Και πώς κλίνεται το «πρύτανης»;

(Κριτική στη Γραμματική Μπαμπινιώτη)

Γιάννης Χάρης, εφ. Τα Νέα, 9/7/2005

Ένα περιγραφικό, μη ρυθμιστικό λεξικό και μια περιγραφική, μη ρυθμιστική γραμματική καταγράφουν τη γλωσσική πραγματικότητα αλλά δεν τη ρυθμίζουν, όπως το λέει και η ονομασία τους («μη ρυθμιστικά»), αφού μάλιστα τη γλώσσα γενικά δεν την καθορίζουν οι ειδικοί: αυτοί απλώς τη μελετούν και την κωδικοποιούν

Σε ολόκληρη γραμματική δεν υπάρχει κλίση του ονόματος μυς. Οι μυς ή οι μύες; Άγνωστο

Αν όμως την κωδικοποιούν, μήπως και ώς ένα βαθμό τη ρυθμίζουν; Και αν είναι πλέον κοινά αποδεκτό ότι τη γλώσσα δεν την καθορίζουν οι ειδικοί, μπορεί αυτός ο κοινός (μακάρι!) τόπος να μεταφερθεί με απόλυτη συνέπεια στην εκπόνηση ενός λεξικού και μιας γραμματικής; Δηλαδή, δεν θα προκρίνει τον «σωστό» τύπο η γραμματική και τη «σωστή» γραφή μιας λέξης το λεξικό; ’ρα δεν είναι ώς ένα βαθμό επίσης αυτονόητο αλλά και αναγκαίο πως ένα λεξικό και μια γραμματική ενδέχεται να- είναι αναπόφευκτο να- οφείλει να ρυθμίζει;

Ατέλειωτη θα μπορούσε να είναι αυτή η συζήτηση, την οποία όμως μπλοκάρει κυρίως ένα αντιρυθμιστικό ιδεολόγημα, που έρχεται να το ενισχύσει ένα άλλο, πιο εύγλωττο: η πολυτυπία, η ανεμπόδιστη άντληση από ολόκληρο τον πλούτο της τρισχιλιετούς γλώσσας, με κριτήριο μοναδικό -αλλά βεβαίως παντελώς αστάθμητο- μιαν αόριστη και ούτως ή άλλως υποκειμενική αισθητική. Ιδεολογία λοιπόν, και πάλι· και πώς αλλιώς;

H σχετική συζήτηση έχει ιδανικά παραδείγματα και μαζί αντιπαραδείγματα, στις τελευταίες μου επιφυλλίδες, το Λεξικό και τη Γραμματική Μπαμπινιώτη, όπου επιχειρώ να δείξω τον κατεξοχήν ρυθμιστικό τους χαρακτήρα, αντίθετα προς τις εξαγγελίες του δημιουργού τους, και κυρίως αντίθετα προς τη λαλούσα αγορά, που πίστεψε πως βρήκε στα έργα αυτά το φανερό αντικείμενο του πόθου της, την πολυτυπία -με άλλα λόγια, και για να μην κρυβόμαστε, την παράταση ζωής στη λογιότερη ή και αρχαΐζουσα γλώσσα.

Όσο για το Λεξικό, με τη νέα ορθογραφία του (αγώρι, τσυτσυρίζω, μουλλωχτός) και προπαντός με τα όχι απλώς ρυθμιστικού αλλά αστυνομικού χαρακτήρα σχόλιά του, αποτελεί τον ορισμό εντέλει του ρυθμιστικού λεξικού. Αλλά και πιο απλά ακόμα, πέρα από την ορθογραφία: αν ένα λεξικό καταγράφει και δεν νομοθετεί, πού τη βρήκε ο Γ. Μπαμπινιώτης τη λέξη «λογοθέαμα», αφού ο ίδιος αποδίδει με αυτήν το τοκ σόου; Ή, για να χρησιμοποιήσω ένα άλλο παράδειγμα, με έναν τύπο που εγώ πάντως τον υπογράφω με τα δυο μου χέρια: το εύρο - του εύρου (για το ευρώ). Καλό θα ήταν να το κλίναμε το ευρώ· άλλο όμως τι θέλουμε, τι είναι ίσως καλό, και άλλο ποια είναι η «επίσημη» πραγματικότητα, αυτή την οποία υποτίθεται πως καταγράφει ο επιστήμονας. Πού τον βρήκε λοιπόν ο Γ. Μπαμπινιώτης τον τύπο το εύρο και τον δίνει σαν κύριο λήμμα;

