Α'. Σχεδιάγραμμα, Β'. Κείμενα, Γ'. Βιβλιογραφία

Θέμα: Κοινή γνώμη

Α'. Σχεδιάγραμμα

Θέμα: Ακούμε συχνά, για παράδειγμα σε προεκλογικές περιόδους, για σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης, πάνω σε διάφορα θέματα. Αφού ξεκαθαρίσετε τον όρο («κοινή γνώμη») και αναφερθείτε στους παράγοντες που τη διαμορφώνουν, να δείξετε το θετικό ή αρνητικό ρόλο της καθώς και τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες θα μπορούσε να λειτουργήσει προς τη σωστή κατεύθυνση μέσα στην κοινωνία μας.

Πρόλογος

Ε1. Με τον όρο «κοινή γνώμη» αναφερόμαστε στη γνώμη, την άποψη, την κρίση και τη θέση που έχει ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας σε σπάνιες περιπτώσεις το σύνολο πάνω σε διάφορα ζητήματα που ενδιαφέρουν κι ως ένα βαθμό απασχολούν τους πολίτες στον πολιτικό, κοινωνικό, πολιτιστικό κ.ά. τομέα ή ακόμα και αναφορικά με πρόσωπα ή ποικίλες άλλες καταστάσεις.

Κυρίως Θέμα

Ε2. Παράγοντες διαμόρφωσης

Ε3α. Θετικός ρόλος

Ε3β. Αρνητικός ρόλος (προϋποθέσεων)

Ε4. Προϋποθέσεις σωστής λειτουργίας

Επίλογος

Β'. Κείμενα

Τι είναι κοινή γνώμη

Αθανάσιος Κιτσάκης, Η Σύγχρονη Κοινωνία, σελ. 220-222

Η κοινή γνώμη εκφράζει την ανά πάσα στιγμή θέληση των μαζών και δείχνει τη στάση τους (κρυφή ή φανερή) για τα συμβάντα και τα γεγονότα της κοινωνικής πραγματικότητας, καθώς και τη δράση ή το έργο των διαφόρων κοινωνικών ομάδων ή μεμονωμένων προσωπικοτήτων. Η κοινή γνώμη, όταν εκφράζεται, μπορεί με τον έλεγχο, τη συμβουλή ή και την οξεία κριτική να ασκήσει τεράστια επίδραση στην εξέλιξη των επίκαιρων κοινωνικών προβλημάτων.

Οι κρίσεις της, κατά τα άλλα, μπορεί να είναι απλώς θέσεις εκτίμησης. Είναι ευνόητο ότι η κοινή γνώμη ρυθμίζει τη συμπεριφορά των ατόμων και των κοινωνικών ομάδων ή τη θέσπιση των θεσμών στην κοινωνία, είτε διαμορφώνοντας είτε αφομοιώνοντας (από τη σφαίρα της επιστήμης, της ιδεολογία, της θρησκείας κ.λπ.) και καλλιεργώντας ορισμένους κανόνες κοινωνικών σχέσεων.

Πρακτικά, η κοινή γνώμη δρα σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής. Ωστόσο, τα όρια των κρίσεών της είναι αρκετά καθορισμένα. Ως αντικείμενο έκφρασης της κοινής γνώμης προβάλλουν εκείνα μόνο τα γεγονότα και συμβάντα της πραγματικότητας που προκαλούν κοινωνικό ενδιαφέρον, καθώς ξεχωρίζουν με τη σπουδαιότητα και την επικαιρότητά τους.

Η κοινή γνώμη δρα τόσο στα πλαίσια της κοινωνίας γενικά, όσο και στα πλαίσια των διαφόρων τάξεων και κοινωνικών ομάδων. Με αυτή την έννοια μπορούμε να μιλούμε όχι μόνο για την κοινή γνώμη της χώρας αλλά και όλης της εργατικής τάξης, της νεολαίας, της δημοκρατίας, μιας περιοχής, των προσώπων ενός επαγγέλματος, των εργαζομένων σε μια επιχείρηση, των μελών μιας οργάνωσης κ.ο.κ.

