Θεμέλιος λίθος για τη μελέτη των ελληνικών τοπωνυμίων

Στάντης Αποστολίδης, εφ. Ελευθεροτυπία, 24/11/2011

Χαράλαμπος Π. Συμεωνίδης, Ετυμολογικό Λεξικό των Νεοελληνικών Οικωνυμίων, Α' τόμος, σ. 1.012, ευρώ 78,8, Β' τόμος, σ. 940, ευρώ 78,81, έκδοση Κέντρου Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, Λευκωσία-Θεσ/νίκη

Εποχές με ποιότητες πνευματικές ανεβασμένες, Τέχνη και Αισθητική προωθημένη, ευπορία υλικών μέσων, φύσει παράγουν έργα θεμελιώδη και ανεπανάληπτα. Υπάρχουν όμως κι εποχές φτωχές, με προβλήματα οξύτατα κοινωνικά, οικονομικά, μ' ελλείψεις τραγικές, όπου ο κόσμος μοιάζει όλως αλλού στραμμένος, και απροσδόκητα εμφανίζονται πρώτης αξίας δημιουργίες, προϊόντα κόπου τερατώδους, με πρωτόγνωρες καλλιτεχνικές ευαισθησίες. Χτυπητό παράδειγμα, η Κατοχή, με τις εκδόσεις που κυκλοφόρησαν στα φτηνότερα χαρτιά, δίχως τεχνικά μέσα, δίχως την παραμικρή ελπίδα καν κέρδους, και παρά ταύτα με πρωτόγνωρο μεράκι φροντισμένες, κοσμημένες με ορισμένα από τα καλύτερα δείγματα ελληνικής χαρακτικής. Αντίστοιχα, ενώ θα 'λεγε κανείς πως σήμερα η επικαιρότητα κινείται πέριξ της πλατείας Συντάγματος και ό,τι άλλο μοιάζει πάροχθο -πόσω μάλλον η συγκρότηση μακρόπνοων επιστημονικών έργων!-, το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει: θες από σύμπτωση, θες γιατί αλλού πράγματι κινούνται οι άξονες των καιρών και όχι αναγκαστικά εκεί όπου φαίνεται καπνός, στον τελευταίο χρόνο μέσα παρουσιάζεται το δεύτερο μεγάλο Ετυμολογικό Λεξικό, που δεκαετίες -για να μην πω αιώνα ολάκερον- έλειπε, και θα συμβάλουν και τα δύο κρίσιμα στην περαιτέρω εξέλιξη των γλωσσολογικών, ιστορικών και φιλολογικών ερευνών.

Μετά το Ετυμολογικό Μπαμπινιώτη, το ογκώδες δίτομο Ετυμολογικό Λεξικό των Νεοελληνικών Οικωνυμίων του Χ. Συμεωνίδη, ανιχνεύει, αναλύει και συναρτά τις ρίζες 18.500 ελληνικών τοπωνυμίων. Ο συντάκτης του, με λαμπρές επιστημονικές περγαμηνές, καθηγητής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, και τώρα της Κύπρου, με πολυάριθμες δημοσιεύσεις στο ενεργητικό του και την απαραίτητη γνώση της τουρκικής, αλβανικής και σλαβικών γλωσσών, παραδέχεται στον πρόλογό του ότι παρόμοια έργα θα έπρεπε να είχαν αναληφθεί από δημόσια πνευματικά ιδρύματα, με τη συνεργασία πλειάδας ειδικών... Ωστόσο, και επειδή «η συλλογική εργασία στη χώρα μας είναι σπάνια ή άγνωστη» (το πολύτιμο Λεξικό της Ακαδημίας μας αιώνα κοντεύει βαλτωμένο στο «Ε»!), ανέλαβε μόνος την εκπόνηση, συγκροτώντας τρία περιεκτικότατα αρχεία: ένα οικωνυμίων (όρος που αναφέρεται στους κατοικημένους τόμους κατ' αντιδιαστολήν προς τα εδαφωνύμια, υδρωνύμια, ορεωνύμια της υπαίθρου), ένα βαφτιστικών ονομάτων και επωνύμων (που σχετίζονται άμεσα προς τα οικωνύμια) κι ένα βιβλιογραφικό. Οσο για την πρώτη ύλη, δεν περιορίστηκε στον σημερινό ελλαδικό χώρο, αλλά επεκτάθηκε και σε κοντινές ή μακρινότερες περιοχές, από Μ. Ασία έως Γαλλία και Β. Αφρική, οπουδήποτε απλώθηκε η ελληνική πρόσκαιρα ή μονιμότερα, δίνοντας δικά της ονόματα στα μέρη. Απο 'κεί και πέρα, μόνο το πείσμα και η τιτάνια επιστημονική προσπάθεια μπόρεσαν να υπερνικήσουν τα μύρια προβλήματα που ανέκυψαν σε κάθε βήμα...

