Α'. Σχεδιάγραμμα, Β'. Κείμενα, Γ'. Βιβλιογραφία

Θέμα: Προφορικός και γραπτός λόγος

Α'. Σχεδιάγραμμα

✍Θέμα: Διαφορές Γραπτού & Προφορικού Λόγου

Οι κρίσεις έχουν περιγραφικό κι όχι αξιολογικό χαρακτήρα…

Προφορικός Λόγος

Γραπτός Λόγος

Εφήμερος (δέσμευση: μαγνητοφώνηση) Αθάνατος (;)
Λιγότερο επιμελημένος: ασυνταξίες, ελλειπτικές φράσεις Επιμελημένος: σύνταξη, διατύπωση, λεξιλόγιο
Απροσχεδίαστος Προσχεδιασμένος
Πρόχειρη έκφραση: προσπάθεια για βελτίωση της φράσης Φροντισμένη έκφραση: τελική μορφή
Αναλυτικότητα, λιγότερη ακρίβεια Πυκνότητα νοημάτων, εκφραστική ακρίβεια
Μη επεξεργασμένο (πρόχειρο) λεξιλόγιο Επεξεργασμένο λεξιλόγιο
Γεμίσματα, παύσεις Συνεχής
Παρατακτική σύνταξη (συνήθως) Υποτακτική σύνταξη (συχνότερα)
Δέκτης παρών Δέκτης ωσεί παρών
Άμεση ζήτηση διευκρινίσεων Απουσία διευκρινίσεων
Παρακολούθηση αντιδράσεων, αλληλεπίδραση  
Εύκαμπτος, ευπροσάρμοστος, εξελισσόμενος Δύσκαμπτος, δυσπροσάρμοστος
Ανακριβής, υπερβολικός, ελλιπής (Περισσότερο) ακριβής, ρεαλιστικός, πλήρης
Εξω-παραγλωσσικά στοιχεία ✂Εξω-παραγλωσσικών στοιχείων
Verba volant Scripta manent
  Συμβάλλει στην ιστορική καταγραφή
  Συμβάλλει στην πρόοδο του ανθρώπου
  Αποτυπώνει γραπτά τους νόμους
  Γλωσσικό μήνυμα ανεξάρτητο απ’ το δημιουργό

Β'. Κείμενα

Έπεα πτερόεντα

Δ.Ν. Μαρωνίτης, εφ. Το Βήμα, 30/1/2000

Η κόντρα προφορικού και γραπτού λόγου είναι παλιά και εξαρχής αμφιλεγόμενη. Στην αγορά κυκλοφορεί κατά κανόνα υπερτιμημένη η γραφή, υποτιμημένη η προφορά. Η ανισοτιμία αυτή παραπέμπει στο πασίγνωστο λατινικό ρητό: verba volant, scripta manent· όπου υπογραμμίζεται η μακρόβια σταθερότητα του γραπτού λόγου σε σύγκριση προς τη φευγαλέα αστάθεια του προφορικού λόγου. Γιατί τώρα το να πετάς είναι χειρότερο από το να στέκεσαι, παραμένει μάλλον εκκρεμές ερώτημα.

Υπήρξαν βεβαιώσεις και αντίστροφες διατιμήσεις οι οποίες επέμειναν: στην προτεραιότητα και στην ποσοτική τουλάχιστον υπεροχή του προφορικού λόγου· στην επικοινωνιακή του αμεσότητα· στον ανυπόκριτο κατά κανόνα και αντιεξουσιαστικό του χαρακτήρα. Αρετές που αντιβάλλονται προς τον δευτερογενή ρόλο της γραφής, προς την εσκεμμένη υπόκρισή της, προς την εργαλειακή της χρήση και κατάχρηση από τους φορείς της θρησκευτικής, πολιτικής και πολιτισμικής εξουσίας. Στη μέση εξάλλου των δύο άκρων εφευρέθηκε, όπως πάντα, και η οδός της καμήλας, αποφεύγοντας την αξιολόγηση και προκρίνοντας την ουδέτερη περιγραφή. Ετσι ο προφορικός λόγος ορίστηκε ως κατεξοχήν εξωστρεφής, η γραφή ως εσωστρεφής· συλλογικός ο πρώτος, εξατομικευμένη η δεύτερη· αναφορικός ο ένας, αυτοαναφορική η άλλη ­ και πάει λέγοντας.