Σχετικά με τις κοινότητες που αναφέραμε παραπάνω, ως φορέας (υποκείμενο) της κοινής γνώμης μπορεί να εμφανιστεί τόσο η κοινότητα στο σύνολό της όσο και οποιοιδήποτε κοινωνικοί σχηματισμοί της (ομάδες), ανεξάρτητα από το περιεχόμενο των κρίσεών τους, απ’ το αν αποφαίνονται «υπέρ» ή «κατά» ή αν αποτελούν την πλειοψηφία ή τη μειοψηφία. Αντίστοιχα ως προς τη δομή της μπορεί ναι είναι μονιστική, ομόθυμη και πλουραλιστική, να αποτελείται δηλαδή από σειρά απόψεων οι οποίες δε συμπίπτουν η μία με την άλλη.

Σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση το περιεχόμενο και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά (βαθμός ομοιογένειας, θετική στο σύνολό της ή και αρνητική κρίση κ.ά.) καθορίζονται από μια σειρά παράγοντες: τη δομή (πρώτα απ’ όλα την κοινωνική) της κοινότητας που εκφράζεται, το βαθμό στον οποίο συμπίπτουν τα συμφέροντα των διαφόρων ομάδων που αποτελούν αυτή την κοινότητα, το χαρακτήρα του ζητήματος που συζητείται κ.λπ.

Οι διαδικασίες της διαμόρφωσης και της και της λειτουργίας της μπορούν να προχωρούν αυθόρμητα, ανεξάρτητα από τη δράση τούτων ή εκείνων των κοινωνικών θεσμών, αλλά πιο συχνά είναι αποτέλεσμα σκόπιμης ενέργειας διάφορων κρατικών ιδρυμάτων, πολιτικών οργανώσεων, επιστημονικών και άλλων κέντρων.

Επιπλέον, η κοινή γνώμη διαμορφωμένη σε διάφορα ως προς το βάθος επίπεδα κοινωνικής συνείδησης σε επίπεδο θεωρητικής γνώσης (επιστήμης) και σε επίπεδο κοινής συνείδησης και αντανακλώντας ποικιλόμορφα συμφέροντα διαφόρων κοινωνικών ομάδων, μπορεί να είναι σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό αληθινή ή εσφαλμένη.

Συνήθη κανάλια (και μορφές) έκφρασης της κοινής γνώμης σε μια αναπτυγμένη κοινωνία είναι οι εκλογές των οργάνων εξουσίας, η συμμετοχή των μαζών στο νομοθετικό και εκτελεστικό έργο, ο τύπος και τα άλλα μέσα μαζικής επικοινωνίας, οι συνελεύσεις, οι διαδηλώσεις κ.ά. Εξάλλου, άλλος τρόπος έκφρασής της είναι οι εκδηλώσεις που προκαλούνται από πολιτικό, ερευνητικό κι άλλο παρόμοιο ενδιαφέρον και παίρνουν τη μορφή προβλημάτων, συσκέψεων, ειδικών δημοψηφισμάτων τμήματος πληθυσμού κ.λπ.

Η δραστηριότητα της λειτουργίας της και η πραγματική σημασία της στη ζωή της κοινωνίας καθορίζεται από τις κοινωνικές συνθήκες που υπάρχουν: τις γενικές που συνδέονται με το χαρακτήρα των σχέσεων παραγωγής, την ταξική δομή της κοινωνίας, με το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, του πολιτισμού κ.λπ.· και τις ειδικές, που συνδέονται με το βαθμό ανάπτυξης των δημοκρατικών θεσμών και ελευθεριών (σε πρώτη γραμμή της ελευθερίας της έκφρασης του λόγου και του τύπου και της οργάνωσης συγκεντρώσεων και διαδηλώσεων). Τεράστια σημασία από την άποψη αυτή έχει και η εγγύηση την οποία παρέχει το πολιτικό καθεστώς μιας χώρας για την ελεύθερη έκφραση της κοινής γνώμης. (623)

