Α’. Σχεδιάγραμμα, Β’. Κείμενα, Γ’. Βιβλιογραφία

Θέμα: Τύπος-Εφημερίδες

Α) Σχεδιάγραμμα

Θέμα: Συμφωνείτε ή διαφωνείτε με την άποψη ότι ο Τύπος μπορεί να στηρίξει το δημοκρατικό πολίτευμα; Υποστηρίξτε τη θέση σας με τα κατάλληλα επιχειρήματα και, εφόσον συμφωνείτε, δείξτε με ποιες προϋποθέσεις μπορεί ο Τύπος να παίξει αυτό το ρόλο. (Σχολικό βιβλίο, σελ. 29)

Ε1.Στήριξη δημοκρατικού πολιτεύματος

Ε2. Προϋποθέσεις

 

Θέμα: Κοινή είναι η διαπίστωση πως ο τύπος, όταν επιτελεί σωστά το ρόλο του και σύμφωνα με τις αρχές της δεοντολογίας, συμβάλλει αποφασιστικά στην εύρυθμη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Να αναπτύξετε τον τρόπο (ους) με τον οποίο (ους) ο τύπος στηρίζει τη δημοκρατία.

Β) Κείμενα

Η belle epoque του Τύπου τελείωσε...

Βασίλης Μουλόπουλος*, εφ. Η Αυγή, 7/4/2011

«Εδώ και 15 περίπου χρόνια, οι εκδότες είχαν την πολυτέλεια να αγνοούν τη συνεχώς επιδεινούμενη κρίση του Τύπου. Οι διαφημιστικές συγκομιδές πήγαιναν πρίμα. Ο αριθμός των σελίδων καθοριζόταν από τον όγκο των διαφημίσεων, το εμπορικό τμήμα αποκτούσε καθοριστική γνώμη στο δημοσιογραφικό περιεχόμενο της εφημερίδας, μιας και αυτό έφερνε τα λεφτά.

Οι συντάξεις των εντύπων υπέκυπταν στις απαιτήσεις των διαφημιζομένων λογοκρίνοντας και αυτολογοκρινόμενοι για να μη χάσουν τον πελάτη. Τα έσοδα από διαφημίσεις πλήρωναν τους μισθούς των δημοσιογράφων και τα έσοδα από τις μπίζνες της διαπλοκής με την οικονομική και πολιτική εξουσία έκαναν τους εκδότες και τους διευθυντές πλούσιους.

Ήταν ωραίο και προσοδοφόρο να πουλάς αναγνώστες στους διαφημιζόμενους και στους πολιτικούς. Εξάλλου τα ίδια και καλύτερα έκαναν και οι τηλεοράσεις. Το παιγνίδι λειτουργούσε και έδινε την ψευδαίσθηση ότι θα διαρκούσε αιώνια. Ήταν η belle epoque του Τύπου, χρόνια μοναδικά, ανεπανάληπτα, κατά τα οποία η βιομηχανία του Τύπου, μεθυσμένη από την οικονομική της επιτυχία, απαξίωσε το προϊόν της: την ενημέρωση.

Σήμερα που η φούσκα έσκασε, σήμερα που η οικονομική κρίση μείωσε δραματικά τα έσοδα από τη διαφήμιση και τη διαπλοκή, τα ΜΜΕ έγιναν μια μη παραγωγική επένδυση για τους εκδότες. Κοστίζουν περισσότερα από ό,τι αποφέρουν. Και γι' αυτό πρέπει να εξυγιανθούν.

Το 1,5 δισ. ευρώ χρέη των ΜΜΕ είναι παρόμοιο με αυτό του δημοσίου χρέους. Δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί. Και η συνταγή είναι η ίδια. Ενα Μνημόνιο για τον Τύπο. Μόνο που αυτό δεν πρόκειται να σώσει τα ΜΜΕ, απλώς θα απαξιώσει ακόμη περισσότερο το προϊόν, με αποτέλεσμα να χάσουν και τους εναπομείναντες καταναλωτές της παραδοσιακής ενημέρωσης. Αλλά θα κάνει τους δημοσιογράφους ακόμη πιο ευάλωτους στις απαιτήσεις των ιδιοκτητών, των διευθυντών, της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας.

Είναι το τέλος του Τύπου; Το τέλος της δημοσιογραφίας; Ελπίζω όχι. Η κηδεία των εφημερίδων δεν θα υπάρξει όσο θα υπάρχουν κάποιοι που θα γράφουν επειδή θέλουν να ερμηνεύσουν τον κόσμο, να τον αλλάξουν, να τον αναποδογυρίσουν. Οσο θα γράφουν κάποιοι, όχι για να είναι αρεστοί στους ιδιοκτήτες, στην οικονομία και την πολιτική εξουσία. Θα βυθιστούν τα θωρηκτά και τα κρουαζιερόπλοια, αλλά όχι τα πειρατικά πλοία».