Ανάλογα μη περιγραφική καταρχήν είδαμε πως είναι και η Γραμματική, που ούτε εξεπαίδευε ούτε συνεπήγετο ούτε διεκπεραιούτο περιλαμβάνει, βεβαίως, αφού εν πάση περιπτώσει είναι της Νέας Ελληνικής και όχι της Τρισχιλιετούς, κατά το κρυφό τώρα αντικείμενο του πόθου της αγοράς· ούτε επίσης καταγράφει, και ορθά, τον διαλεκτικό πλούτο τού παρατατικού τού κάθομαι, όπως σημείωνα, και μόνο στο γ΄ πληθυντικό: (1) εκάθονταν, (2) κάθονταν, (3) καθόντανε, (4) καθόντουσαν, (5) καθόσαντε, (6) καθόντουσταν..., αλλά και (7) καθόταν, πάντα στο γ΄ πληθυντικό, όπως καλά το ξέρουν αίφνης οι Θεσσαλονικείς, άρα και (8) καθότανε, (9) κάθοταν... κ.ο.κ. Και οπωσδήποτε χωρίς το (10) το καλό, το εκάθηντο! Και σωστά, ώς εδώ, για διαφορετικούς κάθε φορά λόγους.

Αν όμως μια γραμματική εύλογα δεν είναι έτσι ανεδαφικά περιγραφική -τέτοια όπως νομίζουν λόγου χάρη τη Γραμματική Μπαμπινιώτη-, σημαίνει ότι είναι σώνει και καλά ρυθμιστική; Του Μπαμπινιώτη πάντως είναι.

H επανάσταση λοιπόν την οποία επαγγέλλεται η νέα γραμματική ή ονειρεύτηκαν οι κήρυκές της δεν ήρθε. Επανάσταση όμως ως προς τι; Διόλου περίεργα και κατά έναν νοσηρά πλέον έμμονο τρόπο απέναντι στη Γραμματική Τριανταφυλλίδη (Τρ), του 1941. Αν όχι για άλλο λόγο, για τον ρυθμιστικό της χαρακτήρα, όπως λένε, πάλι όμως, φοβούμαι, χωρίς να την έχουν καν ανοίξει.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως έπειτα από 65 χρόνια μια γραμματική χρειάζεται αναθεώρηση, ριζική ίσως αναμόρφωση, ή ακόμα ακόμα παροπλισμό και αντικατάσταση από άλλη, από άλλες, νεότερες. Καλώς να έρθει λοιπόν μια νέα γραμματική. Όμως, πριν θάψουμε οριστικά -αν έτσι νομίζουμε- την προδρομική Γραμματική Τρ, οφείλουμε τουλάχιστον να την ξεφυλλίσουμε, να δούμε πόσο ακριβώς και απρόσμενα για την εποχή της ευρύ είναι το πνεύμα της. Ο καθηγητής Μιχ. Σετάτος («Τα γλωσσικά λάθη και η αντιμετώπισή τους», Φιλόλογος 63, 1991, σ. 17-39) έκανε τη δουλειά για μας τους τεμπέληδες: δυόμισι πυκνοτυπωμένες σελίδες καλύπτουν μόνο οι παραπομπές στη Γραμματική Τρ, στα σημεία όπου δίνεται ένας δεύτερος τύπος, συχνά και ο λόγιος (της κυβερνήσεως) κτλ.

Τα ωσαννά προς τον ευλογημένο Ερχόμενο έχουν λοιπόν να κάνουν με ιδεολογικούς και όχι επιστημονικούς λόγους. ’ξιον και δίκαιον: τα περί πολυτυπικής και περιγραφικής, τα περί ρυθμιστικής και μη γραμματικής, είναι ούτως ή άλλως ιδεολογικά: ιδεολογία προϋποθέτουν και σε ιδεολογία απαντούν. Το ζήτημα είναι όταν η ιδεολογική διαπάλη χρησιμοποιεί απλώς σαν άλλοθι, ή μάλλον σαν προκάλυμμα, τις έννοιες αυτές. Το ζήτημα είναι, ακόμα περισσότερο, όταν οι έννοιες αυτές ούτε καν προσχηματικά δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Γι' αυτό και οφείλουμε να αναλάβουμε ο καθένας το βάρος της ιδεολογίας του, με το όνομά της, αφού πρωτίστως βεβαιωθούμε ότι ξέρουμε για τι ακριβώς μιλούμε κάθε φορά -στο θέμα μας, τι είναι καταρχήν και καθαυτήν η περιγραφική γραμματική, τι εστί πολυτυπία, τι είναι επιτέλους ρύθμιση και μη ρύθμιση.