Στις μέρες μας πάντως (μοντέρνες ως προχτές και τώρα μεταμοντέρνες) η γραφολογία βρίσκεται στις μεγάλες δόξες της και συχνά εφαρμόζεται ως γραφομανία. Αφότου μάλιστα εκτιμήθηκε ως μάταιη δοκιμή και δοκιμασία κάθε αναζήτηση αναφορικού νοήματος στον ανθρώπινο λόγο, η γραφή αυτονομήθηκε και μυθοποιήθηκε ως καταφύγιο της υποχρεωτικής μας πλέον «ανοησίας»· ένα είδος φυλακής λοιπόν, που φιλοξενεί σκιές και είδωλα της εκφραστικής μας αγωνίας. Το παράδοξο είναι ότι η γραμμένη αυτή αγωνία συχνά προβάλλεται με προκλητική αυταρέσκεια. Τούτο ισχύει προπάντων στη μεταμοντέρνα θεωρία της λογοτεχνίας και της τέχνης, με προβολές όμως και στον γραπτό λόγο των επιστημών του ανθρώπου. Μακρύς πρόλογος για να ανοίξω επιτέλους τα χαρτιά μου, θυμίζοντας την ωφέλιμη συμφιλίωση προφοράς και γραφής στα ομηρικά έπη, που χρόνια τώρα βρίσκονται στο επίκεντρο της μεταφραστικής και ερμηνευτικής δοκιμής μου. Το θέμα είναι ασφαλώς μεγάλο (άλλο ένα μεγάθεμα των ομηρικών επών!), και εδώ μόνον η ιχνογράφησή του επιτρέπεται.

Θεωρείται πλέον δεδομένο και αναμφισβήτητο ότι τόσο η Ιλιάδα όσο και η Οδύσσεια στηρίχθηκαν σε μακρά προηγούμενη προφορική παράδοση· στην οποία οφείλουν όχι μόνον τον μύθο τους (διαμορφωμένο ήδη και δεσμευτικό ως προς τα βασικά δρώμενά του και τους πρωτεύοντες δρώντες του), αλλά και το πυκνό δίχτυ της αφηγηματικής τους σκευής: μεγαθέματα, θέματα, τυπικές σκηνές, μοτίβα και εκφραστικούς λογοτύπους. Σ' αυτήν ακριβώς την κρίσιμη καμπή της αρχαϊκής επικής ποίησης φαίνεται πως μπήκε στη μέση η γραφή, η οποία, δίχως να καταργήσει, αναμόρφωσε την προηγούμενη προφορική παράδοση σε νοήματα, φόρμες και ιδεολογία. Παρά ταύτα και τα δύο ομηρικά έπη συντήρησαν τον ρυθμό και την ανάσα της προφοράς, σκοπεύοντας στην ακρόασή τους ­ συλλογική μάλιστα, όχι ατομική.

Η ακροαματική εξάλλου πρόσληψη της ποίησης (και όχι μόνον) θεωρήθηκε επικοινωνιακός όρος, και όταν αργότερα εγκαταστάθηκε η γραφή ως συνθετικό εργαλείο της ελληνικής γραμματείας. Ετσι ο γραπτός λόγος μετασχηματίστηκε εκ νέου σε προφορικό, και το κύκλωμα «προφορά - γραφή - προφορά» γνώρισε, τουλάχιστον έως τα τέλη της κλασικής εποχής, μεγάλη δόξα, περιορίζοντας στο ελάχιστο τον ρόλο των πάσης φύσεως διαμεσολαβητών.

Πού τα πάω; Εκτιμώ πως η ποίηση (γενικότερα η λογοτεχνία, και ακόμη πιο γενικά οι επιστήμες του ανθρώπου) ωφελείται από την αναπνοή της προφορικότητας, όταν γράφοντας μιλά και μιλώντας γράφει· υπολογίζοντας κυρίως στην ακρόασή της, ακόμη και μέσω της ατομικής ανάγνωσης. Συμπέρασμα: τα πτερόεντα έπη απελευθερώνουν μάλλον τη γραφή από τις «συντηρητικές» συνήθως φασκιές της.