Τί να ετυμολογήσεις; Τους 29 «Πλάτανους», τους άλλους τόσους «Πύργους» ή τις 41 «Καλλιθέες», που διαθέτει και από μια κάθε γωνιά της Ελλάδας; Και το μεγάλο έγκλημα ανάγεται στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν οι ιθύνοντες αποφάσισαν χάριν ψευτο-εθνικών σκοπιμοτήτων να ρίξουν αβασάνιστα στον Καιάδα το ιστορικό παρελθόν, αντικαθιστώντας εκατοντάδες «βαρβαρικά» και κακόηχα τοπωνύμια με καινούρια «ελληνοπρεπή»! Παρ' ότι πρόεδρος ή μέλος των κατά καιρούς επιτροπών ο κράτιστος Νικόλαος Πολίτης, ούτε αστοχίες αποφεύχθηκαν ούτε καταργήσεις αρχαιότατων ονομάτων, που η παραφθορά τους ξεγέλασε τους υπευθύνους και τα πέρασαν για ξένα ή ενδιαφερότατα φράγκικα, που έσπευσαν να τα εξοβελίσουν ως σλαβικά ή αλβανικά κ.ά.π. Παρά τις διαμαρτυρίες του φωτισμένου Αντ. Μηλιαράκη πως: «Τα γεωγραφικά ονόματα τιθέμενα υπό του λαού πρέπει να μένωσιν αναλλοίωτα, εφ' όσον ούτος εν τη ιστορική εκδηλώσει τα αποδέχεται. ...Δόξα απολεσθείσα δεν επανέρχεται δι' αλλαγής λέξεων και φράσεων, ουδέ αναιρούνται διά τοιούτων φιλολογικών παιγνίων ιστορικαί, γλωσσολογικαί και εθνολογικαί αλήθειαι», αναρίθμητα ονόματα χωριών και πόλεων θυσιάστηκαν αυθαίρετα, παρά τις αντιδράσεις των ντόπιων, μεταφράστηκαν ή παραφράστηκαν ηχητικά, παρερμηνεύτηκαν και αλλοιώθηκαν στον βωμό της «ομογενοποίησης».

Κι εδώ το Λεξικό όφειλε πρώτα να επανορθώσει τη βλάβη, ν' αναδιατάξει τον κυκεώνα, ν' αναχθεί για καθένα στην πρωταρχική του μορφή, και ύστερα παρακολουθώντας και ερμηνεύοντας τις διαδοχικές μεταβολές ανά τους αιώνες, να επιχειρήσει την ετυμολόγηση, επιβοηθούμενος και από τα ιστορικά και γεωγραφικά δεδομένα. Και το πέτυχε με άκρα επιστημοσύνη, αποφεύγοντας την παράθεση μιας δογματικής άποψης και αφήνοντας -στον εξειδικευμένο ιδίως αναγνώστη- περιθώρια επιλογής και αξιολόγησης μεταξύ των επικρατέστερων αντιπροτάσεων.

Συνοπτικά, τα ελληνικά τοπωνύμια διακρίνονται σε αρχαιοελληνικά -κάτω από τα οποία ανιχνεύονται κάποια προ-ελληνικά, θεωρούμενα «πελασγικά» (όπως τα: Ιλισσός, Λυκαβηττός, Αμάρυνθος, Κόρινθος, Μήθυμνα, Ρίθυμνα, Λάρανδα, Λάρισα κ.λπ.)- βυζαντινά και νεοελληνικά, ενώ παράλληλα με τα τελευταία εμφανίζονται και τα ξένα (σλαβικά, φραγκικά, βενετσιάνικα, αλβανικά, κουτσοβλάχικα και τουρκικά), που αποτυπώνουν καθαρά το πέρασμα των αντίστοιχων λαών ή εθνικών ομάδων από τα ελληνικά εδάφη. Αλλοι ειρηνικά κι άλλοι διά της βίας, άλλοι εξελληνιζόμενοι κι άλλοι κρατώντας πεισματικά τη δική τους πολιτιστική ταυτότητα, επιβάλλουν κι αυτοί με τη σειρά τους δικά τους ονόματα σε οικισμούς και τοποθεσίες. Το Λεξικό σκοπίμως εστιάζει στην ετυμολόγηση των μεσαιωνικών και νεότερων τοπωνυμίων, αποκαλύπτοντας τους μηχανισμούς του σχηματισμού τους, και δευτερευόντως μόνον ασχολείται με τ' αρχαία, ενώ δεν περιλαμβάνει εδαφωνύμια, παρεκτός ως κεντρίσματα για περαιτέρω μελέτη.