Τι ρυθμίζει τώρα ή δεν ρυθμίζει η Γραμματική Μπ.; Και πιο πολύ, τι μοιάζει να ρυθμίζει, κατά τεκμήριο προς τη συντηρητική πλευρά, παραλείποντας ή αποσιωπώντας το;

Θα ξεκινήσω ανάποδα, με αυτό που ακούγεται αινιγματικό, ότι μπορεί δηλαδή και να ρυθμίζει παραλείποντας -είτε συνειδητά, είτε ασύνειδα, αφήνοντας και στις δύο περιπτώσεις τον χρήστη στο έλεος πια του παλαιότερου τύπου, μια και νέος δεν καταγράφεται. Και κυρίως επειδή, για τη δική μου άποψη, το αν είναι ρυθμιστική η Γραμματική Μπ., είναι το τελευταίο που θα έπρεπε να μας απασχολεί εδώ. Είναι τουλάχιστον χρηστική, κάτι που ασφαλώς και αφορά τους πάντες;

Είναι τουλάχιστον χρηστική;

Δειγματοληπτικά, οπωσδήποτε: σύμφωνα με τον τίτλο μου λοιπόν, πώς κλίνεται το όνομα πρύτανης; «Εγώ, ό,τι και να λες εσύ» μου είπε φίλος, και όχι μπαμπινιωτικός, «πρυτάνεως θα το έκλινα!» Στις 1.200 σελίδες ο πρύτανης δεν κλίνεται. Ίσως γιατί ο ίδιος ο Πρύτανης το φέρει χαραγμένο στην καρδιά και στο μυαλό του ακόμα με -ις; Ο πρύτανις - του πρυτάνεως; Υπερβολές, θα πείτε, και όντως στάση ενδιάθετη εικάζω. Αλλιώς, τι να υποθέσει κανείς; Τέτοια χονδροειδής παράλειψη; Στην ίδια κατηγορία είναι και ο πρέσβης. Ανύπαρκτος κι αυτός. Και πλήθος άλλα, που δεν θα βρει κανείς την κλίση τους, στους πίνακες με κλιτικά παραδείγματα στο τέλος του βιβλίου.

Ανύπαρκτος π.χ. και ο μυς, με το αγκάθι ακόμα και για τους γιατρούς την ονομαστική πληθυντικού: οι μυς ή οι μύες; Το σωστό είναι βεβαίως οι μύες, αλλά οι μυς λένε οι 9 στους 10. Μία μη ρυθμιστική λοιπόν γραμματική, μια περιγραφική γραμματική, δίνει: οι μυς/μύες. Και σημειώνει (=περιγράφει): «Ο πρώτος από τους δύο εναλλακτικούς τύπους για την ονομ. πληθυντικού χρησιμοποιείται πιο συχνά, αν και ορισμένοι ομιλητές θεωρούν το δεύτερο τύπο σωστότερο» (David Holton, Peter Mackridge και Ειρήνης Φιλιππάκη-Warburton, Γραμματική της Ελληνικής Γλώσσας, εκδ. Πατάκη 1999, σελίδες μόλις 500). Μας αρέσει; Τους αρέσει; Αυτό όμως σημαίνει μη ρύθμιση και απλώς καταγραφή / περιγραφή.

Και η Σαπφώ; της Σαπφώς ή της Σαπφούς; κατά την πείσμονα γραφή των τελευταίων χρόνων, που συμπαρέσυρε και τη Γωγώ, «της Γωγούς»; Επιτέλους, η ηχώ; Άγνωστο. Δεν υπάρχουν. Σε 1.200 σελίδες, για ένα σημαντικό μέρος των ονομάτων, για ένα σοβαρό ιδεογλωσσικό θέμα των ημερών, έστω απλώς γραμματικό (και πάντως μορφολογικό, όχι ορθογραφικό), δεν υπάρχει όχι σχόλιο, ούτε το ίδιο το όνομα.

1.200 σελίδες, και με τα κατά το δυνατόν ελάχιστα, για μια πρόγευση απλώς, θα χρειαστεί και άλλο η υπομονή του αναγνώστη. Στο επόμενο.

