Α'. Σχεδιάγραμμα, Β'. Κείμενα, Γ'. Βιβλιογραφία

Θέμα: Μουσεία

Σχετικά θέματα

Α'. Σχεδιάγραμμα

Θέμα: Αν και οι περισσότεροι συμφωνούν πως τα μουσεία, ειδικά στην Ελλάδα, προσφέρουν ή θα μπορούσαν να προσφέρουν πάρα πολλά, εντούτοις αρκετοί παραδέχονται ότι δεν υφίστανται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις που κρίνονται απαραίτητες για την αποτελεσματικότερη λειτουργία τους.

Πρόλογος

Κυρίως θέμα

Ε1. Προσφορές

Ε2. Προϋποθέσεις

Επίλογος

Β'. Κείμενα

Μουσεία σε (υστερική) κρίση

Ελλείψεις σε υποδομές και παροχές, «αγκυλωμένα» ωράρια, ανεπαρκές προσωπικό...

Μουσεία σε (υστερική) κρίση

Ελλείψεις σε υποδομές και παροχές, «αγκυλωμένα» ωράρια, ανεπαρκές προσωπικό...   Οι περισσότεροι από τους 8 εκατομμύρια τουρίστες που μας επισκέπτονται κάθε χρόνο δεν έχουν  τις καλύτερες εντυπώσεις για τον τρόπο που «πουλάμε» την πολιτιστική μας κληρονομιά.

Τι φταίει που οι επισκέπτες των μουσείων μειώνονται χρόνο με τον χρόνο; Γιατί, ενώ διαρκώς αναβαθμίζονται, παρ΄ όλα αυτά μένουν υπανάπτυκτα; Πώς γίνεται νέα και σύγχρονα μουσεία να παραμένουν άγνωστα στο κοινό; Γιατί πάντα κάτι λείπει; Πότε είναι κλειστά τα πωλητήρια, πότε δεν λειτουργούν τα αναψυκτήρια, πότε απεργούν οι φύλακες ή δεν επαρκούν, άλλοτε δεν υπάρχουν καν πληροφοριακά φυλλάδια, ενώ, αντίθετα, πωλούνται παμπάλαιοι οδηγοί, και άλλοτε είναι κλειστές οι... τουαλέτες! Με περισσότερους από 8 εκατομμύρια επισκέπτες τον χρόνο, τα μουσεία, τα μνημεία και οι αρχαιολογικοί χώροι, παρ΄ ότι αποφέρουν στο κράτος πολλά εκατομμύρια ευρώ, δεν τυγχάνουν της καλύτερης αντιμετώπισης. Σε λίγο καιρό αρχίζει η νέα τουριστική περίοδος, στην οποία η χώρα έχει εναποθέσει πολλές ελπίδες. Ωστόσο οι ελλείψεις σε υποδομές και παροχές είναι μεγάλες. Τα μουσεία και οι αρχαιολογικοί χώροι της Ελλάδας μπορεί να αποτελούν μεγάλο πολιτιστικό και τουριστικό πλεονέκτημα, όμως παρά τις προσπάθειες που έγιναν, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της προετοιμασίας των Ολυμπιακών Αγώνων, η υστέρησή τους παραμένει ένα σοβαρό πρόβλημα που το υπουργείο Πολιτισμού αδυνατεί να λύσει. 

Πρόσφατη έρευνα του ΥΠΠΟΤ μάλιστα, που έγινε σε 176 μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους, έδειξε ότι κανένα, ούτε η Ακρόπολη, δεν μπορεί να ικανοποιήσει όλες τις απαιτήσεις ενός επισκέπτη. Στην Ακρόπολη απουσιάζουν οι δίγλωσσες πινακίδες, ενώ δεν παρέχονται οι βασικές υπηρεσίες για τυφλούς. Στον ναό του Ολυμπίου Διός, που βρίσκεται στο κέντρο της Αθήνας, δεν υπάρ χει νερό για τους επισκέπτες. Στους Δελφούς και στην Επίδαυρο δεν υπάρχουν καν φυλλάδια για την πληροφόρηση του κοινού. 

Η πλειονότητα των μουσείων και των αρχαιολογικών χώρων, περί τα 100 μουσεία δηλαδή, παρέχουν μόνο τα βασικά στους επισκέπτες: ενημερωτικό φυλλάδιο, νερό, τουαλέτες και χώρο στάθμευσης- και όχι πάντα όλα μαζί. Λοιπές παροχές, όπως δίγλωσσες πινακίδες, επίσημοι οδηγοί ή κατάλογοι, πωλητήρια, αναψυκτήρια, συστήματα αυτόματης ξενάγησης, μηχανογραφημένο σύστημα έκδοσης εισιτηρίων, εκπαιδευτικά προγράμματα, απτικές διαδρομές ή χώροι αφής σπανίζουν και πάντως ποτέ δεν υπάρχουν όλα μαζί. 

Η έλλειψη μόνιμου προσωπικού που να καλύπτει όλες τις ανάγκες πήρε, ειδικά τα τελευταία δύο χρόνια, λόγω της απαγόρευσης προσλήψεων, τεράστιες διαστάσεις. Ούτε οι εποχικοί υπάλληλοι αποδείχθηκαν η πλέον ενδεδειγμένη λύση - πέραν των άλλων απαιτείται κάθε φορά η εκπαίδευσή τους- και έτσι το σοβαρό ζήτημα του ωραρίου παραμένει. Εφέτος τον χειμώνα, ιδίως, τα μουσεία δοκιμάστηκαν σκληρά λόγω της έλλειψης προσωπικού φύλαξης, αλλά και λόγω της μείωσης των υπαλλήλων τους από την κατάργηση των συμβασιούχων. 

Το Εθνικό Αρχαιολογικό και το Βυζαντινό Μουσείο στην Αθήνα είχαν κλείσει, το μεν πρώτο όλη την έκθεση των αγγείων στον όροφο του μουσείου, το δεύτερο όλη την πτέρυγα της Μεταβυζαντινής εποχής, η οποία, σημειωτέον, εγκαινιάστηκε πριν από μερικούς μήνες. Το Νομισματικό Μουσείο έκλεισε για λίγες ημέρες, το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού της Θεσσαλονίκης για περισσότερες, στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης έκλεισαν τις αίθουσες που είναι αφιερωμένες στη Μακεδονία. Η κατάσταση εξάλλου στα μικρότερα μουσεία, της περιφέρειας ιδίως, ήταν τραγική, αφού πολλά ήταν κλειστά. 

Και τα ίδια τα μουσεία ωστόσο «κάθονται» στις δάφνες τους. Η μοναδικότητα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού ασφαλώς και τα καθιστά σημαντικά. Οι σημερινές απαιτήσεις όμως των επισκεπτών είναι αυξημένες, πόσω μάλλον που οι περισσότεροι έχουν τη δυνατότητα των συγκρίσεων, αφού αρχαία δεν έχει μόνο η Ελλάδα. Λίγα είναι αυτά που δραστηριοποιούνται όλον τον χρόνο με εκδηλώσεις, εκπαιδευτικά προγράμματα ή άλλες πρωτοβουλίες. Περιοδικές εκθέσεις γίνονται σπανίως και μόνο στα μεγάλα μουσεία. Και το ερώτημα είναι αν το πρόβλημα είναι μόνον οικονομικό. 

Πρόγραμμα τριετούς διάρκειας ανακοίνωσε ο υπουργός Πολιτισμού κ. Π. Γερουλάνοςτον περασμένο Νοέμβριο, αποτελέσματα όμως ακόμη δεν υπάρχουν. Νέες πινακίδες παντού, πολύγλωσσα φυλλάδια για όλους τους χώρους και τουαλέτες είναι τα πρώτα έργα που θα γίνουν, σύμφωνα με τον πρόεδρο του Ταμείου Αρχαιολογικών Χώρων κ. Μπαλαφούτα. Οπως διευκρινίζει, τα φυλλάδια αφορούν περίπου 170 χώρους και μουσεία και η παραγωγή τους θα αρχίσει στα τέλη Απριλίου. Θα είναι κατά βάση δίγλωσσα (ελληνικά και αγγλικά), ενώ ανά περίπτωση μπορεί να υπάρχουν και άλλες γλώσσες. Μονόφυλλα ή δίφυλλα θα δίνονται μαζί με το εισιτήριο και ο σχεδιασμός τους θα παραπέμπει στην Ελλάδα. 

Ο προϋπολογισμός του προγράμματος για τρία χρόνια είναι 15 εκατ. ευρώ από τον ΟΠΑΠ και το ΤΑΠ και 5 εκατ. ευρώ μέσω του ΕΣΠΑ. Πρώτα στον κατάλογο αναβάθμισης είναι τα μουσεία και οι χώροι με τη μεγάλη επισκεψιμότητα και εκείνα που είναι χαρακτηρισμένα ως μνημεία από την UΝΕSCΟ: Ακρόπολη, Κνωσός, Ολυμπία, Δελφοί, Επίδαυρος, Μυκήνες, Βεργίνα, Παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου στη Ρόδο, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Βυζαντινό- σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. 

Κλειστά πωλητήρια, άφαντα αναψυκτήρια

«Πήραμε έγκριση από τον κ.Ραγκούση για να προσλάβουμε μέσω ΑΣΕΠ 143 υπαλλήλους για τα πωλητήρια με οκτάμηνη σύμβαση. Σε πρώτη φάση θα προκηρυχθούν 70 θέσεις, ενώ για τον χειμώνα, που δεν υπάρχει διπλοβάρδια, οι υπόλοιπες» λέει ο πρόεδρος του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων κ. Κ.Μπαλαφούτας. Ο ίδιος διαβεβαιώνει ότι τα πωλητήρια του Οργανισμού Προβολής Ελληνικού Πολιτισμού (ΟΠΕΠ)- ο οποίος έκλεισε και αυτά πέρασαν στο ΤΑΠ- θα ανοίξουν οπωσδήποτε.Εθνικό Αρχαιολογικό, Μυκήνες, Δελφοί, Κνωσός, Ολυμπία, Βεργίνα θα λειτουργήσουν κανονικά ακόμη και τα Σαββατοκύριακα, είναι η υπόσχεση. Μένει να δούμε αν θα τηρηθεί. 

Η περίπτωση των αναψυκτηρίων είναι δυσκολότερη. Οι διαγωνισμοί για ανάδοχο κηρύσσονται άγονοι λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος και έτσι παραμένουν κλειστά! (Ακόμη και στο Μουσείο της Ακρόπολης, που δεν εντάσσεται σε αυτή την κατηγορία, καθώς διέπεται από άλλο καθεστώς λειτουργίας,ο διαγωνισμός έχει αποβεί άκαρπος τέσσερις φορές.) Το αποτέλεσμα: Αυτή τη στιγμή λειτουργούν 28 αναψυκτήρια μουσείων ή χώρων σε όλη την Ελλάδα,ενώ κλειστά είναι 29, παρ΄ ότι διαγωνισμοί έχουν προκηρυχθεί και για αυτά, χωρίς όμως να υπάρξει ανάδοχος. Κλειστά είναι έτσι τα αναψυκτήρια στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πατρών (τρεις φορές κατέστη άγονος ο διαγωνισμός),στα αρχαιολογικά μουσεία Θάσου και Ηγουμενίτσας (και τα δύο είναι νέα μουσεία),Μυτιλήνης,Χίου,στον αρχαιολογικό χώρο Ηραίου Σάμου, στο Ανάκτορο Νέστορος στην Πύλο,στο Κάστρο Μεθώνης,στον αρχαιολογικό χώρο Μαλίων κ.α. 

