Υποστηρικτικό υλικό

Ο μύθος

Ο Châtelet εξηγεί την προσφυγή στη μυθική παράδοση με το γεγονός ότι ο φιλόσοφος είναι εν μέρει φιλόσοφος για τον εαυτό του και απευθύνεται σε μη φιλοσόφους. Στην αλληγορία του Σπηλαίου ο δεσμώτης που έχει ελευθερωθεί από τα δεσμά του και φτάνει στη θέαση της αληθινής πραγματικότητας θαμπώνεται από τον μεγάλο ήλιο του Αγαθού. Και όταν ξανακατεβαίνει κοντά στους συντρόφους του, αυτό που τον ενοχλεί και τον κάνει τόσο αδέξιο στο να εκφραστεί και να συμπεριφερθεί είναι το σκοτάδι που ξαναβρίσκει. Και στις δυο περιπτώσεις η γλώσσα της γνώσης είναι κι αυτή επίσης εν μέρει ανήμπορη να πει αυτό που είναι. Κι είναι διπλά ανήμπορη: όταν είναι υπερβολικά δεσμευμένη από το αισθητό δεν καταφέρνει να διατυπώσει στην εντέλεια την πιο υψηλή πραγματικότητα. Όταν πάλι είναι υπερβολικά αποδεσμευμένη από το αισθητό, κοπιάζει πολύ να μεταδώσει εκείνο που συνέλαβε στον «υπερουράνιο τόπο». Η εικόνα κι ο μύθος αντισταθμίζουν αυτή την ανεπάρκεια. Την αντισταθμίζουν αλλά με τρόπο θετικό, με άλλα λόγια: η μυθική αφήγηση εμπλουτίζει τη διαλεκτική, αυξάνει την αυστηρότητά της και την εκφραστικότητά της. Δεν εναντιώνεται στη λογική, παρά προσθέτει μια μεταφορική λογική στη λογική της απόδειξης. (Βλ. Fr. Châtelet, ό.π, σσ. 87-88).

Ο μύθος

Ο Πλάτων χρησιμοποιεί τους μύθους για να εκφράσει απόψεις που δεν είναι δυνατόν να θεμελιωθούν πάνω σε μια αυστηρά διαλεκτική ανάλυση. Ωστόσο δεν διαψεύδουν την ανάλυση αυτή (…) Ο μύθος χρησιμοποιείται επίσης αλληγορικά, όπως ο μύθος του Σπηλαίου στο έβδομο βιβλίο της Πολιτείας. Στην περίπτωση αυτή ο μύθος είναι μια διήγηση που εκφράζει ό,τι θα μπορούσε να εκφραστεί και με αφηρημένες έννοιες. (Βλ. Α. Μπαγιόνας, ό.π., σσ. 134-135).

Παδεία

Η μεταρρύθμιση της Πολιτείας – εννοείται ότι πρόκειται για πολιτική και ηθική μεταρρύθμιση, εφόσον για τον Πλάτωνα η ηθική δεν διαχωρίζεται από την πολιτική – προϋποθέτει και υποδήλώνει την, εκ προοιμίου, εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. (Βλ. Al. Koyrè, ό.π., σ. 90).

Οι βασιλείς- φιλόσοφοι

Η εξουσία στους βασιλείς – φιλοσόφους (…) Τελικά, είναι πράγματι τόσο παράδοξη και παράξενη η ιδέα του Πλάτωνα; Μήπως είναι, αντιθέτως, αρκούντως φυσικό ή, τουλάχιστον αρκούντως εύλογο να ανατεθεί η εξουσία σ’ εκείνον που ξέρει να διακρίνει το καλό από το κακό, την αλήθεια από την πλάνη, το πραγματικό από το απατηλό φαινόμενο; Μήπως είναι εύλογο να αναλάβει εκείνος και την ευθύνη της μόρφωσης των νέων, της επιλογής και της διάπλασης των εκλεκτών πολιτών (…) των μελλοντικών ηγετών της Πολιτείας – δηλαδή την ευθύνη ενός τομέα άκρως σημαντικού; (…) Γιατί το δικαίωμα παρέμβασης της γνώσης στις δημόσιες υποθέσεις να είναι μικρότερο από το αντίστοιχο δικαίωμα της ανδρείας, του πλούτου, της ρητορικής ευγλωττίας; Γιατί να έχουν μεγαλύτερο δικαίωμα συμμετοχής στα κοινά ακόμη και η καταγωγή και η παράδοση; Κατά βάθος, το παράδοξο δεν είναι η ιδέα του Πλάτωνα· το παράδοξο είναι το γεγονός ότι αυτή η ιδέα μου φαίνεται παράδοξη. (Al. Koyrè, ό.π., σσ. 87-88).