Ο οπαδός και ο ταγός

Γιάννης Χάρης, εφ. Τα Νέα, 23/7/2005

Σε ολόκληρη γραμματική ο μαθητής, ο χρήστης, δεν θα βρει πώς κλίνεται ο πρύτανης ή ο πρέσβης, ούτε θα μάθει αν ο πληθυντικός της λέξης μυς είναι οι μυς ή οι μύες, και ποιο ωροσκόπιο είναι πιο σωστό, αυτό που λέει Iχθύς ή αυτό που λέει Iχθύες

«Πόσοι τόνοι πετρέλαιο άραγε θα βγουν;» Ή μήπως «πετρελαίου»; Ούτε αυτό θα μας το πει ρητά η Γραμματική!

O λόγος πάντα για τη Γραμματική Μπαμπινιώτη, που ψάχνουμε ακόμα πού να είναι τάχα περιγραφική και κυρίως πόσο χρηστική, ενώ απ' την άλλη μάλλον ρυθμιστική τη βρίσκουμε -κι αυτό είναι ώς έναν μεγάλο βαθμό αναπόφευκτο, λέω εγώ, μα άλλα λέει και θέλει ο συντάκτης της και οι πιστοί-αγοραστές αλλά μη αναγνώστες της.

Συνεχίζω με τη Σαπφώ, από την τελευταία επιφυλλίδα: ανύπαρκτη, έλεγα, κι αυτή, μαζί με την ηχώ κτλ. Πάλι δεν θα μάθει δηλαδή ο χρήστης αν κλίνεται ακόμα της Σαπφούς, και αν άραγε έτσι θα κλιθεί όχι πια η αρχαία, αλλά και η νέα, η Σαπφώ Νοταρά λόγου χάρη· και αν αναλόγως κλίνεται και η Γωγώ - «της Γωγούς» ή η Μαρουσώ - «της Μαρουσούς». Ούτε περιγραφή δηλαδή εδώ, ούτε ρύθμιση, ούτε τίποτα. Ούτε γραμματική, θα πω όμως τότε εγώ.

Αντίθετα, ανατρέχω άλλη μια φορά στη Γραμματική της Ελληνικής Γλώσσας, των D. Holton, Ρ. Mackridge και Ειρ. Φιλιππάκη-Warburton, από τις νεότερες (1999), και βρίσκω σχεδόν ολόκληρη σελίδα με τα ουσιαστικά σε -ω (63 κ.ε.), με κλιτικά παραδείγματα και σχετικά σχόλια -αδιάφορο εδώ αν συμφωνεί κανείς απολύτως με τη συγκεκριμένη κατηγοριοποίηση: πάντως, υπάρχει. Και υπάρχει και ο μυς, που λέγαμε, υπάρχουν και το ήμισυ, το πυρ, το οξύ και άλλα, που Πρύτανης οίδε γιατί δεν βρήκαν θέση στην υπερδιπλάσιας έκτασης Γραμματική του.

Ίσως για το οξύ, σκέφτομαι τώρα, να μας πει πως βρίσκεται στην από καταγωγής θέση του, στα επίθετα, όπως λόγου χάρη παρέπεμπε παλαιότερα τον Ρ. Mackridge που επισήμαινε τέτοιες ελλείψεις (Βήμα 8.6.97)· και έλεγε αίφνης ο κ. Μπ. (Βήμα 27.7.97) ότι το ευγενής θα αναλυθεί εν καιρώ, στα επίθετα. Και κυκλοφόρησε κάποτε και ο τόμος με τα επίθετα, όπου όντως υπάρχουν και τα εξόχως δύστροπα διγενή (ο/η ασθενής, το ασθενές). Όμως, στη συγκεντρωτική τώρα έκδοση, τα επίθετα παραμένουν στην οικεία τους θέση, αλλά δεν εμφανίζονται στους εξαντλητικούς (υποτίθεται, ή πάντως θα έπρεπε) «Πίνακες κλιτικών παραδειγμάτων» στο τέλος της Γραμματικής, όπου εύλογα θα τα αναζητήσει ο μαθητής/χρήστης.