* Ο Βασίλης Μουλόπουλος είναι βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, πρώην πρόεδρος της ΠΟΕΣΥ

Ηλεκτρονικό το ημερήσιο «Βήμα»

Εφημερίδα Το Βήμα, 26/11/2010

Διακόπτεται η έντυπη έκδοση- Τον Ιανουάριο του 2011 θα ανοίξει τις πύλες της μια εντελώς νέα ηλεκτρονική εφημερίδα, η απάντηση του «Βήματος» στα αιτήματα των καιρών

Χθες Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 2010 διάβασαν «Το Βήμα» περίπου 90.000 αναγνώστες. Εξ αυτών μόνον 8.000 διάβασαν την έντυπη έκδοση της εφημερίδας. Οι συντριπτικώς περισσότεροι, πλέον των 82.000, αναγνώστες προτίμησαν την ηλεκτρονική έκδοση.

Συμβαίνει δηλαδή και στην Ελλάδα ό,τι από ετών έγινε σε όλες τις προηγμένες δημοκρατικές χώρες. Εκατομμύρια πολίτες εγκαταλείπουν τις καθημερινές εφημερίδες και ενημερώνονται από τα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης μέσω του Ιnternet. Στα διάφορα sites του Διαδικτύου βρίσκουν εύκολα, άνετα, χωρίς να μετακινηθούν από το σπίτι ή το γραφείο τους, είτε και μετακινούμενοι με διάφορα μεταφορικά μέσα, όλες τις ειδήσεις και πληροφορίες που χρειάζονται για την πληροφόρησή τους αλλά και για την εργασία τους ή τη διασκέδασή τους.

Εφημερίδες με παράδοση και ιστορία βλέπουν τις κυκλοφορίες τους να καταρρέουν καθώς οι αναγνώστες τους επιζητούν την ενημέρωσή τους μέσα από τους ηλεκτρονικούς διαδόχους των, οι περισσότεροι των οποίων είναι τα sites που αυτές οι ίδιες οι εφημερίδες δημιούργησαν τα τελευταία χρόνια!..

Η μεταβολή όσο και αν τρομάζει πολλούς (με την ασύλληπτη εξέλιξη του Διαδικτύου) ήταν φυσιολογική. Ολο και περισσότερες εφημερίδες διακόπτουν τη χάρτινη έκδοσή τους και αναπτύσσουν ηλεκτρονικά συστήματα ενημέρωσης.

Ενας σκληρός αγώνας δρόμου έχει ξεκινήσει. Ποιος θα δημιουργήσει τα καλύτερα μέσα ενημέρωσης μέσα στο Ιnternet. Δημοσιογραφικοί κολοσσοί συγκρούονται, εφημερίδες -σύμβολα αλλάζουν γραμμή πλεύσεως. Και οι αναγνώστες «απολαμβάνουν» σ΄ αυτή την πρώτη φάση δωρεάν την Ενημέρωση με κάθε τρόπο. Τα άχρωμα τυπογραφικά στοιχεία του πρόσφατου ακόμη παρελθόντος παραχωρούν τη θέση τους σε πολύχρωμες φωτογραφίες, ακόμη και σε «ζωντανά» βίντεο...

«Το Βήμα» αποδέχεται την απόφαση των αναγνωστών του οι οποίοι προτιμούν την ηλεκτρονική ενημέρωση. Αλλωστε «Το Βήμα» είναι η πρώτη εφημερίδα στην Ελλάδα που εισήγαγε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές στη διαδικασία της εκδόσεώς του. Τώρα, 30 σχεδόν χρόνια από τότε, «Το Βήμα» διακόπτει την έντυπη έκδοσή του ανταποκρινόμενο στο φανερό αίτημα των αναγνωστών του.

Στην πρώτη γραμμή της έντυπης ενημέρωσης θα παραμείνει βεβαίως «Το Βήμα της Κυριακής», η εφημερίδα που άλλαξε τη μορφή του ελληνικού Τύπου όταν έγινε η πρώτη πολυεφημερίδα της χώρας στα μέσα της δεκαετίας του 1980.

«Το Βήμα» αποδέχεται την πρόκληση. Και ετοιμάζεται για τη μεγάλη ημέρα του. Οταν θα ανοίξει τις πύλες της μια εντελώς νέα ηλεκτρονική εφημερίδα, η απάντηση του «Βήματος» στα αιτήματα των καιρών. Ως τότε οι αναγνώστες του «Βήματος» μπορούν για την ενημέρωσή τους να ανατρέχουν στην ήδη λειτουργούσα υπηρεσία ενημέρωσης του «Βήματος», όπου θα διαβάζουν την εφημερίδα στην τωρινή μορφή της, αλλά χωρίς χαρτί, στην οθόνη του ηλεκτρονικού υπολογιστή τους.