Οδός άνω και οδός κάτω

Επιβλητική εικόνα για τον δρόμο του ανθρώπου ο οποίος προχωρεί για να γνωρίση την αλήθεια της ύπαρξης, η παρομοίωση της σπηλιάς. Διακρίνονται 5 βαθμίδες. Οι τέσσερις πρώτες είναι παράλληλες με τους αναβαθμούς της γνώσης του ΣΤ΄ βιβλίου (εικασία, πίστις, διάνοια, νόησις) – α) μέσα στη σπηλιά βλέπουν μόνο σκιές - δόξα, β) απελευθέρωση από τα δεσμά - βλέπουν τη φωτιά, γ) έξω από τη σπηλιά βλέπουν τα πράγματα στο φως του ήλιου, δ) θέαση του ήλιου, της ιδέας του αγαθού, ε) ξαναγυρνούν φωτισμένοι στη σπηλιά για να απελευθερώσουν τους άλλους. Η επιστροφή αντιστοιχεί στην ηθική αναγκαιότητα, που αναγκάζει το φιλόσοφο να περάσει από την ευτυχία του θεωρητικού βίου στον ενεργητικό βίο της πολιτικής ζωής. Οι δύο έννοιες που είναι αυστηρά χωρισμένες στη διανόηση του 5ου αιώνα, εμφανίζονται στον Πλάτωνα σε μιαν καινούρια ιδιότυπη σύνδεση. (Βλ. Α. Lesky, ΙστορίατηςΑρχαίαςΕλληνικήςΛογοτεχνίας, μετ. Α. Τσοπανάκη, Θεσσαλονίκη 1964, σ. 733).

Η εικόνα του σπηλαίου

Στην εικόνα του σπηλαίου συγκεφαλαιώνει ο Πλάτων όσα τόνισε στην εικόνα του ήλιου και της γραμμής και προσπαθεί να εφαρμόσει τις θέσεις του αυτές στην πολιτική κοινότητα των ανθρώπων. Η εικόνα του σπηλαίου δεν αντιστοιχεί πλήρως στα στάδια της γραμμής, στο σπήλαιο υπάρχουν και νέα στοιχεία. Η εικόνα του σπηλαίου δείχνει την γνωστική πορεία της ανθρώπινης ψυχής και την κατάσταση της πολιτικής κοινωνίας. Επίσης ο Πλάτων προσπαθεί με την εικόνα αυτή να καθορίσει την ορθή στάση του πολιτικού άνδρα απέναντι στην πολιτική κοινωνία. Γενικά θεωρείται η καταλληλότερη εικόνα, η διαφωτίζουσα το ευρύ έργο της παιδείας. Η κάθοδος στο σπήλαιο παριστάνει τη φαινομενολογία του πολιτικού φαινομένου της ζωής και τη σχέση του πολιτικού προς την πολιτική κοινωνία. Μπορεί να διαιρεθεί στα εξής τμήματα, πέντε συνολικά:

α) Η κατάσταση μέσα στο σπήλαιο (η κατάσταση της πολιτικής κοινωνίας) 514a- 515a3.

β) Η γνωστική κατάσταση των ευρισκομένων στο σπήλαιο- η αντίληψή τους για την πραγματικότητα 515a4-515c3.

γ) Η λύση από τα δεσμά και η άνοδος στο φως- η ψυχική αγαλλίαση του παιδευθέντος και φωτισθέντος ανθρώπου 514c4- 516e2.

δ) Η φαινομενολογία της καθόδου 516e3-517a7.

ε) Ερμηνεία της εικόνας του σπηλαίου 517a8-517c7.