1. Η φύση του προφορικού και του γραπτού λόγου

Π. Πολίτης, «Προφορικός και γραπτός λόγος», στο Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ.), Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2001

«Η ομιλία/ακρόαση και το γράψιμο/ανάγνωση αποτελούν τους δύο θεμελιώδεις τρόπους παραγωγής και πρόσληψης του λόγου, οι οποίοι διακρίνονται για την αμοιβαιότητα τους, αφού μπορεί ο ένας να μεταγραφεί στον κώδικα του άλλου χωρίς μεγάλες απώλειες νοήματος. Ωστόσο, η ομιλία και το γράψιμο συνδέονται με διαφορετικές περιστάσεις επικοινωνίας και, άρα, υπηρετούν διαφορετικούς στόχους - ο προφορικός λόγος είναι γενικά αυθόρμητος και ικανοποιεί τρέχουσες ανάγκες της καθημερινής ζωής, συχνά “δε φοράει τα καλά του” και ευδοκιμεί σε περιβάλλον οικειότητας μεταξύ των συνομιλητών, ενώ ο γραπτός λόγος τις περισσότερες φορές είναι δίαυλος συμβατικής ή επίσημης επικοινωνίας, όπως εξάλλου υπήρξε σε όλη τη διαδρομή του ιστορικού χρόνου· επιπλέον, έχουν διαφορετικά γλωσσικά χαρακτηριστικά, εν μέρει τουλάχιστον. Ας συγκρίνουμε, για παράδειγμα, μια τηλεφωνική συνομιλία με φιλικό πρόσωπο με μια επιστολή σε φίλο ως προς τα γραμματικά και παραγλωσσικά τους γνωρίσματα ή την προφορική επιχειρηματολογία ενός πωλητή με τη γραπτή επιχειρηματολογία μιας συστατικής επιστολής - “κείμενα" πειθούς και τα δυο τους.

Ο προφορικός και ο γραπτός λόγος διαφέρουν πολύ ως επικοινωνιακές δραστηριότητες: ο πρώτος έχει στο δυναμικό του το πλούσιο φορτίο της ομιλίας για τη μετάδοση των πληροφοριών, ενώ ο δεύτερος μόνο τη σύνταξη, το λεξιλόγιο και τη στίξη. Ο επιτονισμός και το ύψος της φωνής του ομιλητή κάνουν ένα εκφώνημα να υπερβαίνει την “ονομαστική αξία" του νοήματος του. Και όταν οι συνομιλητές έχουν οπτική επαφή και βρίσκονται σε μικρή απόσταση μεταξύ τους, όπως συμβαίνει κατά κανόνα, οι εκφράσεις του προσώπου, οι κινήσεις του σώματος, τα βλέμματα, ακόμη και οι σιωπές συστήνουν ένα ολόκληρο δίκτυο παράλληλων σημασιών δίπλα στις εκφρασμένες, που βοηθά και τους συνομιλητές ή ακροατές να ερμηνεύσουν κατάλληλα το περιεχόμενο των λόγων του ομιλητή. Μάλιστα είναι φορές που το κύριο βάρος της σημασίας ενός εκφωνήματος φέρουν τα παραγλωσσικά του στοιχεία και όχι το προτασιακό του περιεχόμενο. Αυτό είναι αδύνατο να συμβεί με το γραπτό λόγο, όπου όλα πρέπει να λέγονται “ανοιχτά”, με την εξαίρεση της “μουσικής" στίξης (αποσιωπητικά, θαυμαστικό, εισαγωγικά, ερωτηματικό), η οποία εισάγει, με τρόπο μάλλον συμβατικό, σημασίες δεύτερου επιπέδου (υπονοήματα, ειρωνεία, συναισθηματικές σημασίες κ.ά.).