«Αδυνατώντας να δει το δάσος ο κ. P.M[ackridge]» τον μάλωνε τότε ο κ. Μπ. «μένει σε μεμονωμένα χαμόδεντρα»: αυτό ήταν άλλωστε το βασικό μοτίβο της απάντησης του κ. Μπ. σε όσες κριτικές είχε απαντήσει, ότι εστίαζαν σε λεπτομέρειες, παραγνωρίζοντας τη μείζονα προσφορά, τη «νέα ολοκληρωμένη ταξινόμηση της μορφολογίας των ονομάτων της NE». Δεν θα πάρει, δεν μπορεί να πάρει θέση στο θέμα αυτό η επιφυλλίδα εδώ, μπαίνει όμως στο δάσος και κοιτάει να δει, με τη ματιά και την περπατησιά του χρήστη, αν μπορεί καν να περπατήσει δίχως να χαθεί ή και να γκρεμοτσακιστεί, και πιο πριν ακόμα, με τη ματιά του αγοραστή, αν όλα όσα του υπόσχεται η διαφήμιση και ο υπεύθυνος λόγος του συντάκτη ισχύουν ή μήπως τον κοροϊδεύουν. Γι' αυτό και μείναμε, μέσα από μια μικρή δειγματοληψία, στις υποσχέσεις για περιγραφή, στους όρκους για μη ρύθμιση.

Ας τελειώσουμε με λίγα ακόμα παραδείγματα:

Έγραφα για τους ομοιόπτωτους προσδιορισμούς, που με χαρά, ομολογώ, συνάντησα στη Γραμματική Μπ.: δύο λίτρα νερό, ένας τόνος πετρέλαιο, και όχι (ετερόπτωτους) «λίτρα νερού», «τόνος πετρελαίου», όπως συχνά γράφονται τελευταία, ενώ στο εξώφυλλο διαβάζουμε: «χρήση με χιλιάδες παραδειγμάτων». Νά κι άλλοι ομοιόπτωτοι, από άλλες σελίδες: έπειτα από 3 ώρες πορεία, 20 λεπτά διαφημίσεις κ.ά. Στο εξώφυλλο είναι το σωστό ή στις μέσα σελίδες; Όχι, δεν θα βρει πουθενά ο αναγνώστης πραγμάτευση του θέματος, ώστε να ξέρει ποιο το «σωστό» και ποιο το «λάθος», αν τάχα είναι θέμα σωστού και λάθους, ούτε την ιστορία του φαινομένου. Τρεις (3) σελίδες έχει σχετικά ο Τζάρτζανος, με λεπτομερή κατάταξη και με πλήθος παραδείγματα, όλα με ομοιόπτωτους. Αν τώρα ήταν στοιχειωδώς περιγραφική η Γραμματική Μπ., θα περιμέναμε να εξηγήσει τη σαφώς διαγεγραμμένη πορεία του ετερόπτωτου προς τον ομοιόπτωτο, μια πορεία όμως που έχει ανακοπεί σήμερα και έτσι παρουσιάζεται ισχυρή τάση επιστροφής στον ετερόπτωτο· ενώ η «διαφορά» μπορεί πλέον να ανιχνευτεί μόνο στο επίπεδο του ύφους (καθημερινό ή επίσημο, λαϊκότερο ή λογιότερο).

Ανάλογα απουσιάζει κάθε περιγραφή ως προς το κρίσιμο σήμερα θέμα της διαφοράς μεταξύ ως και σαν. Στη θέση της, η ίδια διατύπωση-ρύθμιση του 1999 (εδώ, σ. 564), όταν είχε κυκλοφορήσει αυτοτελώς ο τόμος για το ρήμα, με ασύστατα, κατά τη γνώμη μου, επιχειρήματα-κανόνες: αλλά αυτό δεν έχει σημασία εδώ, όσο η μη περιγραφή και η ρύθμιση. Γιατί μια στοιχειώδης περιγραφή θα μαρτυρούσε ή πάντως θα είχε υπόψη της τη σταθερή ώς ένα σημείο πορεία τού ως προς το σαν, που κάποια στιγμή επίσης ανακόπηκε και άρχισαν να παρουσιάζονται επιμέρους διακρίσεις, ώσπου σήμερα (από υπερδιόρθωση, βεβαίως) χρησιμοποιείται σχεδόν αδιακρίτως το ως, κανόνας δεν τηρείται, και μόνο διαφορά ύφους θα μπορούσε κανείς να υποδείξει. Όμως, και εδώ, μια οποιαδήποτε περιγραφή θα απέκλειε τη ρύθμιση, η οποία αποτελεί παγίως βούληση και στόχο του συντάκτη, προς συγκεκριμένη πάντοτε κατεύθυνση.

