Α’. Σχεδιάγραμμα, Β’. Κείμενα, Γ’. Βιβλιογραφία

Θέμα: Διανοούμενοι-Πνευματικοί άνθρωποι

Α) Σχεδιάγραμμα

Θέμα: Κάποιοι ισχυρίζονται ότι η εποχή μας είναι μια εποχή μεταβατική κι ότι από το λόγο αυτό εκπορεύονται πολλά από τα προβλήματα που φαίνεται να αντιμετωπίζει ο σημερινός άνθρωπος. Υποστηρίζουν μάλιστα πως έχουμε ανάγκη ικανών και αποφασιστικών πνευματικών ανθρώπων να μας υποδείξουν τα στέρεα στηρίγματα στο παρελθόν και να ανοίξουν ασφαλείς δρόμους προς ένα καλύτερο μέλλον.

 

Πρόλογος

Κυρίως Θέμα

Ε1α. Ορισμός

       Ο αληθινός πνευματικός άνθρωπος ανήκει σ' ένα χώρο περιωπής. Κατέχει μια ζωντανή πολυμάθεια, μια πολλαπλή ικανότητα, βάθος και πλάτος απόψεων. Και την αδιάκοπη αγρύπνια του νου. Σιμώνοντάς τον καταλαβαίνει πως προσεγγίζεις μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα ή μια προσωπικότητα "εν πορεία". Δεν αισθάνεται μόνο, δεν εκφράζεται μόνο, μα και στοχάζεται ο αληθινός πνευματικός άνθρωπος. (Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος στο Ματακιάς Αργύρης, Λεξικό Εννοιών, εκδ. Πελεκάνος, Αθήνα   Θεσσαλονίκη, σελ. 487)

Πνευματικός άνθρωπος είναι εκείνος που πιστεύει στο Αγαθό, το Όμορφο και το Αληθινό και με το πνεύμα του (γράμματα - επιστήμες - τέχνες) επηρεάζει τους ανθρώπους, δείχνοντας σε κάθε εποχή το σωστό προσανατολισμό. (Δημητρακόπουλος Γ., Εκθέσεις Γ' Λυκείου, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1992, σελ. 362)

Πνευματικοί άνθρωποι μπορούν να θεωρηθούν οι καλλιτέχνες, οι επιστήμονες, οι κληρικοί, οι δάσκαλοι, οι δικαστές και πολλοί άλλοι. Ας μη νομιστεί βέβαια πως όλοι οι εκπρόσωποι των παραπάνω κλάδων μπορούν να θεωρηθούν πνευματικοί άνθρωποι. Κατεξοχήν ως τέτοιοι μπορούν να νοηθούν όσοι έχουν "μόρφωση που δεν περιορίζεται σε ξερές, άγονες γνώσεις, αλλά μετουσιώνεται σε ψυχική καλλιέργεια, αναδεικνύοντας τον άνθρωπο σε ολοκληρωμένη προσωπικότητα και εξανθρωπίζοντας ή εξευγενίζοντας τον εσωτερικό του κόσμο". (Ματακιάς Αργύρης, Λεξικό Εννοιών, εκδ. Πελεκάνος, Αθήνα   Θεσσαλονίκη, σελ. 474-475)

Τα παραπάνω δεν αποκλείουν ανθρώπους κάθε επαγγελματικού ή άλλου κλάδου ή ενασχόλησης να θεωρηθούν και να είναι πνευματικοί άνθρωποι. Θυμίζουμε το παράδειγμα του αγράμματου αλλά πολύ μορφωμένου στρατηγού Μακρυγιάννη. Διευρύνοντας λοιπόν τον ορισμό, ο όρος πνευματικός άνθρωπος θα μπορούσε να αναφέρεται σε όσους "διαθέτουν μια ιδιαίτερη πνευματική ή ψυχική καλλιέργεια, σε πρόσωπα που εμπνέουν με το ήθος τους…, με την αγωνιστικότητα και τη δράση τους στην υπηρεσία του κοινωνικού συμφέροντος, σε όσους έχουν να επιδείξουν πρωτότυπο και δημιουργικό έργο σε διάφορους τομείς του πνεύματος και τέλος σ' αυτούς που χαίρουν ευρύτερης εθνικής ή και παγκόσμιας αναγνώρισης εξαιτίας των υπηρεσιών τους στο χώρο του πνεύματος". (ό.π.)

Ε1β. Ρόλος (Ο κάθε πνευματικός άνθρωπος "ειδικεύεται" σε κάποιον από τους παρακάτω τομείς, ανάλογα με τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα και ασχολίες του. Μερικά βέβαια πνευματικά "μεγέθη" κατορθώνουν να παρουσιάζουν αξιοζήλευτη δράση σε πολλούς από τους παρακάτω τομείς…)

 

Ε2. Γνωρίσματα πνευματικού ανθρώπου

Ε3. Σχέση Παράδοσης - Πνευματικού ανθρώπου -  - Προόδου

       Η στάση ενός λαού απέναντι στην παράδοσή του  ιδιαίτερα των Ελλήνων με την τόσο μακραίωνη και πλούσια κληρονομιά  πρέπει να είναι κριτική. Οφείλουμε να την προσεγγίζουμε με σεβασμό, να τη μελετάμε, να εμβαθύνουμε σ' αυτή και να την αφομοιώνουμε δημιουργικά, καθώς μάλιστα όλος ο πολιτισμένος κόσμος κάνει το ίδιο.

Όπως είδαμε, η επαφή ενός λαού με την παράδοσή του είναι βέβαια καθήκον που ο ίδιος υπεύθυνα πρέπει να ασκήσει. Επειδή όμως η υπόθεση ενέχει μια κάποια δυσκολία και έναν κάποιο κίνδυνο, η αρωγή των πνευματικών ανθρώπων, των κατάλληλων ειδικών σε κάθε τομέα (γράμμα-τα, επιστήμες, θρησκεία, τέχνη κ.λπ.), επιβάλλεται.

Με τη βοήθειά τους θα μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε την ήρα από το στάρι, θα ευκολυνόμασταν να επιλέξουμε τα παραδοσιακά εκείνα στοιχεία που θα μπορούσαν γόνιμα και δημιουργικά να λειτουργήσουν στο παρόν και ταυτόχρονα να απορρίψουμε τα "νεκρά" και ξεπερασμένα, όσα δηλαδή θα συνιστούσαν μιαν άγονη προγονοπληξία.

Η μελέτη λοιπόν και η δημιουργική αφομοίωση των ζωντανών και λειτουργικών παραδοσιακών στοιχείων θα μπορούσε να γίνει με τη συνδρομή των πνευματικών ανθρώπων το εφαλτήριο που θα μας έδινε την απαραίτητη ώθηση αλλά και το κίνητρο για μια δυναμική είσοδο στον εικοστό πρώτο αιώνα, για μια ευημερία και πρόοδο ατομική, κοινωνική, εθνική αλλά και ευρύτερα πανανθρώπινη.

Κι ο ρόλος των πνευματικών ανθρώπων είναι σημαντικότατος. Μπορούν να λειτουργήσουν ως μεσολαβητές, ως ο συνδετικός κρίκος μιας αλυσίδας που ενώνει ένα ένδοξο και διδακτικότατο παρελθόν με ένα καλύτερο και πιο ελπιδοφόρο μέλλον. Αλίμονο στη χώρα και το έθνος που ο κρίκος αυτός είναι αδύναμος ή και ανύπαρκτος. Η ανισόρροπη ανάπτυξη και η κακή πορεία τους είναι προδιαγεγραμμένες.

Ε?. Αιτίες έλλειψης πνευματικών ανθρώπων σήμερα

 

Επίλογος

Πρόλογος

Ε1. Γιατί σπανίζουν οι πνευματικοί άνθρωποι στη εποχή μας

Ε2. Ρόλος Πνευματικών ανθρώπων

Β) Κείμενα

Τοπίο στην ομίχλη

Νάσος Βαγενάς*, εφ. Το Βήμα, 21/3/2010

Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αν σιωπούν οι διανοούμενοι σήμερα στη χώρα μας θα πρέπει πρώτα να προσδιορίσουμε ποιοι είναι οι διανοούμενοι στη χώρα μας, πράγμα κάθε άλλο παρά εύκολο. Διότι η έννοια του διανοουμένου είναι στα καθ΄ ημάς τόσο συγκεχυμένη που θα έπρεπε πρώτα να επιχειρήσουμε ορισμένες βασικές διακρίσεις.

Η βασικότερη διάκριση που θα μπορούσε να σκεφθεί κανείς είναι εκείνη ανάμεσα στην ευρύτερη και στη στενότερη έννοια του όρου. Με την ευρύτερη έννοια διανοούμενος είναι- μιλάω πάντοτε για την Ελλάδα- εκείνος που θεωρείται διανοούμενος (είτε από τους άλλους είτε από τον εαυτό του). Με την έννοια αυτή οι διανοούμενοι είναι σήμερα τόσο πολλοί ώστε να αποτελούν μία από τις πολυπληθέστερες τάξεις στη χώρα μας. Με τη στενότερη- δηλαδή, με την ακριβέστερη- έννοια του όρου, διανοούμενοι, κατά τη γνώμη μου, είναι όσοι διαθέτουν τις εξής τρεις ιδιότητες (και τις τρεις):

α) Εχουν τις απαιτούμενες γνώσεις για τα φλέγοντα κοινωνικοπνευματικά ζητήματα της εποχής τους. β) Σκέφτονται με το μυαλό τους, όχι με το μυαλό των άλλων. γ) Διατυπώνουν δημοσίως τις σκέψεις τους για τα παραπάνω ζητήματα.

Σύμφωνα με την έννοια αυτή, οι διανοούμενοι στη χώρα μας είναι, αν δεν κάνω λάθος, τόσο λίγοι ώστε να μην μπορούν να γεμίσουν μια αίθουσα σεμιναρίου. Και τούτο γιατί οι περισσότεροι από τους διανοουμένους με την ευρεία έννοια δεν διαθέτουν τη δεύτερη- και σπουδαιότερη- από τις τρεις ιδιότητες που διακρίνουν τους διανοουμένους με την ακριβέστερη, δηλαδή με τη σωστή, έννοια του όρου (πολύ συχνά δεν διαθέτουν ούτε και την πρώτη). Είναι, πιστεύω, σπουδαιότερη η δεύτερη ιδιότητα, γιατί διανοούμαι σημαίνει στοχάζομαι, συλλογίζομαι σε βάθος, σκέφτομαι κριτικά.