Η κοινή γνώμη, βασιλεύει

Κώστας Μποτόπουλος, εφ. Τα Νέα, 26/4/1999

Το 1973, ένας «απλός» τότε κοινωνιολόγος, ο Πιερ Μπουρντιέ, δημοσίευε στο περιοδικό του Σαρτρ, τους «Μοντέρνους Καιρούς», ένα άρθρο που έμελλε να αφήσει εποχή. Επιγραφόταν «Η κοινή γνώμη δεν υπάρχει». Ο συγγραφέας του είναι σήμερα, και όχι μόνο στη Γαλλία, ο γκουρού της «αντι-μονόδρομης» σκέψης, η σύγχρονη ενσάρκωση του ακτιβιστή ­και φιλάρεσκου­ διανοούμενου, που θεωρεί χρέος του να μιλά για τα πάντα, προκειμένου να υπενθυμίζει στο κοινωνικό σώμα την ουσία και την πολυπλοκότητα των πραγμάτων. Δυστυχώς όμως γι' αυτόν, αλλά, κυρίως, για όλους εμάς, αν κρίνουμε από τον ρόλο που παίζει στο σημαντικότερο ίσως γεγονός της τελευταίας δεκαετίας του αιώνα, τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία, η κοινή γνώμη όχι μόνο υπάρχει, αλλά χρησιμεύει ως το τέλειο προκάλυμμα για στερημένες ηθικού ερείσματος πολιτικές ηγεσίες.

Ο τρόπος που χρησιμοποιείται από τις κυβερνήσεις των μεγάλων δυτικών χωρών η στάση της «κοινής γνώμης» έναντι ενός γεγονότος που χρωματίζεται ήδη από τον τρόπο με τον οποίο περιγράφεται («εισβολή» ή «ανθρωπιστική βοήθεια») αποτελεί ένα πικρό μάθημα για την εξέλιξη της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Η κοινή γνώμη της Ισπανίας, για παράδειγμα, δεν είναι εγγενώς περισσότερο «φιλική» στους βομβαρδισμούς από τη γειτονική της και εξίσου απομακρυσμένη από τα πεδία των επιχειρήσεων πορτογαλική. Ποδηγετούμενη όμως από μια κυβέρνηση που θέλει να αποδείξει ότι έχει θέση ανάμεσα στους μεγάλους της Ευρώπης, δεχόμενη τη συνεχή υπενθύμιση ότι ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ είναι κι αυτός Ισπανός, οδηγούμενη έτσι στη θεώρηση ενός πολέμου ως παραδεκτού μέσου για την επικράτηση του «καλού» επί του «κακού», η ισπανική κοινή γνώμη εμφανίζεται αισθητά «θετικότερη» έναντι του πολέμου από την πορτογαλική. Μέχρις εδώ βέβαια το φαινόμενο θα μπορούσε να αποδοθεί σε μια σειρά λόγους, σχετιζόμενους με την εθνική ιδιοσυγκρασία, τον τρόπο που βλέπει τον εαυτό του και τον ρόλο του κάθε λαός, την επιρροή της εκάστοτε ηγεσίας του. Εκεί όμως που δημιουργείται ­ας πούμε τα πράγματα με το όνομά τους­ δημοκρατική παρέκβαση, είναι όταν η έτσι διαμορφωμένη κοινή γνώμη, στην οποία προστίθενται και οι ομόθυμες όλων των άλλων χωρών, εμφανίζεται να είναι αυτή που υπαγορεύει τη στάση των κυβερνήσεων, αυτή που δικαιώνει, στη συγκεκριμένη περίπτωση, τον πόλεμο και επιβάλλει τη συνέχισή του.

Η δημοκρατική παρέκβαση δεν έχει να κάνει με τη δυνατότητα έκφρασης και μέτρησης της κοινής γνώμης, άρα με το φαινόμενο των δημοσκοπήσεων αυτό καθεαυτό. Αλλά με τη δήθεν μετακύλιση, στο όνομα του σεβασμού της λαϊκής κυριαρχίας, της ευθύνης των αποφάσεων, ιδίως των μεγάλων αποφάσεων, σε ένα τεχνητό δημιούργημα, όπως είναι η ακόμα και «μετρημένη» με τον πιο αδιάβλητο επιστημονικά τρόπο, κοινή γνώμη. Σε αυτό το σημείο ο Μπουρντιέ είχε δίκιο: η κοινή γνώμη «δεν υπάρχει», υπό την έννοια ότι οι αποφασίζοντες την επικαλούνται, στην ουσία τη δημιουργούν, μόνον όταν θέλουν να τους πει κάτι, και συνήθως ξέροντας από πριν τι είναι αυτό που θα τους πει. Δεν μπορούσε όμως να προβλέψει ότι θα την χρησιμοποιούσαν για να καλύψει έναν πόλεμο, όπως δεν μπορούσε, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία, να φαντασθεί ότι θα αποτελούσε, στη δεκαετία του ογδόντα, το βασικό μέσο για τη μετατροπή του ιστορικού πειράματος σοσιαλιστικής διακυβέρνησης στις χώρες του Νότου σε δήθεν «απόδειξη» ότι η Αριστερά στην εξουσία πρέπει να πάψει να είναι Αριστερά.