Το ωράριο παραμένει όμηρος του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα

Πόρτες κλειστές,διπλαμπαρωμένες. Περίφραξη τριγύρω- τις περισσότερες φορές απλό συρματόπλεγμα-,φωνή ανθρώπου καμία. Γνωστό το σκηνικό για όσους έχουν επιχειρήσει να επισκεφθούν ένα μουσείο ή κάποιον αρχαιολογικό χώρο... έτσι,χωρίς πρόγραμμα.Αλλά δεν ήξεραν,δεν ρώταγαν; Το σφικτό ωράριο λειτουργίας,πιστό στον δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα, δεν παρεκκλίνει των καθορισμένων, ει μη μόνον σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις για τις οποίες επιβάλλεται διαβούλευση επί μακρόν (παράδειγμα η περυσινή νύχτα της πανσελήνου, για την οποία μόνον απεργία που δεν έγινε). 

Τον χειμώνα το ωράριο είναι 08.00-15.00. Το καλοκαίρι (με έναρξη από τον Απρίλιο) σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους μεγάλης επισκεψιμότητας εφαρμόζεται η λεγόμενη διπλοβάρδια, είναι λοιπόν ανοιχτά από τις 08.00 ως τις 17.00. Για αυτή την περίοδο του οκταμήνου είναι που προσλαμβάνονται εποχικοί φύλακες. Για εφέτος, όπως διαβεβαιώνει το υπουργείο Πολιτισμού,προκηρύσσεται άμεσα η πρόσληψη μέσω ΑΣΕΠ 1.200 φυλάκων,ενώ από τις μετατάξεις θα προστεθούν 300 ακόμη υπάλληλοι. 

«Δεν θα έχω πρόβλημα πλέον, γιατί μου δίνουν 43 φύλακες, αλλά δεν έχω καθαρίστριες, ενώ χρειάζομαι επειγόντως έναν ηλεκτρολόγο λόγω των πολλών και δύσκολων συστημάτων του μουσείου» λέει η κυρία Πολυξένη Βελένη, διευθύντρια του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης. Η ίδια επισημαίνει τις διαμαρτυρίες των επισκεπτών για το ωράριο του μουσείου,το οποίο τον χειμώνα κλείνει στις 3 το μεσημέρι. «Εχω προτείνει επανειλημμένως να γίνει 09.30-16.30, αλλά δεν εισακούομαι» λέει. 

Τη διαφωνία του με το ισχύον ωράριο εκφράζει και ο διευθυντής του μεγαλύτερου μουσείου της χώρας,του Εθνικού Αρχαιολογικού, κ. Ν.Καλτσάς: «Το μουσείο είναι άδειο στις 8 και στις 9 το πρωί, ενώ γύρω στις 11 που έρχονται όλα μαζί τα γκρουπ γίνεται το αδιαχώρητο. Θεωρώ ότι μια τροποποίηση του ωραρίου θα ήταν ιδανική για τη λειτουργία του». 

«Μόλις έγινε η προκήρυξη για πρόσληψη 65 φυλάκων και έτσι θα ανοίξει η έκθεση της Μεταβυζαντινής εποχής.Χρειάζονται όμως άλλοι 20 προκειμένου να λειτουργήσει το μουσείο με διπλοβάρδια το καλοκαίρι και δεν ξέρω αν θα μου τους δώσουν» λέει με τη σειρά της η κυρία Ευγενία Χαλκιά, διευθύντρια του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου. 

Ούτε ο κ. Θ. Πάγκαλος ούτε ο κ. Ευ. Βενιζέλος , που πέρασαν από το υπουργείο Πολιτισμού,κατόρθωσαν να αλλάξουν το ωράριο -παρ΄ ότι προσπάθησαν. Ο λόγος είναι απλός. Μια τέτοια αλλαγή συγκρούεται με το εργασιακό καθεστώς των δημοσίων υπαλλήλων. Και οι φύλακες είναι δημόσιοι υπάλληλοι,που έχουν κατακτήσει ένα σταθερό ωράριο εργασίας για την τήρηση του οποίου καλύπτονται από το συνδικαλιστικό τους σωματείο, στην προκειμένη περίπτωση από την ΑΔΕΔΥ. 

Επτά αμερικανοί επισκέπτες ζητούν... περισσότερη Ακρόπολη

«Δεν φθάνει μία φορά για να δει κανείς την Ακρόπολη». Νέοι στην ηλικία αλλά ενθουσιώδεις με τις ελληνικές αρχαιότητες η Λιζ Τζόνσον και ο Ρίτσαντ Μιτσελ, οι οποίοι μόλις έφθασαν στον Πειραιά με κρουαζιερόπλοιο,είχαν ειδικές απαιτήσεις: «Θα θέλαμε να πάμε στην Ακρόπολη και τη νύχτα.Μας είπαν όμως ότι είναι ανοιχτή μόνο μία φορά τον χρόνο,έτσι εμείς δεν θα τη δούμε ποτέ.Είναι πολύ ωραία πάντως,αν και θα θέλαμε μεγαλύτερη ενημέρωση.Υπάρχουν ψηφιακά συστήματα που θα μπορούσατε να τα έχετε καιεσείς εδώ κάτω από την Ακρόπολη,σε ένα κιόσκι». 

Η Ντέμπι και η Σίντι Μπράουν, η Κάθι και η Λίντα Σμιθ δεν είχαν να παραπονεθούν για τίποτε: «Ηταν υπέροχη εμπειρία.Ανυπομονούμε τώρα να πάμε στο Μουσείο» λένε.Οι συνθήκες; «Αριστες.Υπήρχε μια χαλαρότητα και οι φύλακες δεν είναι τόσο αυστηροί όσο αλλού (...).Εμείς πήγαμε και σε άλλα αρχαία κάτω από την Ακρόπολη (σ.σ.: στο Θησείο),όπου δεν υπήρχε κανένας.Ημασταν μόνες μας! Θα θέλαμε να μάθουμε περισσότερα για την ιστορία της αρχαίας Αθήνας- από το σχολείο ξέρουμε ότι είναι η πατρίδα της δημοκρατίας- αλλά δεν το κατορθώσαμε.Ισως τις μέρες που θα μείνουμε εδώ...». 

«Είναι εντυπωσιακά τα έργα που γίνονται στην Ακρόπολη,αλλά θα έπρεπε να λαμβάνονται περισσότερα μέτρα για τους επισκέπτες» λέει ο Ντέιβιντ Μπερντ. «Το έδαφος είναι πολύ ανώμαλο,παντού υπάρχουν σχοινιά για να μην περνούν οι τουρίστες και ακούγονται ξαφνικά δυνατές φωνές που σου απαγορεύουν να προχωρήσεις.Είναι κάπως πρωτόγονη η κατάσταση.Αφού η Ακρόπολη είναι μέσα στην Αθήνα,θα μπορούσε να προσφέρειπερισσότερα,πιστεύω.Προσωπικά μου έλειψε η ενημέρωση, αλλά και το νερό». 

Τουρισμός και μουσεία

Μόνο με λόγια, δεν προσφέρεται τίποτα

Γιάννης Δ. Πατέλλης*, εφ. Τα Νέα, 22/11/2007

Με πολλή κατανόηση φίλος μου από την Αγγλία, φανατικός επισκέπτης μουσείων, με ρώτησε: «Άλλον πίνακα, εκτός από την “Απελευθέρωση της Κοζάνης”, δεν έχουν τα μουσεία σας;». Έμεινα άφωνος. Τι είχε συμβεί; Τον ρώτησα και κατάλαβα ότι θέλοντας να επισκεφθεί την Ελλάδακαι αυτήν τη φορά να γνωρίσει τη σύγχρονη ελληνική ζωγραφικήμπήκε στην ιστοσελίδα του ΕΟΤ για πληροφορίες, πήγε στα μουσεία και στη σύγχρονη ελληνική ζωγραφική, όπου ήταν αναρτημένος μόνο ο πίνακας «Η απελευθέρωση της Κοζάνης». Το πιο φαιδρό μάλιστα ήταν ότι η ιστοσελίδα του ΕΟΤ επικαλείται την ιστοσελίδα του υπουργείου Πολιτισμού!!! Τι να πεις;

Αυτό όμως με παρακίνησε να ψάξω λίγο στα στοιχεία, να βρω πόσα μουσεία έχουμε, πόσοι τα επισκέπτονται και αν, τελικά, ο βασικός πυλώνας «τουρισμός και πολιτισμός» αυτή η γνωστή επαναλαμβανόμενη αυταπόδεικτη ρήσηεκφράζεται διαχρονικά στην κίνηση των μουσείων μας. Εδώ με περίμενε άλλη μια έκπληξη: με βάση τα στοιχεία ΕΣΥΕ, το 2005 είχαμε 119 μουσεία, που τα επισκέφθηκαν (δηλαδή έκοψαν εισιτήρια) 2.692.128 άτομα!!!! (εκ των οποίων μάλιστα τα 1.035.716 ήταν εισιτήρια ελευθέρας εισόδου). Μα είναι δυνατόν, αναρωτήθηκα, τα διάσημα μουσεία μας, με τα πιο πολύτιμα αντικείμενα, αναγνωρισμένα διεθνώς, να κόβουν τόσο λίγα εισιτήρια;

Αναζήτησα στοιχεία για άλλα μουσείαγια παράδειγμα από τη Γερμανία. Μου έστειλαν μια πλήρη μελέτη (Μuseumsbericht) για όλα τα μουσεία τους, με πλήρη κριτική ανάλυση, που μακάρι να είχαμε και στην Ελλάδα τέτοια στοιχεία και έρευνες. Επειδή δεν έχουμε τέτοιους μηχανισμούς, ινστιτούτα που παρακολουθούν και αναλύουν όπως οι Γερμανοί, ας συγκρίνουμε μόνο τα αντίστοιχα συγκριτικά στατιστικά στοιχεία της Γερμανικής Στατιστικής Υπηρεσίας. Λοιπόν, οι επισκέπτες των γερμανικών μουσείων ανήλθαν σε 103.235.000!! Και, για να μη θεωρηθεί ότι συγκρίνουμε ανόμοιες πληθυσμιακά χώρες, αναφέρουμε ότι οι επισκέπτες μουσείων στα κρατίδια Βαυαρίας ήταν 20,5 εκατ., στο ΜπάντενΒούρτενμπεργκ 14,1 εκατ. κ.λπ. Ακόμα και αυτή η πόλη του Μονάχου μετράει 4,2 εκατ. επισκέπτες στα μουσεία της! Δηλαδή, η Ελλάδα ολόκληρη, με τα 119 μουσεία της, έχει τη μισή κίνηση του Μονάχου ή περίπου τον αριθμό των επισκεπτών μουσείων της πόλης της Κολωνίας (2,4 εκατ.). Ήδη το νέο μουσείο του Μπιλμπάο στην Ισπανία έχει 1.300.000 επισκέπτες, για να μην αναφερθούμε στο Πράντο κ.λπ. Τι να πει κανένας, όταν αντίστοιχα το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο έκοψε το 2006 μόνο 363.000 εισιτήρια, της Θεσσαλονίκης 58.702, όλα τα επαρχιακά ζήτημα είναι αν ξεπέρασαν τα 2.000 εισιτήρια (π.χ. Καβάλας 2.643, Βέροιας 2.537) κ.λπ.