Θα πρέπει να σταθούμε λίγο σε αυτή την έλλειψη. Ως συναρτώμενη με την περιφερειακή θέση της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό και στο ευρύτερο δυτικό διανοητικό γίγνεσθαι, είναι, ως έναν βαθμό, κατανοήσιμη. Λέω ως έναν βαθμό, γιατί το γεγονός ότι η νεοελληνική διανόηση υπήρξε σχεδόν πάντοτε μεταπρατική των ιδεών που παράγονται στα διανοητικά κέντρα δεν δικαιολογεί τη σημερινή έκταση της απουσίας αυτενέργειας στη σκέψη της. Ελάχιστοι είναι οι σημερινοί έλληνες διανοούμενοι που συνδιαλέγονται δημιουργικά με τις ιδέες των διανοουμένων των κέντρων, δηλαδή που παράγουν δική τους σκέψη και που θα μπορούσαν ως εκ τούτου να χαρακτηριστούν διανοούμενοι με την ουσιαστική έννοια του όρου. Οι περισσότεροι- οι συντριπτικά περισσότεροι- αναπαράγουν άκριτα τις «κεντρικές» ιδέες, ακόμη και όταν οι ιδέες αυτές είναι φανερό ότι δεν μπορούν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε καλύτερα την ελληνική πραγματικότητα. Από την άποψη αυτή, η ελληνική διανόηση παραμένει αφόρητα επαρχιωτική!

Τα παραπάνω ήταν, πιστεύω, απαραίτητα αν θέλουμε να απαντήσουμε με κάποια ακρίβεια στο ερώτημα αν οι έλληνες διανοούμενοι σιωπούν ή όχι σήμερα, σε μιαν εποχή που ο λόγος της διανόησης είναι στον τόπο μας ιδιαίτερα αναγκαίος. Σε ό,τι αφορά τους διανοουμένους με την ουσιαστική έννοια του όρου, θα έλεγα ότι γενικά δεν σιωπούν, με τη διευκρίνιση όμως ότι, επειδή είναι πολύ λίγοι και επειδή ορισμένοι από αυτούς μιλούν λιγότερο απ΄ ό,τι θα έπρεπε ή δεν μιλούν καθόλου, η φωνή τους διακρίνεται πολύ δύσκολα. Και αυτό γιατί χάνεται κάτω από τη φωνή των διανοουμένων με τη μη ουσιαστική έννοια του όρου, οι περισσότεροι από τους οποίους όχι μόνο μιλούν, ενίοτε ακατάσχετα, αλλά και συχνά φωνασκούν.

Εχοντας λοιπόν απεικονίσει το τοπίο των διανοουμένων μας σήμερα με τους όρους που το περιέγραψα, θα μπορούσε κανείς, ως προς την παρουσία τους στην ελληνική πραγματικότητα, να επιχειρήσει να καταρτίσει μια τυπολογία τους. Ετσι θα έλεγα ότι οι έλληνες διανοούμενοι γενικά, δηλαδή με την ευρύτερη έννοια του όρου (στην οποία περιλαμβάνονται, βέβαια, και οι διανοούμενοι με τη στενότερη έννοιά του), θα μπορούσαν να διακριθούν σήμερα σε επτά κατηγορίες, στις εξής:

1. Σε εκείνους που μιλούν όσο θα έπρεπε.

2. Σε εκείνους που, δυστυχώς, μιλούν λίγο.

3. Σε εκείνους που, δυστυχώς, σιωπούν.

4. Σε εκείνους που,ευτυχώς,μιλούν λίγο.

5. Σε εκείνους που, ευτυχώς, σιωπούν.

6. Σε εκείνους που, δυστυχώς, μιλούν πολύ.

7. Σε εκείνους που, δυστυχώς, δεν σιωπούν.

Αθροίζοντας συγκριτικά τις ποσότητες ομιλίας και σιωπής των παραπάνω κατηγοριών το εξαγόμενο (μιλώντας πάντοτε γενικά) φέρνει αναπόφευκτα στον νου τον γνωστό δεκασύλλαβο στίχο του ιρλανδού ποιητή Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς (1865-199), τον οποίο μεταφράζω στον εθνικό μας δεκαπεντασύλλαβο:

Αυτοί που ξέρουν δεν μιλούν κι όσοι μιλούν δεν ξέρουν.

*Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Υπάρχουν τολμηρές φωνές

Βάσω Κιντή*, εφ. Το Βήμα, 21/3/2010

Ο Ρενέ Ντεκάρτ, ήρωας του Διαφωτισμού και θεμελιωτής της νεώτερης σκέψης, μαθαίνοντας το 1633 για τη δίκη του Γαλιλαίου από την Ιερά Εξέταση αποφασίζει να μη δημοσιεύσει την πραγματεία του περί Κόσμου και γράφει στον φίλο του Μερσέν ότι οι σκέψεις του δεν του είναι τόσο προσφιλείς για να διακινδυνεύσει μια ανάλογη δοκιμασία. Το μότο μου στη ζωή, γράφει, ήταν πάντα η φράση Βene vixit,qui bene latuit («Ζει καλά ο λάθρα βιώσας», φράση του Οβίδιου που ανακαλεί το επικούρειο «λάθε βιώσας»).

Μπορεί να είναι αναχρονιστικό να προβάλλουμε σε μια τόσο παλαιά εποχή τη σημερινή έννοια του διανοουμένου, όπως αυτή διαμορφώθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα σε σχέση με την υπόθεση Ντρέυφους, όμως προκαλεί τουλάχιστον απαρέσκεια να βλέπουμε έναν φιλόσοφο του διαμετρήματος του Ρ. Ντεκάρτ να φοβάται και να διστάζει απέναντι στην εξουσία και να απαρνείται δημοσίως τις απόψεις του προκειμένου να διασφαλίσει, όπως ομολογεί, μια άνετη ζωή.

Οσοι ρωτούν σήμερα, αλλά και κατά καιρούς, για τη σιωπή των διανοουμένων υπονοούν ότι θα πρέπει να τολμούν. Να τολμούν όχι μόνο να γνωρίσουν, όπως μας προέτρεπε ο άλλος ήρωας του Διαφωτισμού, ο Καντ (sapere aude), αλλά και να μιλούν, υπερασπιζόμενοι με παρρησία στον δημόσιο χώρο τόσο τις απόψεις τους όσο και υποθέσεις που αφορούν το κοινό καλό.

Η ιδέα πίσω από αυτή την παραίνεση είναι από τη μια ότι οι διανοούμενοι υπόκεινται μόνο στις δεσμεύσεις του λόγου, της αλήθειας, της δικαιοσύνης και δεν περιορίζονται, ή δεν πρέπει να περιορίζονται, από εξαρτήσεις και δουλείες υλικές, είναι δηλαδή ανεξάρτητοι, και από την άλλη ότι έχουν την ικανότητα, και ίσως την ισχύ, για να μιλήσουν για αυτούς, ή εξ ονόματος αυτών, που δεν μπορούν ή δεν έχουν τη γνώση.

Η εικόνα αυτή είναι παρωχημένη, εξιδανικευμένη και προβληματική. Οι διανοούμενοι δεν εγκαταβιούν στον χώρο του πνεύματος και δεν είναι το μέσον για να εκφραστούν δεδομένες αλήθειες του λόγου. Δεν έχουν πλέον μόνον αυτοί πρόσβαση στη γνώση, ενώ σε μια δημοκρατία όλοι οι πολίτες έχουν ευθύνη να μιλούν και να μεριμνούν για τις δημόσιες υποθέσεις. Δεν χρειάζεται να γίνονται ειδικά οι διανοούμενοι παράκλητοι. Το παράδειγμά τους ωστόσο είναι σημαντικό. Δεν είναι τόσο παράδειγμα σήμερα διαφωτιστή, καθοδηγητή ή αφ΄ υψηλού συνήγορου, αλλά παράδειγμα πολίτη που δεν εκφοβίζεται από μεγάλες ή μικρές εξουσίες, που φέρνει νέες ιδέες και τις ειδικές γνώσεις του στη δημόσια σφαίρα και υπερασπίζεται με ευαισθησία, αλληλεγγύη και συνέπεια αξίες και αρχές όχι για ένα ατομικό ιδιοτελές όφελος αλλά για το κοινό συμφέρον..

Στην Ελλάδα σήμερα υπάρχουν διανοούμενοι που τολμούν και μιλούν, συνήθως με επώδυνο γι΄ αυτούς κόστος. Δεν ακούγονται όμως πολύ γιατί η κοινή γνώμη είναι εθισμένη να αναγνωρίζει ακόμη και ως αντισυμβατικό ό,τι της είναι ήδη οικείο. Για να θεωρηθεί ότι μιλούν, πρέπει οι διανοούμενοι να πουν αυτό που η κοινή γνώμη έχει μάθει να περιμένει ως λόγο διανοουμένων και καλλιτεχνών. Δημιουργείται όμως το εξής παράδοξο: ενώ κυκλοφορεί συχνά στις οθόνες και στα πρωτοσέλιδα ένας παγιωμένος λόγος «διανοουμένων» (που περιφρονεί την πολιτική και τους πολιτικούς, υμνεί την πατρίδα, κολακεύει τον λαό, κτλ.), συγχρόνως εμφανίζονται σχόλια ότι οι διανοούμενοι δεν μιλούν! Είναι σαν να αναγνωρίζεται ότι, παρά τα φώτα των προβολέων, ο εύκολος αυτός λόγος δεν μπορεί να υποκαταστήσει μια αυθεντικά τολμηρή φωνή. Παραμένει κουρασμένος, προκατασκευασμένος, θαμπός. Ανακυκλώνει ευάρεστα ιδεολογικά στερεότυπα, δεν κάνει τον κόπο να αφουγκραστεί τι συμβαίνει, δεν διαφωτίζει, ούτε κινητοποιεί. Μπορεί ωστόσο, αν έτσι έχουν τα πράγματα, ακόμη και το κοινότοπο πλέον αίτημα να μη σιωπούν οι διανοούμενοι να λειτουργεί υπομνηστικά για να μας κατευθύνει να αναζητήσουμε τις πραγματικά τολμηρές και υπεύθυνες φωνές που προσθέτουν στα δημόσια πράγματα τις γνώσεις, την κρίση και την εμπειρία τους όχι ως αυθεντίες με οίηση, αλλά ως πολίτες με ενδιαφέρον για ένα κοινό μέλλον.