Ρόλος των πολιτικών ηγεσιών είναι, ακούγοντας βέβαια τη «φωνή του λαού», να παίρνουν τις κρίσιμες αποφάσεις με βάση το συμφέρον της κάθε χώρας και τις ηθικές τους αντιλήψεις και όχι να κρύβονται πίσω από αυτή τη φωνή, για να ακολουθούν εξελίξεις που δεν μπορούν να επηρεάσουν. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο θα ήταν μικροψυχία να μην εξαρθεί, έστω κι αν δεν πήγαινε αντίθετα στην ελληνική κοινή γνώμη, η παρέμβαση του Έλληνα Πρωθυπουργού στη «γιορτή» του ΝΑΤΟ. Είναι ακόμα νωρίς για να φανεί αν ανέστρεψε οριστικά το πολιτικό κλίμα, πρόσφερε πάντως κάτι σημαντικότερο, την αίσθηση του πραγματικού πολιτικού λόγου.

Ο δικηγόρος Κώστας Β. Μποτόπουλος είναι διδάκτωρ του Συνταγματικού Δικαίου.

Κάνει λάθος ο λαός;

Γιώργος Κουμάντος, εφ. Καθημερινή, 25/7/2004

Και μόνη η ερώτηση φαίνεται βέβηλη. Όλο το οικοδόμημα της δημοκρατίας στηρίζεται στην υπόθεση ότι ο κυρίαρχος λαός, μέσα από τις σωστές διαδικασίες έκφρασης της θέλησής του, κάνει τις επιλογές που, εξ ορισμού, δεν μπορεί παρά να είναι οι καλύτερες: επιλέγει τους κατάλληλους αντιπροσώπους του, μέσω αυτών επιλέγει την κατάλληλη κυβέρνηση, τους κατάλληλους νόμους, την κατάλληλη πολιτική. H αμφισβήτηση αυτής της υπόθεσης φαίνεται να οδηγεί κατευθείαν στην αποδοχή ότι υπάρχουν κάποιοι άλλοι άνθρωποι ή κάποιες άλλες ομάδες ανθρώπων (το προλεταριάτο, οι ένοπλες δυνάμεις, κάποιοι «διανοούμενοι», η Εκκλησία;) που διακρίνουν καλύτερα το σωστό και άρα θα ήταν δικαιολογημένη η αξίωσή τους να τους επιβάλλουν.

Άλλωστε, αυτό το μεθοδολογικά αναγκαίο στήριγμα της δημοκρατίας φαίνεται να επιβεβαιώνεται από την τρέχουσα πολιτική ρητορεία – όσο η ρητορεία μπορεί να επιβεβαιώσει κάτι. Συνεχείς οι αναφορές στο «αισθητήριο του λαού», στο «ένστικτο του λαού», στη «δίκαιη αντίδραση του λαού» που τελικά θα δικαιώσει εκείνους που τον επικαλούνται. Μπορεί αυτή η ρητορική κολακεία του κυρίαρχου (και ψηφοφόρου!) λαού, όταν ξεπεράσει κάποια ακραία όρια, να κατηγορείται ως λαϊκισμός. Αλλά όταν δεν είναι παρατραβηγμένη, δεν είναι παρά η κανονική, σχεδόν αυτονόητη αποδοχή των θεμελίων του πολιτεύματός μας.