Καλά, οι περίπου 14,5 εκατομμύρια τουρίστες μας, δεν πάνε στα μουσεία μας; Ενδιαφέρουσα ερώτηση, που χρήζει αρκετής διαχρονικής ανάλυσης. Το 2002 η κίνηση όλων των μουσείων της Ελλάδας ανήλθε σε 2.687.619 εισιτήρια, περίπου δηλαδή όσα και το 2005. Το 2006 η κίνηση εισιτηρίων ανήλθε σε 2.755.465. Έτσι, στην αύξηση του 1.200.000 τουριστών μεταξύ 2005-2006, αντιστοιχούν περίπου 100.000 επισκέπτες μουσείων! Είναι ακριβό το εισιτήριο; Όχι βέβαια. Τα τελευταία τρία χρόνια, όμως, η μέση κατά κεφαλήν είσπραξη ανά τουρίστα μειώθηκε εντυπωσιακά περί τα 16%, μετά την ακραία και δίχως όρια επικράτηση των προσφορών all inclusive, και ειδικά του μαζικού τουρισμού («φτωχοτουρίστες») της τελευταίας χρονιάς... Πιθανά ο συγκεκριμένος τουρίστας να προτιμά να πιει μια μπίρα παρά να πάει σε μουσείο. Πάντως, η επισκεψιμότητα και άλλων μουσείων γνωστών τουριστικών προορισμών είναι πάρα πολύ μικρήλόγου χάρη Πάρος, Μύκονος ζήτημα αν κόβουν 8.000 εισιτήρια. Μήπως οι νέοι δεν πάνε σε μουσεία; Το αντίθετο συμβαίνει. Σε ένα σχετικό συνέδριο που είχε οργανώσει ο ΕΟΤ το 2003 μαζί με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τουρισμού με θέμα «Πολιτιστικός Τουρισμός», είχε παρουσιαστεί μια πολύ ενδιαφέρουσα έρευνα του Ινστιτούτου Αtlas (Ολλανδία) βασισμένη σε ένα δείγμα 30.000 συνεντεύξεων σε περισσότερους από 70 «τουριστικούς πολιτιστικούς προορισμούς». Ορισμένα αποτελέσματα της έρευνας ανατρέπουν πάγιες αντιλήψεις για τον «πολιτιστικό τουρισμό». Έτσι, για παράδειγμα, το 40% των επισκεπτών είναι νέοι μεταξύ 20 και 29 ετών, αντιστρέφοντας την εικόνα «οι «νέοι δεν ενδιαφέρονται για πολιτιστικό τουρισμό». Αν πάλι εξετάσουμε την κίνηση Απριλίου Οκτωβρίου (τη λεγόμενη τουριστική περίοδο) θα δούμε ότι η αύξηση σε σύγκριση με τους υπόλοιπους μήνες είναι μικρή και ζήτημα είναι αν τελικά από όλη την ετήσια κίνηση η μισή οφείλεται στους τουρίστες. Φταίνε τα κτίρια, η προβολή, οργάνωση, οι φύλακες ή όλα μαζί; Δεν είναι λογικό, πάντως, με τέτοια εκθέματα, να μην έχει η Ελλάδα ανάλογους επισκέπτες στα μουσεία της, έστω σαν την πόλη της Κολωνίας, και να είναι σχεδόν η τελευταία στην Ευρώπη!

Μόνο με λόγια, ότι «ο Πολιτισμός είναι ο πυλώνας του ελληνικού Τουρισμού» κ.λπ. κ.λπ., δεν προσφέρεται τίποτα, παρά μια κοινότοπη χιλιοειπωμένη προσδοκία. Το θέμα Τουρισμός και Πολιτισμός, βέβαια, δεν εξαντλείται μόνο με την πολύ μικρή αυτή αναφορά στην κίνηση των μουσείων μας, αλλά θα μας απασχολήσει σε μια σειρά άρθρων.

* Ο Γιάννης Πατέλλης είναι εμπειρογνώμονας και διετέλεσε πρόεδρος ΕΟΤ

Για ζωντανά μουσεία

Σταυρούλα Παπασπύρου, εφ. Ελευθεροτυπία, 20/5/2007

Στην Ελλάδα του σήμερα, τι ανακαλούμε άραγε αυθόρμητα στο άκουσμα της λέξης μουσείο;

Ένα βασίλειο της αισθητικής γεμάτο θησαυρούς, προορισμένο για μια ελίτ καλλιεργημένων πολιτών; Ή μήπως ένα χώρο σε διάλογο με την κοινωνία, επικεντρωμένο όχι στη λατρεία των αντικειμένων αλλά στην εκπαίδευση και την ψυχαγωγία των ανθρώπων; Αν ίσχυε το δεύτερο, αν είχε αφομοιωθεί από το συλλογικό μας υποσυνείδητο ένας τέτοιος ορισμός, θα λειτουργούσε σαν ζωντανή απόδειξη μιας συστηματικής εφαρμογής κι εδώ της φιλοσοφίας που απ' τη δεκαετία του '70 άρχισε να διέπει ανάλογους θεσμούς στο εξωτερικό. Μιας φρέσκιας δηλαδή αντίληψης, εκπορευόμενης από την επιστήμη της μουσειολογίας, που μελετά και προτείνει τρόπους ώστε να προσαρμοστούν τα μουσεία στο ρόλο που οι σύγχρονες κοινωνίες απαιτούν.

Στη χώρα μας, ωστόσο, η συγκεκριμένη επιστήμη κάνει ακόμα τα πρώτα της βήματα κι όσοι την υπηρετούν αφομοιώνονται με αργούς σχετικά ρυθμούς. Ο Δημήτρης Κωνστάντιος, πάντως, ο αρχαιολόγος-μουσειολόγος που επί μια οκταετία κρατά το τιμόνι του Βυζαντινού της Αθήνας, το δηλώνει εμφατικά: «Χρειαζόμαστε αλλαγές παντού!».

Στη διάρκεια ημερίδας που, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Μουσείων, διοργάνωσε προχθές στη Θεσσαλονίκη το διεπιστημονικό πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών «Μουσειολογία» του ΑΠΘ, για πολλοστή φορά υποστήριξε την ανάγκη να μετατραπούν όλα τα μεγάλα δημόσια μουσεία σε ΝΠΔΔ, ώστε ν' αποκτήσουν τη διοικητική και οικονομική αυτονομία που θα τους επιτρέψει να ξεδιπλώσουν τη δυναμική τους. Απ' τη μεριά του, άλλωστε, δεν μπορεί να το χωνέψει: «Είναι δυνατόν να κατέχουμε ολόκληρο τετράγωνο επί της Βασ. Σοφίας και να μην μπορούμε να στήσουμε ένα σωστό πωλητήριο κι ένα καφέ; Κι όμως, βρισκόμαστε ανάμεσα σε γραφειοκρατικές συμπληγάδες, αναγκασμένοι να παρακαλάμε δυσκίνητους οργανισμούς όπως το ΤΑΠ και τον ΟΠΕΠ που ούτε μεταξύ τους δεν μπορούν να τα βρουν...».

Η επανάσταση που έχει συντελεστεί στο εξωτερικό δεν εξαντλείται, βέβαια, στους χώρους αναψυχής του κοινού ή στο διευρυμένο ωράριο λειτουργίας των μουσείων. Δεν εξαντλείται ούτε στα εκπαιδευτικά τους προγράμματα, ούτε στην εκδοτική τους δραστηριότητα, ούτε στο πώς αξιοποιούν τις νέες τεχνολογίες -μολονότι πρόκειται για ουσιαστικούς πυλώνες μιας σύγχρονης μουσειακής πολιτικής. Αυτό που, πάνω απ' όλα, ίσως, φανερώνει τον συντονισμό της δράσης τους με τις νέες τάσεις της μουσειολογίας είναι το πώς διαρθρώνουν τις εκθέσεις των μόνιμων ή των περιοδικών τους συλλογών.

«Το ζητούμενο πλέον είναι, με βάση τα αντικείμενα, να αφηγείσαι μια ιστορία», λέει ο Δ. Κωνστάντιος.

«Μπορείς π.χ. να δείξεις παραστατικά στους επισκέπτες πώς έθαβαν οι πρόγονοί μας τους νεκρούς τους; Μόνον έτσι θα τους συγκινήσεις». Ή, όπως το θέτει η αρχιτέκτων Λένα Κατσανίκα, που μεταξύ άλλων σχεδίασε την επιτυχημένη επανέκθεση του Βυζαντινού της Αθήνας το 2004, στόχος είναι να «υποβάλλεις στους επισκέπτες συνειρμούς ιδεών και συναισθήματα που θα κεντρίσουν τη μνήμη, τη φαντασία και τη γνώση και θα τους οδηγήσουν στη σύλληψη μιας ιστορικής πραγματικότητας».

Σύμφωνα με την αρχαιολόγο Ασπασία Λούβη -γενική διευθύντρια του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς, το οποίο έχει ήδη προχωρήσει στην ίδρυση μιας σειράς θεματικών τεχνολογικών μουσείων ανά την επικράτεια«μπορεί η μουσειολογία να ήρθε σ' εμάς με καθυστέρηση, αλλά προχωράμε με άλματα. Χάρη στους Ολυμπιακούς Αγώνες και τα κεφάλαια που αντλήθηκαν από τα διαδοχικά ΚΠΣ όλο και συντονιζόμαστε με τις νέες ιδέες». Λαμπρό παράδειγμα το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού της Θεσσαλονίκης.

Ο παιδευτικός χαρακτήρας της έκθεσής του (όπου δεν χρησιμοποιούνται καν βιτρίνες), οι υψηλές προδιαγραφές των εργαστηρίων και των αποθηκών του και οι διευκολύνσεις που προσφέρει στο κοινό το ανέδειξαν το 2005 ως το καλύτερο μουσείο της Ευρώπης.

Αντίθετα, το αποτέλεσμα της πρόσφατης επανέκθεσης του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου αμφισβητείται. «Τα κελύφη μόνο άλλαξαν. Η φιλοσοφία παρέμεινε η ίδια», λέει η Λένα Κατσανίκα. Οπως, άλλωστε, επισήμανε σ' ένα πύρινο άρθρο του ο εθνολόγος-μουσειολόγος Στέλιος Παπαδόπουλος (βλ. «Καθημερινή» 15/8/04), στα κείμενα και τις λεζάντες «κυριαρχεί το αρχαιολογικό ιδίωμα, δυσνόητο έως ακατανόητο για τον κοινό θνητό, και η στεγνή αρχαιολογική πληροφορία, άχρηστη για τη μέθεξη του επισκέπτη στη σημασία των έργων. Επικρατεί, αποπνικτική, μια δήθεν λιτότητα, μια στέγνα, που υποδηλώνει απουσία βίωσης του παρουσιαζόμενου πολιτισμού, άγνοια, αδιαφορία (ή περιφρόνηση;) για όσα κεφαλαιώδη πέτυχε τα τελευταία χρόνια η επιστήμη της μουσειολογίας».

Το παράδειγμα του Λονδίνου

Αν η μουσειολογία είναι η επιστήμη των μουσείων, ένας κλάδος που αγγίζει και διαπερνά μια ποικιλία γνωστικών πεδίων -αρχαιολογία, συντήρηση έργων τέχνης, αρχιτεκτονική κ.ο.κ.ο μουσειολόγος τι ακριβώς είναι; «Ενας μεσολαβητής!», λέει η καθηγήτρια της Ιστορίας της Τέχνης και της Μουσειολογίας στο ΑΠΘ Ματούλα Σκαλτσά: «Εκείνος που ερμηνεύοντας τον λόγο των ειδικών τον καθιστά απλό και κατανοητό για το αμύητο κοινό».