* Η κυρία Βάσω Κιντή είναι επίκουρη καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο Τμήμα Μεθοδολογίας, Ιστορίας και Θεωρίας της Επιστήμης του Πανεπιστημίου των Αθηνών.

Οι «άχρηστοι» διανοούμενοι

Νίκος Μπακουνάκης, εφ. Το Βήμα, 21/3/2010

Πού πήγαν οι διανοούμενοι; Αναρωτήθηκαν αρθρογράφοι της εφημερίδας μας τις προηγούμενες ημέρες, εκφράζοντας μάλλον την ανησυχία τους για την απουσία ενός στοχαστικού λόγου κριτικής αλλά και για όσα συμβαίνουν στη χώρα μας τον τελευταίο καιρό. Η ερώτησή τους είναι βεβαίως ρητορική. Οι διανοούμενοι υπάρχουν, εκφράζονται, γράφουν άρθρα σε εφημερίδες, σε περιοδικά, κάνουν διαλέξεις, παρεμβάσεις σε ημερίδες και συνέδρια, γράφουν και εκδίδουν βιβλία. Η ερώτηση που πρέπει να τεθεί λοιπόν είναι όχι πού πήγαν οι διανοούμενοι αλλά γιατί δεν ακούγονται. Δηλαδή το θέμα είναι γιατί οι διανοούμενοι έχουν πάψει πια να έχουν οργανική θέση και οργανικό ρόλο στην κοινωνία μας, να είναι δημόσιοι διανοούμενοι, αν μπορούμε να αποδώσουμε έτσι το αγγλοσαξωνικό «public intellectuals». Και λέγοντας οργανικό ρόλο δεν εννοώ να κινητοποιούν τις μάζες ή να προκαλούν κοινωνικές κινήσεις, αλλά να μπορούν να καθορίζουν, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, τους όρους και τα θέματα του δημόσιου διαλόγου.

Αν δεν με απατά η μνήμη μου, πρέπει να πάμε πολλά χρόνια πίσω για να βρούμε παρεμβάσεις διανοουμένων με κοινωνικό αποτύπωμα και κοινωνικό αντίκτυπο. Δεν θα πάω βέβαια τόσο πίσω, στη δικτατορία των συνταγματαρχών, για παράδειγμα, και στην καταλυτική παρέμβαση του Γιώργου Σεφέρη, με εκείνη την τόσο ηχηρή φράση ότι ξαναγυρίζει στη σιωπή του. Θα πάω στη διαμαρτυρία διανοουμένων, με επικεφαλής έναν άλλον νομπελίστα ποιητή, τον Οδυσσέα Ελύτη, για τα φαινόμενα παρακμής και εκφυλισμού του δημόσιου βίου και της πολιτικής ζωής στην τελευταία περίοδο του Ανδρέα Παπανδρέου. Από τότε ο οργανικός ρόλος των διανοουμένων αρχίζει να φθίνει, μέχρι ολικής εκλείψεως όσον αφορά τη θέση τους στον δημόσιο διάλογο.

Αυτό συμβαίνει διότι στη χώρα μας ο μόνος μηχανισμός δημόσιου διαλόγου είναι τα Μαζικά Μέσα Ενημέρωσης, ιδιαίτερα η ιδιωτική τηλεόραση. Δεν είναι τυχαίο ότι η φθίνουσα πορεία του δημόσιου ρόλου των διανοουμένων αρχίζει το 1989, με την εμφάνιση της ιδιωτικής τηλεόρασης. Το μέσο αυτό, που είναι τελικά το μόνο που έχει τη δύναμη να κάνει το λεγόμενο «agenda setting», έχει αποκλείσει τους διανοούμενους. Αλλά νομίζω ότι και οι διανοούμενοι είναι απρόθυμοι να πάρουν μέρος στις λεγόμενες εκπομπές λόγου.

Το φαινόμενο δεν είναι μόνο ελληνικό. Η εικόνα του Ζαν Πολ Σαρτρ πάνω σ΄ ένα βαρέλι στα εργοστάσια της Ρενό ανήκει στο πολύ μακρινό παρελθόν. Και οι δημόσιοι διανοούμενοι, τύπου Μπερνάρ Ανρί Λεβί, δεν είναι παρά μιντιακές καρικατούρες που δημιουργούν το άλλοθι ενός δημοκρατικού διαλόγου όπου εκπροσωπείται και η σκέψη ή ο στοχασμός.

Ζητούνται διανοούμενοι

Δ.Ν. Μαρωνίτης, εφ. Το Βήμα, 27 / 10 / 1996

Από την "Καθημερινή" της περασμένης Κυριακής πήρα είδηση την πρόσφατη έκδοση και κυκλοφορία "Λεξικού των Γάλλων διανοουμένων· πρόσωπα, τόποι, στιγμές". Συντάκτες του: ο Ζακ Ζιλιάρ και ο Μισέλ Βινόκ. Έκταση: 1.260 σελίδες. Λήμματα: 800. Συγγραφείς των λημμάτων: 230. Εκδοτικός Οίκος: Sevil. Αφετηρία: η διαβόητη υπόθεση Ντρέιφους με τις πρώτες αντιδράσεις. Τέρμα της διαδρομής: η τρέχουσα δεκαετία. Μιλάμε επομένως για μια εκατονταετία  στην πραγματικότητα για το δύσκολο αιώνα μας, που πνέει τα λοίσθια.

Το γαλλικό αυτό λεξικό, που, όπως λέγεται ήδη και γράφεται, προβλέπεται να ερεθίσει με τις επιλογές και τις παραλείψεις του τον πνευματικό αλλά και το δημοσιογραφικό κόσμο της Γαλλίας, ενδιαφέρει όχι μόνο ως ευρωπαϊκό παράδειγμα για την καθ' ημάς διανόηση (θα επανέλθω σε τούτο το σημείο) αλλά και για τους προτεινόμενους ορισμούς και περιορισμούς του.

Ποιους θεωρούν οι συντάκτες του λεξικού διανοουμένους; Κατά την προκλητική ρήση του Σαρτρ: εξέχοντες συγγραφείς, επιστήμονες, καλλιτέχνες και πανεπιστημιακούς, "που κάποια στιγμή αναμίχτηκαν σε πράγματα που δεν τους αφορούσαν". Άλλως πως και απλούστερα: προϋποθέσεις για την απονομή του επίμαχου τίτλου και την παρεπόμενη επιλογή θεωρούνται στην προκειμένη περίπτωση δύο, που θα μπορούσαν κατά τη γνώμη μου να συμψηφιστούν και σε μία: ευνοείται και φιλοξενείται στο γαλλικό λεξικό "όποιος έχει περάσει στο πεδίο της πολιτικής δράσης ή έχει απευθυνθεί στην κοινή γνώμη"· "όποιος κουβαλάει, με τη μορφή προστιθέμενης αξίας, τη φήμη που έχει αποκτήσει σ' έναν άλλο τομέα".

Στο ανυπόγραφο δημοσίευμα της "Καθημερινής", που προβάλλεται ως αποκλειστική ανταπόκριση από το "L' Express", προστίθενται κι άλλα εξηγητικά στοιχεία για τις περιπέτειες της γαλλικής διανόησης στον αιώνα μας και για το ρήγμα που δημιούργησε στο διανοούμενο γαλλικό σώμα η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Δε θα επιμείνω επ' αυτού περισσότερο, για να περάσω βιαστικά και απότομα στα δικά μας θολά διανοουμενίστικα νερά, που προσφάτως τα τάραξε με την περί των διανοουμένων διάλεξή του στην Αθήνα και ο Μπουρντιέ.

Σκέφτομαι λοιπόν τι θα απέδιδε σήμερα στον τόπο μας μια ανάλογη προς τη γαλλική λεξικογραφική δοκιμή, η οποία θα φιλοδοξούσε να συστεγάσει επιφανείς διανοουμένους μας από το 1880 και μετά (αν θέλουμε το αφετηριακό όριο να είναι γραμματολογικό) ή το 1897 (αν προτιμηθεί ως κριτήριο η πολιτική μας κακοδαιμονία). Ακόμα κι αν βρεθούν συντάκτες του Νεοελληνικού Λεξικού Διανοουμένων με το κύρος των Ζιλιάκ και Βινόκ, προαισθάνομαι ότι θα γίνει χαμός. Όχι γιατί περισσεύουν οι διανοούμενοί μας, με τους περιορισμούς μάλιστα που βάζει το γαλλικό λεξικό, αλλά γιατί θα πρέπει να αναζητηθούν, μεταφορικώς, με το κερί. Σε τι οφείλεται αυτή η σπάνις αξιόλογων διανοουμένων στον τόπο μας, είναι ζήτημα ψυχραιμότερης και νηφαλιότερης έρευνας. Εδώ προτείνονται προχείρως δύο προφανέστερες αιτίες:

Η πρώτη αφορά στην ενδημική περιφρόνηση των διανοουμένων τόσο από τους πολιτικούς μας όσο και από τους καθαρόαιμους λογοτέχνες μας· οι οποίοι θεωρούν την παρουσία τους ενοχλητική, όταν δεν την χαρακτηρίζουν a priori παρασιτική. Η δεύτερη αιτία πρέπει κατά τη γνώμη μου να αναζητηθεί στα πληθωρικά και πληθωριστικά κακέκτυπα διανοουμένων, που κυκλοφορούν ανενόχλητα ανάμεσά μας, επιβαίνουν καθημερινά σχεδόν στον Τύπο και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και επαίρονται για την εύκολη επικυριαρχία τους. Στην πραγματικότητα πρόκειται για τζουτζέδες της τρέχουσας διανόησης. Απομένουν βέβαια κάποιες εξαιρέσεις  πόσες αλήθεια και ποιες;

Διανοούμενοι και γελωτοποιοί

Θ.Π. Λιανός*, εφ. Το Βήμα, 10/11/1996

Με αφορμή την έκδοση Λεξικού γάλλων διανοουμένων, ο Δ. Ν. Μαρωνίτης θέτει το ερώτημα: Έχουμε διανοούμενους στη χώρα μας ή έχουμε απλώς γελωτοποιούς (τζουτζέδες, όπως λέει ο ίδιος), που παρουσιάζονται σαν διανοούμενοι; ("Το Βήμα", 27.10.1996). Ο ίδιος απαντά αρνητικά στο πρώτο μέρος της ερώτησης και θετικά στο δεύτερο, λέγοντας ότι οι μεν διανοούμενοι σπανίζουν και πρέπει να τους αναζητήσουμε με το λυχνάρι (ή με το κερί), οι δε τζουτζέδες αφθονούν και μπορούμε εύκολα να τους βρούμε (αν θέλουμε) στον Τύπο και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, όπου καθημερινά σουλατσάρουν ανενόχλητοι.