Ποιος κρίνει το σωστό

Ας τολμήσουμε την κρίσιμη ερώτηση: πόσο επιβεβαιώνεται εμπειρικά αυτή η υπόθεση ότι ο λαός είναι αλάνθαστος την ώρα που ασκεί τις κυριαρχικές του εξουσίες; Βέβαια, η ερώτηση αυτή κρύβει μια παγίδα. Γιατί περικλείνει την υπόθεση ότι υπάρχει κάτι που είναι αντικειμενικά σωστό και που η λαϊκή θέληση το βρίσκει ή δεν το βρίσκει. Υπάρχει όμως πραγματικά, σε κάθε ιστορική στιγμή, κάτι που είναι το αντικειμενικά ορθότερο; Ποιος το κρίνει και με ποια κριτήρια;

Δύσκολη η απάντηση στις ερωτήσεις αυτές. Προπάντων γιατί η καταφυγή στο εύκολο κριτήριο του συμφέροντος για τον λαό, αναγκαστικά προκαλεί την αντίρρηση: συμφέρον για ποιο τμήμα του λαού; Eίναι γνωστό ότι τα συμφέροντα των διαφόρων λαϊκών ομάδων δεν συμπίπτουν, ότι συχνά μάλιστα τα συμφέροντα αυτά συγκρούονται –ακόμα και αν δεχθούμε ότι, για κάποια θέματα, υπάρχει κάποιο υπέρτερο συμφέρον κοινό για όλες τις ομάδες του λαού, αυτό που καμιά φορά προβάλλεται ως εθνικό συμφέρον.

H διαφοροποίηση των συμφερόντων ή έστω η διαφοροποίηση των αντιλήψεων περί του συμφέροντος (του εθνικού ή κάποιας κοινωνικής ομάδας) εκδηλώνεται και με το γεγονός ότι ποτέ, σε καμιά δημοκρατία, οι αποφάσεις δεν παίρνονται ομόφωνα. H ύπαρξη πλειοψηφίας και μειοψηφιών δείχνει όμως και εμπειρικά ότι οι λαοί μπορεί και να πλανώνται: αλάνθαστη θα ήταν η, ενδεχομένως μικρή, πλειοψηφία και σε λάθος ένα ενδεχομένως σοβαρό ποσοστό του λαού που δεν κατορθώνει να φθάσει στην πλειοψηφία.

Στην πραγματικότητα τα μεγάλα λαϊκά ιστορικά λάθη διαπιστώνονται μόνον εκ των υστέρων, όταν κάποιο κακό, γενικό και αναμφισβήτητο έχει πια συμβεί και στη ρίζα του εντοπίζεις κάποια σφαλερή λαϊκή επιλογή. Συνήθως μάλιστα αυτό το λαϊκό σφάλμα πανηγυρίζεται (έστω: από τους περισσότερους) ως λαϊκή νίκη και μπορεί, για κάμποσο καιρό, να έχει θετικά αποτελέσματα. Xωρίς να θέλω να ξεσηκώσω διατριβές με ιστορικές αντιδικίες, τέτοιο λαϊκό σφάλμα δεν φαίνεται να ήταν η καταψήφιση του Bενιζέλου το 1920 που οδήγησε στη Mικρασιατική Kαταστροφή; Iσως να είχε αποτραπεί, ίσως να ήταν πιο περιορισμένη αν ο Bενιζέλος διατηρούσε την ευθύνη της διακυβέρνησης του τόπου. Ή, για να αναφερθώ σε κάτι λιγότερο φορτισμένο με εσωτερικές αντιθέσεις, η εκλογική νίκη του Xίτλερ το 1933 δεν έφερε, ύστερα από μια πρώτη περίοδο ευημερίας (για όσους δεν είχαν δημοκρατικές ευαισθησίες) τις απίστευτες καταστροφές που προκάλεσε στη Γερμανία ο B' Παγκόσμιος Πόλεμος;

Δημοψηφίσματα και έμμεση δημοκρατία

Aυτή η εύλογη δυσπιστία στο αλάνθαστο της λαϊκής κρίσης βρίσκεται στη βάση και της, κατά κανόνα, αποφυγής των δημοψηφισμάτων στα περισσότερα σύγχρονα δημοκρατικά πολιτεύματα. Παρά την εντύπωση που δημιουργεί αυτός ο θεσμός της λεγόμενης άμεσης δημοκρατίας, οι αρνητικές του όψεις πλεονάζουν. Oχι μόνον γιατί όλα εξαρτώνται από τη διατύπωση του θέματος που μπαίνει στην κρίση του λαού, αλλά και γιατί κινδυνεύουν να επικρατήσουν κάποια άμεσα συμφέροντα ή κάποιες άμεσες εντυπώσεις χωρίς την ευθύνη κάποιας πληρέστερης θεώρησης του προβλήματος.