Το μέλλον της δημοσιογραφίας

Stephen Dunbar-Johnson*, εφ. Καθημερινή, 12/7/2009

Το ερώτημα που απασχολεί όλο και περισσότερους τελευταία είναι αν τελικά θα καταφέρουν να επιβιώσουν οι εφημερίδες στην εποχή της ψηφιακής επανάστασης, με δεδομένο μάλιστα ότι διερχόμαστε περίοδο οικονομικής ύφεσης. Είναι σαφές ότι ενώ άλλες επιχειρήσεις δοκιμάζονται από την κρίση, τα εκδοτικά συγκροτήματα έχουν να αντιμετωπίσουν και το επιπλέον πρόβλημα του Διαδικτύου. Πριν από λίγο καιρό μάλιστα, ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής της UNESCO για θέματα εκπαίδευσης, Δρ. Πίτερ Σμιθ, είχε διερωτηθεί σε άρθρο του στους New York Times, με τίτλο «Το λάθος του Τιτανικού»: «Ποιο ήταν το βασικό πρόβλημα του Τιτανικού; Ο αλαζόνας καπετάνιος του; Το παγόβουνο; Οχι. Ακόμη και αν ο Τιτανικός είχε ολοκληρώσει το παρθενικό του ταξίδι, θα ήταν και πάλι καταδικασμένος. Το παγόβουνο, ο καπετάνιος και η τραγωδία απλώς μπέρδεψαν την κατάσταση και μας εμπόδισαν να δούμε το πραγματικό πρόβλημα, το οποίο δεν ήταν άλλο από το αεροπλάνο. Οι σπόροι για την εξαφάνιση των υπερωκεάνιων είχαν μπει μια δεκαετία νωρίτερα από το ναυάγιο, με τις πρώτες δοκιμαστικές πτήσεις».

Μήπως συμβαίνει το ίδιο και με τις εφημερίδες; Μήπως το Ιντερνέτ και η ψηφιακή τεχνολογία έχουν ήδη σφραγίσει το πεπρωμένο τους, όπως το αεροπλάνο κατέστρεψε τις εταιρείες ποντοπόρων επιβατηγών πλοίων τον προηγούμενο αιώνα; Αν τα παραπάνω ερωτήματα αφορούν τη βιομηχανία διανομής ειδήσεων σε τυπωμένο χαρτί τότε η απάντηση είναι «πιθανότατα ναι, σε μερικά χρόνια».

Αν όμως αφορούν το περιεχόμενο των εφημερίδων, τότε η απάντηση είναι... Οχι, παρά τα όσα ισχυρίζονται κάποιοι δημοσιογράφοι που περνούν περισσότερες ώρες στη συγγραφή των επικήδειών τους, παρά στο να διερευνούν τις ευκαιρίες που προσφέρει η νέα τεχνολογία στα εκδοτικά συγκροτήματα. Επομένως, μολονότι το Διαδίκτυο δεν σήμανε το τέλος του κλάδου μας, σηματοδοτεί οπωσδήποτε ριζικές αλλαγής στους μηχανισμούς διανομής και παρουσίασης των ειδήσεων και του σχολιασμού της επικαιρότητας.

Επιπλέον, οι αλλαγές που φέρνει το Διαδίκτυο θα προκαλέσουν συγχωνεύσεις και εκκαθαρίσεις στη βιομηχανία του Τύπου και μόνο όσοι επιμείνουν με αποφασιστικότητα στην ποιότητα του περιεχομένου που προσφέρουν και στις ανάγκες του κοινού τους θα επιβιώσουν. Επιτρέψτε μου να επεκταθώ λίγο στο πρώτο σημείο. Ποτέ άλλοτε στο παρελθόν δεν ήταν τόσο πολύτιμη η γνώση για τον κόσμο που μας περιβάλλει και ποτέ επίσης δεν ήταν τόσο δύσκολο να την αποκτήσεις.

Η πληθώρα μέσων ενημέρωσης και η ευρεία χρήση του Διαδικτύου, των κινητών τηλεφώνων και της τηλεόρασης σημαίνει ότι κάθε πόλεμος, φυσική καταστροφή ή σκάνδαλο μεταδίδεται αυτοστιγμεί σε όλον τον πλανήτη, 24 ώρες το 24ωρο. Ο αριθμός των πληροφοριών που μεταδίδονται όμως δημιουργεί έναν άνευ προηγουμένου θόρυβο. Είναι σαν να προσπαθείς να ακούσεις τι σου λέει κάποιος σε ένα δωμάτιο γεμάτο κόσμο, όπου όλοι μιλάνε ταυτόχρονα.

Για παράδειγμα, ήταν πράγματι εντυπωσιακό πώς μεταδόθηκαν τα πρόσφατα γεγονότα στο Ιράν μέσω του twitter και άλλων ιστοτόπων κοινωνικής δικτύωσης. Πώς όμως μπορεί κανείς να ξεδιαλύνει την αλήθεια για το τι συνέβη μέσα σε αυτή τη βροχή πληροφοριών; Οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί θα καταφέρουν να πραγματοποιήσουν με επιτυχία το μεγάλο τους βήμα στην ψηφιακή εποχή μόνο αν επιμείνουν σε υψηλά επίπεδα ποιότητας.