Τέτοιοι μεσολαβητές άρχισαν να κάνουν δειλά δειλά την εμφάνισή τους στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του '90, εφοδιασμένοι με βρετανικούς, κατά κανόνα, μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών. Σήμερα, μηχανολόγοι, αρχιτέκτονες και ιστορικοί τέχνης μπορούν ν' αποκτήσουν μεταπτυχιακό μουσειολογίας κι εδώ από το ΑΠΘ, ενώ και το Καποδιστριακό της Αθήνας και το Πανεπιστήμιο Αιγαίου διαθέτουν τμήματα μουσειολογίας επικεντρωμένα στους τομείς της συντήρησης και των νέων τεχνολογιών αντίστοιχα.

Βρίσκουν άραγε δουλειά; Το υπουργείο Πολιτισμού μόλις το 2005 απέκτησε μόνιμους μουσειολόγους, οκτώ τον αριθμό. Οπως, όμως, υποστηρίζει η Μ. Σκαλτσά, «όλοι οι απόφοιτοι του μεταπτυχιακού μας απασχολούνται. Κατά τη διάρκεια δε των σπουδών τους έχουν την ευκαιρία να εφαρμόσουν τη θεωρία σε πραγματικές συνθήκες, όπως έγινε πρόσφατα με τη δημιουργία του Εκκλησιαστικού Μουσείου Θεσσαλονίκης και του Λαογραφικού στο Βελβεντό της Κοζάνης. Οι αντιδράσεις, βέβαια, των αρχαιολόγων δεν έχουν καμφθεί ακόμη. Φοβάμαι πως και στο Νέο Μουσείο της Ακρόπολης η μπάλα των σπουδαίων εκθεμάτων θα στήσει το χορό...».

Η ίδια επέστρεψε μόλις από το Λονδίνο, όπου δεν έχασε την ευκαιρία να επισκεφθεί την Tate Modern. «Σ' όλη την είσοδο», λέει, «έχουν τοποθετηθεί βίντεο που συνδέουν έργα του μοντερνισμού κι έργα μεταγενέστερα με μια σειρά ιστορικών γεγονότων, έτσι ώστε ο επισκέπτης να μπαίνει υποψιασμένος στις αίθουσες. Οι Εγγλέζοι έχουν αντιληφθεί ότι η μουσειολογία χρειάζεται και στη σύγχρονη τέχνη. Κάτι που θ' αργήσουμε να το συνειδητοποιήσουμε εδώ».

Η Αννα Καφέτση, διευθύντρια του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, δεν διαφωνεί: «Φυσικά και έχουμε ανάγκη από εξειδικευμένους επιμελητές που να κατέχουν γνώσεις και διοίκησης και μουσειολογίας».

Ωστόσο, μπροστά στην τάση για θεματική κι όχι γραμμική παρουσίαση των συλλογών, στέκεται επιφυλακτική: «Πειράματα σαν αυτό της Tate Modern ή και του Μπομπούρ πρόσφατα χρειάζονται πολύ προσοχή. Δεν μπορεί στο όνομα μιας ευφάσταστης και φαντασμαγορικής παρουσίασης ν' ανακατεύονται παλιά και νέα έργα σ' έναν αχταρμά. Μια θεματική παρουσίαση των έργων, έξω από το πλαίσιο στο οποίο δημιουργήθηκαν, προκαλεί σύγχυση κι αποδυναμώνει τις καλλιτεχνικές τους προθέσεις. Ομως, εμείς είμαστε ακόμη μακριά απ' όλα αυτά, έχουμε άλλα προβλήματα ν' αντιμετωπίσουμε. Οταν δεν έχουμε κτίριο ακόμη, τι να πούμε για μουσειολογικές πρακτικές;».

H νύχτα έρχεται, τα μουσεία γεμίζουν

Μαίρη Αδαμοπούλου, εφ. Τα Νέα, 24/1/2006

Ξεφεύγουν από το ωράριο του Δημοσίου και... ξενυχτάνε. Είναι δέκα μουσεία που επιχειρούν να μπουν στον χάρτη της αθηναϊκής ψυχαγωγίας και το καταφέρνουν, καθώς οι επισκέπτες τους αυξάνονται κατά 35%

Το 35% αγγίζει η αύξηση της επισκεψιμότητας στο Μουσείο Μπενάκη που κάθε Πέμπτη μένει ανοιχτό ως τα μεσάνυχτα, ενώ το κυλικείο και το πωλητήριο κάνουν αντιστοίχως το 35% και το 23% των εβδομαδιαίων εισπράξεων

Μόλις πέσει ο ήλιος ουρά σχηματίζεται μπροστά στο γκισέ τον εισιτηρίων, οι αίθουσες γεμίζουν και το καφέ δέχεται την μία παραγγελία μετά την άλλη. Δεν είναι εικόνα από κάποιο πολυσινεμά, αλλά από τα δέκα μουσεία της Αθήνας που ξενυχτάνε. Μουσεία που δεν κλείνουν τις πόρτες τους ως δημόσιες υπηρεσίες στις τρεις, αλλά παραμένουν ανοιχτά ως αργά. Όχι μόνο για να δείξουν τα πλούσια εκθέματά τους, αλλά και για να προσφέρουν φαγητό ή καφέ δίνοντας μια εναλλακτική ιδέα εξόδου με κόστος που δεν ξεπερνά το εισιτήριο ενός κινηματογράφου, υιοθετώντας μια τακτική που είναι πάγια για τα μεγάλα μουσεία σε παγκόσμιο επίπεδο.

«H εμπειρία δείχνει ότι έχει απήχηση στο κοινό», λέει στα «NEA» η διευθύντρια του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, Άννα Καφέτση, που υιοθέτησε το διευρυμένο ωράριο από το 2000 που άνοιξε το μουσείο. «Το αντισυμβατικό ωράριο όχι απλώς αναπτύσσει οικειότητα με τον κόσμο είναι και πιο δημοκρατικό, διότι ευνοεί τις ομάδες των εργαζομένων που δεν μπορούν να επισκεφθούν ένα μουσείο τις πρωινές, εργάσιμες, ώρες».

Απόδειξη πως τα απογεύματα της Πέμπτης, που το Μουσείο Μπενάκη παραμένει ανοιχτό, η αύξηση της επισκεψιμότητας αγγίζει το 35%, το κυλικείο κάνει το 35% και το πωλητήριο το 23% των εβδομαδιαίων εισπράξεων, που είναι και τα υψηλότερα της εβδομάδας ξεπερνώντας κατά πολύ την παραδοσιακή ημέρα επίσκεψης των μουσείων, την Κυριακή (με ποσοστά 11% και 7% αντιστοίχως στις εισπράξεις κυλικείου και πωλητηρίου) ενώ στο 25-30% εκτιμάται η άνοδος των επισκεπτών και στα περισσότερα από τα υπόλοιπα μουσεία που παραμένουν ανοιχτά.

«Συμφέρει», εκτιμά ο διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη, Άγγελος Δεληβορριάς, που μετρά επίσης πέντε χρόνια εμπειρίας της πολιτικής του διευρυμένου ωραρίου. «Το κοινό συνηθίζει να εντάσσει στις βραδινές του εξόδους το μουσείο και αν οι συνθήκες ήταν καλύτερες θα ήθελα να μένει κάθε βράδυ το μουσείο ανοιχτό».

«Το ξεκινήσαμε ως πείραμα, λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων και της γειτονιάς (σ.σ.: Θησείο) που προσφέρεται για βραδινές βόλτες», εξηγεί ο γενικός διευθυντής του μουσείου Herakleidon Experiexce in Visual Arts, Νίκος Κοντοπρίας. «Γρήγορα διαπιστώσαμε πως πέτυχε, καθώς τις πρωινές ώρες δεχόμαστε σχολεία και από το μεσημέρι και μετά οι επισκέπτες μπορούν απερίσπαστοι να επισκεφθούν το μουσείο».

Αν και πρωτοπόρος η Εθνική Πινακοθήκη καθώς ήταν η πρώτη που άνοιγε από το 1993 τις πύλες της, τουλάχιστον δύο απογεύματα κατά τη διάρκεια μεγάλων εκθέσεων δεν έχει καθιερώσει την πολιτική και για τη μόνιμη συλλογή της. «Δεν υπάρχει η οικονομική δυνατότητα, παρά μόνο αν έχουμε την στήριξη χορηγού», εξηγεί η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης Μαρίνα Λαμπράκη -Πλάκα.

Πώς μπορεί όμως όσοι έχουν εθιστεί στα μπαράκια να προτιμήσουν για το ποτό τους το μουσείο; «Δεν ξέρω πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί η μπαρακόβια διασκέδαση και πώς να πειστεί ο κόσμος ότι μουσείο δεν σημαίνει πάντα κάτι με καταναγκαστικό και εκπαιδευτικό χαρακτήρα», λέει ο κ. Δεληβορριάς. «Προς το παρόν προσπαθούμε να τον προσελκύσουμε με ποικιλία εκθέσεων, που επιβαρύνουν τρομακτικά τόσο τις δαπάνες του μουσείου όσο και το προσωπικό με υπερβολικό φόρτο εργασίας. Πιστεύω πως εκθέσεις και εκδηλώσεις που είναι έγκυρες και επιστημονικά τεκμηριωμένες, αλλά και εύπεπτες, μπορούν να φέρουν επισκέπτες».

«Θαμώνες» οι εργαζόμενοι

Εργαζόμενοι κυρίως, αλλά και νέοι είναι η πλειονότητα εκείνων που προτιμούν να περάσουν το βράδυ τους στο μουσείο αντί στον κινηματογράφο ή σε ένα μπαράκι. Το κόστος άλλωστε δεν έχει διαφορά, δεδομένου ότι ένα εισιτήριο μουσείου είναι έξι ευρώ (κατά μέσο όρο) και το κινηματογραφικό στοιχίζει επτά. Ελκυστικές είναι όμως και οι επιπλέον παροχές που προσφέρουν εκείνες τις ημέρες. Και που μπορεί να ξεκινά με ξενάγηση ή με μια συναυλία και να φτάνει έως την δωρεάν είσοδο ή γκουρμέ πιάτα στο καφε-εστιατόριο.

«Όσο συχνότερα μπορώ επιδιώκω να επισκεφτώ μια έκθεση στο τέλος της ημέρας. H ατμόσφαιρα είναι πιο υποβλητική και η επαφή με το εκάστοτε αντικείμενο γίνεται πιο άμεση. Νιώθω ότι στις βραδινές επισκέψεις οι διάφορες παραστάσεις μού εντυπώνονται καλύτερα», λέει η Ελένη Αλευρά, φοιτήτρια Ψυχολογίας.

Τα κρατικά αγρόν αγοράζουν...

Γιατί όμως τόσα λίγα μουσεία στην Αθήνα να παραμένουν ανοιχτά το βράδυ; «Διότι είμαστε ιδιωτικό μουσείο», λέει ο κ. Κοντοπρίας, κάτι που ισχύει για την πλειοψηφία των μουσείων που παραμένουν έως αργά ανοιχτά, καθώς είναι νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. «Λειτουργούμε κατά έναν τρόπο ως επιχειρήσεις.

Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί για να έχουμε κίνηση, ενώ μπορούμε γρήγορα και άμεσα να κάνουμε διορθωτικές κινήσεις χωρίς γραφειοκρατικά κωλύματα». Όσο για τα κρατικά; «Δύο είναι οι βασικοί λόγοι που τα δημόσια μουσεία δεν παρατείνουν το ωράριό τους», επισημαίνει η προϊσταμένη της Διεύθυνσης Μουσείων, Εκθέσεων και Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων του υπουργείου Πολιτισμού, Μαίρη Πάντου. «Το μεγάλο κόστος και η απαραίτητη αναδιάταξη του προσωπικού, που δεν είναι απλό να γίνει».