Πώς όμως ορίζεται ο διανοούμενος; Σύμφωνα με τους συντάκτες του Γαλλικού Λεξικού δια-νοούμενος είναι "όποιος έχει περάσει στο πεδίο της πολιτικής δράσης ή έχει απευθυνθεί στην κοινή γνώμη" και ταυτόχρονα "όποιος κουβαλάει, με τη μορφή προστιθέμενης αξίας, τη φήμη που έχει αποκτήσει σε έναν άλλο τομέα". Τα στοιχεία αυτά είναι τόσο ασαφή, ώστε δεν αποτελούν ούτε αναγκαίες ούτε ικανές συνθήκες. Ας πάρουμε για παράδειγμα έναν επιστήμονα ή έναν καλλιτέχνη που έχει αποκτήσει φήμη στην επιστήμη του ή στην τέχνη του και ο οποίος έχει περάσει στο πεδίο της πολιτικής, αλλά όμως η δράση του στο πολιτικό πεδίο είναι ασυνεπής ή κοντόφθαλμη ή ανόητη. Μπορεί αυτός ο επιστήμονας ή καλλιτέχνης να θεωρηθεί διανοούμενος; Υπάρχουν φυσικά πιο δύσκολα ερωτήματα, π.χ. τι σημαίνει "απέκτησε φήμη"; Η απόκτηση φήμης βασίζεται στη σοφία του ή στις δημόσιες σχέσεις του ή μήπως δεν έχει σημασία; Ακόμη, ποιος αποφασίζει αν έχει πράγματι αποκτήσει φήμη; Ο εκδότης του, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, οι φίλοι του, το κόμμα του ή το κοινό γενικά;

Ένας γείτονάς μου πάντοτε λέει για κάποιον πανεπιστημιακό τον οποίο βλέπει συχνά στην τηλεόραση "σπουδαίος ο κ. Χ.", ενώ εγώ (και είμαι βέβαιος και ο Δ. Μαρωνίτης) τον θεωρώ γελωτοποιό. Το ερώτημα είναι: Ποιος κρίνει; Αυτό που προσπαθώ να τονίσω είναι ότι τα κριτήρια για τον χαρακτηρισμό κάποιου ως διανοουμένου ή ως τζουτζέ πρέπει να απορρέουν από μια αξιόπιστη διαδικασία, όπως έλεγε ο Frank Ramsey.

Μια αξιόπιστη διαδικασία θα εξασφάλιζε δύο πράγματα: πρώτον, ότι όσοι μέσω αυτής κατατάσσονται στους διανοούμενους είναι πράγματι διανοούμενοι και, δεύτερον, ότι κανείς από εκεί-νους που είναι πράγματι διανοούμενοι δεν απορρίπτεται από τη διαδικασία κατάταξης. Αυτή η έννοια της αξιόπιστης διαδικασίας είναι εξαιρετικά αυστηρή και είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς κάποιον μηχανισμό που να την προσεγγίζει. Είναι όμως ένα κριτήριο με βάση το οποίο μπορούμε να κρίνουμε τις υπάρχουσες διαδικασίες.

Υπάρχει στη χώρα μας διαδικασία που να πλησιάζει έστω και στοιχειωδώς την αξιόπιστη διαδικασία; Όποιος απαντήσει καταφατικά θα δείξει μόνο την άγνοιά του. Ας πάρουμε μερικές από τις σημαντικότερες διαδικασίες διάκρισης, δηλαδή την ακαδημαϊκή επιτυχία, την επαγγελματική επιτυχία και την προβολή μέσω του Τύπου και των μέσων μαζικής ενημέρωσης.

Θα νόμιζε κανείς ότι ο πανεπιστημιακός χώρος είναι εκείνος όπου θα συναντούσε κανείς τη μεγάλη μάζα των διανοούμενων. Ίσως αυτό είναι αλήθεια, αλλά η διαδικασία επιλογής στο πανεπιστήμιο δεν είναι αξιόπιστη. Δίπλα στους άξιους και σπουδαίους καθηγητές, θα βρει κανείς κάθε καρυδιάς καρύδι που καμιά ή ελάχιστη σχέση έχουν με την επιστήμη.

Η επαγγελματική επιτυχία μπορεί να συμβαδίζει με την αξία του επιστήμονα ή του καλλιτέχνη, αλλά μπορεί να βρίσκεται και σε αντίθετη πορεία. Ο Βαν Γκογκ πούλησε μόνο έναν πίνακα όσο ζούσε, ενώ ο Τζέιμς Τζόις και ο Τ.Σ. Έλιοτ δεν έχουν μπει σε λίστα των μπεστ σέλερς.

Τέλος, η προβολή ατόμων από τον Τύπο και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ουδεμία εγγύηση παρέχει για την επιστημονική ή καλλιτεχνική αξία των προβαλλομένων. Όλοι γνωρίζουμε πολύ καλά με ποια κριτήρια γίνεται η επιλογή. Τα τηλεοπτικά κανάλια διαλέγουν τους δικούς τους δια-νοούμενους, που τις περισσότερες φορές οι προβαλλόμενοι είναι τόσο διανοούμενοι όσο και οι δημοσιογράφοι που τους προβάλλουν. Οι εφημερίδες επίσης προβάλλουν τους δικούς τους για παρόμοιους λόγους. Όμως ποια αξιόπιστη διαδικασία ακολουθείται για την ανακήρυξη των διανοουμένων; Πριν από λίγους μήνες "Το Βήμα" παρουσίασε τους δικούς του δέκα σύγχρονους έλληνες διανοούμενους. Ήταν οι επιλογές αυτές αποτέλεσμα μιας αξιόπιστης διαδικασίας;

Ελπίζω να είναι κατανοητό ότι η διαφωνία μου δεν εντοπίζεται στο αν κάποιος συγκεκριμένος επιστήμονας ή καλλιτέχνης είναι πράγματι διανοούμενος ή όχι, αλλά στη διαδικασία με την οποία ο ένας ή ο άλλος ανακηρύσσει διανοούμενο όποιον θέλει. Πράγμα, βέβαια, αναμενόμενο αφού δεν έχουμε μια αξιόπιστη διαδικασία. Συνεπώς, πολύ συχνά πραγματικοί διανοούμενοι αγνοούνται, ενώ διάφοροι γελωτοποιοί καμαρώνουν σαν διανοούμενοι.

* Ο Θ.Π. Λιανός είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Αναζητώντας τους έλληνες διανοουμένους

Θεόδωρος Π. Λιανός*, εφ. Το Βήμα. 24/11/1996

Στο προηγούμενο άρθρο μου στο "Βήμα" (10.11.1996) διετύπωσα την άποψη ότι στη σύγχρονη Ελλάδα η αναγνώριση ενός επιστήμονα ή καλλιτέχνη ως διανοουμένου σκοντάφτει στην έλλειψη μιας αξιόπιστης διαδικασίας. Τα συνηθισμένα κριτήρια, όπως π.χ. η θέση ή ο τίτλος, η επαγγελματική επιτυχία και η προβολή από τον Τύπο και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, δεν αποτελούν ούτε αναγκαία ούτε ικανή συνθήκη. Τα παραπάνω κριτήρια είναι αναξιόπιστα, διότι επιτρέπουν σε διάφορα ασήμαντα άτομα να εισχωρούν ή καλύτερα να τρυπώνουν στο σύνολο των πραγματικών διανοουμένων, ενώ ταυτόχρονα αποκλείουν διανοουμένους από το σύνολο στο ο-ποίο πράγματι ανήκουν.

Θα μπορούσε λοιπόν να υποστηρίξει κανείς ότι ελλείψει κατάλληλων και αξιόπιστων κριτηρίων καλό θα ήταν να αποφεύγονται οι γενικεύσεις υποκειμενικών κρίσεων και απλώς να αναφέρεται αυτό που μπορεί να διαπιστωθεί αντικειμενικά. Εν τούτοις τα πράγματα δεν είναι τόσο άσχημα όσο τα περιγράφω. Υπάρχουν κριτήρια που η λογική χρησιμοποίησή τους μπορεί να μας δώσει μια αξιόπιστη διαδικασία αξιολόγησης. Τα κριτήρια αυτά είναι η διεθνής αναγνώριση και η διαχρονικότητα.