Έτσι, από την άλλη, αφιερώνεται πάνω από μισή σελίδα στην πρόταση να τονίζεται η γενική του οριστικού άρθρου (τού, τής), με τη χαρακτηριστική διατύπωση: «για λόγους διευκόλυνσης τής ανάγνωσης καθιερώνεται και ο ακόλουθος κανόνας...» (σ. 200, υπογραμμίζω εγώ).

Ανάλογα και με μια ρύθμιση, με την οποία πάντως θα συμφωνούσα απόλυτα: τη διατήρηση του τελικού -ν στην αιτιατική του αρσενικού άρθρου. Στη σ. 198, στον οικείο πίνακα, δίνεται σαν μοναδικός τύπος αιτιατικής αρσενικού: τον, ενώ εύλογα στο θηλυκό δίνεται την/τη. Και σημειώνεται:

«η διατήρησή του στη γραφή παρουσιάζει δύο σημαντικά πλεονεκτήματα: αποφεύγει τη σύγχυση μεταξύ αρσενικού και ουδέτερου άρθρου κατά την ανάγνωση· απλουστεύει τους κανόνες τής ορθογραφίας και επομένως την εκμάθησή της από τα παιδιά» (σ. 200· υπογραμμίζω τα περί απλούστευσης, η οποία προβάλλεται επιλεκτικά και όποτε συμφέρει, σε σχέση μάλιστα με ένα ολόκληρο οικοδόμημα που θεμελιώνεται σε αφορισμούς κατά της «ήσσονος προσπαθείας»).

Τελικά, πού 'ν' την η περιγραφή και πού η πολυτυπία; Θαρρείς και γράφτηκε ολόκληρη γραμματική για να νομοθετήσει, να ρυθμίσει εννοώ, τα παλιά τριτόκλιτα, η λέξις - της λέξεως, και να κρατήσει αν μη τι άλλο ισότιμη τη γενική λέξεως, πλάι στην καθιερωμένη νεοελληνική λέξης. Σιγά! Ακόμα κι ο «μαλλιαρός», όπως λένε, Τριανταφυλλίδης υποσημείωνε τη γενική «της κυβερνήσεως», ενώ οι Holton-Mackridge-Φιλιππάκη καταγράφουν ακόμα και τη σπανιότερη ονομαστική κυβέρνησις!

Με κλειστά μάτια και με κλειστά βιβλία

Έπειτα και από το Λεξικό Μπαμπινιώτη, με την απόπειρα να αναστατωθεί το ισχύον ορθογραφικό σύστημα χωρίς ωστόσο να ακολουθούνται με συνέπεια κάποιες αρχές, φοβούμαι ότι και η Γραμματική πάσχει ουσιαστικά από έλλειψη αρχών, την οποία καλείται να αναπληρώσει ο διαφημιστικός και συγκεκριμένων ιδεολογικών κατευθύνσεων λόγος. Ο οποίος και αποδεικνύεται πειστικός, χάρη ακριβώς -φαύλος κύκλος- στην έλλειψη αρχών, την ασυνέπεια προς διακηρυγμένες αρχές, χάρη στην παρασιώπηση, το κλείσιμο του ματιού, όπως ξανάλεγα, προς τον οπαδό-αγοραστή αλλά πάντοτε μη αναγνώστη. Που θέλησε να βρει τα εκάθητο και τα εξεπαίδευε αλλά δεν βρήκε, δεν θα βρει, ούτε τα ελάχιστα λόγϊα, το ήπαρ και τον μυν.

Λέω, δεν θα τα βρει, μα δεν το ξέρει, ούτε θα το μάθει, αλλά προπάντων δεν τον νοιάζει, γιατί δεν αγόρασε γραμματική για να διαβάσει, γιατί μπορεί και να μη θέλει (αναφέρομαι πια σε συγκεκριμένη κατηγορία, και όχι φυσικά στο σύνολο των αγοραστών) να διαβάσει και να δει πως και ο Μπαμπινιώτης του γράφει της ’λκηστης και όχι της Αλκήστιδος, πως τα εκάθητο και τα εξεπαίδευέ του δηλαδή δεν ανήκουν στη νεοελληνική· γιατί, γενικότερα, δεν αγόρασε γραμματική για να διαβάσει παρά σημαία για να διαδηλώσει.

Φταίει ο οπαδός ή ο ταγός; Αλλά υπάρχει οπαδός χωρίς ταγό; Μα αν -ή όταν- άλλα λέει εντέλει σήμερα ο ταγός; Λέει όντως άλλα;