Α’. Σχεδιάγραμμα, Β’. Κείμενα, Γ’. Βιβλιογραφία

Θέμα: Καταναλωτισμός

Α) Σχεδιάγραμμα

✍Θέμα: Στη σημερινή εποχή παρατηρούμε ολοένα και περισσότερους ανθρώπους να επιδίδονται στο ίδιο ακριβώς σπορ: του καταναλωτισμού. Το φαινόμενο τείνει να πάρει μεγάλες διαστάσεις, αν δεν έχει ήδη γίνει ένα από τα μεγάλα προβλήματα της ανθρωπότητας.

Πρόλογος

  1. Ορισμός
  2. Ιστορική αναδρομή: Ο μεταπολεμικός άνθρωπος θεώρησε την υπερπαραγωγή λύση του οικονομικού προβλήματος. Για να απορροφηθούν όμως οι τεράστιες ποσότητες της παραγωγής έπρεπε το καταναλωτικό κοινό να αποκτήσει αγοραστικές δυνατότητες και παράλληλα να αυξηθούν οι καταναλωτικές του τάσεις. Το πρώτο έγινε δυνατό με την αύξηση των αποδοχών και το δεύτερο με την τεχνητή, μέσω των διαφημίσεων, αύξηση των αναγκών του. Έτσι προέκυψε η καταναλωτική κοινωνία, που δεν καταναλώνει για να ζει, αλλά ζει για να καταναλώνει.(Διαμαντόπουλος Δ. Π., Λεξικό βασικών εννοιών, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 111988, σελ. 228)
  3. Σχόλιο πάνω στη λέξη κλειδί «σπορ του καταναλωτισμού».
  4. Εντοπισμός του προβλήματος στις αναπτυγμένες χώρες
  5. Παραγωγική μέθοδος: πολλά προβλήματα→καταναλωτισμός

Κυρίως Θέμα

Ε1. Αιτίες

Ε2. Συνέπειες

Ε3. Τρόποι αντιμετώπισης

Επίλογος

Β) Κείμενα

«Οι καταναλωτές δεν έχουν αντιληφθεί τη δύναμή τους»

Νίκος Φωτόπουλος, εφ. Ελευθεροτυπία, 12/11/2011

«Δυστυχώς δεν έχουμε ακόμη αντιληφθεί τη δύναμή μας ως καταναλωτές, μέσω της συλλογικότητας και της μαζικότητας. Το 75% των καταναλωτών, που έρχονται σε μια καταναλωτική οργάνωση, θα λύσουν το πρόβλημά τους και μετά θα φύγουν, δεν θα ξανασχοληθούν». Αυτό υποστηρίζει ο πρόεδρος του Κέντρου Προστασίας Καταναλωτή (ΚΕΠΚΑ) Νίκος Τσεμπερλίδης, που τους πρώτους οκτώ μήνες του 2011 δέχθηκε 6.480 καταγγελίες, οι περισσότερες από τις οποίες αφορούσαν υπερχρεωμένα νοικοκυριά. Περισσότεροι από 2.354 καταναλωτές ζήτησαν πληροφόρηση και συμβουλές, είτε τηλεφωνικά είτε επισκεπτόμενοι τα γραφεία του ΚΕΠΑΚ. Ακόμη περισσότεροι βρήκαν τις πληροφορίες αυτές στην ιστοσελίδα ή στους λογαριασμούς του, στο facebook και στο twitter. Οι 316 γράφτηκαν μέλη και παρέλαβαν ενημερωτικό υλικό και αιτήσεις για τις τράπεζες, ώστε να ξεκινήσουν τη διαδικασία ρύθμισης.

Και όμως, τονίζει ο κ. Τσεμπερλίδης, οι καταναλωτικές οργανώσεις έχουν αποκτήσει θεσμικό ρόλο στην Ελλάδα, αφού είναι επίσημοι συνομιλητές στις διαβουλεύσεις, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τη νομοθεσία που σχετίζεται με την προστασία του καταναλωτή. Είναι οι μόνες πιστοποιημένες ΜΚΟ (μη κυβερνητικές οργανώσεις) με αρμοδιότητα στην εκπαίδευση και την ενημέρωση του καταναλωτικού κοινού στις έρευνες αγοράς και στις δράσεις.

Τρόφιμα και αδυνάτισμα

«Για παράδειγμα», εξηγεί ο κ. Τσεμπερλίδης, «πριν από μερικά χρόνια την 1η θέση στις καταγγελίες των καταναλωτών είχαν τα ινστιτούτα αδυνατίσματος. Διαπιστώσαμε ότι δεν υπήρχε σχετική νομοθεσία. Τελικά, η κυβέρνηση μας συμβουλεύτηκε και την έφτιαξε μέσα από τις προτάσεις μας. Εκτοτε, οι καταγγελίες για τα ινστιτούτα αδυνατίσματος έπεσαν στη 12η θέση».

Αρχή του ΚΕΠΚΑ είναι ότι από τους τρεις πόλους που ρυθμίζουν την αγορά -επιχειρήσεις, κράτος και καταναλωτής- ο καταναλωτής πρέπει αποτελεί τον κυρίαρχο. Οι επιχειρήσεις πρέπει να προσαρμόζονται στις απαιτήσεις και τις ανάγκες του καταναλωτικού κοινού και το κράτος απλώς να έχει έναν εποπτικό ρόλο.

«Τα τρόφιμα είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι για τον καταναλωτή. Στην Ελλάδα, όπου υπάρχουν ποιοτικά στάνταρντ, αυτά δύσκολα παραβιάζονται. Εκεί όπου υπάρχει το μεγάλο πρόβλημα, όμως, είναι η ακρίβεια. Στην πραγματικότητα, λίγες εταιρείες ελέγχουν πολλούς κωδικούς προϊόντων. Εδώ η πολιτεία έχει την ευθύνη να σπάσει τα καρτέλ. Εχουμε εντοπίσει διεθνές discount market, όπου οι τιμές του εδώ είναι 34% ακριβότερες απ' ό,τι στη Γερμανία. Το μποϊκοτάζ είναι ένα καλό όπλο για τον καταναλωτή, αλλά απαιτεί ενημέρωση και συλλογικότητα. Επίσης, για να έχει αποτέλεσμα, μπορεί να γίνει μόνο στοχευμένα εναντίον μιας εταιρείας μόνο, της πιο ακριβής. Όχι κατά γενικώς των ομοειδών προϊόντων», αναφέρει ο πρόεδρος του ΚΕΠΚΑ.

Στην Ελλάδα υπάρχουν 41 αναγνωρισμένες Ενώσεις Καταναλωτών. Το ΚΕΠΚΑ έχει εγγεγραμμένα 8.000 μέλη, από τα οποία μόλις τα 2.500 είναι ενεργά. Η ετήσια συνδρομή είναι 25 ευρώ.

Αναζητούν παρηγοριά

Στέλιος Γιατρουδάκης*, εφ. Τα Νέα, 22/7/2009

«Ο καταναλωτισμός αποτελεί τμήμα της μαζικής κουλτούρας και αφορά τις συνταγές της “κοινωνίας της αφθονίας” που παρέχονται από τη βιομηχανία του θεάματος. Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι αποξενωμένος και βουτηγμένος στην ψευδοηδονιστική ιδεολογία της κατανάλωσης άχρηστων προϊόντων, αποκομμένος από τον χώρο λήψης αποφάσεων. Τα άτομα αναζητούν παρηγοριά σε μύθους για ανθρώπους που είναι ευτυχισμένοι και υγιείς. Μέσα από την τηλεοπτική μαζική κουλτούρα προβάλλονται υλιστικά πρότυπα, με τα οποία διευρύνεται ο καταναλωτισμός.

Το παν στην κρίση θεσμών και αξιών που διανύουμε είναι το να είσαι διάσημος και πλούσιος, διότι shopping μπορεί να κάνει αυτός που έχει. Οι πλούσιοι προβάλλονται φυσικά με θαυμασμό σε υπέροχα σπίτια και φανταχτερά αυτοκίνητα. Ο επηρεασμός είναι μεγαλύτερος στα άτομα νεαρής ηλικίας και σε αυτά με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο. Η απλοϊκότητα στη σκέψη οδηγεί στην ενδυνάμωση στερεοτύπων. Με την αναπαραγωγή της στερεοτυπικής σκέψης ναρκώνεται η κριτική διάσταση και έχουμε στασιμότητα ανάπτυξης της προσωπικότητας».