Στο (α) οι άνθρωποι πιστεύουν ότι η μόνη πραγματικότητα είναι ό,τι βλέπουν ή ό,τι ακούνε. Η στάση τους περί της πραγματικότητας είναι εμπειρισμός, η γνωστική κατάσταση «εἰκασία». Στο (β) ο άνθρωπος είναι «πρόςμᾶλλονὄντατετραμμένος», γνωστική κατάσταση «πίστις». Η αντίληψη περί της πραγματικότητας βρίσκεται σε ανώτερο οντολογικό επίπεδο, επειδή εδώ τα όντα είναι «περισσότερο πραγματικά» (μᾶλλονὄντα). Στο (γ) βλέπει τις σκιές και τα είδωλα των πραγματικών όντων (έξοδος από το σπήλαιο), το πλήθος των ιδεών. Στο (δ) βλέπει τα αντικείμενα του κόσμου και τέλος τον ίδιο τον ήλιο – την ιδέα του αγαθού. Ο κόσμος του σπηλαίου είναι ο ορατός, ο αισθητός κόσμος, η αισθητή πραγματικότητα, ενώ ο κόσμος εκτός του σπηλαίου η νοητή πραγματικότητα, ο νοητός κόσμος. (Βλ. Κ. Βουδούρης, Πλατωνικήφιλοσοφία, Αθήναι 1976, σσ. 91-93).

Η ευδαιμονία των φυλάκων

Ο Al. Koyrè (ό.π., σ. 131) πιστεύει ότι δεν έχουμε λόγο να αμφιβάλουμε για την ευτυχία των φυλάκων, αφού θα αρνηθούν με τη θέλησή τους πράγματα που γι’ αυτούς θα είναι ανάξια λόγου, όπως κάνουν για παράδειγμα οι ασκητές, και μάλιστα θα τα αρνηθούν με ανταλλάγματα: την εξουσία, τις τιμές, το σεβασμό και την αγάπη των συμπολιτών τους.

Κριτική του Αριστοτέλη για την ευδαιμονία των φυλάκων

Ο Αριστοτέλης έχει παρατηρήσει την αφαίρεση της ευδαιμονίας των φυλάκων και διαφωνώντας προς αυτή γράφει (Πολιτικά 1264b 15) ότι ενώ (ο Σωκράτης) αφαιρεί από τους φύλακες την ευδαιμονία, ισχυρίζεται ότι ο νομοθέτης οφείλει να κάνει ευτυχισμένη όλη την πόλη, πράγμα αδύνατον, αφού κάποιοι (λίγοι ή πολλοί) δεν θα είναι ευτυχισμένοι. Η ευδαιμονία δεν αποτελείται από μέρη όπως ο άρτιος αριθμός, διότι ο αριθμός μπορεί να είναι άρτιος αλλά τα μέρη από τα οποία αποτελείται να μην είναι άρτιοι αριθμοί (π.χ. 8 = 5 + 3, 12 = 5 + 7 κτλ.). Η ευδαιμονία όμως δεν έχει αυτή την ιδιότητα. Αλλά αν δεν είναι ευτυχισμένοι οι φύλακες, ποιοι θα είναι; Όχι βέβαια οι τεχνίτες και το πλήθος αυτών που ασχολούνται με βάναυσα έργα.

Απροθυμία για εξουσία

Η ιστορία μας παρέχει πλήθος παραδείγματα ανθρώπων που απαρνήθηκαν πολύ περισσότερα για να κερδίσουν πολύ λιγότερα. Αρκεί να θυμηθούμε τα μοναστικά τάγματα. Οι «φύλακες» της πλατωνικής Πολιτείας αποτελούν ένα είδος μοναστικού τάγματος ασκητών και σοφών. (Al. Koyrè, ό.π., σ. 131).

