Περί δοκιμίων και μανιφέστων

Δημήτρης Τζιόβας, εφ. Το Βήμα, 25/10/2009

Το 2009 συμπληρώνονται 100 χρόνια από το μανιφέστο του φουτουρισμού του Μαρινέτι και 80 χρόνια από τη δημοσίευση του Ελεύθερου Πνεύματος του Θεοτοκά, του πρώτου ελληνικού βιβλίου που έφερνε ως υπότιτλο τον ειδολογικό προσδιορισμό «δοκίμιο». Οπως εξηγούσε ο ίδιος το 1939: «Καταλάβαινα ότι δεν ήταν ούτε μελέτη, ούτε κριτική, ούτε τίποτα παρόμοιο. Στο τέλος το ονόμασα δοκίμιο , χρησιμοποιώντας κάπως αυθαίρετα αυτόν τον όρο που κανείς ως τότε δεν τον είχε χρησιμοποιήσει στη λογοτεχνία μας». Καίτοι γράφτηκε από έναν εικοσιτετράχρονο, είναι ένα από τα συχνότερα αναφερόμενα νεοελληνικά δοκίμια που στην εποχή του θεωρήθηκε και αυτό μανιφέστο. Η κλίση του Θεοτοκά προς το δοκίμιο επαναβεβαιώθηκε αργότερα και με το Δοκίμιο για την Αμερική (1954) το οποίο επίσης ανατυπώθηκε φέτος.

Αυτές οι επέτειοι και οι αναδημοσιεύσεις με έβαλαν σε σκέψεις σχετικά με το ρόλο των μανιφέστων και των δοκιμίων στην εποχή μας. Πώς ορίζονται, τι εξυπηρετούν και κατά πόσο ευδοκιμούν σήμερα αυτοί οι δύο τύποι γραφής; Μπορεί να έχουμε πολιτικά μανιφέστα αλλά τα καλλιτεχνικά σπανίζουν. Μπορεί να υπάρχουν βραβεία δοκιμίου, είθισται όμως να βραβεύονται μελέτες και όχι καθαρόαιμα δοκίμια. Γράφονται σήμερα δοκίμια-μανιφέστα όπως το Βlast (1914) του Γουίνταμ Λιούιςκαι το Μανιφέστο του υπερρεαλισμού (1924) του Μπρετόν ή το «Ενα Δικό σου Δωμάτιο» (1929), το πιο γνωστό και πολεμικό δοκίμιο της Βιρτζίνια Γουλφ, που αναδείχτηκε σε εμβληματικό μανιφέστο των φεμινιστικών σπουδών στα τέλη του 20ού αιώνα;

Ηδη όμως από το 1905 η Γουλφ μιλούσε για την «παρακμή της δοκιμιογραφίας» σε ένα ομότιτλο δοκίμιο της, ωστόσο στο ίδιο δοκίμιο έβλεπε τη δοκιμιογραφία ως εκδήλωση ενός «απροκάλυπτου εγωισμού»: «Σχεδόν όλα αρχίζουν με ένα κεφαλαίο Εγώ- “Εγώ πιστεύω”, “Εγώ αισθάνομαι”- και μόλις το πουν αυτό, είναι φανερό πως δεν γράφουν ιστορία, φιλοσοφία, βιογραφία ή οτιδήποτε άλλο πέρα από ένα δοκίμιο, που μπορεί μεν να είναι ευφυές και βαθυστόχαστο, μπορεί να πραγματεύεται την αθανασία της ψυχής, ή τους ρευματισμούς του αριστερού του ώμου, αλλά πάνω από όλα είναι έκφραση προσωπικών απόψεων». Αν όμως η δοκιμιογραφία είναι όντως μια εγωιστική τέχνη, τότε θα έπρεπε να ανθεί στην εποχή μας που πολλοί ισχυρίζονται ότι είναι περισσότερο ατομικιστική και εγωιστική σε σχέση με προηγούμενες.