*Ο Στέλιος Γιατρουδάκης είναι Κοινωνιολόγος και πρόεδρος ελεγκτικής επιτροπής του Συλλόγου Ελλήνων Κοινωνιολόγων

«Ψωνίζω άρα υπάρχω»

Ζωή Λιάκα, εφ. Τα Νέα, 22/7/2009

Προσπαθούν να καλύψουν συναισθηματικές ανάγκες με τον υπερκαταναλωτισμό

«Υπάρχουν ακόμη τα καρτελάκια σε πολλά ρούχα που βρίσκονται στην ντουλάπα μου, τα οποία δεν τα αγόρασα χθες αλλά πριν από πάρα πολύ καιρό. Αυτό ήταν που μου χτύπησε το καμπανάκι και η ερώτηση τέθηκε: χρειάζομαι αλήθεια τόσα πολλά ρούχα και παπούτσια;».

Η Χριστιάννα Μέλλου, 28 ετών, ιδιωτική υπάλληλος, γνωρίζει ότι η καταναλωτική της μανία έχει φτάσει στο απροχώρητο αλλά εξακολουθεί ακόμη και τώρα να ψωνίζει με τους ίδιους ρυθμούς. «Πίστευα ότι όλο αυτό το κλίμα που δημιουργήθηκε εξαιτίας της οικονομικής κρίσης θα το χρησιμοποιούσα ως δικαιολογία για να μπορέσω για μειώσω τις επισκέψεις μου στα καταστήματα. Όμως ούτε αυτό μπόρεσε να λειτουργήσει ανασταλτικά. Εξακολουθώ να καταναλώνω με την ίδια μανία χωρίς να μπορώ να το ελέγξω».

Οι άνθρωποι- κυρίως οι γυναίκες-, όπως επισημαίνει η ψυχολόγος κ. Αλεξάνδρα Καππάτου, για να καλύψουν ορισμένα κενά της ζωής τους οδηγούνται σε μια αλόγιστη αγορά και κατανάλωση αντικειμένων, τα περισσότερα από τα οποία δεν τους είναι απαραίτητα. Σύμφωνα με την ίδια, οι εθισμένοι καταναλωτές «επιζητούν την ικανοποίηση και την ευχαρίστηση και πιθανόν την κάλυψη συναισθηματικών αναγκών μέσα από αυτό. Ωστόσο διαπιστώνουν ότι το συναίσθημα ικανοποιείται για λίγο και μένουν μετά με τη θλίψη και με τις ανάγκες που δεν έχουν καλυφθεί και μπαίνουν σε έναν φαύλο κύκλο. Πίσω από τον υπερβολικό καταναλωτισμό που οδηγεί σε αυτοκαταστροφικές και ακραίες καταστάσεις βρίσκονται άτομα που παρουσιάζουν μία διαταραχή, κυρίως συναισθηματική, η οποία λέγεται διπολική».

Στο βιβλίο του «Αll Consuming», ο Νeal Lawson, πολιτικός αναλυτής και πρόεδρος της αγγλικής ομάδας πίεσης «Compass», περιγράφει τον υπερκαταναλωτισμό «σαν την ηρωίνη της ανθρώπινης ευτυχίας, κάτι που το στηρίζει στο γεγονός ότι οι ανάγκες δεν ικανοποιούνται ποτέ». Προσπαθώντας να αναλύσει περισσότερο τον ακόρεστο καταναλωτισμό, ο συγγραφέας αναφέρει ότι «μια κοινωνία καταναλωτών δεν μπορεί να επιτρέψει να ψωνίζουμε και να είμαστε ικανοποιημένοι γιατί το “σύστημα θα πεθάνει”. Το σύντομο ψυχολογικό ανέβασμα που αισθάνεται ο καταναλωτής είναι η “αποζημίωσή” μας για το ότι δεν έχουμε πλουσιότερη και πληρέστερη ζωή».

Αδιέξοδη συνήθεια

Η Χριστιάννα Μέλλου επισκέπτεται σχεδόν καθημερινά τα μαγαζιά και όπως λέει: «Γνωρίζω ότι είναι μια αδιέξοδη συνήθεια αλλά είναι πολύ δύσκολο να απαλλαγώ από αυτή. Τις περισσότερες φορές υπόσχομαι στον εαυτό μου να πάρω μόνο αυτά που έχω πραγματικά ανάγκη. Ελάχιστες φορές κατάφερα να φανώ συνεπής σε αυτήν την υπόσχεση. Πάντα ξέφευγα κάνοντας το ένα φόρεμα πέντε και τη μια μπλούζα δέκα». Όπως τονίζουν οι ειδικοί, οι καταναλωτές που δοκιμάζουν πάντα κάθε νέο προϊόν που διαφημίζεται αποτελούν την κατηγορία των υπερκαταναλωτικών. Σύμφωνα με έρευνα του Ιδρύματος Αριστείδη Δασκαλόπουλου, υπάρχουν πέντε βασικοί τύποι καταναλωτών, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από συγκεκριμένες τακτικές που ακολουθούν όταν βρίσκονται στα μαγαζιά. Έτσι, οι ευαισθητοποιημένοι καταναλωτές συγκρίνουν πάντα τις τιμές των προϊόντων πριν τα αγοράσουν καθώς επίσης δεν αποκτούν είδη που δεν τους είναι απαραίτητα.

«Εξακολουθώ να ψωνίζω»

Η Χριστιάννα πάντως, γνωρίζοντας ότι η συνήθεια της κατανάλωσης είναι επιβλαβής όχι μόνο για την ψυχική υγεία της αλλά και για την τσέπη της, επισημαίνει ότι τα καμπανάκια έχουν χτυπήσει πολλές φορές: «Όταν ανοίγω την ντουλάπα μου και μέσα υπάρχουν κρεμασμένα ρούχα τα οποία αγόρασα με πολύ μεγάλη χαρά αλλά ποτέ δεν τα φόρεσα δεν μπορώ παρά να προβληματίζομαι. Ποια ανάγκη μου κάλυψα αγοράζοντας κάτι άχρηστο τελικά, αφού ποτέ δεν το φόρεσα; Και φυσικά από τη στιγμή που το εντόπισα δεν έπαψα να συμπεριφέρομαι διαφορετικά αφού εξακολουθώ να ψωνίζω με τους ίδιους ρυθμούς».

Υπερκατανάλωση, το μεγαλύτερο πρόβλημα για τον πλανήτη μας

Jared Diamond, εφ. Τα Νέα, 3/1/2008

Επιβαρύνει τη Γη περισσότερο από τη ραγδαία αύξηση του πληθυσμού

Ο αριθμός 32 είναι σημαντικός για την πορεία του πλανήτη. Μετρά τις διαφορές στον τρόπο ζωής μεταξύ των πλούσιων κρατών και του αναπτυσσόμενου κόσμου. Ο ρυθμός με τον οποίο οι άνθρωποι στη Δύση χρησιμοποιούν πηγές όπως το πετρέλαιο και τα μέταλλα και παράγουν απόβλητα είναι 32 φορές μεγαλύτερος απ΄ ό,τι των ανθρώπων στις πιο φτωχές χώρες.

Σήμερα υπάρχουν στη Γη περισσότεροι από 6,5 δισ. άνθρωποι και μέχρι τα μέσα του αιώνα μπορεί να ξεπεράσουμε τα 9 δισ. Αρκετές δεκαετίες πριν, πολλοί θεωρούσαν την αύξηση του πληθυσμού ως την κυριότερη πρόκληση που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα. Τώρα κατανοούμε ότι είναι σημαντική μόνο σε ό,τι αφορά τα όσα παράγουμε και καταναλώνουμε. Εάν οι περισσότεροι από τα 6,5 δισ. κατοίκων της Γης δεν μεταβολίζαμε ούτε καταναλώναμε, δεν θα προκαλούσαμε πρόβλημα έλλειψης πηγών. Το πιο σημαντικό είναι η συνολική παγκόσμια κατανάλωση, δηλαδή το άθροισμα όσων καταναλώνουμε όλοι οι άνθρωποι του πλανήτη.