Η Ζ΄ Επιστολή

«Και να ερευνώ βέβαια δεν έπαψα, με ποιον άραγε τρόπο θα ήταν δυνατόν να διορθωθούν και όλ’ αυτά που ανέφερα και -προπάντων- η πολιτεία γενικά, για τη δράση όμως περίμενα την κατάλληλη ώρα· και στο τέλος κατάλαβα, ότι κανένα απολύτως από τα σύγχρονά μας κράτη δεν κυβερνάται σωστά – αφού η νομοθεσία τους βρίσκεται, μπορεί κανείς να πει, σε μια κατάσταση που δεν επιδέχεται καν θεραπεία, χωρίς σοβαρή προετοιμασία μαζί με τη βοήθεια κάποιας καταπληκτικής τύχης – κι έτσι αναγκάστηκα να κάνω το εγκώμιο της αληθινής φιλοσοφίας και να λέω ότι μέσ’ απ’ αυτήν είναι δυνατόν να δει κανείς το δίκαιο παντού, και στης πολιτείας και στων ατόμων τη ζωή, και ότι επομένως οι γενεές των ανθρώπων δε θα πάψουν να υποφέρουν, παρά όταν, ή εκείνοι που σωστά και γνήσια φιλοσοφούν, πάρουν στα χέρια τους την πολιτική εξουσία, ή οι πολιτικοί ηγέτες, από μια θεία βουλή, φιλοσοφήσουν αληθινά. (326a)

Έτσι βάρυνε η γνώμη πως αν πρόκειται ποτέ να επιχειρήσει κανείς να εφαρμόσει τις σκέψεις που έγιναν απάνω στους νόμους και την πολιτεία, η δοκιμή αυτή πρέπει να γίνει τώρα· γιατί, σκέφθηκα, έναν μόνον αν πείσω αρκετά, θα έχω πραγματοποιήσει όλα τα αγαθά. Μ’ αυτή λοιπόν τη σκέψη κι αυτό το θάρρος ξεκίνησα από την πατρίδα μου, όχι όπως νόμιζαν μερικοί, αλλά πρώτα επειδή φοβόμουν μήπως φανώ ποτέ στην ίδια μου την κρίση ότι δεν είμαι παρά μόνον θεωρία κι ότι σε κανένα έργο δε θα καταπιανόμουν ποτέ θεληματικά - κι αυτό θα μου προξενούσε τη μεγαλύτερη ντροπή απέναντι του ίδιου του εαυτού μου». (328c) (Πλάτωνος ΕπιστολήΖ΄, μτφρ. Ηρώ Ε. Κορμπέτη, εκδ. Στιγμή, Αθήνα 1997, σσ. 27, 29, 35, 37).

Ο φιλόσοφος και ο άνθρωπος της δράσης

Θα μπορούσε κανείς να συγκρίνει όσα αναφέρει εδώ ο Πλάτων για το σοφό που δεν επιθυμεί την πρακτική ενασχόληση με όσα αναφέρει στο Θεαίτητο για το φιλοσοφικό βίο (172a- 176c). Ο φιλόσοφος σε αντίθεση με τον «άνθρωπο της δράσης» δεν ξέρει καλά καλά πού βρίσκονται τα δικαστήρια, η αγορά, τι γίνεται σ’ αυτά τα μέρη, δεν ανήκει σε πολιτικό κόμμα, δεν ενδιαφέρεται για τις κοσμικές εκδηλώσεις. Πέρα από τη συσχέτιση με την Πολιτεία, το χωρίο προσφέρεται για την κατανόηση της διαφοράς κριτηρίου (δεν υπάρχει ενιαία παραδεκτό μέτρο αξίας) και (κατά την άποψη του Burnet) εκφράζει τις σκέψεις του Πλάτωνα για την επικείμενη αφομοίωσή του στην κοσμική ζωή της αυλής των Συρακουσών. (Βλ. Α. Ε. Taylor, ό.π., σ. 385-386).