Μία από τις σημαντικότερες απόρροιες της ετυμολόγησης είναι και η ρύθμιση της ορθογραφίας - και εδώ το νέο Λεξικό δεν δίστασε να προτείνει, εις πείσμα των καθιερωμένων μορφών, τις γλωσσολογικά ορθές. Γιατί πώς να διαλέξεις μεταξύ των αλλεπάλληλων επίσημων τύπων: Συλιβαινιώτικα (1928), Σιλιβαινιώτικα (1920) ή Συλιβενιώτικα (1912), όσο δεν είναι ξεκάθαρη η ακριβής προέλευση της ρίζας; Και γιατί τάχα πρέπει να γράφουμε την «Πυρσόγιαννη» με ύψιλον και δύο νι, σαν να επρόκειτο για ...«Πυρσό του Γιάννη», κατά τις επιταγές των μωρο-δασκάλων, όταν στην πραγματικότητα είναι σλαβικής προέλευσης (*Prisojane=προσήλιο), κι άρα πρέπει να γραφτεί: Πιρσόγιανη! Γιατί η «Πωγωνιανή» με δύο ωμέγα, όταν δεν παράγεται από κανέναν «πώγωνα», αλλά από το επίσης σλαβικό *Pogonjane= κάτοικοι δασώδους περιοχής; Γιατί ο «Γράμμος» με δύο μι, ενώ δεν έχει σχέση βεβαίως με «γραμμή»; Και άλλα πολλά, που αν τ' ανακαλύψουν οι ελληνομανείς υπέρμαχοι της «καθαρότητας της φυλής», φοβάμαι πως το Λεξικό θα γίνει βορά της πυράς των «λαϊκών δικαστηρίων»... Πρέπει όμως, επιτέλους, να υιοθετηθεί ένα ενιαίο σύστημα, αδιαφορώντας τόσο για τις πολιτικές ή εθνικές σκοπιμότητες όσο και για τα «παραδεδομένα», που «έτσι τα βρήκαμε και έτσι θα τ' αφήσουμε», απλώς και μόνον επειδή δεν τολμάμε να εφαρμόσουμε τα πορίσματα της Λογικής και της Επιστήμης...

Παράλληλα, ανοίγονται ευρείς ορίζοντες περαιτέρω προβληματισμού και στήνονται τα σκαριά για τη σύνταξη σειράς λεξικογραφικών βοηθημάτων, που επίσης λείπουν: ποια είναι τα εθνωνύμια, λ.χ., κάθε τοπωνυμίου; Πώς ανταποκρίθηκε η γλώσσα στις επιβεβλημένες άνωθεν αλλαγές; Επλασε νέα εθνωνυμικά ή έμεινε προσκολλημένη στα παλιά; Η παλιά Βερβίτσα έγινε Τρόπαια. Αντίστοιχα, το παραδοσιακό «Βαρβιτσιώτης» γίνηκε: «Τροπαιάτης». Μ' αν το χωριό βαφτίστηκε «Καλλιθέα», έγινε αντίστοιχα και ο κάτοικος: «Καλλιθιώτης» ή συνέχισε να ονομάζεται από τα παραδοσιακά: Μιάρα, Ζάχα, Ζαραφόνας, Μεμερίζι, Κουκέσι, Τσουρίλλα, Τσαράκλιμάνι, Γορίτσα, Σάντοβο, Κισλάρ κ.λπ.; Και ο κάτοικος της Κόνιτσας: «Κονιτσιώτης», της Βίτσας πώς; Της Λάιστας; Του Βραδέτου; Και πόσο χρήσιμος δεν θα 'ταν ο αποθησαυρισμός όλων των εθνωνυμικών, που πάμπολλα μάλιστα έχουν περάσει πια ως επώνυμα και με το σβήσιμο των παραδοσιακών τοπωνυμίων μοιάζουν εντελώς ανερμήνευτα;