Το δοκίμιο εντέλει είναι ένα είδος οριακό καθώς τοποθετείται μεταξύ στοχαστικής και λογοτεχνικής γραφής. Ο Μονταίνιος με τα Εssais (1580) δεν εισάγει μόνο τον όρο αλλά και έναν τύπο δοκιμίου, που ρέπει προς τον καθημερινό και κουβεντιαστό λόγο, ενώ ο Φράνσις Μπέικον με τα δικά του δοκίμια (1597) υιοθετεί ένα πιο λακωνικό, διδακτικό και αφ΄ υψηλού ύφος. Ετσι εξαρχής το δοκίμιο φαίνεται διχασμένο μεταξύ φλύαρης οικειότητας και πολεμικής, υπαινιγμού και αφορισμού καθώς αφενός μοιάζει με νεύμα ή κλείσιμο ματιού και αφετέρου εκφράζει και μάχεται για θέσεις· αντίθεση που καθόρισε και την εξέλιξή του. Τελικά το δοκίμιο δηλώνει ή υποδηλώνει, συνιστά μανιφέστο απόψεων ή δοκιμή και ανοιχτό είδος γραφής; Στα ελληνικά ο όρος «δοκίμιο», απόδοση του γαλλικού essai από τον Ευγένιο Βούλγαρη (1768), χρησιμοποιείται σήμερα αραιότερα από άλλες γλώσσες στις οποίες τα δοκίμια προσδιορίζονται συνήθως ως κριτικά, πολιτικά, ακαδημαϊκά κλπ.

Μπορεί να συνδέθηκε με την ανερχόμενη αστική τάξη ή την ανάπτυξη του περιοδικού τύπου, ωστόσο το δοκίμιο θεωρήθηκε μία ελάσσων μορφή για μείζονες σκοπούς και εξελίχθηκε στην πιο εύπλαστη και απροσδιόριστη από τις λογοτεχνικές φόρμες. Ο Μπέικον περιέγραψε το δοκίμιο ως «σκόρπιους διαλογισμούς», ο Χάξλεϊ σαν λογοτεχνικό τέχνασμα για να πει κανείς περίπου τα πάντα για σχεδόν οτιδήποτε και ο Αντόρνο πρότεινε ότι οργανώνεται «μεθοδικά αμέθοδα». Κάποιοι υποστήριξαν ότι το δοκίμιο προσφέρεται για τη μη συστηματική σκέψη και ακριβώς αυτή η αντι-συστηματική του υφή προσέλκυσε Μαρξιστές θεωρητικούς από τον Μπένγιαμιν και τον Αντόρνο ώς τον Ηγκλετον, οι οποίοι θέλησαν να αμφισβητήσουν την ιδέα της κλασικής και αυστηρής πραγματείας.

Με τα χρόνια το δοκίμιο έπαψε να αποτελεί μια ενασχόληση για ώρες αργίας και περισυλλογής και απέκτησε γνωσιακό χαρακτήρα, χωρίς να αποφύγει όμως την ασφυκτική συμπίεση από τη δημοσιογραφία, την εκλαϊκευμένη επιστήμη, τη θεωρία της λογοτεχνίας ακόμη και το μυθιστόρημα. Αν και θα περίμενε κανείς ότι η χαλαρότητά του θα το καθιστούσε τρόπο έκφρασης του σχετικισμού της μεταμοντέρνας εποχής, φαίνεται να έχει περιπέσει σε χρόνιο μαρασμό, χωρίς ωστόσο να γίνεται λόγος για το θάνατό του με τον τρόπο που προαναγγέλθηκε επανειλημμένα ο θάνατος του μυθιστορήματος. Ωστόσο, αρκετοί μυθιστοριογράφοι διεκδίκησαν το δοκίμιο, ενσωματώνοντας στοιχεία του στα έργα τους (Τόμας Μαν, Μπροχ, Μούζιλ) ή γράφοντας δοκίμια για την τέχνη του μυθιστορήματος (Κούντερα, Εκο, Λοτζ). Υπάρχουν όμως και μυθιστορήματα, τα οποία χωρίς να χάσουν το μυθοπλαστικό τους χαρακτήρα, λειτούργησαν ως δοκίμια-μανιφέστα.

Φέτος συμπληρώνονται 20 χρόνια από την έκδοση του φετφά εναντίον του Σάλμαν Ρούσντι για το μυθιστόρημά του Σατανικοί Στίχοι, ενός βιβλίου το οποίο δραματοποίησε γενναία την άποψη ότι δεν υπάρχει τίποτε πιο ιερό από την ελευθερία να αμφισβητείς ό,τι θεωρείται ιερό. Η περίπτωση του Ρούσντι δείχνει πως κάποιοι συγγραφείς επιλέγουν στις μέρες μας το μυθιστόρημα ως το πιο πρόσφορο μέσο για να συντήξουν τη χάρη της αφήγησης, τη στοχαστικότητα του δοκιμίου και την πολεμική του μανιφέστου.

Ο κ. Δημήτρης Τζιόβας είναι καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Βirmingham της Αγγλίας.