Πρέπει να διερωτόμαστε συνεχώς πώς μπορούμε να συστηματοποιήσουμε και να διασαφηνίσουμε τη ροή ειδήσεων και ταυτόχρονα πώς να ικανοποιήσουμε την απαίτηση του κοινού μας για συνεχή πληροφόρηση. Τι θέλει λοιπόν το κοινό μας; Στην περίπτωση του δικού μου μέσου, το κοινό ζητά υψηλής ποιότητας ρεπορτάζ, διεθνείς ειδήσεις και αρθρογραφία που καλύπτει όλες τις οπτικές γωνίες — κι όλα αυτά δεμένα μαζί σε ένα συμπαγές προϊόν. Για μία επιχείρηση είναι αυτονόητο ότι θα πρέπει πάντοτε να μελετά τι θέλουν οι πελάτες της. Κι όμως, πολλοί ειδησεογραφικοί οργανισμοί πέφτουν στην παγίδα να θεωρούν τους πελάτες τους δεδομένους. Οι αναγνώστες μας είναι ιδιαίτερα απαιτητικοί. Θέλουν άμεσα τις απαραίτητες πληροφορίες για να μπορούν να παίρνουν τις σωστές αποφάσεις σε κάθε τομέα της ζωής τους. Πιστεύω λοιπόν ότι οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί που θα προσφέρουν τη δυνατότητα στους αναγνώστες τους να νοηματοδοτήσουν τον περίπλοκο κόσμο που τους περιβάλλει με έγκυρα άρθρα και αναλύσεις, θα επιβιώσουν στην ψηφιακή εποχή.

Η ποιότητα όμως δεν αρκεί από μόνη της. Το δεύτερο πράγμα που θεωρώ απαραίτητο είναι να εκμεταλλευθούμε πλήρως τη νέα τεχνολογία. Ακόμη και σήμερα, η λέξη εφημερίδα φέρνει στο νου το χαρτί. Ωστόσο, αυτό που μας προσδιορίζει δεν είναι το χαρτί, αλλά το περιεχόμενό του. Η τεχνολογία λοιπόν μας δίνει νέες δυνατότητες για την πιο αποτελεσματική διανομή αυτού του περιεχομένου.

Εκτός από το χαρτί, το Διαδίκτυο, τα κινητά τηλέφωνα και τις ιστοσελίδες δικτύωσης, ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δώσουμε στις ηλεκτρονικές συσκευές ανάγνωσης, όπως είναι το Kindle. Υποψιάζομαι ότι το συγκεκριμένο μηχάνημα θα αντικατασταθεί από άλλα, πολύ πιο εξελιγμένα, στο μεσοπρόθεσμο μέλλον, που θα μοιάζουν με χαρτί, αλλά θα είναι συνεχώς on-line. Ηδη φαντάζομαι τη μέρα που οι εφημερίδες θα μοιράζουν δωρεάν τέτοιες συσκευές στους συνδρομητές τους. Με άλλα λόγια, οι εφημερίδες πρέπει να μετατραπούν σε διαδικτυακούς ειδησεογραφικούς οργανισμούς.

*Απόσπασμα από την ομιλία του κ. Dunbar-Johnson σε κοινή εκδήλωση Ελληνογαλλικού, Ελληνοβρετανικού και Ελληνοαμερικανικού επιμελητηρίων

H εφημερίδα που δεν κλείνει ποτέ

Μιχάλης Μητσός, εφ. Τα Νέα, 29/4/2006

«24 Ώρες»: και ξεφύλλισμα και διαρκής ενημέρωση

Αυτή η εφημερίδα δεν κλείνει ποτέ. Με άλλα λόγια, ανανεώνεται συνεχώς. Είναι πολυσέλιδη. Είναι δωρεάν. Δεν μπορεί να τη βρει κανείς στο περίπτερο, αλλά μόνο στο Internet. Και, το κυριότερο, μπορεί να προσαρμοστεί στα γούστα του αναγνώστη. Λέγεται «24 Ώρες». Και είναι το τελευταίο δημιούργημα της «Ελ Παΐς», της μεγαλύτερης εφημερίδας της Ισπανίας και μιας από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη.

H εποχή των μέσων μαζικής ενημέρωσης λαμβάνει σιγά-σιγά τέλος και δίνει τη θέση της στην εποχή των προσωπικών και συμμετοχικών μέσων: αυτό επισήμαινε την περασμένη εβδομάδα σε ειδικό ένθετο το περιοδικό «Εκόνομιστ». Έρευνα που έγινε τον περασμένο Νοέμβριο στις Ηνωμένες Πολιτείες έδειξε ότι το 57% των Αμερικανών εφήβων δημιουργούν υλικό για το Διαδίκτυο - από κείμενα μέχρι φωτογραφίες, μουσική και βίντεο. Σύμφωνα με τον Πωλ Σάφο, διευθυντή του Ινστιτούτου για το Μέλλον στην Καλιφόρνια, οι άνθρωποι δεν «καταναλώνουν» πλέον με παθητικό τρόπο τα μήντια (άρα και τη διαφήμιση, που αποτελεί την κύρια πηγή των εσόδων τους), αλλά συμμετέχουν ενεργά σε αυτά. Τα όρια μεταξύ κοινού και δημιουργών αρχίζουν να θολώνουν, σε λίγα χρόνια θα γίνουν αόρατα.

