος ἐπὶ τῷ πνεύματι αὐτοῦ τοῦτον κατέλαβον ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἀναπνοῇ, ὅν ἐλεήσας τῇ ἐμαυτοῦ χλαμύδι περιέστειλα. Ἐπυθόμην δὲ παρ’ αὐτοῦ τι ἀκοῦσαι περὶ τῆς ἀπωλείας αὐτοῦ. Ὁ δὲ μοι εἶπεν· «παρακαταθήκην ἔχε τὴν ἐμὴν θυγατέρα Ῥωξάνην καὶ συμβιώσει σοι». […] Τοὺς μὲν αἰτίους τῆς ἀπωλείας αὐτοῦ ἠμυνάμην ἀξιοπρεπῶς […]. Προσέταξα δὲ ἡρῷον αὐτῷ γενέσθαι παρὰ τοὺς πατρῴους αὐτῷ ἥρωας· καὶ ὑμεῖς δὲ τῆς λύπης αὐτοῦ παύσασθε· ἐγὼ γὰρ ὑμᾶς ἀποκαταστήσω εἰς τὰ ἴδια βασίλεια […]. Κατὰ γοῦν τὰς διατάξεις Δαρείου Ῥωξάνην τὴν ἐμὴν γυναῖκα σύνθρονόν μου εἶναι βούλομαι, ἐὰν δὲ καὶ ὑμεῖς μοι συμπνεύσητε, προσκυνεῖσθαι αὐτὴν ὡς Ἀλεξάνδρου γυναῖκα βούλομαι καὶ κελεύω. Ἔρρωσθε.

Ενότητα 17η: Φίλτατοι δ’ εἰσὶν οἱ ἐρῳδιοὶ τοῖς ἀνθρώποις καὶ προσημαίνουσιν εὐδίαν τε καὶ χειμῶνα, μάλιστα πρὸς ἐκεῖνο τὸ μέρος, ὅθεν ἄν μέλλῃ σφοδρότατος ἄνεμος πνεῖν, ἐπὶ τοῖς στήθεσι τὰς κεφαλὰς κατακλίνοντες. Ναύτης γοῦν οὐκ ἄν ποτε ἑκὼν ἐρῳδιὸν ἀποκτείνειεν, ἐπειδὴ πιστεύονται τοῖς ἁλιεῦσιν ἐν τῇ θαλάττῃ σημαίνειν, ὁπόσα τοῖς θηραταῖς ἐπὶ τῆς γῆς οἱ ἱέρακες. Φασί δ’ αὐτούς, καὶ ἡνίκα μία τροφὴ πᾶσιν ἦν τοῖς ὀρνέοις, πρώτους βορὰν ἐκ τῶν ὑδάτων εὑρεῖν, καὶ παρ’ αὐτῶν τοὺς λοιποὺς πάντας ἐκδιδαχθῆναι· ἐπὶ δὲ τῇ τέχνῃ μεγαλαυχήσαντας καὶ οὐδ’ αὐτὸν εἰπόντας ὑπὲρ νήξεως ἐρίζειν δύνασθαί σφισι τὸν Ποσειδῶνα τὴν ἐπιστήμην ἀποβαλεῖν τοῦ θεοῦ μηνίσαντος.

Ενότητα 18η: Ἡγοῦμαι δ’ οὐδὲ λόγους δίκαιον εἶναι καλεῖσθαι τοὺς γεγραμμένους, ἀλλ’ ὥσπερ εἴδωλα καὶ σχήματα καὶ μιμήματα λόγων, τὴν αὐτὴν περὶ αὐτῶν εἰκότως ἄν δόξαν ἔχοιμεν, ἥνπερ καὶ περὶ τῶν χαλκῶν ἀνδριάντων καὶ λιθίνων ἀγαλμάτων καὶ γεγραμμένων ζῴων. Ὥσπερ γὰρ ταῦτα μιμήματα τῶν ἀληθινῶν σωμάτων ἐστί, καὶ χρῆσιν οὐδεμίαν τῷ τῶν ἀνθρώπων βίῳ παραδίδωσι, τὸν αὐτὸν τρόπον ὁ γεγραμμένος λόγος ἐκ βιβλίου μὲν θεωρούμενος ἔχει τινὰς ἐκπλήξεις, ἐπὶ δὲ τῶν καιρῶν ἀκίνητος ὤν οὐδεμίαν ὠφέλειαν τοῖς κεκτημένοις παραδίδωσιν. Ἀλλ’ ὥσπερ ἀνδριάντων καλῶν ἀληθινὰ σώματα πολὺ χείρους τὰς εὐπρεπείας ἔχοντα πολλαπλασίους ἐπὶ τῶν ἔργων τὰς ὠφελείας παραδίδωσιν, οὕτω καὶ λόγος ὁ λεγόμενος ἔμψυχός ἐστι καὶ ζῇ καὶ τοῖς πράγμασιν ἕπεται, ὁ δὲ γεγραμμένος εἰκόνι λόγου τὴν φύσιν ὁμοίαν ἔχων ἁπάσης ἐνεργείας ἄμοιρος καθέστηκεν.