Aυτός είναι ο λόγος για τον οποίο όλες οι σύγχρονες δημοκρατίες (έως έναν μεγάλο βαθμό και η ελβετική, όπου το δημοψήφισμα έχει μεγάλη διάδοση) δεν κάνουν χρήση των δυνατοτήτων άμεσης δημοκρατίας που προσφέρει η σύγχρονη ηλεκτρονική τεχνική, αλλά εμμένουν στα παραδοσιακά συστήματα της έμμεσης έκφρασης της λαϊκής βούλησης, με την εκλογή αντιπροσώπων. Bεβαίως, πολλά μειονεκτήματα μπορεί να εμφανίζει η διαδικασία της εκλογής των βουλευτών και η ίδια η άσκηση του λειτουργήματός της, αλλά τελικά κρίνεται ότι λειτουργούν ως καλοδεχούμενο φίλτρο των λαϊκών επιλογών.

Kάποια ελάχιστα όρια ενημέρωσης, συνέχειας και ευθύνης αποτελούν φραγμούς από τους οποίους περνάει η πρωτογενής αλλά και πρωτόγονη λαϊκή βούληση.

H ανάγκη της ενημέρωσης

O αντιπρόσωπος πρέπει να λειτουργεί και συχνά λειτουργεί και ως παιδαγωγός: αυτός ο λαός που καλείται, ως κυρίαρχος, να αποφασίσει για τις τύχες του (όπου περιλαμβάνεται και η τύχη του περιβάλλοντος και η τύχη κάποιων παραδόσεων και η τύχη των γενεών που έρχονται) από κάποιους πρέπει να ενημερωθεί για τις πραγματικές όψεις των προβλημάτων που τον περιβάλλουν – όλα δεν βγαίνουν από τις άμεσα βιωμένες εμπειρίες κι από τα άμεσα συμφέροντα. O πολιτικός, έστω λειψά, κατά κανόνα παρέχει αυτήν την ενημέρωση. Κι αν θελήσει να την παράσχει παραμορφωτικά, υπάρχουν πάντα οι αντίλογοι των πολιτικών αντιπάλων του που κάπως συμπληρώνουν την πληροφόρηση – απόδειξη ότι συχνά προκαλούν μετακινήσεις των λαϊκών επιλογών.

Παρ’ όλα αυτά, τίποτα δεν αποκλείει –και συχνά συμβαίνει– ο πολιτικός να μην εκπληρώνει τον παιδαγωγικό του ρόλο για την ενημέρωση του πολίτη. Και, βέβαια, για την εκπλήρωση αυτού του ρόλου συχνά δεν μπορεί κανείς να βασισθεί ούτε στα μέσα μαζικής επικοινωνίας που κι αυτά μπορεί να λειτουργούν παραμορφωτικά ή απλώς συσκοτιστικά (κατευθύνοντας τη λαϊκή προσοχή μακριά από τα κρίσιμα προβλήματα). Κι εδώ, το μόνο προσφερόμενο φάρμακο είναι η ελπίδα ότι, σ’ ένα πλαίσιο ελεύθερης λειτουργίας, η ενημερωτική ανεπάρκεια του ενός μέσου μαζικής επικοινωνίας θα αναπληρώνεται από κάποιο άλλο – αν δεν υπάρχει αντικειμενικότητα και πληρότητα, τουλάχιστον υπάρχει πολυφωνία.

Όλες οι σκέψεις που διατυπώθηκαν οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι λαοί μπορεί να πλανώνται κι ότι η άσκηση της κυριαρχίας τους μπορεί να οδηγήσει σε αποφάσεις που εκ των υστέρων αποδεικνύονται στραβές, ενδεχομένως και καταστρεπτικές. Αυτό δείχνει τους κινδύνους του δημοκρατικού πολιτεύματος, κινδύνους όμως που πρέπει να γίνουν αποδεκτοί γιατί όσα μειονεκτήματα κι αν εμφανίζει η δημοκρατία, όλα τα άλλα συστήματα (συστήματα της κάθε λογής αυταρχικότητας) εμφανίζουν πολύ περισσότερα.