Στις νέες αυτές τάσεις προσπαθεί προφανώς να ανταποκριθεί η «Ελ Παΐς» εγκαινιάζοντας την περασμένη Δευτέρα μια εφημερίδα που θα προσφέρει και τη χαρά του «ξεφυλλίσματος» και τη διαρκή ενημέρωση. Για να απολαμβάνουν την ανάγνωση αυτής της εφημερίδας στο μετρό, στο πάρκο ή στον καναπέ, το μόνο που χρειάζονται οι χρήστες είναι ένας υπολογιστής κι ένας εκτυπωτής. Εκείνοι αποφασίζουν πότε ακριβώς θα «κατασκευαστεί» το προϊόν, ενεργοποιώντας ένα πρόγραμμα που παράγει με αυτόματο τρόπο, και με τις ειδήσεις που περιλαμβάνει εκείνη την ώρα η ψηφιακή έκδοση της «Ελ Παΐς», μια εφημερίδα προσωποποιημένη, επίκαιρη και μοναδική.

H πρώτη σελίδα περιλαμβάνει τις πληροφορίες που έχουν συγκεντρωθεί μέχρι εκείνη τη στιγμή. Αν είναι πρωί, οι ειδήσεις είναι περισσότερο προσανατολισμένες προς την αμερικανική ήπειρο (λόγω της διαφοράς της ώρας). Όσο περνούν οι ώρες, προστίθενται και τα πιο πρόσφατα γεγονότα. Το βράδυ, οι «24 Ώρες» περιλαμβάνουν και τα τελευταία αθλητικά γεγονότα. Υπάρχουν επίσης φωτογραφίες, η κίνηση του χρηματιστηρίου, το δελτίο καιρού και ένα σκίτσο του Ραμόν Ροντρίγκες που προσελήφθη πριν από δύο μήνες γι' αυτόν ακριβώς τον σκοπό. Ο χρήστης μπορεί να διαλέγει ανάμεσα σε πέντε διαφορετικές εκδόσεις, που αποτελούνται από 8 ώς 16 σελίδες. Διαφημίσεις δεν υπάρχουν, εκτός από τον σπόνσορα αυτής της πρωτοβουλίας που κάθε μέρα μπορεί να είναι διαφορετικός.

«Οι "24 Ώρες" θα παρουσιάζουν την επικαιρότητα νωρίτερα απ' όλο τον κόσμο», υπόσχεται η ισπανική εφημερίδα. Μένει να φανεί ποια θα είναι η ανταπόκριση του κοινού.

LINK: http://diastaseis.blogspot.com

Υποσαχάρια Ελλάδα

Δημοσθένης Κούρτοβικ, εφ. Τα Νέα, 15/4/2006

Ακόμη και η Τουρκία, ακόμη και η Αλβανία, ακόμη και χώρες όπως η Αίγυπτος ή η Ιορδανία έχουν υψηλότερο δείκτη ανάγνωσης απ' ό,τι η Ελλάδα

O περιπτεράς μου, ένας εξηντάρης λαϊκός τύπος, κουνούσε το κεφάλι του με αγανάκτηση. «Τι σόι άνθρωποι είναι αυτοί», ξέσπασε, «που δεν ανοίγουν εφημερίδα ούτε όταν την έχουν αγοράσει;»

Αναφερόταν στους όχι λίγους πελάτες του που, αφού πάρουν στα χέρια τους και πληρώσουν την α ή τη β εφημερίδα, βγάζουν από μέσα το CD, το DVD ή όποιο άλλο, απαραίτητο πλέον, δώρο περικλείεται στο σελοφάν και πετούν το έντυπο σώμα στον πρώτο κάδο απορριμμάτων που βρίσκουν μπροστά τους.

Αλήθεια, τι σόι άνθρωποι; Τι σόι λαός;

Αυθαίρετη και βάναυση η γενίκευση, θα μου πείτε. Οφείλω, λοιπόν, να την εξηγήσω.

Ξέρουμε ότι η κυκλοφορία των εφημερίδων στην Ελλάδα βρίσκεται σε συνεχή πτώση εδώ και πολλά χρόνια. Αλλά συνήθως δεν συνειδητοποιούμε τη δραματικότητα και την ειδική σημασία του φαινόμενου, πρώτον επειδή τις συσκοτίζει η αόριστη ιδέα ότι οι εφημερίδες διέρχονται κρίση παντού, και δεύτερον επειδή δεν έχουμε μπροστά μας συγκριτικά στοιχεία, δεν μπορούμε να συσχετίσουμε τη σημερινή κατάσταση του ελληνικού Τύπου παρά μόνο μ' ένα προκατακλυσμιαίο, προτηλεοπτικό παρελθόν, όταν μερικές εφημερίδες πουλούσαν πανελλαδικά περισσότερα φύλλα η καθεμία απ' όσα όλες μαζί οι σημερινές.