Στην εποχή μας οι επιστήμονες έχουν κάθε δυνατότητα και κάθε κίνητρο να αποφεύγουν την απομόνωση στα γεωγραφικά και γλωσσικά όρια της χώρας τους και να τοποθετούν τον εαυτό τους μέσα στη διεθνή κοινότητα των επιστημόνων. Αυτό μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους, όπως η συμμετοχή σε διεθνή συνέδρια, η διδασκαλία σε ξένα πανεπιστήμια, η συνεργασία σε επιστημονικά προγράμματα με επιστήμονες άλλων χωρών, η παρουσίαση του ερευνητικού έργου σε σεμινάρια, η συγγραφή σε ξένες γλώσσες, η δημοσίευση σε διεθνή περιοδικά κ.λπ. Με αυτούς τους τρόπους ο επιστήμονας γίνεται μέλος της διεθνούς κοινότητας των επιστημόνων, καθιστά το έργο του γνωστό, με συνέπεια να απορρίπτεται, να αγνοείται ή να αναγνωρίζεται από εκείνους που εργάζονται σε συγγενείς χώρους και ερευνούν τα ίδια ή παραπλήσια προβλήματα. Η αναγνώριση του έργου ενός επιστήμονα από αυτή τη διεθνή κοινότητα, δηλαδή η αναγνώριση από τους ισοτίμους σε διεθνές επίπεδο, αποτελεί το κριτήριο της διεθνούς αναγνώρισης. Το ίδιο ισχύει mutatis mutandis και για τους καλλιτέχνες.

Φυσικά η γνώμη της διεθνούς επιστημονικής ή καλλιτεχνικής κοινότητας δεν είναι αλάνθαστη. Ήσσονος σημασίας επιστήμονες ή καλλιτέχνες θεωρήθηκαν σπουδαίοι σε κάποια χρονική περίοδο και, αντίθετα, σπουδαίοι άνθρωποι αγνοήθηκαν. Οι μελλοντικές γενεές όμως διόρθωσαν τα λάθη αυτά και γενικά μπορούμε να πούμε ότι στην ιστορία των επιστημών κάθε επιστήμονας παίρνει τη θέση που, περίπου, του ταιριάζει. Η διεθνής επιστημονική κοινότητα μακροχρόνια ξέρει να αξιολογεί σωστά. Αυτό είναι το κριτήριο της διαχρονικότητας. Φυσικά το κριτήριο αυτό δεν είναι ιδιαίτερα χρήσιμο, αν θέλουμε να αναζητήσουμε τους σύγχρονους σπουδαίους επιστήμονες και καλλιτέχνες.

Στα παραπάνω έχω υποθέσει ότι οι σπουδαίοι επιστήμονες και καλλιτέχνες είναι εξ ορισμού διανοούμενοι. Είναι η υπόθεση αυτή παραδεκτή ή μήπως ο ορισμός του διανοουμένου απαιτεί πρόσθετα στοιχεία; Έχω την αίσθηση ότι ο διανοούμενος πρέπει να είναι κάτι παραπάνω από σπουδαίος επιστήμονας ή καλλιτέχνης. Ρωτώντας διάφορους ανθρώπους, φίλους, συναδέλφους και φοιτητές και ταξινομώντας τις απαντήσεις τους συμπεραίνω ότι διανοούμενος θεωρείται "όποιος έχει πολυμάθεια", "όποιος ασχολείται με τα κοινά", "όποιος έχει ιδέες", "όποιος προβληματίζεται" κ.λπ. Συνδυάζοντας όλες αυτές τις απαντήσεις θα μπορούσε κανείς να πει ότι δια-νοούμενος είναι εκείνος που είναι σπουδαίος επιστήμονας ή καλλιτέχνης και ταυτόχρονα ανησυχεί για την κατάσταση των ανθρωπίνων πραγμάτων, τα αναλύει και προτείνει λύσεις για τη μελλοντική πορεία του κόσμου.

Αν με βάση τα παραπάνω κριτήρια και τον παραπάνω ορισμό θελήσει κάποιος να συντάξει το Νεοελληνικό Λεξικό Διανοουμένων, ένα είναι βέβαιο: ή με κερί ψάξει ή με λυχνάρι, θα συναντήσει μεγάλες εκπλήξεις. Θα μπορούσα να είμαι πιο συγκεκριμένος στο σημείο, αλλά θα αποφύγω τον πειρασμό. Έχω ήδη πολλούς εχθρούς.

* Ο κ. Θεόδωρος Π. Λιανός είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Έκλειψη διανοουμένων

Παύλος Τσίμας, εφ. Τα Νέα, 19/1/1998

Καθώς η Γαλλία, και μαζί της ο κόσμος ολόκληρος, θυμόταν αυτές τις ημέρες, εκατό χρόνια από τη δημοσίευσή του στην "Ορόρ", στις 13 Ιανουαρίου 1898, τον περίφημο λίβελο του Εμίλ Ζολά για την υπόθεση Ντρέιφους, το "Κατηγορώ", ένα ερώτημα ερχόταν και ξαναερχόταν στα άρθρα των εφημερίδων και τις δηλώσεις των ιστορικών: τι απέγιναν οι διανοούμενοι;

Τα εκατοντάχρονα της περίφημης εκείνης δημόσιας παρέμβασης ενός μεγάλου συγγραφέα για την αποκάλυψη μιας δικαστικής σκευωρίας εις βάρος ενός Εβραίου αξιωματικού, του Άλφρεντ Ντρέιφους, που αναστάτωσε τη Γαλλία του τέλους του περασμένου αιώνα, θα μπορούσαν να γί-νουν αφορμή για πολλούς επίκαιρους συσχετισμούς.

Για τον ρατσισμό, φερ' ειπείν, του οποίου η υπόθεση Ντρέιφους ήταν μια προφητική εκδήλωση, με χαρακτηριστικά αντισημιτισμού. Για τη λειτουργία της Δικαιοσύνης και τις διαπλοκές της με πολιτικά και άλλα συμφέροντα. Είτε για τον λαϊκισμό ως εκφυλιστικό της πολιτικής και υπονομευτικό της δημοκρατίας σύνδρομο, με τους αποδιοπομπαίους τράγους που κατά καιρούς κατασκευάζει και τα σοβινιστικά και ρατσιστικά στερεότυπά του, που επαναλαμβάνονται σήμερα, ελάχιστα αλλαγμένα.

Καθεμία από τις πτυχές αυτές μιας πιθανής συζήτησης με αφορμή τα εκατοντάχρονα του "Κατηγορώ" θα είχε, προφανώς και για διαφορετικούς λόγους, την επικαιρότητά της. Κι όμως. Οι περισσότεροι έκριναν ότι το πιο ενδιαφέρον ερώτημα που η επέτειος μπορούσε να θέσει αφορούσε τον ρόλο και τη θέση των διανοουμένων στην κοινωνική ζωή και την πολιτική δράση.

Το "Κατηγορώ" του Ζολά δεν ήταν βέβαια η πρώτη παρέμβαση διανοουμένου στα δημόσια πράγματα, ούτε καν η πρώτη για μια δικαστική υπόθεση. Μα θεωρήθηκε η αρχή μιας εποχής  της εποχής της στράτευσης των διανοουμένων, της εποχής που βρήκε τους ανθρώπους του πνεύματος στο πεζοδρόμιο.

Μια εποχή που, αν συμβολικά ξεκίνησε πριν από εκατό χρόνια, με τον Ζολά, έφθασε στην κορύφωσή της (και μάλλον στο τέλος της) σε μια άλλη, γαλλική και πάλι, μεγάλη στιγμή, την τριακοστή επέτειο της οποίας σε λίγο θα γιορτάσουμε  το Μάη του '68. Η επέτειος του "Κατηγορώ" τυλίχθηκε, λοιπόν, σε μια αχλή μελαγχολίας: Ποιος διανοούμενος θα έγραφε σήμερα ένα κείμενο τόσο μαχητικό και τολμηρό, περιφρονώντας τους περί Τύπου νόμους, όπως ο Ζολά στον καιρό του, σε μετωπική σύγκρουση με όλες τις εξουσίες και, κυρίως, κόντρα στο ρεύμα της κοινής γνώμης; Κι αν κάποιος, ας υποθέσουμε, το τολμούσε, πού θα δημοσιευόταν εξάστηλο και ολοσέλιδο στην πρώτη σελίδα το κείμενό του; Κι αν δημοσιευόταν, ποιον θα συντάραζε, όπως συντάραξε την Ευρώπη της εποχής του ο Ζολά, αλλάζοντας τη μοίρα ενός ανθρώπου  του ίδιου του Ντρέιφους  αλλά και την πολιτική ατμόσφαιρα της εποχής του, συμπαρασύροντας στη στράτευσή του ομοτέχνους, πολιτικούς και πολίτες;

Ο αιώνας μας σημαδεύτηκε από την  αμφιλεγόμενη βέβαια  μορφή του ανυπότακτου, κριτικού διανοούμενου, που όρθωνε τον λόγο του απέναντι στην εξουσία, που έσπαγε την απομόνωση του χρυσού πνευματικού του κλουβιού για να κατέβει στο πεζοδρόμιο, που θεωρούσε την παρέμβαση στο Δημόσιο Πράγμα όχι ως πάρεργη υποχρέωση αλλά ως ουσία και επίκεντρο του ρόλου του, που δεν δίσταζε να ρίξει το βάρος του κύρους και της φήμης του υπέρ μιας υπόθεσης, μιας ιδέας, ενός οράματος. Τι ειρωνεία! Το τέλος αυτού του αιώνα, που ονομάστηκε από κάποιους "αιώνας των διανοουμένων", σημαδεύεται, σε ολόκληρο τον κόσμο και παρ' ημίν, από τη σιωπή των δια-νοουμένων. Από την έκλειψή τους. Κάποιοι θα πουν, καλύτερα έτσι. Καλύτερα που απαλλαγήκαμε από τον υπερφίαλο αυτό σταυροφόρο και σωτήρα, τον πρόθυμο να γίνει ο ίδιος και να μας κάνει όλους υπηρέτες "μεγάλων ολοκληρωτικών ουτοπιών". Κάποιοι θα πουν πως αν οι διανοούμενοι σιωπούν, είναι γιατί κανείς δεν έχει ανάγκη τη φωνή τους, τώρα πια. Μα κάποιοι, οι περισσότεροι, νοσταλγούν, σ' αυτήν την έρημο των διανοουμένων απολογητών της εξουσίας που μας τριγυρίζουν, τον θαρραλέο διανοούμενο των αρχών του αιώνα, που αναζητούσε με πάθος την αλήθεια και αψηφούσε τις εξουσίες.