Κι ερχόμαστε τώρα σε εμάς, το 1 δισ. ανθρώπους που ζούμε στον αναπτυγμένο κόσμο. Ο ρυθμός της κατά κεφαλήν κατανάλωσης για εμάς είναι 32 έναντι πο λύ μικρότερου ρυθμού για τα υπόλοιπα 5,5 δισ. αυτού του πλανήτη. Ο πληθυσμός στον αναπτυσσόμενο κόσμο αυξάνεται ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Κένυα και κάποιοι θεωρούν πως αυτό αποτελεί μεγάλο πρόβλημα. Ναι, μπορεί να αποτελεί πρόβλημα για τα 30 εκατ. Κενυατών, αλλά δεν επιβαρύνει τον υπόλοιπο κόσμο, επειδή οι Κενυάτες καταναλώνουν πολύ λίγα (1 σε σχέση με το δικό μας 32).

Το κρίσιμο ζήτημα για τον πλανήτη είναι ότι ο καθένας από τα 300 εκατ. Αμερικανούς καταναλώνει όσο 32 Κενυάτες. Με δεκαπλάσιο πληθυσμό, οι ΗΠΑ καταναλώνουν 320 φορές περισσότερες φυσικές πηγές από ό,τι η Κένυα.

Η μετανάστευση

Δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι από αναπτυσσόμενες χώρες αποζητούν το όνειρο της ευημερίας μεταναστεύοντας στη Δύση. Κάθε τέτοια μετεγκατάσταση ενός ατόμου σε χώρα υψηλής κατανάλωσης αυξάνει τον συνολικό ρυθμό κατανάλωσης του κόσμου, παρ΄ ότι οι μετανάστες αυτοί δεν πετυχαίνουν εύκολα και γρήγορα τον πλουτισμό. Μεταξύ των αναπτυσσόμενων χωρών που θέλουν να αυξήσουν την κατά κεφαλή κατανάλωση είναι η Κίνα. Έχει την πιο γρήγορα αναπτυσσόμενη οικονομία και το 1,3 δισ. των Κινέζων ελπίζουν κάποτε να ξοδεύουν όσα οι Αμερικανοί. Το ίδιο θέλει και η Ινδία, με την ανάλογη επιβάρυνση στις φυσικές πηγές και τη σταδιακή εξάλειψή τους.

Εάν όλος ο αναπτυσσόμενος κόσμος ξαφνικά φτάσει τη Δύση στην κατανάλωση θα είναι σαν να ζουν πάνω στον πλανήτη 72 δισ. άνθρωποι. Και φυσικά, οι Δυτικοί δεν μπορούμε να πούμε στους υπόλοιπους να μην προσπαθούν να φθάσουν το δικό μας βιοτικό επίπεδο.

Ο Τζάρεντ Ντάιαμοντ είναι καθηγητής Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας.

Να σταματήσουμε την υπερκατανάλωση

Ιδού οι ένοχοι: 32 φορές περισσότερα καταναλώνει ένας Δυτικός από έναν κάτοικο του αναπτυσσόμενου κόσμου

Η ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΛΥΣΗ είναι να εξισωθούν οι ρυθμοί κατανάλωσης, με περιορισμό των όσων απολαμβάνουμε εμείς οι Δυτικοί. Μπορεί σαν πρώτη σκέψη να αντιδρούμε, όμως εκεί θα καταλήξουμε: είτε το κάνουμε εθελοντικά είτε αναγκαστούμε κάποια στιγμή στο, όχι πολύ μακρινό, μέλλον. Άλλωστε, μεγάλο κομμάτι των όσων καταναλώνουμε είναι ουσιαστικά άχρηστα και δεν συμβάλλουν στη βελτίωση της ποιότητας της ζωής μας. Οι τάσεις το δείχνουν ξεκάθαρα: μέχρι το τέλος της ζωής μας θα καταναλώνουμε (εκόντες ή άκοντες) λιγότερα απ΄ όσα καταναλώνουμε σήμερα. Κι αυτό σημαίνει ότι υπάρχει λύση στο πρόβλημά μας.

Οι αριθμοί

Αν όλοι καταναλώναμε όσο οι Δυτικοί, θα ήταν σαν να ζουν πάνω στον πλανήτη 72 δισεκατομμύρια άνθρωποι.

Το μήνυμα του Ντίκενς

Δημήτρης Καστριώτης, εφ. Το Βήμα, 25/12/2007

Τη διάσημη «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» του («Α Christmas Carol»), τηλεοπτικές μεταφορές της οποίας προβάλλονται κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, ο Κάρολος Ντίκενς την προλόγισε λέγοντας πως ήθελε με τα φαντάσματα που πρωταγωνιστούν σε αυτήν «να αναδείξει το φάντασμα μιας ιδέας». Ήθελε, υποθέτει κανείς, να αναδείξει την αγάπη ως τον αληθινό πλούτο και να προβάλει το αδιέξοδο της χρηματικής σώρευσης, που ο μίζερος εξηνταβελόνης Εμπενίζερ Σκρουτζ εγκαταλείπει την ενδεκάτη ώρα της ζωής του, για να μεταβληθεί σε γενναιόδωρο, αξιαγάπητο παππού.

Ο Ντίκενς τα ανέδειξε αυτά, όπως και χαρακτήρες στους οποίους η φτώχεια δεν διέβρωνε τη χαρά της ζωής, αλλά ούτε καν τα αγαθά αισθήματά τους απέναντι στον ανελέητο κροίσο. Ωστόσο μέσα από την έκρηξη κεφιού που προκαλούν τα δώρα του αναγεννημένου Εμπενίζερ το παραμύθι των φαντασμάτων του βρετανού συγγραφέα αναδεικνύει το «φάντασμα» και μιας άλλης ιδέας: ότι η χαρά συνδέεται με την υλική απόλαυση- και ότι αυτή η τελευταία είναι ανάλογη με τα γενικά μέτρα της κοινωνίας. Δεν εξαρτάται μονάχα από το να διαθέτει κανείς τα στοιχειώδη, αλλά και από τη δυνατότητά του να αποκτήσει τα λαμπερά αγαθά που βλέπει στις βιτρίνες.

Σε αυτό το επίπεδο ο Ντίκενς δικαιώνεται απολύτως, καθώς τα Χριστούγεννα έχουν αναδειχθεί σε κατ΄ εξοχήν σύμβολο της χαράς μέσα από την κατανάλωση. Μήνυμά τους είναι η αγάπη και η φιλάνθρωπη συγκίνηση, πραγματικότητά τους είναι όμως η αγοραστική δαπάνη- από τα δώρα ως τα εδέσματα. Αν πιστέψει κανείς τους βρετανούς χρονικογράφους, η εξέλιξη δεν υπήρξε τυχαία: τα Χριστούγεννα, λένε, επιβλήθηκαν ως πολύ μεγάλη γιορτή όχι τόσο για το θρησκευτικό τους περιεχόμενο όσο χάρη στη συντονισμένη προσπάθεια των... εμπόρων της Αγγλίας που αναζητούσαν μια αργία πρόσφορη να αναδειχθεί σε καταναλωτική εορτή. Στην εποχή του Ντίκενς η προσπάθεια είχε ήδη ευοδωθεί και οι παλιοί αγγλικοί νόμοι που απέτρεπαν τις πολυτέλειες (το 1646 είχε απαγορευθεί, π.χ., να παρατίθεται χριστουγεννιάτικο γεύμα με περισσότερα από τρία κύρια πιάτα!) απέμεναν γραφικότητες των νομικών βιβλίων.

Στη σημερινή εποχή, όπου το καταναλωτικό πρότυπο έχει εν γένει επικρατήσει, η αγοραστική ευωχία είναι πέραν αμφιβολίας το κύριο χαρακτηριστικό των εορτών, έκδηλο στις διαφημίσεις, στα εορτοδάνεια, στην προβολή των πολυτελών αγαθών. Ισχύει ασφαλώς... όλον τον χρόνο, υποθέτει όμως κανείς ότι ειδικά την εορταστική περίοδο οι πολίτες με ισχνή καταναλωτική δυνατότητα πρέπει να αισθάνονται στο περιθώριο- και πάντως να είναι εντελώς αποστασιοποιημένοι από την κοινωνική ζωή για να νιώθουν ευτυχείς μονάχα με τα απαραίτητα. Στο σύστημα της μαζικής οικονομίας, η ψυχική ικανοποίηση προϋποθέτει όλο και περισσότερο την ευμάρεια, την πρόσβαση σε αυτό που έχει ο μέσος όρος ή και παραπάνω: όχι μόνο στο ψωμί, αλλά και σε (κάποιο από το) παντεσπάνι.