Συμβουλεύομαι, λοιπόν, την τελευταία έκδοση του αλμανάκ των New York Times. Είναι μια έγκυρη επετηρίδα που περιέχει, μεταξύ άλλων, πλήθος ενδιαφέροντα στατιστικά στοιχεία για κάθε χώρα. Διέτρεξα τα 193 κράτη του πλανήτη εστιάζοντας την προσοχή μου στον δείκτη ανάγνωσης εφημερίδων. Κι έμεινα σύξυλος.

Γιατί, εντάξει, ήξερα ότι δεν μπορούμε να συγκριθούμε με τις σκανδιναβικές χώρες ή με την Ιαπωνία, όπου αγοράζουν εφημερίδα περίπου 500 κάτοικοι στους 1000, δηλαδή ο μισός πληθυσμός (ο άλλος μισός διαβάζει τις εφημερίδες που φέρνουν στο σπίτι οι αγοραστές ή συνδρομητές τους). Ήξερα ότι δεν μπορούμε να συγκριθούμε ούτε με τις χώρες της Δυτικής ή της Κεντρικής Ευρώπης, όπου το αντίστοιχο ποσοστό είναι από 200 έως 400 κάτοικοι ανά 1000. Υποψιαζόμουν πως και αρκετοί άλλοι λαοί, θες λόγω παράδοσης, θες λόγω κλίματος ή πολιτικής αβεβαιότητας, διαβάζουν εφημερίδα συχνότερα απ' ό, τι εμείς. Αλλά πώς να μην εκπλαγώ, όταν μαθαίνω ότι ακόμη και η Τουρκία, ακόμη και η Αλβανία, ακόμη και χώρες όπως η Αίγυπτος ή η Ιορδανία έχουν υψηλότερο δείκτη ανάγνωσης εφημερίδων απ' ό, τι η Ελλάδα; Ξέρετε ποιο είναι, σύμφωνα με το αλμανάκ των New York Times, το ποσοστό των Ελλήνων που αγοράζουν καθημερινά εφημερίδα; Μόλις 22, 4 στους 1000! Τελευταία θέση στην Ευρώπη και (όπως υπολόγισα από μαζοχιστική περιέργεια) περίπου 130ή θέση στον κόσμο! Κάτω από εμάς βρίσκονται μόνον οι χώρες της υποσαχάριας Αφρικής και μερικές από τις πιο καθυστερημένες ασιατικές.

Αποτελούμε μοναδική περίπτωση. Δεν υπάρχει άλλος λαός που να κατοικεί στο ρετιρέ της παγκόσμιας ευμάρειας ως προς τους δείκτες ευμάρειας και κατανάλωσης, αλλά στους χαμηλότερους ορόφους σε όλα όσα αφορούν τον πολιτισμό, όπως οι δαπάνες για την παιδεία ή η ανάγνωση εφημερίδων

Δεν παραβλέπω το γενικά χαμηλό επίπεδο του ελληνικού Τύπου και το πρόβλημα αξιοπιστίας του. Υπάρχουν όμως στην Ελλάδα και ποιοτικές εφημερίδες ή τουλάχιστον εφημερίδες με ποιοτικές στήλες. Δεν μπορεί να μη σημαίνει τίποτα ότι ακόμη και αυτές αναγκάζονται να κάνουν προσφορές «δώρων», πράγμα που ισοδυναμεί με έμμεση υποτίμηση του προϊόντος, αφού αυτό πρέπει να συμπληρώνεται με κάτι πιο ελκυστικό για ν' αποφασίσει ο απρόθυμος καταναλωτής να το αγοράσει. Ο οποίος καταναλωτής, όπως είδαμε, συχνά δεν γίνεται ούτε τότε αναγνώστης.

Αφού ο Έλληνας έχει γυρίσει την πλάτη στις εφημερίδες, θα πρέπει να ενημερώνεται με άλλο τρόπο. Τρεις είναι σήμερα οι εναλλακτικές πηγές ενημέρωσης: η τηλεόραση, το ραδιόφωνο και το διαδίκτυο. Σε ό, τι αφορά την τηλεόραση, διεκδικούμε βέβαια με μεγάλες αξιώσεις τον τίτλο των πρωταθλητών Ευρώπης σε ώρες τηλεθέασης, αλλά, αν υπήρχε βαθμολογία για τη σοβαρότητα της κατά χώρα τηλεόρασης ως ενημερωτικού μέσου, είναι βέβαιο ότι η ελληνική θα καταλάμβανε μια θέση κάτω και από την 130ή που κατέχουμε στην ανάγνωση εφημερίδων. Το ραδιόφωνο είναι σε γενικές γραμμές περισσότερο φερέγγυο, αλλά ποιος δεν ξέρει ότι η απήχησή του είναι ασύγκριτα μικρότερη από αυτή της τηλεόρασης; Όσο για τη χρήση του διαδικτύου, οι επιδόσεις μας είναι κι εδώ αξιοθρήνητες: τελευταίοι στην Ευρώπη όχι των 15, αλλά των 25!