Ο Εμίλ Ζολά και ο ρόλος του κριτικού διανοουμένου

Δημήτρης Δημητράκος*, εφ. Το Βήμα, 25/1/1998

(…) Από τη στιγμή που ο διανοούμενος απευθύνεται στον δημόσιο χώρο του πνεύματος, είτε είναι ερευνητής είτε δημοσιογράφος είτε συγγραφέας, οφείλει πριν απ' όλα να έχει ένα ορισμένο γνωστικό ήθος προτού έχει πολιτική συνείδηση. Πρέπει δηλαδή να υπηρετεί την αλήθεια πριν απ' όλα.

Σε πρώτη ανάλυση, το μήνυμα αυτό μπορεί να φανεί εξαιρετικά ρηχό. Κάτι περισσότερο, ασφαλώς, ζητείται από τον διανοούμενο και ο ίδιος απαιτεί από τον εαυτό του, από την καταγραφή της απλής αλήθειας, χωρίς νοθεύσεις και αλλοιώσεις. Αυτό όμως το "κάτι περισσότερο" δεν είναι η στράτευση σε κάποια πολιτική παράταξη ή κάποια ιδεολογία, αλλά η κριτική στάση. Αυτό, με απλά λόγια, συνίσταται στην κριτική απόσταση που πρέπει να παίρνει κανείς από τα πράγματα· η αποφυγή του φανατισμού και του δογματισμού και συγχρόνως η προσπάθεια να καταγράψει την αλήθεια στο μέτρο των γνωστικών του δυνάμεων.

Αυτό σημαίνει ότι ο πνευματικός άνθρωπος που επιζητεί να είναι κριτικός αρνείται αυτό ακριβώς που αναζητεί ο στρατευμένος διανοούμενος: την αίσθηση υπεροχής που του δίνει η συμμετοχή του σε μια παράταξη, σε ένα κόμμα, σε μια "κοινότητα εν πίστει". Οι ιδέες του στρατευμένου διανοουμένου, οι πεποιθήσεις του, η αντίληψη που σχηματίζει για την εμπειρική πραγματικότητα, καθώς και η πνευματική του μαρτυρία για όλα αυτά, αποτελούν για αυτόν ένα ενιαίο βίωμα στο οποίο καλείται να δώσει έκφραση.

Ο κριτικός διανοούμενος δεν μετέχει στο βίωμα αυτό. Κρατιέται έξω από αυτό, παραμένοντας πιστός σε μία και μόνη αρχή, στην οποία οφείλει πίστη: στην ανάγκη λογοδοτικής υποχρέωσης για αυτά που γράφει προς το κοινό του, με γνώμονα την αλήθεια. Αντίθετα, ο στρατευμένος διανοούμενος απευθύνεται στο ιδεολογικό του εκκλησίασμα, στο οποίο παίζει ρόλο ιερουργού. Και τον προτιμά αυτόν τον ρόλο, διότι του δίνει μια μορφή εξουσίας, ενώ ο ρόλος του κριτικού διανοουμένου δεν του δίνει τίποτε ανάλογο. Το μόνο που συντηρεί τον τελευταίο είναι η πεποίθηση ότι τελικά όλοι οι άνθρωποι είναι διανοούμενοι, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, και με ελάχιστες εξαιρέσεις προτιμούν ως αξία την αλήθεια από το αντίθετό της.

* Ο κ. Δ.Δ. είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Τολμούν οι διανοούμενοι

Εφ. Τα Νέα, 11/3/1995

Τούρκοι διανοούμενοι προκάλεσαν χθες τις αρχές να τους δικάσουν για έκδοση απαγορευμένων έργων φυλακισμένων συγγραφέων. Χίλιοι ογδόντα άνθρωποι δήλωσαν ότι είναι εκδότες του βιβλίου που περιλαμβάνει αυτά τα έργα και άλλα 50.000 άτομα υπέγραψαν δήλωση με την οποία τους υποστηρίζουν.

Η πρώτη μαζική εκδήλωση ανυπακοής σημειώνεται στην Τουρκία από την περίοδο της στρατιωτικής διακυβέρνησης του 1980 - 1983. Μια ομάδα που εκπροσωπεί τους 1.080 επέδωσε τη δήλωσή τους στον εισαγγελέα ενός δικαστηρίου της Κωνσταντινούπολης. "Όλα πρέπει να είναι ελεύθερα και θέλουμε η Τουρκία να σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία", δήλωσε στο Ρώυτερ ο Μουνίρ Τσεϊλάν, πρώην συνδικαλιστής που καταδικάστηκε σε οκτάμηνη φυλάκιση για ένα άρθρο του για τους Κούρδους. Ο εισαγγελέας έχει δέκα μέρες στη διάθεσή του, για να αποφασίσει αν θα ασκηθεί ή όχι δίωξη εναντίον όσων υπογράφουν τη δήλωση.

Περισσότερα από 110 άτομα, μεταξύ των οποίων δικηγόροι, δημοσιογράφοι και συγγραφείς, βρίσκονται στη φυλακή και άλλα 4.000 άτομα περιμένουν τη δίκη τους, επειδή εξέφρασαν τις ιδέες τους.

Το επίμαχο βιβλίο περιέχει 11 άρθρα συγγραφέων που είτε έχουν ήδη φυλακιστεί είτε περιμένουν τη δίκη τους. Στα άρθρα περιλαμβάνεται και ένα του γνωστού συγγραφέα Γιασάρ Κεμάλ, στον οποίο απηγγέλθη φέτος κατηγορία, διότι υποστήριξε πως η Τουρκία χρησιμοποίησε μια "εκστρατεία ψευδών", για να δικαιολογήσει τη μαζική καταστολή των Κούρδων.

Ο Σανάρ Γιουρνταταπάν, εκπρόσωπος των διοργανωτών, δήλωσε ότι, αν ο εισαγγελέας αρνηθεί να ασκήσει δίωξη εναντίον τους, θα καταφύγουν στα αρμόδια ευρωπαϊκά δικαστήρια υποστηρίζοντας ότι η Τουρκία δεν εφαρμόζει τη νομοθεσία της.

"Ο πραγματικός μας στόχος δεν είναι να κατηγορηθούμε, αλλά να υποχρεώσουμε την Τουρκία να συμμορφώσει τους νόμους της με τις διάφορες διεθνείς συνθήκες που έχει υπογράψει για τα ανθρώπινα δικαιώματα", είπε ο Γιουρνταταπάν.

Διανοούμενοι: Είδος υπό εξαφάνιση

Θεοδωρόπουλος Τάκης, εφ. Τα Νέα, 27 / 7 / 1995

Πριν από μια δεκαετία περίπου η λέξη "Διανοούμενος" σήμαινε πολλά για την ελληνική κοινωνία, που τότε άφριζε από προοδευτικό αναβρασμό. Το είδος αρθρογραφούσε μετά μανίας δια-τυπώνοντας δυσνόητες απόψεις για το παρόν, σιβυλλικές προβλέψεις για το μέλλον και εν γένει κρίσεις για το παρελθόν. Άλλοτε πάλι, όταν έβλεπε ότι τα πράγματα πήγαιναν κατά διαόλου, δε δίσταζε να συσπειρωθεί και να υπογράψει δημόσιες καταγγελίες επί παντός του επιστητού, καταγγελίες που συγκέντρωναν αρκετές δεκάδες ονόματα, πολλές φορές και εκατοντάδες. Και μερικές φορές, εν πλήρει κρίσει συνειδήσεως, δε δίσταζε να διαρρήξει τα ιμάτιά του ενώπιον του ασυνείδητου πλήθους, όταν διαπίστωνε ότι οι προτάσεις του, όσο βαρύγδουπες κι αν ήσαν, έπεφταν στο κενό.

Μια δεκαετία αργότερα, ο απολογισμός της όλης φασαρίας μοιάζει μάλλον θλιβερός. Ο δια-νοούμενος που στο μεταξύ είχε κληθεί "κουλτουριάρης" -κάτι σαν τον Σοφολογιώτατο της Βαβυλωνίας στο πιο ημιμαθές- εκδιωχθείς από τις πολιτικές αυλές, όπου πίστεψε ότι μπορεί να ανθήσει στο πλευρό πεφωτισμένων ηγετών, εξόριστος από μια κοινωνία που ποτέ δεν είχε την υπομονή να τον πάρει στα σοβαρά -παρά την επιμονή των εφημερίδων την εποχή εκείνη- μοιάζει πλέον με ε-κείνο το συμπαθές είδος χελώνας, την Καρέτα-Καρέτα, είδος υπό εξαφάνιση, που το μόνο που ζητάει είναι μια ακρογιαλιά όπου να μπορεί να αναπαράγεται ησύχως, μακριά από τη βαρβαρότητα του σύγχρονου κόσμου.

Εν τέλει, όλα εδώ πληρώνονται. Τι να τους κάνει τους διανοούμενους μια κοινωνία σαν την ελληνική; Για τις προβλέψεις για το μέλλον διαθέτει τόσους και τόσους αστρολόγους. Για τις περί του αθλίου παρόντος κρίσεις, δόξα τω Θεώ, διαθέτει ανεξάντλητα αποθέματα κουτσομπολίστικης βλακείας, όσο για το παρελθόν, ε αυτό πια, μια κοινωνία σαν την ελληνική που κοιτάει πάντα μπροστά δε χρειάζεται να την απασχολεί παρά μόνον όταν κάποιος τρίτος αδαής, είτε είναι Βαλκάνιος είτε είναι Γότθος είτε Γαλάτης, εν τη αγνοία της βαρβαρότητάς του, πάει να της το θίξει. Και σ' αυτή την περίπτωση όμως έχει κρυμμένα στα ντουλάπια της αρκετά εμβλήματα, για να πιστοποιήσει τη γνησιότητά της -από σημαίες ως συνθήματα-, ώστε η κάθε σκέψη να καταντάει περιττή.