Πίσω από την επίσημη στάση του υπουργείου Πολιτισμού, έγκυρες πηγές θέλουν και τους αρχαιολόγους να αντιστέκονται στην διεύρυνση του ωραρίου καθώς δηλώνουν «ευτυχείς που τα δημόσια μουσεία αντιμετωπίζονται με σεβασμό» θεωρώντας πως εκείνα που λειτουργούν έως πιο αργά έχουν «καθιερωθεί στην κοσμική ζωή της Αθήνας».

Αντιρρήσεις προβάλλουν όμως και οι αρχαιοφύλακες καθώς δεν θέλουν να αλλάξουν το βολικό γι' αυτούς πρωινό ωράριο εργασίας, ασχέτως αν στις 8.30 ουδείς περνάει το κατώφλι των μουσείων. Από τα δημόσια μουσεία μόνο το Εθνικό Αρχαιολογικό αποτελε εξαίρεση και παραμένει ανοιχτό κάθε Δευτέρα μέχρι τις 19.00.

Οι δέκα «ξενύχτηδες»

* Μουσείο Μπενάκη (Βασ. Σοφίας και Κουμπάρη 1, τηλ. 210.3671.000). Πέμπτη έως τα μεσάνυχτα με ελεύθερη είσοδο.

* Νέο κτίριο Μουσείου Μπενάκη (Πειραιώς 138 και Ανδρονίκου, τηλ. 210.3453111). Παρασκευή και Σάββατο ώς τις 22.00.

* Μουσείο Ισλαμικής Τέχνης (Αγ. Ασωμάτων 22 & Διπύλου 12, τηλ 210 325 1311). Τετάρτη ώς τις 21.00.

 

Ουρές στην Εθνική Πινακοθήκη τα δύο απογεύματα της εβδομάδας που παραμένει ανοιχτή

* Εθνική Πινακοθήκη (Βασ. Κωνσταντίνου 50, τηλ. 210.7235857). Δευτέρα και Τετάρτη 18.00-21.00.

* Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (προσωρινά στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Βασ. Σοφίας και Κόκκαλη 1, τηλ. 210.7282.000). Πέμπτη ώς τις 22.00. Ξενάγηση στις 19.00.

* Μουσείο Ιστορίας Πανεπιστημίου Αθηνών (Θόλου 5, τηλ. 210.3689502). Δευτέρα και Τετάρτη 17.00-21.00.

* Πινακοθήκη Δήμου Αθηναίων (Πειραιώς 51, τηλ. 210.3231841). Δευτέρα-Παρασκευή: 17.00-21.00.

* Herakleidon Experiexce in Visual Arts (Ηρακλειδών 16, τηλ. 210 34 61 981), καθημερινά ώς τις 21.00.

* Μουσείο Κοσμήματος Ηλία Λαλαούνη (Καλλισπέρη 12, τηλ. 210.9221.044). Τετάρτη 9.00-21.00 και μετά τις 15.00 ελεύθερη είσοδος.

* Atelier Σπύρου Βασιλείου (Γουέμπστερ 5α, τηλ. 210.9231502). Τετάρτη έως 22.00

Μουσεία σε διαρκή κρίση... επισκεπτών

Παρασκευή Κατημερτζή, εφ. Τα Νέα, 22/8/2005

Κάθε χρόνο και χειρότερα. Αυτή είναι η εικόνα της επισκεψιμότητας των αρχαιολογικών χώρων και μουσείων της Eλλάδας, που εκφράζεται ανάγλυφα στο κορυφαίο μνημείο, την Aκρόπολη. Φταίνε τα ωράρια αλλά και το εισιτήριο, υποστηρίζουν οι Έλληνες επισκέπτες, σε πανελλήνια έρευνα

H Ακρόπολη της Αθήνας, το κορυφαίο και πλέον επισκέψιμο μνημείο της Ελλάδας, παρουσιάζει πτώση των επισκεπτών της περίπου 40% τα τελευταία πέντε χρόνια, ενώ πέρυσι το αδιόρατο υπομειδίαμα του Ηνιόχου, που διαφημίζει την Ελλάδα επί δεκαετίες στα πέρατα του κόσμου, το απόλαυσαν μόνο 76.000 ζευγάρια μάτια, διότι το μουσείο ήταν κλειστό ώς τα μέσα της ολυμπιακής χρονιάς, λόγω ανακαίνισης...

H επισκεψιμότητα των ελληνικών μουσείων και αρχαιολογικών χώρων έχει πάρει την κατιούσα. Είναι άραγε η κρίση των μουσείων φαινόμενο παγκόσμιο, που δεν αφήνει ανεπηρέαστο και το ελληνικό τοπίο; Εκατό ελληνικά μουσεία, που φιλοξενούν κυρίως μια τέχνη μοναδική και ξακουστή ανά την υφήλιο, όπως η αρχαία ελληνική, δέχθηκαν πέρυσι συνολικά 2.501.976 επισκέπτες, μισούς δηλαδή από όσους δέχονται ετησίως το Βρετανικό Μουσείο ή το Λούβρο (4,5-5 εκατομμύρια).

Να είναι ότι ο κόσμος δύσκολα μπαίνει στα μουσεία καθώς στα μνημεία και τους αρχαιολογικούς χώρους η επισκεψιμότητα είναι τρεις ώς τέσσερις φορές υψηλότερη;

Γιατί παρά τα μέτρα και τα δεκάδες έργα εκσυγχρονισμού, παρά το άνοιγμα και νέων μουσείων, κάθε χρόνο χάνονται μερικές εκατοντάδες χιλιάδες επισκέπτες, όπως δείχνουν τα στοιχεία.

Όσο για τη μικρή αύξηση που παρουσιάσθηκε ειδικά πέρυσι, αυτή δεν οφειλόταν σε αρχαιολογικούς λόγους και ίσως δείχνει τη διέξοδο. Καθώς πρωταθλήτρια μεταξύ όλων των μουσείων δεν αναδείχθηκε κάποιο από τα ιδρύματα που στεγάζουν πολύτιμους αρχαιολογικούς θησαυρούς, αλλά η Εθνική Πινακοθήκη, με τις μεγάλες ολυμπιακές εκθέσεις, που δέχθηκε 453.212 άτομα και τριπλασίασε σχεδόν το κοινό της. Ανάλογη αύξηση παρατηρήθηκε και στο Μουσείο Μπενάκη, το οποίο έκανε νέα ανοίγματα (και με το νέο κτίριο στην Πειραιώς και με το Μουσείο Ισλαμικής Τέχνης) και κατάφερε να προσελκύσει 237.896 επισκέπτες.

Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα μεταξύ των λιγοστών Ελλήνων επισκεπτών των μουσείων οι περισσότεροι ερωτηθέντες δεν είχαν επισκεφθεί κανένα μουσείο τα τελευταία δύο χρόνια, επικαλούμενοι την «έλλειψη χρόνου και το ακριβό εισιτήριο».

Όλη την άνοιξη φέτος, και τον Ιούνιο, εποχή κατά την οποία έρχεται το πρώτο μεγάλο κύμα επισκεπτών, οι αρχαιολογικοί χώροι και τα μουσεία λειτουργούσαν έως τις 14.45 ελλείψει προσωπικού (άργησαν οι προσλήψεις των εποχικών φυλάκων) και το θερινό ωράριο ώς τις 20.00 άρχισε να εφαρμόζεται τον Ιούλιο.

Πέρυσι, τα κύρια μουσεία, Εθνικό Αρχαιολογικό, Δελφών, Ολυμπίας ήταν κλειστά λόγω εργασιών ανακαίνισης τους πρώτους μήνες του έτους.

«Φέτος έχουμε μια αύξηση της κίνησης, περίπου της τάξεως του 10%, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουμε έως το τέλος Ιουλίου, με εξαίρεση την Κρήτη που εμφανίζει μια ελαφρά κάμψη», υπολογίζει η κυρία Αικατερίνη Ρωμιοπούλου, αρχαιολόγος και πρόεδρος του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, που συγκεντρώνει τους πόρους των εισιτηρίων απ' όλη την Ελλάδα.

Αναλογικά τα ελληνικά μουσεία έχουν πολύ μεγάλο ποσοστό «δωρεάν» εισόδων. Στο Μουσείο Μπενάκη π.χ. πέρυσι το 59% των επισκεπτών ήταν «δωρεάν», ενώ στο σύνολο των ελληνικών μουσείων «κόπηκαν» 1.138.590 ελευθέρας σε μαθητές, φοιτητές, συνταξιούχους, στρατευμένους, πολύτεκνους, ανάπηρους, καλλιτέχνες και σε όλους ανεξαιρέτως τις Κυριακές του χειμώνα και σε πολλές εορτές. Γιατί τόσα «δωρεάν»; Γιατί κατά την κρατούσα αντίληψη το μουσείο είναι πολιτιστικό αγαθό.

«Φταίνε τα παιχνίδια των ταξιδιωτικών πρακτόρων»

Τι φταίει για την κάμψη των επισκεπτών στα μουσεία; ρωτάμε την κυρία Αικατερίνη Ρωμιοπούλου. «Ένας πρώτος λόγος είναι τα παιχνίδια των τουριστικών πρακτόρων που διακινούν τα πακέτα των γκρουπ ­ ας με συγχωρήσει ο πρόεδρός τους κ. Γκίνης που κόβουν τις επισκέψεις σε μουσεία για λόγους οικονομίας ή τις υποκαθιστούν. Λόγου χάρη στην Αθήνα προσφέρουν την Ακρόπολη και το Σούνιο, αφαίρεσαν όμως το κορυφαίο μουσείο της χώρας, το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο κ.ο.κ.

Μήπως τα μουσεία δεν ελκύουν τον κόσμο επειδή είναι απαρχαιωμένα;

Το μουσείο το ανακαλύπτεις αφού μπεις μέσα. H ποιότητα των μουσείων μας βελτιώνεται σαφώς. Τώρα είναι πιο μεγάλα, πιο σωστά, πιο πληροφορημένα. Όμως η νοοτροπία του κόσμου έχει αλλάξει ως προς το τι θέλει, πώς μαθαίνει. H κουλτούρα της τηλεόρασης καθορίζει τι θέλει το κοινό.

H τηλεόραση εθίζει το κοινό να βλέπει το ομοίωμα, την εικόνα του αντικειμένου και να μην ενδιαφέρεται για το αληθινό.

Πώς θα αντιμετωπισθεί η κρίση; Υπάρχουν μουσεία, όπως η Εθνική Πινακοθήκη ή το Μουσείο Μπενάκη, που παρουσιάζουν αλματώδη αύξηση της επισκεψιμότητας, αφού προσφέρουν ένα πλούσιο πρόγραμμα.

Χρειάζονται οικονομοτεχνικές μελέτες και να αλλάξει η νοοτροπία. Όμως τα μουσεία που αναφέρατε ότι προχωρούν έχουν πρώτον τεράστιους πόρους και δεύτερον είναι και χώροι ψυχαγωγίας. Όλα αυτά που αναφέρονται τελευταίως ότι χρειάζονται πολιτιστικοί μάνατζερ και κερδοφορία τα βλέπω με κάποια δυσπιστία. Τα μουσεία είναι πνευματικοί χώροι.

Άλλωστε και τα μηνύματα από τα μικρά μουσεία που εκσυγχρονίσθηκαν είναι ενθαρρυντικά. Το μουσείο της Ελευσίνας είχε φέτος 12.000 επισκέπτες, ο Κεραμεικός 14.000 και το Θέατρο Διονύσου 65.000.

Πόσο φταίνε και τα ωράρια λειτουργίας;

Σύμφωνα με έρευνα της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Σωματείων Υπουργείου Πολιτισμού, το 65% των ερωτηθέντων απάντησε ότι δεν έχει χρόνο και πως τα ωράρια των μουσείων δεν βοηθούν, αφού κλείνουν στις 14.30.