Τάχα είναι άδικο, λοιπόν, που ο δείκτης ανάγνωσης εφημερίδων εμφανίζει την ευαισθησία μας περί την ενημέρωση παραπλήσια των κατοίκων της υποσαχάριας Αφρικής, της Υεμένης ή του Νεπάλ; Ναι! Είναι άδικο, όχι όμως για εμάς, αλλά γι' αυτούς τους λαούς. ΄Ενας Κονγκολέζος ή ένας Νεπαλέζος θα μπορούσε να μας πει: «Εμείς είμαστε πάμφτωχοι και αναλφάβητοι, μας μαστίζουν επιδημίες και εμφύλιοι πόλεμοι, παλεύουμε καθημερινά για να επιβιώσουμε. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να διαβάζουμε εφημερίδες. Εσείς όμως, ένας από τους 25 πλουσιότερους λαούς της γης, πώς και δεν νοιάζεστε καθόλου για το τι συμβαίνει στον κόσμο;»

Αποτελούμε πράγματι μοναδική περίπτωση. Δεν υπάρχει άλλος λαός που να κατοικεί στο ρετιρέ της παγκόσμιας κοινότητας ως προς τους δείκτες ευμάρειας και κατανάλωσης (κατά κεφαλήν εισόδημα, αριθμός IX αυτοκινήτων, τηλεοπτικών συσκευών, κινητών τηλεφώνων κ.λπ.), αλλά στους χαμηλότερους ορόφους σε όλα όσα αφορούν τον πολιτισμό (δαπάνες για την παιδεία και την έρευνα, τεχνολογικές καινοτομίες, εξαγωγές - που εξακολουθούν να είναι κυρίως αγροτικά προϊόντα και πρώτες ύλες - ανάγνωση εφημερίδων, χρήση του διαδικτύου).

«Ανίδεοι και χορτάτοι», λοιπόν, όπως λέει ο Σεφέρης. Λαός υπηκόων μάλλον παρά πολιτών, αφού ο ανενημέρωτος πολίτης είναι οξύμωρο σχήμα. Λαός ανίκανος όχι μόνο να δώσει δημιουργική μορφή και καλαίσθητη έκφραση στην ευημερία του, αλλά ακόμη και να την περιφρουρήσει, αυτήν ή τα δικαιώματά του. Λέμε μπράβο στους νέους της Γαλλίας, επειδή αντιμάχονται μέτρα που σ' εμάς έχουν γίνει δεκτά σιωπηρά και αδιαμαρτύρητα. Καμαρώνουμε για τον «πολιτικό» αντιαμερικανισμό μας και το αντιιμπεριαλιστικό φρόνημά μας, αλλά δεν θέλουμε να ξέρουμε τίποτα για τα δικά μας Αμπού Γκράιμπ, για τις ωμές παραβιάσεις της δικής μας εθνικής κυριαρχίας, και δεν θα πατήσουμε ποτέ το πόδι μας σε κάτι σαν το Fair Trade της οδού Νίκης, αν υποτεθεί ότι ξέρουμε τι είναι. Γκρινιάζουμε για τους πολιτικούς μας, γενικά, αόριστα και παθητικά, αλλά κάθε βράδυ χαζεύουμε με τις ώρες στα τηλεπαράθυρα τις ηλίθιες κοκορομαχίες των πιο κούφιων ανάμεσά τους.

Πριν από τριάντα χρόνια οι πιο ανήσυχοι, πολιτικά και πολιτισμικά, ευρωπαϊκοί λαοί του τότε «ελεύθερου κόσμου», τα πιο άτακτα παιδιά του, ήταν οι Ιταλοί και οι Έλληνες. Σήμερα είναι οι πιο αποχαυνωμένοι, τόσο πολιτικά όσο και πολιτισμικά. Είναι οφθαλμοφανείς οι μοχλοί που χρησιμοποιήθηκαν για να προωθηθεί αυτή η μετάλλαξη. Φτιάχτηκαν καριέρες και περιουσίες με την επένδυση σε μια ολόκληρη βιομηχανία αποβλάκωσης. Οι οπαδοί της θεωρίας της υπερατλαντικής συνωμοσίας θα μπορούσαν να βρουν εδώ έμπνευση για άλλο ένα σενάριο από εκείνα που τους αρέσουν. Όποια εξήγηση και αν δεχτεί κανείς, το γεγονός είναι ότι ο μαρασμός του ελληνικού Τύπου αναγγέλλει την έκλειψη της δημοκρατικής μας συνείδησης.