Οι επικεφαλής όλων σχεδόν των Εκκλησιών επισημαίνουν στα χριστουγεννιάτικα μηνύματά τους την πίστη και την αγάπη ως εφόδια απέναντι στο αδιέξοδο του καταναλωτικού ανθρώπου. Στην πραγματική ζωή όμως το αίσθημα ικανοποίησης εξαρτάται από τη συγκριτική αγοραστική δύναμη. Η ανισότητα στην κοινωνία δεν κρίνεται ως πολιτικό πρόβλημα με μόνο μέτρο το πόσα θύματά της πεινούν, αλλά και με το πόσοι δεν μπορούν να έχουν καλό αυτοκίνητο, όταν οι περισσότεροι γύρω διαθέτουν. Από αυτήν την άποψη, παρά την έκρηξη του συνολικού πλούτου, οι δυτικές κοινωνίες βαδίζουν σταθερά προς τα πίσω. Σε πρόσφατο άρθρο του στην εφημερίδα «Le Μonde» ο Ζαν Πολ Φιτουσί παραθέτει πρόσφατα στοιχεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου που επιβεβαιώνουν ότι οι ανισότητες στο εσωτερικό των κρατών διευρύνονται συνεχώς τις τελευταίες δεκαετίες. Αντί άλλου επιλόγου, παραθέτω τον πρόλογό του: «Καθώς η μάχη κατά των ανισοτήτων είναι η μητέρα των κοινωνικών μαχών, η συλλογική μας ήττα σε αυτήν συνοψίζει όλες τις άλλες»...

Αρρώστια η υπερκατανάλωση

Κίττυ Ξενάκη, εφ. Τα Νέα, 25/4/2006

Tην προκαλεί βλάβη σε νευρώνες του προμετωπιαίου φλοιού, σύμφωνα με μελέτη

Οι άνθρωποι που ψωνίζουν σαν... τρελοί μπορεί πράγματι να είναι λιγάκι τρελοί! Σύμφωνα με μια νέα επιστημονική έρευνα από τις ΗΠΑ, πίσω από τη μανία κατανάλωσης ίσως να κρύβεται μια δυσλειτουργία στον προμετωπιαίο φλοιό, περιοχή του εγκεφάλου που διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο στη λήψη αποφάσεων.

Οι επιστήμονες διαπίστωσαν πως αλλοίωση, βλάβη ή κάκωση στην περιοχή των νευρώνων στον προμετωπιαίο φλοιό μπορεί να οδηγήσει τον καταναλωτή σε παράλογη συμπεριφορά - ή άλλως, σε ψυχαναγκαστικές αγορές (compulsive shopping), βλέπε... μανία με το shopping.

H έρευνα, που δημοσιεύεται στο τελευταίο τεύχος της επιθεώρησης «Nature», δείχνει πως οι αποφάσεις όσον αφορά το τι θα αγοράσουμε και τι όχι λαμβάνονται από μερικούς νευρώνες, οι οποίοι εντοπίζονται στον προμετωπιαίο φλοιό, περιοχή του εγκεφάλου πίσω ακριβώς από τα μάτια. «Γνωρίζουμε από καιρό πως διαφορετικοί νευρώνες σε διάφορα τμήματα του εγκεφάλου ανταποκρίνονται σε διαφορετικά χαρακτηριστικά, όπως είναι η ποσότητα, το χρώμα και η γεύση», δήλωσε ο επικεφαλής επιστήμονας, νευροβιολόγος στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, Καμίγιο Παντόα-Σιόπα. «Ο ακριβής όμως τρόπος με τον οποίο συμφιλιώνονται αυτά τα χαρακτηριστικά παρέμενε μυστήριο». Μπορεί, για παράδειγμα, ένα πουκάμισο να αρέσει σε κάποιον επειδή είναι μπλε, ένα άλλο πουκάμισο να του αρέσει λόγω της σύνθεσής του και ένα άλλο λόγω της εφαρμογής του. Πώς θα επιλέξει ανάμεσά τους;

Σε πιθήκους

Για να βρει την απάντηση σε αυτό το ερώτημα, ο Παντόα-Σιόπα και οι συνάδελφοί του μελέτησαν την εγκεφαλική δραστηριότητα μιας ομάδας πιθήκων Μακάκων, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να επιλέξουν ανάμεσα στον χυμό από πορτοκάλι και στον χυμό από γκρέιπφρουτ. Όπως αναφέρουν οι «Sunday Times», οι Μακάκοι προτιμούσαν συνήθως τον χυμό γκρέιπφρουτ - κάποιες φορές ωστόσο, σε συγκεκριμένες συνθήκες, επέλεγαν τον χυμό πορτοκαλιού. Όταν, για παράδειγμα, ο χυμός από πορτοκάλι που τους προσέφεραν ήταν τριπλάσιος σε ποσότητα από τον χυμό γκρέιπφρουτ, προτιμούσαν τον πρώτο. Στην πραγματικότητα, οι επιστήμονες διαπίστωσαν πως παρ' ότι στο θέμα «γεύση» εμπλέκονται διάφορες περιοχές του εγκεφάλου, η απόφαση αλλαγής της προτίμησης λαμβάνεται από μερικούς νευρώνες στον προμετωπιαίο φλοιό. H οποιαδήποτε αλλοίωση, βλάβη ή κάκωση στην περιοχή αυτή μπορεί να οδηγήσει τον καταναλωτή σε παράλογη συμπεριφορά - ή άλλως, σε ψυχαναγκαστικές αγορές (compulsive shopping). Μια τέτοια δυσλειτουργία, ωστόσο, ενδεχομένως να εμπλέκεται και σε άλλες μορφές εθισμού: «Σε διάφορα εγκεφαλογραφήματα, όταν οι άνθρωποι παίζουν τυχερά παιχνίδια, βλέπουμε τον προμετωπιαίο φλοιό να "ανάβει". Και ο εθισμός στα ναρκωτικά όμως μια μορφή παρορμητικής συμπεριφοράς είναι».

Σε ό,τι αφορά τη μανία κατανάλωσης, που ωθεί τον άνθρωπο να αγοράζει ασταμάτητα και συνήθως πράγματα τα οποία δεν έχει καμία απολύτως ανάγκη, ο αμερικανικός Ψυχιατρικός Σύλλογος έχει αποφανθεί πως δεν πρόκειται για απλή διανοητική διαταραχή. Αντ' αυτού, ορισμένοι ειδικοί τη θεωρούν έναν εθισμό, ο οποίος σχετίζεται με τη μειωμένη αυτοεκτίμηση. Το βέβαιο είναι πως τα συμπεράσματα του νευροβιολόγου Παντόα-Σιόπα θα αναζωπυρώσουν τη συζήτηση. Και η συζήτηση αυτή δεν αφορά μόνο τους καταναλωτές - μανιώδεις ή μη...

Μύθος η έξυπνη τοποθέτηση των προϊόντων στα ράφια

ΚΑΤΙ ΠΟΥ EKANE ιδιαίτερη εντύπωση στους Αμερικανούς νευροβιολόγους ήταν πως όταν οι πίθηκοι Μακάκοι, στους οποίους έγινε η μελέτη, καλούνταν να επιλέξουν μεταξύ των δύο χυμών, η απόφασή τους δεν επηρεαζόταν καθόλου από τον τρόπο με τον οποίο τούς «παρουσιάζονταν» οι χυμοί αυτοί. Σε όποια θέση, για παράδειγμα, και αν ήταν ο χυμός πορτοκάλι, αν η ποσότητά του ήταν τριπλάσια από εκείνη του χυμού γκρέιπφρουτ, επέλεγαν αυτόν. Με άλλα λόγια, όλη αυτή η υποτιθέμενη έξυπνη τοποθέτηση των προϊόντων μέσα στα καταστήματα μάλλον δεν επηρεάζει τους καταναλωτές όσο νομίζουν ή θα ήθελαν οι υπεύθυνοι να τους επηρεάζει. Επιπλέον, μια δημοσκόπηση που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στη Βρετανία έδειξε πως η υπερπροσφορά προϊόντων, στα μεγάλα σούπερ μάρκετ ή στα πολυκαταστήματα, απωθεί έναν στους τρεις καταναλωτές τόσο πολύ που τον κάνει είτε να αποφεύγει τους χώρους αυτούς ή να φεύγει με άδεια χέρια.