Τα ωράρια των μουσείων στην Ελλάδα είναι τριτοκοσμικά. Σε όλον τον κόσμο, σε Ευρώπη και Αμερική τα ωράρια είναι 9.00-17.00 ή 10.00-18.00. Μόνο η Ελλάδα είναι τόσο «έξυπνη», ώστε να τα λειτουργεί από τις 8.00, οπότε δεν πηγαίνει σχεδόν κανείς επισκέπτης ή και μετά τις 19.00, όταν το φθινόπωρο αρχίζει να νυχτώνει, οπότε πάλι δεν πηγαίνει κανείς.

Γνώμη μου είναι ότι για μια τουριστική χώρα το ωράριο 9.00-18.00 είναι επαρκές, ενώ μια φορά την εβδομάδα θα μπορούσε να ισχύει βραδινό ωράριο έως τις 22.00, που να συνδυάζεται με παραστάσεις και άλλες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις και να προσελκύει κοινό στα μουσεία. Χρειάζεται όμως μια οικονομοτεχνική μελέτη.

Άβολα ωράρια, δίχως χώρους για το κοινό

Στην Ελλάδα των εκατό κρατικών αρχαιολογικών μουσείων και των ελάχιστων μουσείων σύγχρονης τέχνης, πολλά κρατικά μουσεία ανακαινίσθηκαν, έγινε μεγάλη επένδυση με το άνοιγμα νέων μουσείων, χωρίς όμως να αλλάζει αισθητά το πνεύμα εσωστρέφειας, καθώς δεν έχει προηγηθεί σοβαρή οικονομοτεχνική μελέτη και χάραξη μιας πολιτικής για το τι μουσεία θέλουμε. Τα μουσεία παραμένουν κρατικές υπηρεσίες με όλες τις γραφειοκρατικές δεσμεύσεις. Ενώ όμως συζητείται να ιδιωτικοποιηθούν ορισμένα για να γίνουν πιο «ευέλικτα» και αποδοτικά, προς το παρόν λειτουργούν με άβολα ωράρια, χωρίς επαρκή διαφήμιση, χωρίς χώρους για το κοινό (εστιατόριο, χώρους παιχνιδιών, αμφιθέατρα για προβολές ή συναυλίες κ.ο.κ.), το οποίο βρίσκει μια επιπλέον δικαιολογία για να μην τα επισκέπτεται. Έτσι, χαρακτηρίζονται μεν εθνικό κεφάλαιο, που εξαργυρώνεται όμως στα ταμεία κυρίως από τουρίστες.

H συνταγή της επιτυχίας

«H γενική κρίση των μουσείων είναι συνυφασμένη με την οικονομική κρίση και εντάθηκε μετά το χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου», υπογραμμίζει η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα. «Είναι όμως βεβαιωμένο ότι μια καλή διαφήμιση στην τηλεόραση με γνωστούς ηθοποιούς και όχι άψυχα εκθέματα μπορεί να τριπλασιάσει το κοινό».

H κυρία Πλάκα πιστώνεται με το γεγονός ότι έφερε πολύ κόσμο στην Πινακοθήκη και έχει πετύχει εκθέσεις με ρεκόρ επισκεπτών. Πέρυσι συγκέντρωσε περίπου 470.000 επισκέπτες στις μεγάλες εκθέσεις για την Αναγέννηση και στη Γλυπτοθήκη. Χρεώθηκε όμως για το μεγάλο κόστος αυτών των εκθέσεων λόγω των υψηλών ασφαλίστρων, παρ' ότι ένα μέρος καλύφθηκε από χορηγίες.

Φέτος έκανε δύο πετυχημένες εκθέσεις με χορηγία (100%), αλλά η Πινακοθήκη πληρώνει το τίμημα: δεν πήρε ούτε δραχμή από το υπουργείο Πολιτισμού για το πρόγραμμα δράσης.

Την επιτυχημένη έκθεση του Αλέκου Φασιανού είδαν 51.743 άνθρωποι, ενώ στην εκδήλωση συμπαράστασης για το τσουνάμι σε μια μόνο μέρα 3.000 αγόρασαν μια αφίσα που υπέγραψε ο Φασιανός για τη συγκέντρωση χρημάτων.

Ένα άλλο δίδαγμα βγαίνει από την κίνηση της έκθεσης του Λουκά Σαμαρά, που έκοψε συνολικά 72.670 εισιτήρια. Τον Ιούνιο κόπηκαν 1.741 κανονικά εισιτήρια, τριπλάσια (3.475) ήταν τα φοιτητικά και πολλαπλάσια (11.404) τα γκρουπ με μαθητές και άλλες νεανικές κυρίως ομάδες που δικαιούνται δωρεάν εισόδου.

Άρα ο κόσμος και κυρίως ο νεαρόκοσμος δεν αδιαφορεί ούτε για την ελληνική ούτε για την πιο «δύσκολη» τέχνη. Αλλά στο επιτυχημένο μοντέλο, διεθνώς, στόχος είναι τα μουσεία να προσφέρουν ψυχαγωγία, να κρατήσουν τον επισκέπτη πολλές ώρες, να τον κάνουν να ξοδέψει. Προσφέρουν μια ολόκληρη «κουλτούρα μουσείου», ένα λάιφ στάιλ, με φαγητό, μουσική, ψώνια, συναυλίες, προβολές, κυρίως όμως ελκυστικές εκθέσεις που διαφημίζονται με κατάλληλα τρικ.

BIΟTEXNIKΟ BIΟMHXANIKΟ EKΠAIΔEYTIKΟ MΟYΣEIΟ ΛAYPIΟY

Εφημερίδα Τα Νέα, 28/7/2005

Οι επισκέπτες πειραματίζονται και μαθαίνουν με τα εκθέματα

Τεχνολογικό Πάρκο Λαυρίου. Μπορούν να το επισκεφθούν παιδιά και ενήλικες, να μάθουν πώς εργάζονταν οι εργάτες των μεταλλείων, να πιάσουν στα χέρια τους ορυκτά και να μελετήσουν τη χρησιμότητά τους

ΕΝΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ μουσείο λειτουργεί εδώ και 2 χρόνια στο Λαύριο: οι επισκέπτες του δεν βλέπουν απλώς τα εκθέματα πίσω από βιτρίνες, όπως γίνεται σε δεκάδες άλλα μουσεία. Μπορούν να τα αγγίξουν, να πειραματιστούν με αυτά, να εκπαιδευτούν.

Ήδη το έχουν επισκεφθεί και έχουν παρακολουθήσει τα εκπαιδευτικά του προγράμματα περίπου 20.000 μαθητές απ' όλη την Ελλάδα. Πρόκειται για το Βιοτεχνικό Βιομηχανικό Εκπαιδευτικό Μουσείο έναν μη κερδοσκοπικό φορέα με χαρακτήρα εκπαιδευτικό και πολιτιστικό που δημιουργήθηκε σε συνεργασία με το Τεχνολογικό και Πολιτιστικό Πάρκο Λαυρίου και μουσεία της περιοχής.

Τα προγράμματα του μουσείου απευθύνονται σε παιδιά προσχολικής ηλικίας, Δημοτικού, Γυμνασίου και Λυκείου. Οι μαθητές μπορούν να πειραματιστούν με εργαλεία και μηχανήματα στον χώρο του μηχανουργείου της Γαλλικής Εταιρείας Μεταλλείων Λαυρίου, να μάθουν πώς εργάζονταν οι εργάτες των μεταλλείων, να πιάσουν στα χέρια τους ορυκτά και να μελετήσουν τη χρησιμότητά τους.

Ένα από τα προγράμματα δίνει την ευκαιρία στα παιδιά να πάρουν πληροφορίες για τα μεταλλεία κατευθείαν από την... πηγή: οι μαθητές ρωτούν πρώην εργαζόμενους στη Γαλλική Εταιρεία Μεταλλείων.

Στόχος των εκπαιδευτικών προγραμμάτων που πραγματοποιούνται κάθε χρόνο «είναι να κατανοήσουν τα παιδιά την ιστορία της βιομηχανίας βιοτεχνίας τεχνολογίας στην Ελλάδα. Βασική του φιλοσοφία είναι η βιωματική εκπαίδευση και η αλληλεπίδραση των παιδιών με αντικείμενα», λέει στα «ΝΕΑ» η διευθύντρια του μουσείου κ. Σοφία Ρωκ-Μελά. Και συνεχίζει: «Είναι αβαντάζ το γεγονός ότι το μουσείο βρίσκεται στο Λαύριο που ήταν η πρώτη βιομηχανική πόλη στην Ελλάδα και διαθέτει πλούσια ιστορία σ' αυτόν τον τομέα».

Έδρα του μουσείου είναι το Τεχνολογικό Πάρκο Λαυρίου. Μπορούν να το επισκεφθούν παιδιά και ενήλικες και εκτός των οργανωμένων εκπαιδευτικών προγραμμάτων αρκεί να υπάρχει τηλεφωνική προσυνεννόηση με τους υπεύθυνους του μουσείου.

INFO * Το Βιοτεχνικό Βιομηχανικό Εκπαιδευτικό Μουσείο βρίσκεται στο Τεχνολογικό και Πολιτιστικό Πάρκο Λαυρίου (Λεωφ. Λαυρίου 1, τηλ. 22920 25575, φαξ: 22920 69178, e-mail: [email protected])

«Μουσειακή» η αντίληψη για τα Μουσεία στην Ελλάδα

Νίκος Σηφουνάκης, εφ. Τα Νέα, 19/6/1999

Στη χαραυγή του 21ου αιώνα, επιβάλλεται ο ανοικτός διάλογος για τον εκσυγχρονισμό και την αναγέννηση των Μουσείων μας. Στην αρχαιότητα η λέξη «Μουσείον» σήμαινε τον βωμό ή το τέμενος το αφιερωμένο στις Μούσες, τις θεότητες της πνευματικής καλλιέργειας, των τεχνών και της παιδείας. Εθεωρούντο κατ’ εξοχήν ιδρύματα ανώτερης παιδείας, όπως π.χ. το ίδρυμα των Πτολεμαίων στην Αλεξάνδρεια, που παράρτημά του υπήρξε η ονομαστή Βιβλιοθήκη με τη μοναδική συλλογή των έργων όλων των αρχαίων συγγραφέων. Από τον πρώτο π.Χ. αιώνα, ο Στράβων στη «Γεωγραφία» μιλάει για τους χώρους των Μουσείων, όπου μαθηματικοί, αστρονόμοι, γεωγράφοι, φιλόλογοι και ποιητές συνευρίσκοντο για την αποκάλυψη της αλήθειας ή καλύτερα τη λατρεία των Μουσών. Στο πέρασμα των αιώνων το αντικείμενο της λατρείας άλλαξε, αλλά έμεινε η λέξη. Στα νεώτερα χρόνια, στον Δυτικό κόσμο, «Μουσείον» σήμαινε χώρος συλλογής αντικειμένων της αρχαίας τέχνης, κυρίως της κλασικής περιόδου. Στις περιοχές της ελληνικής παιδείας από τον 16ο αιώνα «ελληνομουσείο» ήταν το σχολείο, δηλαδή το σύνολο της παιδείας που παρείχε.

Στους περασμένους αιώνες οι ιδιωτικές συλλογές έργων αρχαίας τέχνης, φυλασσόμενες μέσα σε παλάτια, υπήρξαν μάλλον εργαλεία για την απόκτηση ιδεολογίας από την αριστοκρατία και επίδειξη αισθητικής και όχι βέβαια χώροι περισυλλογής και πνευματικά ερημητήρια, όπως το Hermitage της ρωσικής αριστοκρατίας.