H ανυπέρβλητη γοητεία της εφημερίδας

Θανάσης Νιάρχος, εφ. Τα Νέα, 8/9/2005

Από την εποχή που ο Σπύρος Μελάς έγραφε πως, γενικά, η εφημερίδα «όταν σε επαινεί είναι το έγκριτο φύλλο και όταν σε βρίζει η παλιοφυλλάδα» έχουν περάσει τουλάχιστον πενήντα χρόνια. Στο διάστημα αυτό πολλά έχουν αλλάξει στις εφημερίδες, όσον αφορά τις σχέσεις τους με τον κόσμο. Καλό είναι, όμως, τώρα το φθινόπωρο που ανασυγκροτούμε τα ενδιαφέροντά μας για τον χειμώνα, να αναγνωρίσουμε μια προτεραιότητα σ' ένα επικοινωνιακό μέσον, όπως η εφημερίδα, που όμοιό του δεν έχει υπάρξει από καταβολής κόσμου.

Αν το βιβλίο ή το λογοτεχνικό περιοδικό διαχειρίζονται την «αιωνιότητα», η εφημερίδα ανακεφαλαιώνει τη «στιγμή» που μεταβάλλεται σε αιωνιότητα. Όλοι οι άνθρωποι που έχουν γνωρίσει και γνωρίζουν τον κόσμο μέσα από τον «καθημερινό» λόγο μιας εφημερίδας έχουν κερδίσει, για όσο ζούνε, μια μορφή «αθανασίας». Είτε διαβάζει κανείς με πάθος τα «κοινωνικά» (γάμους, κηδείες, μνημόσυνα κ.λπ.) είτε σπεύδει να «βυθιστεί» στις καλλιτεχνικές σελίδες είτε, τέλος, αντιλαμβάνεται την «πολιτική» ως τη μοναδική πραγματικότητα, δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να υπογραμμίζει την πεποίθησή του ότι ο «χρόνος» είναι κάτι που ελέγχεται, που ορίζεται, άρα ο ίδιος ο άνθρωπος είναι «αθάνατος». Ο «χρόνος» που κέρδισε, σε σχέση με την εφημερίδα, έγινε μια ανεξάλειπτη προσωπική του περιουσία, που τη στοιχειώνουν μνήμες, επιθυμίες, συμπεριφορές, γεγονότα.

Επειδή, ακριβώς, η εφημερίδα είναι η πλήρης διαφάνεια και «έκθεση», μεταβάλλεται, μέσα στον χρόνο, σ' ένα κείμενο μυστικό, σχεδόν απόκρυφο. Ο τρόπος που μ' αυτόν θυμάται ο καθένας, ή ακόμη ο τρόπος που μ' αυτόν ξεχνά, τα κείμενα που έχει διαβάσει σε μιαν εφημερίδα μεταβάλλει γεγονότα απτά και συγκεκριμένα σε «δείκτες» μιας ζωής, που ο καθένας την φέρνει και την αναγνωρίζει μόνο ως προσωπικό του λογαριασμό. Το πιο ευρύ επικοινωνιακό μέσον, η εφημερίδα, μεταβάλλεται, με τον χρόνο, στο ημερολόγιο ενός αναχωρητή. Τεράστιας σημασίας, για την ύπαρξη της ανθρωπότητας, γεγονότα, χάρη στην εδραίωσή τους, μέσω της εφημερίδας, γίνονται αιώνια, επειδή μεταβάλλονται σε αποδεικτικά της ευτυχίας ή της δυστυχίας του κάθε ανθρώπου. Σάμπως το γεγονός ότι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι διαβάσανε (ποτέ γιατί είδαν ή άκουσαν), την ίδια ακριβώς «στιγμή», για λογής περιστατικά, να πρόσθεσε στα τελευταία ένα βάθος και, προ παντός, μιαν ανατριχίλα πολύ μεγαλύτερη απ' ό,τι στην πραγματικότητα διατηρούσαν. Οραματίζεται κανείς ένα μάθημα στα Πανεπιστήμια, που θα είναι η καταφυγή σε «σώματα» με παλιές εφημερίδες και η ανάγνωσή τους, στα ίδια τα «σώματα», βέβαια, κι όχι στην ηλεκτρονική τους αναπαραγωγή.

Κυκλοφορεί ως «ανέκδοτο», χάρη σ' έναν παλιό πολιτικό που το επαναλάμβανε διαρκώς, πρόκειται όμως για γεγονός που έχει συμβεί. Έλεγε, λοιπόν, ο πολιτικός, χαμογελώντας, ότι μια μικρή επαρχιακή εφημερίδα (δική μας) είχε εγκαλέσει, για τη στάση της, αποκαλώντας την «συνάδελφο», μιαν, τεράστιας κυκλοφορίας, αμερικανική εφημερίδα. Πέραν της απήχησης ή της περίφημης «παρεμβατικότητας», επειδή όλα υφίστανται, ταυτόχρονα με τη δραματικότητά τους, και ως υποψήφια ανάμνηση, δεν θα μπορούσε να θυμάται κανείς με την ίδια ένταση τόσο ένα φύλλο της ισπανικής «El Pais» όσο κι ένα φύλλο της εφημερίδας «Τα Θερμιά» (συνεχίζουν να εκδίδονται άραγε;) της Κύθνου, αφού και οι δύο στο ίδιο εύφορο έδαφος της «στιγμής» καλλιεργούνε;

Γ'. Βιβλιογραφία