Παγκόσμια Ημέρα Καταναλωτή

Θανάσης Ηλιοδρομίτης, www.e-go.gr, 15/3/2001

Μια μέση αστική οικογένεια, με δύο παιδιά που φοιτούν στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, χρειάζεται γύρω στα 13 εκατομμύρια δρχ το χρόνο για μια ανθρώπινη διαβίωση. Το στοιχείο αυτό, που έδωσε στη δημοσιότητα η ένωση καταναλωτών με αφορμή το σημερινό γιορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας του Καταναλωτή, φαντάζει από πρώτη άποψη λίγο υπερβολικό, αλλά η ανάλυση των επιμέρους δαπανών αποδεικνύει το αντίθετο: Έξοδα διατροφής μέσα και έξω από το σπίτι περίπου 250.000 δρχ. το μήνα, φως-νερό-κοινόχρηστα 53.000 δρχ., ΟΤΕ 25.000 δρχ., κινητό τηλέφωνο 15.000 δρχ., ενοίκιο 120.000 δρχ, φροντιστήρια των παιδιών 170.000 δρχ. κ.λπ.

«Ελάχιστοι», τονίζει η Ένωση, «καταφέρνουν να βγάλουν αυτό το ποσό, ενώ για τη συντριπτική πλειοψηφία των καταναλωτών είναι θαύμα να μπορέσουν να εξασφαλίσουν ακόμη και τα μισά απ' τα 13 εκατομμύρια». Η Ημέρα του Καταναλωτή στάθηκε η αφορμή να βγουν εντελώς επετειακά στην επιφάνεια κάποια προβλήματα που αντιμετωπίζει καθημερινά ο καταναλωτής, όχι μόνο ποιότητας ζωής αλλά και οικονομικά. Έτσι, τα τελευταία χρόνια αυξάνεται η κατανάλωση του ψωμιού και μειώνεται η κατανάλωση κρέατος, όχι γιατί οι Έλληνες καταναλωτές ανακάλυψαν ξαφνικά την υγιεινή διατροφή, αλλά γιατί λόγω της οικονομικής κρίσης στρέφονται σε φθηνότερα προϊόντα.

- Γύρω στα 2,5 εκατομμύρια συμπολίτες μας ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας.

- Τα χρέη των πιστωτικών καρτών και των καταναλωτικών δανείων ξεπερνούν το 1,5 τρισ. δραχμές.

- Οι καταγγελίες για ακατάλληλα τρόφιμα αυξήθηκαν τα 3-4 τελευταία χρόνια μέχρι 450%.

- Την τελευταία 15ετία υπερδεκαπλασιάστηκαν οι δαπάνες για έτοιμο και πρόχειρο φαγητό.

Εκπαιδεύοντας… τους αυριανούς καταναλωτές

Ρούσσος Βρανάς, εφ. Τα Νέα, 16/10/1999

Όταν η Σούζαν Κρόκετ πήγε πριν από μερικές ημέρες την οκτάχρονη κόρη της Έιμι στη στάση, την περίμενε μια έκπληξη. Το σχολικό λεωφορείο ήταν σκεπασμένο με διαφημίσεις: Μπέργκερ Κινγκ, Γουέντις και άλλες μάρκες. Μια άλλη ημέρα, όταν η Έιμι γύρισε από το σχολείο, έφερε μαζί της τετράδια που τα εξώφυλλά τους ήταν γεμάτα διαφημίσεις από τα δημητριακά Κέλογκς και την τηλεόραση της Φοξ. Κατόπιν έγινε γνωστό ότι οι τοπικές εκπαιδευτικές αρχές είχαν κλείσει αποκλειστικό συμβόλαιο με την Κόκα Κόλα για να πουλάνε τα προϊόντα της στα σχολεία της περιοχής. Ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.

Η «εξαγορά». Το αποκλειστικό συμβόλαιο με την Πέπσι θα αποφέρει στο Γυμνάσιο Ντέρμπι του Κάνσας έσοδα ενός εκατομμυρίου δολαρίων. Συμβόλαια πολλών εκατομμυρίων έχει συνάψει και η Κόκα Κόλα με πολλά σχολεία

«Ειλικρινά με εξοργίζει που το σχολείο προωθεί και πουλάει προϊόντα τα οποία δεν κάνουν καλό στα παιδιά μας», λέει η Σούζαν Κρόκετ. «Τι άλλο θα δούμε; Δεν θα αφήνουν τα παιδιά μας να μπαίνουν στο σχολείο αν δεν φοράνε Νάικς;».

Πολλοί γονείς έχουν σήμερα την ίδια απορία. Στο κυνήγι της νεανικής πελατείας, σχεδόν κάθε μεγάλη επιχείρηση που σέβεται τον εαυτό της διαθέτει κάποιο πρόγραμμα σχολικού μάρκετινγκ, γράφει το αμερικανικό περιοδικό «Νέισον». Πολλές επιχειρήσεις έχουν γίνει χορηγοί ακόμη και μαθημάτων. Το 40% των αμερικανικών σχολείων αρχίζουν την ημέρα τους με ειδήσεις και διαφημίσεις που μεταδίδονται από το Κανάλι Ένα, το σχολικό τηλεοπτικό πρόγραμμα που απευθύνεται στη νεολαία. Μέσα σε δέκα χρόνια από την ίδρυσή του, ο διευθυντής του Κρις Χουίτλ έκανε το Κανάλι Ένα το πιο γνωστό πρόγραμμα τηλεοπτικού μάρκετινγκ στη χώρα. Η κατάσταση γίνεται ολοένα και πιο ανησυχητική, όπως δείχνουν μερικά πρόσφατα παραδείγματα:

- Ένα βιβλίο ασκήσεων που φιλοδοξεί να διδάξει στους μαθητές της τρίτης τάξης του Δημοτικού Μαθηματικά, βάζοντάς τους να μετρούν ψωμάκια μάρκας Τούτσι.

- μάθημα Οικονομικών, που διδάσκει την αξία της εργασίας δείχνοντας πώς διευθύνονται τα εστιατόρια Μακντόναλντς.

- συμβόλαια εκατομμυρίων δολαρίων που ουσιαστικά έχουν μετατρέψει πολλά σχολεία σε πωλητές της Κόκα Κόλα και της Πέπσι. Γιατί αυτή η εισβολή στα σχολεία; Μα γιατί εκεί βρίσκονται τα παιδιά. Οι εταιρείες λένε πως προωθούν την παιδεία και τη συνεργασία των σχολείων με τις επιχειρήσεις, αλλά στην πραγματικότητα το μόνο που θέλουν είναι να πάρουν ένα μεγάλο κομμάτι από τη χορταστική «πίτα» της παιδικής αγοράς. Θέλουν να «εθίσουν» τους καταναλωτές στις μάρκες τους από πολύ μικρή ηλικία και να τους κρατήσουν σε αυτές για όλη τους τη ζωή.

Σύμφωνα με το περιοδικό «Αμερικανική Δημογραφία», το 1997, τα παιδιά ηλικίας από 4 έως 12 ετών ξόδεψαν 24,4 δισεκατομμύρια δολάρια. Πέρυσι, τα παιδιά από 12 έως 19 ετών ξόδεψαν 141 δισεκατομμύρια δολάρια. Πολλά φτωχά δημόσια σχολεία δυσκολεύονται να αντισταθούν στις χορηγίες και τις προσφορές των εταιρειών, ιδιαίτερα όταν συνοδεύονται από δωρεάν κομπιούτερ και γήπεδα αθλοπαιδιών.

Η σχολική ένδεια «παντρεύεται» εύκολα με την επιχειρηματική απληστία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το Κολοράντο Σπρινγκς. Εκεί, όταν ανέλαβε τη σχολική επιθεώρηση ο Κένεθ Μπάρνλεϊ, ο προϋπολογισμός της ήταν «μέσα» 12 εκατομμύρια δολάρια.