Μα, θα μου πείτε, οι διανοούμενοι κρίνονται από το πνευματικό τους έργο κι όχι από το πολιτικό ή κοινωνικό αντίκρισμα των απόψεών τους. Και θα συμφωνήσω, για να προσθέσω: αν τόσα χρόνια, απ' την ημέρα που έπεσε η χούντα και η σκέψη νομιμοποιήθηκε ξανά σ' αυτόν τον τόπο, όσοι πίστευαν πως η ζωή δεν τους αρκεί χωρίς την έλλογη συνείδησή τους είχαν φροντίσει να αναλωθούν στην παραγωγή ενός έργου προσωπικού και όχι στις πρόσκαιρες παρεμβάσεις - καίριες ή άκαιρες δεν έχει σημασία - και κυρίως αν είχαν τότε την ψυχραιμία και το σθένος να μη συμπεριφέρονται ως αυλικοί διαφόρων πολιτικών παρατάξεων, τότε, είμαι πεπεισμένος, τα πράγματα θα ήσαν σήμερα διαφορετικά και γι' αυτούς και για μας. Θα μου πείτε, είμαι άδικος; Μπορεί. Κάθε γενίκευση κουβαλάει μέσα της την αδικία. Όμως, αυτό που ξέρω μετά βεβαιότητος είναι ότι δεν είμαι εκτός θέματος.

Πνευματικός (διά)κοσμος

Γιάννης Πανούσης, εφ. Τα Νέα, 14 / 1 / 1997

(…) Χωρίς πάντα να είναι εύκολο να οριοθετήσεις με γραμμές ή και να θέσεις κριτήρια διάκρισης του πνευματικού κόσμου από τον περιβάλλοντα διάκοσμο, θα 'θελα να προτείνω πέντε θεμελιώδεις αρχές αποστασιοποίησης από το "σύνδρομο της ουράς".

Αρχή πρώτη: Ο πνευματικός άνθρωπος δε δέχεται ποτέ να γίνει τροβαδούρος ή γελωτοποιός του βασιλέως (ή της βασιλίσσης) ούτε δίνει αναφορά στην όποια εξουσία.

Αρχή δεύτερη: Ο πνευματικός άνθρωπος δεν κρίνεται (μόνον) από τις γνώσεις του (π.χ. γύρω από τις χώρες της Ασίας), αλλά (και) από την πρακτική του (π.χ. συμπεριφορά στους Ασιάτες που συναντάει ή "χρησιμοποιεί").

Αρχή τρίτη: Ο πνευματικός άνθρωπος δεν προσβλέπει στο σήμερα, στο κέρδος και στον προσωπικό κύκλο προσώπων, αλλά λειτουργεί στον αόριστο μέλλοντα, στους θεσμούς, στις ιδέες και βέβαια υπέρ των αδυνάτων.

Αρχή τέταρτη: Ο πνευματικός άνθρωπος δεν πονάει απλώς ούτε μόνο αγανακτεί με την παραγνώριση των δίκαιων θέσεών μας στα εθνικά θέματα, αλλά στρατεύεται (με την κυριολεκτική και μεταφορική του όρου έννοια).

Αρχή πέμπτη: Ο πνευματικός άνθρωπος δεν περιγράφει (ούτε απολαμβάνει) την πνευματικότητά" του ή την "ανθρωπιά" του. (Άλλο στάση ζωής κι άλλο παράσταση σκηνής). (…)

Αδιανόητα

Κώστας Γεωργουσόπουλος, Αδιανόητα, εφ. Τα Νέα20/2/1998

Κατά καιρούς τίθεται το ερώτημα τι κάνουν οι διανοούμενοι ή γιατί σιωπούν οι διανοούμενοι, γιατί Δεν παίρνουν θέση οι διανοούμενοι. Πρόσφατα μάλιστα έγινε και δημοσιογραφική (η πολλοστή) καμπάνια. Αλλά, Θεέ μου, τι ανούσιο, ανόητο και, εντέλει, υποκριτικό είναι αυτό το ερώτημα. Ουδέποτε. Ιδιαίτερα σ' αυτόν τον τόπο οι διανοούμενοι (κι ό,τι αυτός ο θολός όρος σημαίνει) ομίλησαν περισσότερο. Δεκάδες πανεπιστημιακοί επιφυλλιδογραφούν τακτικά, συγγραφείς, καλλιτέχνες διαθέτουν μόνιμα στήλες σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς. Δεκάδες συνεντεύξεις ποταμοί κατακλύζουν όλα τα μέσα. Όλοι μιλούν επί παντός επιστητού. Καλλιτέχνες για τη θανατική ποινή, ημιμαθείς νουμερίστες για τα Αρχαία Ελληνικά, συγγραφείς δημοσιογραφούν, ζωγράφοι κοινωνιολογούν, κοινωνιολόγοι συγγράφουν και εκτίθενται ανενδοίαστα. Οικονομολόγοι ηθικολογούν, φιλόσοφοι πολιτεύονται αρθρογραφούντες, μυθιστοριογράφοι αναλύουν τα εθνικά θέματα, πολιτειολόγοι ψυχαναλύουν, ψυχολόγοι λογοτεχνίζουν, δημοσιογράφοι λογοτεχνίζουν, τραβεστί λογοτεχνίζουν και λογοτέχνες πορνογραφούν, πνευματικοί ταγοί εκθειάζουν τα ναρκωτικά υποκαθιστώντας τους γιατρούς, αρχαιολόγοι, μουσικοί, τραγουδιστές, μεταφραστές πολιτειολογούν. Τι άλλο θέλουμε; Πόσο άλλο να εκτεθούν δημόσια και τι άλλο να πουν οι διανοούμενοι (ό,τι κι αν σημαίνει αυτός ο θολός όρος); Φοβάμαι πως αν πράγματι κάτι είναι αντικείμενο δημοσιογραφικής (σοβαρής, βεβαίως) έρευνας, είναι το γεγονός γιατί οι διανοούμενοι γράφουν, μιλούν, συνεντευξιάζονται και εκτίθενται τόσο πολύ. Γιατί ο καθένας θεωρεί υποχρεωμένο τον εαυτό του να παίρνει θέση ιδιαίτερα για ό,τι δεν γνωρίζει;

Με πρόσχημα τον Ζολά, εδώ ο φάντης ταυτίζεται με το ρετσινόλαδο.

Η τύχη των διανοουμένων

Νίκη Λοϊζίδη*, εφ. Το Βήμα, 16/11/1997

Από τη δίκη του Ντρέιφους ως την πρόσφατη υπόθεση του Σάλμαν Ρούσντι, ποιες αλλαγές χαρακτηρίζουν τις σχέσεις αυτών των επίλεκτων περιθωριακών με τις υπάρχουσες μορφές εξουσίας;

Ποιος ήταν ο ρόλος των διανοουμένων στον 20ό αιώνα και ποιος θα είναι στο μέλλον, αν φυσικά υπάρξει μέλλον γι' αυτή την "τάξη" των επίλεκτων περιθωριακών που γεννήθηκε μαζί με τις μεγάλες ιδεολογικές αναμετρήσεις της μοντέρνας εποχής; Από την αποφασιστική επέμβασή τους στη δίκη του λοχαγού Ντρέιφους ως τη σχετικά πρόσφατη υπόθεση του Σάλμαν Ρούσντι, ποιες αλλαγές έχουν χαρακτηρίσει την τακτική τους και γενικότερα τις σχέσεις τους με τις υπάρχουσες μορφές εξουσίας; Πρώτα απ' όλα υπάρχει ένας οικουμενικός τύπος διανοουμένου ­ ανάλογος με αυτόν που οραματίστηκε ο Κοντορσέ στα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης ­ ή μήπως η "σταθερή και βέβαιη πορεία της ανθρωπότητας προς την αλήθεια, την αρετή και την κοινωνική δικαιοσύνη" αποδεικνύεται μια επικίνδυνη πλάνη της Φιλοσοφίας του Διαφωτισμού στην οποία δεν πιστεύει πλέον κανένας;

Τα πράγματα στη σημερινή εποχή φαίνεται ότι έχουν αλλάξει ριζικά και αυτό επιχειρεί να τονίσει ο καθηγητής της Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου East Anglia Martin Hollis σε κείμενό του με τίτλο "Ποια αλήθεια, πού και για ποιους;", που δημοσιεύτηκε (με τη μορφή επιλόγου) στη συλλογική μελέτη "Οι διανοούμενοι στην πολιτική. Από την υπόθεση Ντρέιφους στον Σάλμαν Ρούσντι". Η έκδοση ­ την οποία προγραμμάτισαν και επιμελήθηκαν οι Jeremy Jennings(Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ) και Antony Kemp - Welch (Πανεπιστήμιο East Anglia) ­ περιλαμβάνει κείμενα αρκετών επιστημόνων και γνωστών καθηγητών της Ιστορίας και Πολιτικής Θεωρίας, με εξειδικευμένο ερευνητικό προσανατολισμό στους τόπους ανάπτυξης των κινημάτων των διανοουμένων του 20ού αιώνα. Οι προσεγγίσεις, οι οποίες καλύπτουν χώρες όπως η Γαλλία, η Γερμανία, η Βρετανία, η Αλγερία, το Ισραήλ, η Ιρλανδία, η Ρωσία (πριν και μετά την επανάσταση), η Αμερική της προπολεμικής, μεταπολεμικής και "μεταμοντέρνας" εποχής, δεν έχουν ως βασικό στόχο την ίδια τη δράση των διανοουμένων, αλλά τα θεωρητικά τους μοντέλα που δια-μορφώθηκαν από τις αρχές του 20ού αιώνα και μετά.

Οι επιλογές ωστόσο δεν μένουν χωρίς σημαντικά κενά μια και στο μοντέλο του "διανοουμένου ως κοινωνικού κριτή"(με παράδειγμα τον Γκράμσι και τον Βάλτσερ) θα μπορούσαν να προστεθούν και άλλα μοντέλα ­ όπως του "διανοουμένου ως κοινωνικού αναμορφωτή" ­ ιδιαίτερα γνωστά και ιδιαίτερα προσφιλή στην προφασιστική και φασιστική Ιταλία του Ντ' Ανούντσιο και του Μαρινέτι.