Η Γαλλική Επανάσταση έφερε τη μεγάλη τομή, αφού για πρώτη φορά άνοιξαν για τον λαό και έγιναν κτήμα του χώροι που φυλάσσονταν αρχαία έργα τέχνης. Κορυφαίο παράδειγμα είναι το Λούβρο. Στη χώρα μας ακόμα και σήμερα το βάρος της κλασικής παιδείας και ιδεολογίας εξακολουθεί να ταυτίζει την έννοια του Μουσείου με αυτήν του Αρχαιολογικού Μουσείου. Στη συνείδηση των Νεοελλήνων, η έννοια Μουσείο: θεατρικό, ναυτικό, λαϊκής τέχνης κ.ά. εκλαμβάνεται ως δεύτερης κατηγορίας. Η κλασική παιδεία των κυρίαρχων τάξεων από τον Μεσαίωνα και μετά, με αποκορύφωμα τον κλασικισμό του Rinascimento και στη συνέχεια τον Διαφωτισμό, παγίωσαν αυτή την αντίληψη. Θα άνοιγα μια πολύ μεγάλη συζήτηση αν ανέλυα ένα άλλο θέμα, που στα 1923 ο Paul Valery έθεσε. Δηλαδή τους κινδύνους του Μουσείου ως νοητό χώρο διαχωρισμού των έργων τέχνης σε σχέση με το αρχικό περιβάλλον ­ το αρχιτεκτονικό και πολεοδομικό.

Σήμερα οι συζητήσεις σε όλο τον κόσμο καταλήγουν στον ενθουσιώδη εγκωμιασμό των Μουσείων, συλλογών, πινακοθηκών και διαβλέπουν την γένεση της νέας οικονομικής και κοινωνικής διάστασης και προοπτικής τους. Δημιουργούνται πλέον στα Πανεπιστήμια, στον χώρο των επιστημών κοινωνικοοικονομικής κατεύθυνσης, όχι μόνο τομείς μουσειολογίας αλλά και τομείς της οικονομίας και διαχείρισής τους και τέλος αυτό που λέμε Μάρκετινγκ με την έννοια της ευαισθητοποίησης, της ενημέρωσης και της πρόκλησης του ενδιαφέροντος. Η κρατούσα ­ κυρίως στη Δύση ­ κατεύθυνση είναι η δημιουργία Μουσείων, όπως το pret-a-porte των εικαστικών τεχνών. Μουσεία παραγωγικά, ευχάριστα, που θα εκμεταλλευτούν και την τουριστική έκρηξη που αναμένεται μετά το 2000.

Απ’ ό,τι φαίνεται, πάλι ταχύτερα και καλύτερα προς τη νέα αυτή αντίληψη κινείται η Ιταλία. Οι νόμοι και οι αποφάσεις που δρομολόγησε ο πρώην υπουργός Πολιτισμού Alberto Ronchey, τις συνεχίζουν οι διάδοχοί του και συνίσταται: α)Να λειτουργούν τα Μουσεία έως τις δέκα το βράδυ. β)Να δημιουργηθούν οι λεγόμενοι «προσθετικοί χώροι» εντός των Μουσείων όπως καφετέρια, βιβλιοθήκη, καταστήματα για πωλήσεις αντικειμένων και άλλες σύγχρονες αναγκαίες λειτουργίες.

Ο George-Henri Riviere, πρόεδρος για είκοσι χρόνια του ICOM (Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων), υπήρξε εκείνος που μετά τον πόλεμο προώθησε τη νέα φιλοσοφία τους. Να αναλάβουν δηλαδή τα Μουσεία και κοινωνικό ρόλο πέραν του οικονομικού. Επακόλουθο της παραπάνω αντίληψης είναι ότι από το 1960 μέχρι σήμερα περισσότερα από πεντακόσια νέα Μουσεία έχουν δημιουργηθεί στην Ευρώπη. Αποκορύφωμα υπήρξε η δεκαετία του ’70, με το συμβολικό Centre Pompidou του Παρισιού, το γνωστό Beaubourg του Ιταλού αρχιτέκτονα και δασκάλου μου στο Πολυτεχνείο της Genova, Renzo Piano, που μέσα από τον διαφανή σκελετό του, υποδήλωνε τη θέληση μιας πιο ανοικτής και λαϊκής λειτουργίας. Με την έναρξη λειτουργίας το 1977 του Centre Pompidou, τα μεγάλα Μουσεία όλου του κόσμου οδηγήθηκαν στην πραγματοποίηση αλλαγών που τα καθιστούν πολυλειτουργικά με τη δημιουργία βιβλιοθηκών, auditoriums, αίθουσες audiovisual, χώρους εμπορικούς και εκθέσεων, βιβλιοπωλεία, καφετέριες, εστιατόρια και με καθημερινές πολιτιστικές εκδηλώσεις. Ακολούθησε η αναγέννηση του Μουσείου του Λούβρου, με τη γνωστή διάφανη πυραμίδα του Cesar Pei και με την υπόγεια επέκτασή του.

Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, το αναγκαίο έργο της υπόγειας επέκτασης του Αρχαιολογικού Μουσείου της Αθήνας πελαγοδρομεί. Όταν βρισκόμουν στο ΥΠΠΟ, είχα ορίσει επιτροπή γι’ αυτό τον σκοπό, με συντονίστρια τη διευθύντρια κ. Δημακοπούλου. Ατόνησε όμως εκείνη η πρωτοβουλία. Επιτέλους το Κεντρικό Αρχαιολογικό μας Μουσείο πρέπει να αποκτήσει τους αναγκαίους χώρους, εκατόν σαράντα χρόνια μετά την ίδρυσή του.

Στην Ευρώπη, στις ημέρες μας ανατρέπεται η κρατούσα ιδεολογία του περίπου μαγικού και ιερού χώρου των Μουσείων. Το πλησίασμα στην έννοια της αγοράς έγινε αυθόρμητα. Μία μαρτυρία εύγλωττη της αυξημένης επαφής με το εμπόριο εδόθη από τις δραστηριότητες του Αμερικανού Frank Gehry, δημιουργού του σύγχρονου Μουσείου Guggenheim του Bilbao που πρόσφατα εγκαινιάσθηκε. Ο ίδιος αρχιτέκτονας είχε ήδη σχεδιάσει στις Ηνωμένες Πολιτείες εμπορικά κέντρα με μια όμοια φιλοσοφία, όπως εκείνη που χρησιμοποίησε στο Bilbao.

Εμείς όμως μένουμε σταθερά συντηρητικοί, όπως στη δεκαετία του ’60 που το συνδικαλιστικό όργανο των Ελλήνων αρχαιολόγων ­ σύμφωνα και με τη μαρτυρία του Βυζαντινολόγου καθηγητή Δημ. Πάλλα ­ απείχε από τη Διεθνή Ένωση Αρχαιολόγων, διότι έλεγαν αντιστρατευόταν κάθε τι το συλλογικό. Σήμερα, επίσης, βιώνουμε την καθ’ όλα ακατανόητη αντίληψη και την αντίδραση του ίδιου συνδικαλιστικού οργάνου για τον καθ’ όλα σωστό νέο νόμο, που οραματίστηκε και συνέταξε ο τ. υπουργός Πολιτισμού και ψήφισε η Βουλή. Σύμφωνα με τις διατάξεις του, προϊστάμενος Εφορείας δεν θα μπορεί να ταυτίζεται κατ’ ανάγκη με τον διευθυντή Μουσείου. Ορισμένοι ­ ευτυχώς λίγοι ­ που επιθυμούν τα Μουσεία να βρίσκονται στην κατάσταση που η μοίρα τούς έταξε, δηλαδή μουντά και αποκομμένα από το σύγχρονο κοινωνικοπολιτισμικό γίγνεσθαι, στη λογική ενός ανούσιου «καθωσπρεπισμού», αντέδρασαν και αγωνίστηκαν για να εκμαιευτεί υπουργική δήλωση ότι ο διαχωρισμός θα ισχύσει μόνο για Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Ε! Η επαρχία ας μορφωθεί αργότερα!

Ανά τον κόσμο έχουν καθιερώσει πλέον τα πολυμουσεία με τις πολλαπλές δραστηριότητες και με διευθυντή πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης. Η υπεραπασχόληση των Εφόρων Αρχαιοτήτων στα εκατοντάδες ανασκαφικά και αναστηλωτικά έργα, στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, με ταυτόχρονο φόρτο διοικητικών και οικονομικών ευθυνών, οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση, να λειτουργούν δηλαδή τα περισσότερα Μουσεία με πραγματικά «μουσειακή αντίληψη», γι’ αυτό και οι εισπράξεις των επαρχιακών Μουσείων είναι πενιχρές.

Το νέο Αρχαιολογικό Μουσείο της Μυτιλήνης που εγκαινιάστηκε πρόσφατα

Στη χώρα μας διαθέτουμε δύο ειδών Μουσεία: τα ανοικτά, που είναι οι αρχαιολογικοί χώροι και τα κλειστά, τα εντός των κτιριακών εγκαταστάσεων. Οι αρχαιολόγοι μας πρέπει να αντιμετωπίζουν τους αρχαιολογικούς χώρους ως «νέα Μουσεία» και να εργάζονται με σκοπό να γίνουν ανταγωνιστικά μεταξύ τους. Ας θυμηθούμε τη Ρωμαϊκή Αγορά της Αθήνας και την πρωτότυπη συναυλία του αείμνηστου Μ. Χατζιδάκι στον ιστορικό αυτό χώρο.

Οι πολλαπλές εκδηλώσεις, η λειτουργία ενός bar στο Μουσείο που θα προσφέρει ωραίο καφέ με διακριτική μουσική συνοδεία, ασφαλώς προσφέρει νέα ερεθίσματα στον επισκέπτη.

Η παρουσίαση μουσικών συνόλων, με φόντο θεματικά εκθέματα, θα οδηγήσουν στη νέα αναγκαία σχέση του πολίτη-επισκέπτη με τα Μουσεία, μια σχέση που μπορεί να συμπληρωθεί ακόμα με τη δημιουργία ειδικών καταστημάτων. Στους αρχαιολογικούς χώρους και στα Μουσεία ο σημερινός άνθρωπος συνδιαλέγεται με τον άνθρωπο του χθες, διά μέσου των αντικειμένων που δημιούργησε. Το μεγάλο όνειρο της ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας ­ το μεγάλο ανοικτό Μουσείο ­ αν υλοποιηθεί όπως το φανταστήκαμε, δεν θα είναι μόνο μια όαση πεζόδρομων και πρασίνου, αλλά θα είναι και ένα μεγάλο σχολείο.

Συμπερασματικά πρέπει να αξιοποιηθούν οι εμπειρίες που ήδη καταγράφονται στον υπόλοιπο κόσμο. Τα Μουσεία, οι αρχαιολογικοί χώροι, είναι δύο μεγάλες κινητήριες δυνάμεις της τουριστικής μας βιομηχανίας. Υπήρξε, δυστυχώς, απογοητευτικός ο αριθμός των επισκεπτών στα επαρχιακά Μουσεία στη δεκαετία του ’80, τότε μάλιστα που ήταν δωρεάν η είσοδος, με απόφαση της αείμνηστης Μελίνας.