«Οι φορολογούμενοι πολίτες της περιοχής μάς ζήτησαν να χρησιμοποιήσουμε πιο πολύ τη φαντασία μας και να βρούμε τρόπους να χρηματοδοτήσουμε τα σχολεία μας», λέει ο Μπάρνλεϊ. «Έτσι ψάξαμε στον "Χρυσό Οδηγό"». Ο Μπάρνλεϊ σκέφτηκε ότι μπορούσε να πουλήσει κάτι που έως τότε δεν του είχε περάσει από το μυαλό ότι είχε στην κατοχή του: την πρόσβαση στους μαθητές. Και από το 1993, έβαλε μπροστά «προγράμματα συνεργασίας» με επιχειρήσεις. Σήμερα συνεργάζεται με πενήντα επιχειρήσεις που καθεμιά καταβάλλει ποσά από 1.500 έως 12.000 δολάρια. Με το χρήμα τους αγοράζουν δικαιώματα διαφήμισης στα σχολικά λεωφορεία, σε όλα τα σχολεία της περιφέρειας και διαφημιστικές αναγγελίες από τα σχολικά μεγάφωνα σε κάθε αγώνα ποδοσφαίρου ή μπάσκετ. Η σχολική επιθεώρηση της περιοχής του Κολοράντο Σπρινγκς λέει ότι αυτά τα «διαφημιστικά πακέτα» τής αποφέρουν ετήσια έσοδα 100.000 δολαρίων.

Όμως, το πιο μεγάλο και πιο αποδοτικό συμβόλαιο είναι με την Κόκα Κόλα. Υπογράφηκε πριν από δύο χρόνια και βάσει αυτού τα σχολεία της περιοχής θα λάβουν 8,4 εκατομμύρια δολάρια σε μια δεκαετία ­ και ακόμη παραπάνω, αν καταφέρουν να πουλήσουν περισσότερα από 70.000 κιβώτια με ανυψυκτικά της εταιρείας μέσα σε έναν χρόνο.

Πέρυσι, αξιωματούχος της σχολικής επιθεώρησης έστειλε επιστολή στους διευθυντές των σχολείων με την οποία τους παρότρυνε να αυξήσουν τις πωλήσεις της Κόκα Κόλα στα σχολεία τους ώστε να πετύχουν τον «στόχο» των 70.000 κιβωτίων. Με την επιστολή του, ο Τζον Μπούσεϊ, ο οποίος εποπτεύει την τήρηση του συμβολαίου με την εταιρεία, συνιστά στους διευθυντές να δώσουν στους μαθητές τους απεριόριστη πρόσβαση στις αυτόματες μηχανές που πουλάνε Κόκα Κόλα και να τις εγκαταστήσουν σε σημεία που να είναι «προσιτές σε όλους τους μαθητές, όλη μέρα». Και πηγαίνοντας ακόμη παραπέρα, προτρέπει τους καθηγητές να επιτρέψουν στους μαθητές τους να πίνουν Κόκα Κόλα ακόμη και μέσα στην τάξη.

Η επιστολή και η πολιτική της σχολικής επιθεώρησης έχει ξεσηκώσει εκείνους που είναι αντίθετοι στην εμπορευματοποίηση των σχολείων. «Αυτά τα συμβόλαια θα μετατοπίσουν τις προτεραιότητες από την παιδεία στην κατανάλωση αναψυκτικών», επισημαίνει ο Άντριου Χάγκελσο, διευθυντής του Κέντρου για τη Μη Εμπορευματοποιημένη Δημόσια Εκπαίδευση. Οι περισσότεροι δάσκαλοι και καθηγητές έχουν υποκύψει στην Κόκα Κόλα. Όμως υπάρχουν και εστίες «αντιφρονούντων». «Είναι σαν να λέμε στον μαθητή: "Εγκρίνουμε την Κόκα Κόλα, εγκρίνουμε το Μπέργκερ Κινγκ. Εμείς, το σχολείο, εγκρίνουμε αυτά τα προϊόντα, άρα σου κάνουν καλό"», λέει ο δάσκαλος Εντ Μπέιλι.

Μερικοί δάσκαλοι κρύβουν τις διαφημίσεις που τους δίνουν να αναρτήσουν. Μα πιο εντυπωσιακή είναι η αντίδραση του καθηγητή Κοινωνιολογίας Τζον Χοκ: χρησιμοποιεί τις εταιρικές διαφημίσεις ως παράδειγμα στο μάθημα περί προπαγάνδας... Πάντως, λίγοι είναι οι μαθητές που γνωρίζουν πώς ήταν κάποτε τα σχολεία, πριν από την εμπορευματοποίησή τους, και ακόμη λιγότεροι εκείνοι που νοιάζονται να μάθουν. «Διαφημίσεις, σποτ, βίντεο, αυτή η γενιά δεν γνώρισε τίποτε άλλο», λέει η Σούζαν Κρόκετ. Το παράδειγμα του Κολοράντο Σπρινγκς ακολούθησαν και άλλες περιφέρειες, όπως το Ντένβερ, το Χιούστον, το Νιούαρκ και το Τζέφερσον. Η σχολική επιθεώρηση του Τζέφερσον «απέσπασε» συμβόλαιο 1,5 εκατομμυρίου δολαρίων από την Πέπσι για την ανέγερση αθλητικού γηπέδου, ενώ σε μερικά σχολεία της περιοχής εισήχθη ένα νέο μάθημα, που επινοήθηκε από την Πέπσι. Λέγεται «Η εταιρεία αναψυκτικών με ανθρακικό» και σε αυτό οι μαθητές δοκιμάζουν αναψυκτικά της εταιρείας, αναλύουν δείγματα, ξεναγούνται στις εγκαταστάσεις παραγωγής της Πέπσι.

Η εμπορευματοποίηση των αμερικανικών σχολείων έχει δημιουργήσει μια νέα βιομηχανία: το σχολικό μάρκετινγκ. Εμπνευστής της μπορεί να θεωρηθεί ο Νταν Ντερόζ, πρόεδρος της DD Μάρκετινγκ, μιας εταιρείας που ειδικεύεται στην εξασφάλιση αποκλειστικών συμβολαίων μάρκετινγκ για τα δημόσια σχολεία και κολέγια. Ο Ντερόζ λέει ότι από τα 800 σχολεία που επισκέφθηκε πέρυσι, τα 150 είχαν ήδη υπογράψει συμβόλαια αποκλειστικής συνεργασίας με εταιρείες αναψυκτικών, ενώ άλλα 600 βρίσκονταν στο στάδιο των διαπραγματεύσεων.

Πάντως, οι επικριτές των εμπορευματοποιημένων σχολείων, όπως ο Άντριου Χάγκελσο, ισχυρίζονται ότι τα έσοδά τους δεν είναι και τόσο εντυπωσιακά. «Απλώς ξεπουλάνε φθηνά τα παιδιά μας», λέει ο Χάγκελσο. Υπάρχουν όμως και περιφέρειες που αντιστέκονται. Τον περασμένο Ιούνιο η σχολική επιθεώρηση του Σαν Φρανσίσκο ενέκρινε ως πρώτο μέτρο της «απόφαση για τα μη εμπορευματοποιημένα σχολεία». Σύμφωνα με αυτήν απαγορεύεται στα σχολεία της περιοχής να υπογράφουν συμβόλαια αποκλειστικής συνεργασίας με εταιρείες αναψυκτικών ή να χρησιμοποιούν διδακτικό υλικό που περιέχει εμπορικές μάρκες.

Η πιο φιλόδοξη και επιτυχημένη εκστρατεία κατά της εμπορευματοποίησης των σχολείων έγινε στο Σιάτλ. Εκεί, οι πολίτες οργανώθηκαν στην Εκστρατεία κατά της Εμπορευματοποίησης των Σχολείων, έκαναν πορείες στα σχολεία της πόλης και δημόσιες συζητήσεις που προκάλεσαν ενδιαφέρον σε όλη τη χώρα. «Αρνούμεθα να εκθέσουμε τα παιδιά μας σε επιχειρηματικές αξίες μέσα σε ένα εκπαιδευτικό περιβάλλον στο οποίο υποθέτουν πως ό,τι τους παρουσιάζεται έχει την έγκριση των εκπαιδευτικών αρχών», αναφέρουν σε ψήφισμά τους. Μολονότι εξετάζουν τις προτάσεις τους, οι σχολικές αρχές δεν έχουν αλλάξει την πολιτική τους.