Νηπιαγωγείον «Η Κοινή Γνώμη»

Ευγένιος Αρανίτσης, εφ. Ελευθεροτυπία, 7/10/2002

Παλιά το κοινό ήταν, εκ των πραγμάτων, τοποθετημένο σε θέση κριτή, ακριβώς όπως σε μια σχέση θεάτρου ας πούμε, σχέση ανάμεσα σε κοινό και ηθοποιούς. Αυτό ίσχυε φυσιολογικά για όσο διάστημα διαρκούσε κάτι που πρέπει να αντιληφθούμε με όρους παράστασης. Άπαξ και η παράσταση αντιστράφηκε σε αναπαράσταση, άπαξ και η Μίμηση κατέληξε απομίμηση, είναι τώρα, μοιραίως, το κοινό που επωμίζεται τους ρόλους, ενώ εκείνοι που βρίσκονται πάνω στη σκηνή, η οποία στο μεταξύ μετατράπηκε σε στούντιο, αναλαμβάνουν να βαθμολογήσουν.

Αν η κοινή γνώμη εξέθετε κάποτε τον εαυτό της, δηλαδή τη γνώμη του κοινού, σε σχέση με τους αστέρες του θεάματος, πολιτικού ή άλλου, πλέον οι αστέρες κρίνουν εκείνοι την κοινή γνώμη, της οποίας την εικόνα υποτίθεται ότι κατέχουν μέσω των δημοσκοπήσεων, καθώς και μιας ολόκληρης βιομηχανίας περιφερειακών συστημάτων στατιστικής αξιολόγησης. Σ' αυτό το πλαίσιο, φυσικά, η κοινή γνώμη, εμφανίζεται αναποφάσιστη, ξεροκέφαλη, παρορμητική ή και ηλίθια. Να ποια είναι η ανάγκη που ικανοποιούν οι στατιστικές, η εξασφάλιση μιας εικόνας εκείνου που, εξ ορισμού, δεν εικονίζεται, εν είδει εγκεφαλογραφήματος. Ο άρρωστος πνέει τα λοίσθια.

Στερημένη απ' το βασιλικό προνόμιο της κρίσης, αφού δεν της απομένει παρά να υπάρχει ως όχημα επαλήθευσης των δημοσκοπήσεων, οι οποίες σταθερά την προκαταλαμβάνουν, η κοινή γνώμη πλανάται παντού σαν μία σκιώδης παρουσία που οι «επώνυμοι» επικαλούνται με δέος προκειμένου να τους επιτραπεί στη συνέχεια να ειρωνευτούν τις διακυμάνσεις της. Η κοινή γνώμη θέλει το γλυκάκι της, οπότε την καταγγέλλουν για ανωριμότητα, ή θέλει το ψωμάκι της, οπότε την επαινούν για την απόφαση να συμφωνήσει με τους ειδικούς. Στην τηλεόραση, η μελέτη των ποσοστών αποτελεί κατ' εξοχήν τη σκηνή όπου οι ηθοποιοί κρίνουν το κοινό τους. Αυτό, έχοντας χάσει κάθε δικαίωμα στην επιφύλαξη, στο απρόοπτο και, τελικά, στο μυστήριο της ετυμηγορίας, ακούει έκπληκτο να του μιλούν με τη φωνή του.

Έτσι, επικοινωνιολόγοι που δεν έχουν ποτέ στη ζωή τους τολμήσει ένα συλλογισμό ελάχιστα βαθύτερο από τη σύγκριση αριθμών, επικρίνουν την κοινή γνώμη για την πεισματική της προσκόλληση σε ορισμένες προτιμήσεις, ή για την ξαφνική αλλαγή διαθέσεων, και της μιλούν, ευγενικά πάντοτε, σαν να ήταν μωρό ή κάποιος πνευματικά καθυστερημένος. Τη στιγμή που ορκίζονται πως κάνουν ό,τι κάνουν εν ονόματί της και προς χάριν της, μοχθούν για να της εξηγήσουν πως δεν κάνει καλά να λέει αυτά που λέει, εφόσον παραβιάζει τους κανόνες της νοημοσύνης των «επωνύμων» που εκείνη έχρισε τάχα τέτοιους, δηλαδή αυτών των ίδιων.