Ο Χ. Συμεωνίδης φρόντισε με γερμανική υπομονή και μεθοδικότητα να εφοδιάσει το έργο με περιεκτικά Ευρετήρια ελληνικών και ξένων λέξεων (περίπου 500 σελίδων), βοηθώντας έτσι άμεσα τον χρήστη, αλλά και με τους χάρτες της Ελλάδας σε προσαρτημένο ψηφιακό δίσκο, διευκολύνοντας τον εντοπισμό κάθε τοπωνυμίου... Στον πρώτο τόμο, εξάλλου, εκτός της πεντηκοντασέλιδης αναλυτικής Βιβλιογραφίας, προτάσσεται και μια εμπεριστατωμένη Εισαγωγή στην Ελληνική Ονοματολογία (από πανεπιστημιακό εγχειρίδιο), που κατατοπίζει επαρκώς τον αμύητο για τα ειδικότερα ζητήματα του χώρου.

Λάθη; Ασφαλώς και υπάρχουν, όπως σε όλα τα μεγάλα έργα!... Παρ' ότι είναι σαφής ο μόχθος για την άρτια παρουσίαση έκδοσης κατεξοχήν απαιτητικής, ίσως ένα δεύτερο μάτι, πιο ξεκούραστο, θα βοηθούσε στην αποφυγή τυπογραφικών λαθών, ιδίως σε ξένους τίτλους, μιας και είναι πολύ δύσκολο ο ίδιος άνθρωπος να 'ναι και συντάκτης και διορθωτής και επιμελητής μαζί. Από επαγγελματική διαστροφή, δεν θα μπορούσα να μην προσέξω κάποιες αστοχίες: Στη βιβλιογραφία, η Εγκυκλοπαιδεία του Πυρσού φέρεται εκδεδομένη το «1934 και εξής», ενώ ολοκληρώθηκε το 1934 (έχοντας αρχίσει το 1926)! Τι χρειάζεται επίσης η ξεχωριστή συντομογραφία «ΜΕΕ» για την ανατύπωση του 1964, εφόσον δεν διαφέρει στο παραμικρό από το πρωτότυπο;.. Ακόμη, στο λήμμα «Νέα Τυρολόη» αναφέρεται προφανώς εκ παραδρομής: «βασιλιάς Τήρης των Δρούσων στη Θράκη», ενώ πρόκειται για Οδρύσες βέβαια... Ωστόσο, η πινδαρική ρήση: Κίνδυνος άναλκιν ου φώτα λαμβάνει κάλυπτει με το παραπάνω τον συντάκτη. Οντως, μονάχα όσοι δ ε ν αποτόλμησαν κανένα έργο γλιτώνουν από τις κατηγορίες για σφάλματα. (Και από δαύτους, έχουμε δα μυριάδες, εντός και εκτός των πανεπιστημιακών πυλών!...)

Δεν υπάρχει περίπτωση να φυλλομετρήσεις τις σελίδες του διτόμου και να μην παρασυρθείς να ψάξεις για την ιδιαίτερη πατρίδα σου, γι' άλλα τοπωνύμια που σου 'χουν κάνει κατά καιρούς εντύπωση, για διπλανά χωριά, να μην αποξεχαστείς εν τέλει στην αναδίφηση, που θα σε ανταμείψει πλουσιοπάροχα με διαφωτιστικότατες νύξεις, με συναρτήσεις που σου διέφευγαν, με ιστορικές πληροφορίες που αγνοούσες... Οσο για τον γλωσσολόγο, τον εθνολόγο, τον λαογράφο, τον φιλόλογο, τον μεταφραστή, τον επιμελητή εκδόσεων, δυο λέξεις αρκούν: απολύτως απαραίτητο! Είμαστε τυχεροί να 'χουμε για δεξί μας χέρι ένα τέτοιο Λεξικό, που εφάμιλλό του δεν διαθέτουν ακόμη έθνη με πολύ μεγαλύτερη επιστημονική συγκρότηση από μας, και περισσότερη τιμή τού πρέπει όταν αναλογίζεσαι πώς το 'φερε σε πέρας ένας μοναχός του...