Μπαίνει λοιπόν το ερώτημα: Μήπως οι αντίπαλοι της εμπορευματοποίησης των σχολείων διεξάγουν έναν πόλεμο που είναι ήδη χαμένος; Τουλάχιστον για την ώρα, φαίνεται πως οι εταιρείες έχουν το πάνω χέρι. Αν οι γονείς, οι δάσκαλοι και το κράτος δεν δώσουν την απαιτούμενη προσοχή, ο καταναλωτισμός θα αντικαταστήσει τη μάθηση ως κυρίαρχη αξία της αμερικανικής δημόσιας εκπαίδευσης.

Ευτυχία και καταναλωτισμός

Γιαβρής Άρης, Η οργάνωση του λόγου, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1990, τ. Α’, σελ. 97-98

Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι η ευτυχία είναι αποτέλεσμα της ικανοποίησης όλων των αναγκών τους ανεξάρτητα από την ποιότητά τους. Νομίζουν πως η ευτυχία βρίσκεται στον απόλυτο κορεσμό των επιθυμιών, ο οποίος τις περισσότερες φορές μάς φέρνει στο νου ένα γεμάτο στομάχι και την υπνηλία που η κατάσταση αυτή προκαλεί. Δεν πρέπει όμως να συγχέουμε την ευτυχία με την εξάντληση και την άνευ όρων παράδοση στη λειτουργία της πέψης. Η ευτυχία εκφράζει την πληρότητα της ανθρώπινης εμπειρίας, τη χαρά, τη ζωντάνια και την ανανέωση του ανθρώπου. Θα λέγαμε ότι έχει δυναμικό χαρακτήρα, ότι δεν είναι μια παθητική κατάσταση, μια μορφή νάρκης.

(…) η ευτυχία δεν είναι ένας μετρητής της ποσότητας των αναγκών που ικανοποιούμε. Αν ίσχυε κάτι τέτοιο, ο σύγχρονος άνθρωπος θα έπρεπε να είναι το πιο ευτυχισμένο ον που έζησε μέχρι τώρα στον πλανήτη μας, αφού του δίνεται η δυνατότητα να εκπληρώσει το μεγαλύτερο μέρος των αναγκών του. Κάτι τέτοιο όμως δε συμβαίνει. Η ευτυχία, έτσι όπως έχει εμπορευματοποιηθεί και ενσωματωθεί στα διαφημιστικά μηνύματα, ταυτίζεται για τους περισσότερους ανθρώπους της εποχής μας με τον καταναλωτισμό και κυρίως με τον πλούτο. Η κατανάλωση έχει θεωρηθεί ένοχη για τα περισσότερα από τα δεινά του σύγχρονου ανθρώπου. Δεν υπάρχει όμως έμβιο ον που δεν «καταναλώνει», που δεν ξοδεύει ενέργεια για να καλύψει τις ανάγκες για την επιβίωσή του. Πολύ περισσότερο μάλιστα που ο άνθρωπος έχει αυτή την ανάγκη για κατανάλωση, αφού μόνο αυτός αναζητεί την ποιότητα στη ζωή του και προσπαθεί να δώσει μια άλλη διάσταση στην ύπαρξή του.

Είναι γεγονός ότι η εξέλιξη του πολιτισμού συνεπάγεται διεύρυνση των αναγκών του ανθρώπου. Το ραδιόφωνο, η τηλεόραση, η χρήση του αυτοκινήτου, το τηλέφωνο είναι πραγματικές ανάγκες, και ο καθένας μπορεί να αναγνωρίσει τη σπουδαιότητά τους. Το να γίνεται η ζωή πιο εύκολη, το να νιώθουμε ασφαλείς και κυρίως πιο ελεύθεροι από την πίεση της βιοτικής μέριμνας είναι κριτήριο προόδου. Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα η κατανάλωση ελαφραίνει τον καθημερινό μόχθο. Όταν όμως γίνεται καταναλωτισμός και καλλιεργείται η εντύπωση ότι αρκεί κανείς να διαθέτει χρήματα για να ικανοποιεί γρήγορα τις κάθε λογής ανάγκες που αφειδώς δημιουργεί η σύγχρονη διαφήμιση, χωρίς να συνειδητοποιεί τα όριά τους (των αναγκών), τότε είναι φυσικό να αυξάνεται η εξάρτησή του από έναν τρόπο ζωής που μόνο άγχος έχει να προσφέρει. Γιατί ο καταναλωτισμός είναι ένας τρόπος ζωής, είναι μια τοποθέτηση απέναντι στη ζωή, βασικό γνώρισμα της οποίας είναι η πεποίθηση πως τα πάντα μπορούν να αξιολογηθούν με το χρήμα. Πραγματικά, ο σύγχρονος άνθρωπος δεν μπορεί να αντισταθεί στα διαφημιστικά μηνύματα και να καταλάβει ποιες είναι οι πραγματικές του ανάγκες. Η μανία της κατανάλωσης (καταναλωτισμός) θεωρείται φυσικό δικαίωμα και, όπως υποστηρίζει ο Έριχ Φρομ, «η ελευθερία σήμερα σημαίνει δυνατότητα για απεριόριστη κατανάλωση». Αν οδηγήσουμε την άποψη αυτή μέχρι τις ακραίες συνέπειές της, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο σύγχρονος άνθρωπος ονομάζει ελευθερία τη δυνατότητα να είναι όλο πιο εξαρτημένος. Πρόκειται για μια αντίφαση που αποτελεί γνώρισμα του πολιτισμού μας και βασική αιτία της κρίσης που διέρχεται.

Έκθεση

Ζαχ. Κατερίνα, 26/1/1997

Το σύγχρονο κόσμο μαστίζουν πολλά προβλήματα. Άλλα θεωρούνται πολύ σοβαρά κι άλλα μικρότερης σημασίας. Στην πρώτη κατηγορία ανήκει και το φαινόμενο του καταναλωτισμού, που στις μέρες μας τείνει να πάρει τρομακτικές διαστάσεις. Έχει μάλιστα μετατραπεί σε «σπορ» και εκατομμύρια άνθρωποι σε παγκόσμιο επίπεδο επιδίδονται σ’ αυτό με μανία. Τα αίτια που οδηγούν στον καταναλωτισμό είναι πολλά και οι συνέπειες πολλές φορές καταστροφικές για τον άνθρωπο και την κοινωνία.

Ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που ωθεί το σημερινό άνθρωπο στην υπερκατανάλωση είναι η διαφήμιση. Μέσα απ’ αυτήν παρουσιάζονται τα αγαθά εξιδανικευμένα. Ο τρόπος προβολής τους εντυπωσιάζει τους καταναλωτές, τους τυφλώνει και τους κάνει ανίκανους να δουν τι κρύβεται πίσω από την ψεύτικη αυτή βιτρίνα. Έτσι, καταντούν υποχείρια και κατευθύνονται από τις διαφημίσεις, ξεχνώντας τι πραγματικά έχουν ανάγκη και πέφτουν στην παγίδα της υπερκατανάλωσης.

Σε άχρηστες αγορές οδηγούν όμως και οι φανταχτερές συσκευασίες των προϊόντων καθώς επίσης και οι ελκυστικές προσφορές που γίνονται από κατασκευαστές και καταστηματάρχες με σκοπό την προώθηση συγκεκριμένων αγαθών. Έχοντας λοιπόν την εντύπωση ο καταναλωτής ότι τα προϊόντα που βρίσκονται σε όμορφες συσκευασίες είναι τα καλύτερα και ότι οι προσφορές που κατακλύζουν την αγορά γίνονται προς όφελός του, κυριεύεται από μια ανεξέλεγκτη επιθυμία για όλο και μεγαλύτερη απόκτηση προϊόντων, δημιουργώντας ψεύτικες ανάγκες.