Για να είμαστε ρεαλιστές, η καημένη η κοινή γνώμη παρακολούθησε απλώς την περίφημη μοίρα της γυναίκας του Καίσαρα. Αρχικά, έπρεπε να είναι τίμια, ύστερα έπρεπε και να φαίνεται τίμια. Κατόπιν αρκούσε απλώς να φαίνεται και, εντέλει, έπρεπε να φαίνεται περισσότερο απ' ό,τι ήταν. Σήμερα, η κοινή γνώμη καλείται να φαίνεται χωρίς να είναι, σαν να λέμε χωρίς να είναι ούτε γνώμη ούτε κοινή.

Γεγονός αυτονόητο, άλλωστε, αφού αν αποτελούσε στ' αλήθεια γνώμη, οι «επώνυμοι» αυτού του συγκεκριμένου συζητήσιμου είδους θα είχαν εμποδιστεί προ πολλού να ανατείλουν στο στερέωμα, ενώ αν ήταν κοινή, οι ίδιοι επαΐοντες δεν θα θεωρούνταν απαραίτητοι στο να λεπτολογούν τα ποσοστά, τη στιγμή που το σύνολο θα διέθετε ενιαία φωνή, έστω με τη σύγκρουση εγγεγραμμένη στο εσωτερικό της. Κατασκευασμένη εξαρχής σαν ένα οξύμωρο (κοινή και γνώμη), διακινούσε κάτι απ' τη ζωντάνια της αντίφασής της. Απ' όταν η αντινομία έδωσε τη θέση της σ' ένα σκέτο πηλίκο, σ' έναν καθαρό μέσον όρο, η κοινή γνώμη έγινε αριθμός που τον παίζουν στα δάχτυλα οι αριθμομνήμονες.

Θεωρώντας την ηλίθια ή σαν νήπιο που του εξηγείς τι σημαίνει να είσαι νήπιο, εφόσον δεν έχει ακόμη συγκροτήσει εμπειρία του εαυτού του, οι «επώνυμοι» αναλυτές, κάπως ένοχοι για τις μύχιες σκέψεις τους σχετικά με μιαν εμβρόντητη και αποχαυνωμένη μάζα, υποχρεώνονται να την κολακεύουν ή μάλλον να την κανακεύουν, κι αυτό εξηγεί τη συχνότητα της μελοδραματικής διατύπωσης, από τη μικρή οθόνη, σχολίων όπως «το κοινό δεν τρώει κουτόχορτο», «το κοινό που μας ακούει καταλαβαίνει», «ο κόσμος ακούει και κρίνει», ολοφάνερες απόπειρες των «επωνύμων» να αντισταθμίσουν την παροιμιώδη περιφρόνηση για το πλήθος εκείνο που μεταχειρίζονται σαν χοάνη απορρόφησης κάθε λογής ρητορικών απορριμμάτων.

Λένε ακόμη στην κοινή γνώμη ότι η τηλεόραση αποτελεί τον καθρέφτη της και να τους συγχωρέσει, παρακαλώ, που ο καθρέφτης θέλει καθάρισμα. Όταν η κοινή γνώμη δίνει υψηλά ποσοστά στους φασίστες, αισθάνονται να παίρνει και εκείνους η μπάλα, αφού το επάγγελμά τους στοιχειοθετείται, ακριβώς, γύρω από μιαν επιστημονική εξιδανίκευση της πηγής αυτής της αυθεντίας, οπότε -σου λέει- τι κάνουμε; Πώς θα πουλήσουμε μια τριτοκοσμική κοινή γνώμη; Ιερή, αφού απ' αυτήν τρώνε ψωμί, και ζωώδης, αφού αλλιώς δεν θα έτρωγαν ψωμί, είναι κάτι σαν το χρυσό μοσχάρι που λάτρευαν οι ειδωλολάτρες.

Έτσι, η αντιστροφή ολοκληρώνεται: εκεί που κάποτε η κοινή γνώμη ήταν διχασμένη, πράγμα που αποτελούσε το κατατεθέν σήμα της ιστορικοπολιτικής της έντασης, τώρα βρίσκονται διχασμένοι οι «επώνυμοι» κριτές της, και δεν ξέρουν τίνι τρόπω να εκθειάσουν αυτό που μόλις προ ολίγου κοστολόγησαν με το κιλό σαν αγελαδινό κρέας.

Βιβλιογραφία