Η εικόνα του σπηλαίου

Η εικόνα του σπηλαίου συμπυκνώνει το νόημα του αγώνα του ανθρώπου να λυτρωθεί από τα δεσμά της φαινομενικότητας, που τον κρατούν εγκλωβισμένο στην άγνοια και την πλάνη, και να ορθωθεί στο φως της αλήθειας. Η λύτρωσή του είναι δύσκολη, είναι μια συνεχής, ανοδική και επίμοχθη πορεία γεμάτη δυσυπέρβλητα εμπόδια και αναγκασμούς. Σ’ αυτήν, ωστόσο, ο φωτισμένος άνθρωπος γίνεται παιδευτής και συμπαραστάτης του άλλου στον αγώνα της απελευθέρωσής του. Ο φωτισμένος, αυτός που κατορθώνει να φτάσει στο φως της αλήθειας, αισθάνεται το χρέος να κατέβει και πάλι στο χώρο του δεσμωτηρίου, για να γίνει με κίνδυνο της ζωής του ελευθερωτής των άλλων. Η πολιτεία είναι αυτός ο δεσμός, το χρέος της κατάβασης, ώστε οι δεσμώτες συμπολίτες να μπορέσουν να γίνουν κι αυτοί πολίτες της άνω πολιτείας, που τη φωτίζει το φως της αλήθειας. (Βλ. Κ. Π. Μιχαηλίδης, ό.π., σσ. 82-83).

Οι βασιλείς φιλόσοφοι

Οι φιλόσοφοι βγήκαν από το σκοτάδι και τις σκιές του σπηλαίου, ανέβηκαν στο αληθινό φως και αντίκρυσαν κατάματα τον ήλιο. Και βέβαια πολλοί από αυτούς, μαγεμένοι από το θάμβος του, μένουν εκεί για πάντα στην ευδαιμονία του φωτός. Ούτε σκέπτονται καν να ξανακατέβουν, για να μεριμνήσουν για τους ανθρώπους, που ζουν τη χαμένη τους ζωή μέσα σε πλανερές ανταύγειες. Τέτοιοι είναι οι απόκοσμοι, οι ξεχωριστοί, οι μοναχικοί που στέκουν πέρα και έξω από την τύρβη των εγκοσμίων. Αλλά υπάρχουν οι φιλόσοφοι, που, αφού αντίκρυσαν τον ήλιο και έκαναν κτήμα τους το φώτισμά του, τις ιδέες, δεν ξεχνούν και τους συνδεσμώτες τους και την πλάνη και το σκότος της ζωής των, και ξανακατεβαίνοντας στο σπήλαιο, λύνουν και του τυφλού λαού τα δεσμά και θέλοντας και μη, τον σέρνουν προς το φως της ιδέας. Έτσι ολοκληρώνουν το δρόμο της αρετής τους και αρτιώνουν την ανθρώπινή τους υπόσταση. Τέτοιοι είναι οι βασιλικοί άνδρες, οι φορείς του λόγου για την κοινωνική ζωή. Αυτοί ούτε την ιδέα ξεχνούν, μα ούτε και αφήνουν στην τύχη τους τούς απόκληρους του πνεύματος. Μέσα στον κόσμο της σκιάς, όπου είναι βυθισμένη η πραγματικότητα, ξέρουν και εκεί να βλέπουν και να δρουν, χωρίς στα μάτια τους να σβύση το φώτισμα της ιδέας.

Και βέβαια, για όσους δοκίμασαν την ευδαιμονία της ιδέας, η ηγεσία της πολιτείας, που σημαίνει ξανακατέβασμα στις σκιές του σπηλαίου, ανάμεσα στα σκοτάδια και τις κακίες των ανθρώπων, πάντοτε είναι άχθος, θυσία και πόνος. Την δέχονται όμως και την μοιράζονται δίκαια αναμεταξύ τους όσοι είναι άξιοι να την κρατήσουν. Γι’αυτό, προς την ηγεσία δεν τους σπρώχνει κανένα πάθος, καμία ματαιοδοξία, κανένα συμφέρον. Αν υπάκουαν σε όλα αυτά, θα στρέφονταν προς την ευδαιμονέστερη ζωή της καθαρής θεωρίας. Το καθήκον και η συνείδηση μιας ανώτερης αποστολής, η εσωτερική αμείλικτη επιταγή για την πραγματοποίηση της ιδέας, αυτή τους βάζει επί κεφαλής των πολιτειών, άτεγκτους και αδιάφορους προς ό,τι δεν είναι αντικειμενικά άξιος σκοπός, προς ό,τι δεν είναι όργανο της ιδέας. (Πολιτεία 519d, 540a). (Βλ. Κ. Τσάτσος, ό.π., σ. 137).