Σημαντικός λόγος επίσης εξαιτίας του οποίου οι άνθρωποι έχουν φτάσει στον υπερκαταναλωτισμό είναι και το πνεύμα της εποχής που ταυτίζει το είναι με το έχειν. Στις μέρες μας έχει πάψει να κρίνεται ο καθένας με βάση τον ψυχικό του κόσμο και το πνευματικό του επίπεδο, αλλά δίνοντας μεγαλύτερη σημασία στα υλικά αγαθά που κατέχει. Για το λόγο αυτό όλοι σχεδόν προσπαθούν να αποκτήσουν όλο και περισσότερα υλικά αγαθά, για να αποδείξουν στους γύρω τους ότι αξίζουν το σεβασμό και την εκτίμησή τους κι ότι είναι πλέον κοινωνικά ανώτεροι από άλλους. Η ταύτιση αυτή του είναι με το έχειν προκαλεί σύγχυση αξιών και αλλοτρίωση του ατόμου.

Χαρακτηριστικό του σημερινού ανθρώπου είναι και η επιδειξιμανία του όπως επίσης και η ματαιοδοξία, ο εγωισμός και η προσήλωση στη μόδα. Τα στοιχεία αυτά παίζουν καταλυτικό ρόλο στο να οδηγηθεί τελικά αυτός στον υπερκαταναλωτισμό. Θέλοντας ο κάθε άνθρωπος να είναι πάντοτε καλύτερος από τους άλλους επιδίδεται μανιωδώς στην κατανάλωση. Η ματαιοδοξία του να αγγίξει το τέλειο και η ανάγκη του για αυτοπροβολή τού στερούν απλές καθημερινές χαρές, όπως η συζήτηση με φίλους και οι βόλτες με αγαπημένα του πρόσωπα και καθιστούν κέντρο της ζωής του την προσπάθεια για απόκτηση υλικών αγαθών. Τέλος, αν και κατά βάθος ξέρει ότι η μόδα είναι κάτι το εφήμερο που αλλάζει συνεχώς και αναπάντεχα, δεν μπορεί να αντισταθεί στην ψευδή ανάγκη που του έχει επιβληθεί από παράγοντες όπως τα περιοδικά μόδας, οι σχεδιαστές ρούχων και μεγάλα «ευυπόληπτα» καταστήματα να νιώθει, για πιστή παρακολούθησή της.

Η ανάπτυξη της τεχνολογίας έχει προκαλέσει την υπερπαραγωγή και η πληθώρα προϊόντων που πρέπει να καταναλωθούν κάνει τους παραγωγούς τους να σοφίζονται απίθανους τρόπους, για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους. Με ποικίλα μέσα προωθούν τα προϊόντα τους στην αγορά, προφασιζόμενοι αληθοφανείς αλλά όχι πάντα αληθινές ανάγκες του ανθρώπου, σκοπεύοντας στο κέρδος που θα έχουν οδηγώντας το καταναλωτικό κοινό στην υπερκατανάλωση. Βάζουν δηλαδή πάνω από όλα τα οικονομικά τους συμφέροντα, αδιαφορώντας για την κακή επιρροή που ασκούν στους ανθρώπους.

Τέλος ο γρήγορος ρυθμός ζωής, η ανία, το άγχος και η αδυναμία ικανοποίησης βασικών αναγκών του ανθρώπου τον ωθούν στην αναζήτηση υποκατάστατων, που θα γεμίσουν την άδεια τους ζωή και θα διώξουν, έστω και προσωρινά, τα προβλήματα που τους προκαλεί ο τρόπος ζωής τους. Ψάχνουν για παρηγοριά στα υλικά αγαθά και ικανοποιούνται αποκτώντας όλο και πιο πολλά. Τέρπονται όταν ξεχνούν θέματα που τους βασανίζουν χάρη στην κατανάλωση. Σκέφτονται μόνο τι θα αγοράσουν στη συνέχεια, αδιαφορώντας για το τι συμβαίνει γύρω τους κι έτσι σιγά-σιγά κλείνονται στον εαυτό τους.

Η αύξηση των αγαθών όμως που αποκτά κανείς προκαλεί και αύξηση των απαιτήσεών του, που πολλές φορές είναι παράλογες. Έτσι, αντί το φαινόμενο του καταναλωτισμού να μειωθεί τείνει να πάρει τεράστιες διαστάσεις, αφού οι άνθρωποι χάνουν τον έλεγχο και οδηγούνται στην υπερκατανάλωση. Γίνονται αλαζόνες και άπληστοι. Ποτέ δεν ικανοποιούνται απ’ αυτά που έχουν, αλλά ζητούν κι άλλα, περισσότερα.

Δεν προκαλεί μόνο η υπερπαραγωγή υπερκατανάλωση αλλά και η υπερκατανάλωση υπερπαραγωγή. Βλέποντας τι θέλγει τον καταναλωτή οι βιομηχανίες φροντίζουν και δημιουργούν παρόμοια προϊόντα. Έτσι, έχουμε φτάσει σε σημείο να κινδυνεύουμε να εξαντλήσουμε τους φυσικούς πόρους, όπως το πετρέλαιο, για την κατασκευή στην προκειμένη περίπτωση πλαστικών προϊόντων για παράδειγμα.

Η συμπεριφορά του κοινού τυποποιείται. Ο άνθρωπος χάνει την προσωπική του ταυτότητα. Όλοι γίνονται και ενεργούν σαν μάζα κι όχι σαν ανεξάρτητα άτομα. Ο καταναλωτισμός δημιουργεί ανθρώπους που διέπονται από τις ίδιες καταναλωτικές ανάγκες και για να τις ικανοποιήσουν είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν μεγάλο μέρος της προσωπικής τους ζωής.

Επιπλέον, μετατρέπεται σ’ ένα άβουλο ον, που κατευθύνεται εύκολα κι αδυνατεί να κρίνει και να αποφασίσει τι του είναι χρήσιμο ή όχι. Γίνεται παθητικός δέκτης μηνυμάτων και δούλος των διαφημιστικών συμφερόντων. Είναι εύπιστος σε ό,τι του προβάλλουν και δεν αναλογίζεται τι κρύβεται πίσω απ’ όλα αυτά. Η παθητικοποίηση αυτή του δέκτη εξαπλώνεται και σε άλλους τομείς και απειλεί την πνευματική του ακεραιότητα.

Τελευταία αλλά καθόλου ασήμαντη συνέπεια της υπερκατανάλωσης του ανθρώπου είναι και η ρύπανση που προκαλεί στο περιβάλλον. Οι τεράστιοι όγκοι σκουπιδιών, που αποτελούνται κυρίως από συσκευασίες προϊόντων, εγκυμονούν κινδύνους, όπως η ανάπτυξη μικροβίων και η μόλυνση του νερού, του αέρα και του εδάφους, που θα έχει καταστροφικά αποτελέσματα για τον άνθρωπο. Ενώ θα έπρεπε αυτά τα απορρίμματα να ανακυκλώνονται για τη μικρότερη επιβάρυνση του περιβάλλοντος, κανείς Δε φροντίζει να ευαισθητοποιήσει τους πολίτες πάνω στο θέμα αυτό.

Παρόλα τα αρνητικά στοιχεία του καταναλωτισμού, μπορούμε να εντοπίσουμε και κάποια λιγότερα επιζήμια ή και θετικά. Τα προϊόντα συνεχώς βελτιώνονται, γιατί μεγαλώνει ο ανταγωνισμός εταιριών για την προσέλκυση των καταναλωτών. Ακόμα το κοινό έχει τη δυνατότητα να επιλέξει το προϊόν που θέλει ανάμεσα από πολλά άλλα και τέλος δίνεται εργασία στους ανθρώπους που παράγουν τη διαφήμιση: στους διαφημιστές, στους εργάτες, σ’ αυτούς που παρουσιάζουν το προϊόν στο κοινό.

Οι θετικές βέβαια συνέπειες του καταναλωτισμού δεν μπορούν να συγκριθούν με τα όσα προκαλεί η αρνητική του πλευρά. Θα πρέπει λοιπόν να γίνουμε εξουσιαστές του εαυτού μας, να μην παρασυρόμαστε από τα πάθη μας και να τηρούμε πάντοτε ένα μέτρο στη ζωή μας. Η φιλοσοφία των αρχαίων μας προγόνων «μέτρον άριστον» θα πρέπει να γίνει τρόπος ζωής και για μας.

Γ'. Βιβλιογραφία