Σύμφωνα με το πνεύμα που χαρακτηρίζει τις συνολικές απόψεις του βιβλίου, ο Βολταίρος, πριν από τον Ζολά, με την αποκατάσταση της μνήμης του άτυχου εμπόρου Jean Calas από την Τουλούζη, καθιερώνει έναν οικουμενικό τύπο φιλοσόφου - διανοητή ο οποίος αγωνίζεται εναντίον κάθε μορφής φανατισμού και μισαλλοδοξίας. Ωστόσο, ανάμεσα στην υπόθεση Calas και στην υπόθεση Ντρέιφους υπάρχει μια σημαντική διαφορά που δεν εντοπίζεται μόνο στην παρέλευση του ενός και πλέον αιώνα. Οι λόγοι αυτή τη φορά δεν είναι θρησκευτικοί αλλά "εθνικοί". Πράγμα που αποδεικνύει ότι η ταυτότητα και ο μαχητικός πλέον ρόλος του διανοουμένου συμβαδίζουν με τον τρόπο αφομοίωσης της συνείδησης του μοντέρνου έθνους, ενώ η μέθοδος δράσης ενισχύεται από τον Τύπο, τα μανιφέστα, τις συλλογικές διακηρύξεις και γενικά όλα τα μέσα της μοντέρνας προπαγάνδας. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο το ότι ο όρος "διανοούμενος" (intellectuel) ενσωματώθηκε στο γαλλικό λεξιλόγιο ­ με τη σημασία που του δίνουμε ως σήμερα και όχι του απλού "ανθρώπου των γραμμάτων" ­ γύρω στα 1898, κατά τη διάρκεια της πολύκροτης υπόθεσης Ντρέιφους που κυριολεκτικά δίχασε τον τόπο. Ο Jeremy Jennings, συγγραφέας της επιμέρους μελέτης "Τα διλήμματα των διανοουμένων στη μοντέρνα Γαλλία", στηρίζεται στις πολύ καλές ιστοριογραφικές μελέτες των Cristophe Charle (που έχει ήδη παρουσιάσει "Το Βήμα"), J.-F. Sirinelli και Pascal Ory για να διαγράψει μια πολιτικο-θεωρητική προσέγγιση της μοντέρνας γαλλικής διανόησης από την περίοδο των απόηχων της υπόθεσης Ντρέιφους και τις ιδεολογικές διαμάχες για τον ορισμό του ρόλου των διανοουμένων (Julien Benda, Paul Nizan) ως τον J.-Ρ. Sartre, τον RaymondAron, το "μοντέλο - παρωδία" τύπου Bernard Henri - Levy, τον Michel Foucault και τον Pierre Bourdieu.

Αν πράγματι το πρότυπο του πολιτικά ενεργοποιημένου διανοουμένου έληξε με τον θάνατο του J.-Ρ. Sartre ­κλείνοντας μιαν ιστορία δυναμικών επεμβάσεων, αδιαμφισβήτητου κύρους αλλά και αμφισβητήσιμων επιλογών ­,ποια είναι τα περιθώρια ανάπτυξης ενός νέου status του διανοουμένου, σοβαρότερου και δυναμικότερου από αυτό που προβάλλεται σήμερα στο πλαίσιο άκρως ανούσιων τηλεοπτικών εκπομπών; Η "ηρωική" εποχή του μοντερνισμού, πρόσφορη στη διαμόρφωση μεγάλων ιδεολογικών αντιπαραθέσεων και μαζικών κινημάτων, έχει παρέλθει ­ ίσως ανεπι-στρεπτί ­ ενώ η βιωσιμότητα μοντέλων όπως ο "spectateur engage" (ο στρατευμένος θεατής) του Aron ή ο "intellectuel specifique" (ο ειδικευμένος διανοούμενος) του Foucault είναι προβληματική, διότι ή αναιρεί ή κατακερματίζει τη συλλογική ευθύνη και τη συλλογική αντίδραση απέναντι στις καταχρήσεις νέων μορφών εξουσίας. Αλλά και το "ξεμασκάρεμα" των διανοουμένων που είχε επιχειρήσει με πολλή δριμύτητα πριν από δύο περίπου δεκαετίες ο πάντα μαχητικός Pierre Bourdieu έμοιαζε με ξεκαθάρισμα λογαριασμών πριν από την τελική πτώση.

Οι θεωρητικοί του μαρξισμού και γενικότερα οι διανοούμενοι που είχαν ως στόχο τα συμφέροντα και την προοπτική της εργατικής τάξης σχολιάζονται πολύ κριτικά από τον καθηγητή του Πανεπιστημίου του Wales Neil Harding, συγγραφέα της γνωστής μελέτης "Η πολιτική σκέψη του Λένιν". Για τον Neil Harding ­ κλασικό αγγλοσάξονα πραγματιστή ­ η προσπάθεια των διανοουμένων "να φορτώσουν στους ώμους της λιγότερο μορφωμένης και περισσότερο στερημένης τάξης των σύγχρονων κοινωνιών την πραγμάτωση των φιλοσοφικο-ιστορικών στόχων του αναβαπτισμέ-νου στον Hegel μαρξισμού ήταν από τη μια μεριά σκέτη ανοησία, αλλά από την άλλη ένας ιδανικός τρόπος ανανέωσης της δικής τους εξουσίας".

Ο Edward Acton, καθηγητής της Μοντέρνας Ευρωπαϊκής Ιστορίας του Πανεπιστημίου East Anglia, εξειδικεύει την προσέγγισή του σε μια συγκριτική παράθεση της δράσης της ρωσικής "intelligentsia" κατά την τσαρική περίοδο και της δράσης των διαφωνούντων (dissidents) κατά την περίοδο της επικράτησης του κομμουνισμού. Το ενδιαφέρον αυτό θέμα ­ γύρω από το οποίο υπάρχει ήδη μια τεράστια βιβλιογραφία ­ αντιμετωπίζεται από τον Acton με πολύ ελλειπτικό τρόπο ενώ η κριτική στάση του απέναντι στη "χαλαρή" και "αναποτελεσματική" αντίδραση των διαφωνούντων είναι άδικη και κατά τη γνώμη μου διατυπωμένη με αρκετά ελαφρά συνείδηση.

Μετά τον μακαρθισμό ­ αν και δεν είμαι διόλου σίγουρη ότι το πνεύμα του μακαρθισμού έχει εκλείψει από έναν τόπο που διαρκώς κατέχεται από την υστερία της "εξυγίανσης" ­ και τον πόλεμο του Βιετνάμ, το πρόβλημα που φαίνεται να απασχολεί ιδιαίτερα την αμερικανική διανόηση είναι η κυριαρχία της αγοραίας τέχνης και της μαζικής κουλτούρας. Η ανάλυση του George Cotkin με τίτλο "Η τραγική προφητεία: Αμερικανοί διανοούμενοι του Μεταπολέμου και μαζική κουλτούρα", στηριζόμενη σε γνωστές μελέτες της Hannah Arendt ("Η καταγωγή του ολοκληρωτισμού", 1951) και του αμερικανού κριτικού Clement Greenberg ("Πρωτοπορία και Kitsch", 1939), επισημαίνει τις αντιδράσεις φόβου και δέους της αμερικανικής διανόησης απέναντι στα μαζικοποιημένα προϊόντα αμφίβολης τέχνης. Σύμφωνα με την άποψη του Cotkin, καθηγητή Ιστορίας του Πανεπιστημίου Cal Poly (San Luis, Obispo), με ελάχιστες εξαιρέσεις, συντηρητικοί και ριζοσπάστες διανοούμενοι θεωρούν τη μαζική κουλτούρα και τα αγοραία δημιουργήματα του Kitsch ως τον θανάσιμο αντίπαλο της ποιότητας και της αυθεντικής τέχνης. Η πολιτική σκέψη της Hannah Arendt αλλά και η "εικονογραφική" επίδραση της Σχολής της Φραγκφούρτης ερέθισαν μέχρις υπερβολής ένα ριζοσπάστη διανοούμενο όπως ο Irving Howe, ο οποίος είχε χαρακτηρίσει τη συμπαθητική φιγούρα του Donald Duck "καταπιεσμένο τερατάκι που κουβαλάει πάνω του πολλά από τα χαρακτηριστικά των Ες Ες". Επίσης, ο White MacDonald, σε μια σειρά δοκιμίων που δημοσίευε επί δέκα περίπου χρόνια, χαρακτήριζε τη μαζική κουλτούρα "μια μόλυνση που δεν είναι δυνατόν να εντοπισθεί".

Χρησιμοποιώντας το ίδιο λεξιλόγιο που χαρακτήρισε την αντικομουνιστική έξαρση της ψυχροπολεμικής περιόδου, οι σύγχρονοι αμερικανοί διανοούμενοι επιδίδονται και αυτοί στο "κυνήγι των μαγισσών", ενώ στο σπίτι τους απολαμβάνουν όλες τις ανέσεις ενός συστήματος του οποίου αναπότρεπτη λειτουργία και συνέπεια είναι η επινόηση ανύπαρκτων αναγκών και η μαζική παραγωγή άχρηστων πραγμάτων. Ίσως, όπως τονίζει ο γάλλος ιστορικός J.-F. Sirinelli, ο θάνατος του J.-Ρ. Sartre το 1980 να σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής και ενός συγκεκριμένου τύπου δράσης των διανοουμένων, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι στο μέλλον δεν μπορεί να υπάρξει κάτι διαφορετικό. Αλλά για να υπάρξει θα πρέπει να εντοπίζεται η ρίζα του κακού και όχι απλώς οι συνέπειές του. Το πλανητικό μοντέλο μέσα στο οποίο σήμερα όλοι εισχωρούμε κινδυνεύει να μετατρέψει ακόμη και το πολύ συγκρατημένο μοντέλο του "spectateurengage" σε απλό spectateur (θεατή).

* Η κυρία Νίκη Λοϊζίδη είναι καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Γ'. Βιβλιογραφία