Ο αριθμός των επισκεπτών ­ πλην των τουριστικών περιοχών ­ και σήμερα παρέμεινε σχεδόν στα ίδια επίπεδα, οι δε εισπράξεις στα περισσότερα από αυτά ­ πλην των πέντε, έξι, μεγάλων Μουσείων ­ είναι τέτοιες που αν στη θέση τους ήταν μια ιδιωτική επιχείρηση θα είχε σίγουρα κλείσει. Ενδεικτικά αναφέρω ορισμένα παραδείγματα ­ σε μη τουριστικές περιοχές ­ που είναι αποτέλεσμα της «μακαριότητας» της δομής και διοίκησης των Μουσείων μας. Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων κατά το 1997 διέθεσε μόνο 2.346 εισιτήρια, εισπράττοντας το «υπέρογκο» ποσό του 1.099.400 δρχ. Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Σπάρτης τον ίδιο χρόνο διέθεσε 6.371 εισιτήρια και έβαλε στα ταμεία του 3.095.300 δρχ., ενώ αν πάμε σε ένα άλλο Μουσείο, σε τουριστική μάλιστα περιοχή, που υποτίθεται πήγε καλύτερα την ίδια χρονιά, το Αρχαιολογικό Μουσείο Ρεθύμνου, θα διαπιστώσουμε ότι διέθεσε 22.823 εισιτήρια και εισέπραξε το «μεγάλο ποσό» των 11.301.700 δρχ. Ας ξεφύγουμε λοιπόν από τις αγκυλώσεις. Τα Μουσεία μας πρέπει να αρχίσουν να έλκουν, με νέα πολλαπλά κίνητρα.

ΥΓ.: Αφορμή γι’ αυτό το άρθρο υπήρξαν τα πρόσφατα εγκαίνια της μόνιμης έκθεσης στο νέο Αρχαιολογικό Μουσείο της Μυτιλήνης, που μπορεί να λειτουργήσει με την παραπάνω σύγχρονη αντίληψη, για την οποία εξάλλου σχεδιάστηκε.

Εικονική Μίλητος 3Χ3Χ3

Ευάννα Βενάρδου, εφ. Ελευθεροτυπία, 5/10/1999

Είναι δυνατόν να επισκεφθεί κανείς σήμερα την Αρχαία Μίλητο; Βεβαίως. Και δεν εννοούμε να ταξιδέψει στην Τουρκία, για να περιεργαστεί ό,τι απέμεινε απ' αυτή... Το ταξίδι είναι πολύ πιο κοντινό. Γιατί είναι εικονικό... Το Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού (Πειραιώς 254) παρουσίασε χθες, και μάλιστα στην Ελλάδα, κάτι που πολλοί τοποθετούσαν στο μέλλον: το καινοτόμο σύστημα εικονικής πραγματικότητας «Κιβωτός». Κι αν ο συμπαθέστατος Νώε στη θρυλική κιβωτό διέσωσε ό,τι άξιζε να διασωθεί από τη γη, οι επιστήμονες του ΙΜΕ φιλοδοξούν με τη δική τους κιβωτό να διασώσουν τον αρχαίο πολιτισμό. Και όχι μόνο...

Φοράμε ειδικά γυαλιά και βρισκόμαστε στην «Κιβωτό». Πρόκειται για ένα δωμάτιο 3x3x3 μέτρα. Κάθε επιφάνεια του χώρου είναι οθόνη προβολής (τοίχοι, πάτωμα). Και σε κάθε οθόνη προβάλλεται ψηφιακή εικόνα, που παράγεται από έναν ηλεκτρονικό υπερυπολογιστή. Τα γυαλιά δίνουν την αίσθηση του βάθους, της τρίτης διάστασης...

Και ξαφνικά, με τη βοήθεια ενός «μαγικού ραβδιού», το οποίο κρατά η ξεναγός μας Μαρία Ρούσσου (προϊσταμένη του Τμήματος Εικονικής Πραγματικότητας του Ιδρύματος), μιας διαδραστικής συσκευής χεριού δηλαδή, που μοιάζει με τρισδιάστατο «ποντίκι», μεταφερόμαστε σ' έναν άλλο κόσμο. Μπροστά μας, πλάι μας, κάτω μας, είναι η Αρχαία Μίλητος! Οπως ήταν τότε. Απαστράπτουσα, με χρώματα ζωντανά. Με το «μαγικό ραβδί» για τιμόνι προχωράμε εκεί ακριβώς που θέλουμε εμείς -αυτό είναι άλλωστε και το θαυμαστό της υπόθεσης.

Μπαίνουμε στο Ιερό του Δελφινίου Απόλλωνα. Περπατάμε, περιεργαζόμαστε τους κίονες, τους βωμούς, τις αίθουσες, ανοίγουμε πόρτες, διαβάζουμε χαραγμένα ονόματα... Σύμφωνα με τη Γερμανική Αρχαιολογική Εταιρεία, πρόκειται για την πιστότερη αναπαράσταση της Αρχαίας Μιλήτου που έχει γίνει ποτέ. Ξαφνικά, αποφασίζουμε να...πετάξουμε. Πετάμε. Και ακούμε το φύσημα του ανέμου. Η Μίλητος είναι μοναδική από ψηλά. Στο πλάι μας πετούν γλάροι. Αποφασίζουμε να ρίξουμε και μια βουτίτσα στα γαλάζια νερά (εντάξει, το κρύο δεν το καταλαβαίνουμε, μην τα θέλουμε κι όλα...). Τελευταίος μας σταθμός, το Ελληνιστικό Γυμνάσιο. Περιδιαβαίνουμε στα λουτρά και την παλαίστρα.

Εχει ήδη περάσει ένα τέταρτο. Απογοητευμένοι, επιστρέφουμε στην (άλλη) πραγματικότητα. Και σκεφτόμαστε πως τα παιδιά, από τα δεκάδες σχολεία που επισκέπτονται καθημερινά το Ιδρυμα, δεν θα πιστεύουν στα μάτια τους...

Η ομάδα των τριών ειδικών επιστημόνων πληροφορικής, δηλαδή ο Δημήτρης Ευφραίμογλου, προϊστάμενος του Τεχνολογικού Τμήματος του ΙΜΕ, ο Βαγγέλης Χριστοδούλου, προϊστάμενος του Τμήματος Τρισδιάστατων Γραφικών και η Μαρία Ρούσσου εξηγούν:

«Το Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού είναι ο τρίτος οργανισμός στον κόσμο, που τοποθετεί ένα τέτοιο πρωτοποριακό σύστημα εικονικής πραγματικότητας (αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων) σε μουσειακό χώρο ανοιχτό στο ευρύ κοινό. Είναι επίσης το μοναδικό πολιτιστικό κέντρο που χρησιμοποιεί αυτή την τεχνολογία για θέματα πολιτιστικής κληρονομιάς και παράγει τα δικά του προγράμματα».

Εντυπωσιακό...

Το πρόγραμμα βελτιώνεται συνεχώς (στη «Μίλητο» σύντομα θα προστεθεί το Βουλευτήριο, τα τείχη και τα υπόλοιπα μέρη), ενώ ήδη προχωρούν δύο νέα προγράμματα («Tο τελετουργικό ένδυμα στο Βυζάντιο» και «H πόλη Πριήνη»).

«Μελλοντικά οι χρήστες θα μπορούν να συμμετέχουν στο εικονικό περιβάλλον ακόμα πιο ενεργητικά», τονίζει ο Δ. Ευφραίμογλου. «Θα μπορούν να αλλάζουν τα σχήματα και τη θέση των κτιρίων, ακόμη και να συναντούν εικονικές ανθρώπινες μορφές στο χώρο...».

Το σύστημα της «Κιβωτού» σχεδιάστηκε στα πρότυπα του συστήματος CAVE, του πλέον εξελιγμένου συστήματος στον κόσμο, που αναπτύχθηκε στο ερευνητικό εργαστήριο Ηλεκτρονικής Οπτικοποίησης του Πανεπιστημίου του Ιλινόις στο Σικάγο. Από το 1992 όμως, που πρωτοπαρουσιάστηκε στο κοινό προκαλώντας μεγάλη αίσθηση, χρησιμοποιείται κυρίως στη βαριά βιομηχανία, στην έρευνα, στις αυτοκινητοβιομηχανίες. «Παρακολούθησα τη λειτουργία του συστήματος για πρώτη φορά στο Ορλάντο στο πλαίσιο σκληρής στρατιωτικής εκπαίδευσης», θυμάται ο Δ. Ευφραίμογλου. «Και σκέφτηκα πόσο σημαντικό θα ήταν ένα τέτοιο σύστημα να υποδεικνύει πώς μεγαλουργούν οι άνθρωποι και όχι πώς να αλληλοσκοτώνονται...».

Το πέτυχαν. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν μόνο 30 τέτοια συστήματα σ' όλο τον κόσμο. Το ενδιαφέρον για αξιοποίησή τους στην ανάπτυξη εκπαιδευτικών, ψυχαγωγικών και καλλιτεχνικών προγραμμάτων αυξάνεται συνεχώς. Η Αρχαία Μίλητος δεν είναι παρά μόνο η αρχή...

Η «Κιβωτός» θα είναι ανοιχτή για το κοινό από την ερχόμενη Τρίτη και όλες τις ημέρες της εβδομάδας. Για πληροφορίες τηλ. 4835300.

Παιδαγωγούντα μουσεία

Κώστας Γεωργουσόπουλος, εφ. Τα Νέα, 16/10/1995

Και ως παιδαγωγός και ως επισκέπτης έχω πικράν πείραν από τη μαζική προσέλευση μαθητών στους χώρους των μουσείων. Η επίσκεψη εκεί είναι συνήθως «νόμιμο» σκασιαρχείο, χάσιμο μαθημάτων και ευκαιρία για εκτόνωση. Μια καλή ώρα για πλάκα. Είναι αξιοδάκρυτη η απόπειρα των καθηγητών ή των δασκάλων να συγκρατήσουν την αδιαφορία και τη χαλάρωση σε ευπρεπή πλαίσια.

Φοβάμαι πως δε φταίνε τόσο οι μαθητές• ούτε οι δάσκαλοι είναι ενημερωμένοι, ώστε να γίνουν καλοί ξεναγοί, ούτε τα μουσεία είναι έτσι οργανωμένα, για να υποδεχτούν και να ευαισθητοποιήσουν ανυποψίαστους επισκέπτες. Τα περισσότερα από τα μουσεία μας υπακούουν σε μια παλιά μουσειακή αντίληψη. Στην κατά παράταξη έκθεση αντικειμένων αρχαιολογικών, λαογραφικών, εικαστικών, θεατρικών κ.λπ. Η αυτονόμηση ενός εκθέματος και η εν χώρω απομόνωσή του κάτω από το σκεπτικό της αισθητικής ή πολιτισμικής του μοναδικότητας δε συντελεί στη διαπαιδαγώγηση ανώριμων και απληροφόρητων επισκεπτών, όταν μάλιστα απουσιάζει και η συμβολή του ανειδίκευτου (χωρίς να φταίει) δασκάλου.

Εκ πείρας γνωρίζω ότι, όταν τα μουσεία έχουν συγκροτηθεί με τις νέες μουσειολογικές αντιλήψεις, όπου τα εκθέματα εντάσσονται μέσα στο κοινωνικό τους πλαίσιο, στη λειτουργική τους σχέση ή στην παραγωγική διαδικασία, ελκύουν τα παιδιά.

Παράδειγμα το έξοχο δημιούργημα της Ιωάννας Παπαντωνίου στο Ναύπλιο και η παιδαγωγούσα έκθεση των ευρημάτων στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Βόλου που έστησε ο Γ. Χουρμουζιάδης. Επίσης διδακτικό είναι το εύρημα του Σιδέρη με τα καμαρίνια των εκλιπόντων ηθοποιών στο Θεατρικό Μουσείο. Ένα τέτοιο παιδαγωγούν μουσείο νομίζω ότι θα κέρδιζε την προσοχή των παιδιών, αφού θα συνδύαζε το μανθάνειν με το χαίρειν.

Γ'. Βιβλιογραφία