Ο γραπτός λόγος, αντίθετα, έχει κατεξοχήν “αποθηκευτική” λειτουργία, στηρίζεται δηλαδή στην προγραμματισμένη καταχώριση πληροφοριών μέσα στο κείμενο, πράγμα που διαστέλλει την ανθρώπινη επικοινωνία έξω από τους περιορισμούς του χώρου και του χρόνου. Αυτό έχει ως συνέπεια να μπορεί ο γραπτός λόγος να αποσπάται από τα χωροχρονικά συμφραζόμενα της παραγωγής του και να αποκτά ένα χαρακτήρα αυτονομίας μέσα στη διαδρομή του ιστορικού χρόνου. Θα λέγαμε, λοιπόν, ότι ο γραπτός λόγος είναι ο λόγος της διανομής πληροφοριών, που καταξιώνεται κοινωνικά, επειδή ξεπερνά το “εδώ και τώρα" και γίνεται λόγος της “μεγάλης διάρκειας", ενώ ο προφορικός λόγος είναι ο λόγος της συνομιλιακής διεπίδρασης, ο λόγος του “εδώ και τώρα", λόγος φευγαλέος, λόγος της “μικρής διάρκειας". Εξάλλου, αν ο προφορικός λόγος είναι ο λόγος της διαπροσωπικής επικοινωνίας, ο γραπτός λόγος είναι ο λόγος της κοινωνικής χρησιμότητας. Επιτρέπει στους ακροατές και τους αναγνώστες να βοηθούν τη μνήμη τους, καταγράφοντας τις πιο χρήσιμες από τις πληροφορίες που δέχονται και, επιπλέον, επιτρέπει στην κοινωνία ή το έθνος να μην ξεχνούν κείμενα καταστατικού χαρακτήρα και ιστορικής σημασίας (συντάγματα, νόμους, συνθήκες κ.λπ.)».

2. Οι λειτουργίες του προφορικού και του γραπτού λόγου

Α. Γεωργακοπούλου και Δ. Γούτσος, Κείμενο και επικοινωνία, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 1999

«Γι' αυτό το σκοπό, έχουν προταθεί γενικές διαστάσεις του λόγου που θα μπορούσαν να μας επιτρέψουν να χρησιμοποιήσουμε την έννοια του είδους δυναμικά χωρίς να χαθούμε σε δαιδαλώδεις ταξινομήσεις. Μία από αυτές είναι η αντίθεση γραπτού-προφορικού λόγου, που, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, φαίνεται να συνδέεται με σαφή σύνολα κειμενικών και παρακειμενικών χαρακτηριστικών. Για παράδειγμα, στον προφορικό λόγο, οι διαλεγόμενοι συνήθως μοιράζονται το ίδιο χωρο-χρονικό περιβάλλον, έτσι ώστε η διαμόρφωση του λόγου από τον ομιλητή να επηρεάζεται δραστικά από τον ακροατή και να στηρίζεται σε ένα πλήθος παρακειμενικών εναυσμάτων (π.χ επιτονισμός, οπτικές ενδείξεις, χειρονομίες κ.λπ.). Ο γραπτός λόγος, αντίθετα, στερείται εμφανούς καταστασιακού περιβάλλοντος και δεν μπορεί να στηριχθεί σε ενδείξεις από την πλευρά του αναγνώστη. Για να αντισταθμίσει αυτή την έλλειψη, διαθέτει μεγαλύτερο χρόνο για σχεδιασμό, διόρθωση και αναθεώρηση. Ο προφορικός λόγος πλάθεται στιγμή στιγμή και γι' αυτό παρουσιάζει στοιχεία, όπως διακοπές, παράλληλη ομιλία, δισταγμούς, επαναλήψεις, διορθώσεις κ.λπ., ενώ ο γραπτός έχει σχεδιαστεί για να είναι μονιμότερος και ευκολότερος για παραπομπή και έτσι αναπτύσσει πολυπλοκότερα και πιο ολοκληρωμένα λεξικά και συντακτικά χαρακτηριστικά».

3. Διαφορές προφορικού και γραπτού λόγου στη χρήση της γλώσσας

Π. Πολίτης, «Προφορικός και γραπτός λόγος», στο Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ.), Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2001

α) «Παρόλο που οι έρευνες για το ύφος του προφορικού και γραπτού λόγου δεν έχουν καταλήξει σε καθολικά συμπεράσματα για τις γλωσσικές παραμέτρους που το καθορίζουν, μπορούμε να προτείνουμε μια δοκιμαστική περιγραφή των δύο ειδών:

Προφορικός λόγος

• Περιλαμβάνει πολλές συντακτικά ατελείς προτάσεις ή ακολουθίες ανολοκλήρωτων φράσεων: κυρία Μ., θα 'θελα/εεσείς τη γνώμη σας.

• Χρησιμοποιεί ευρύτατα την παράταξη και την ασύνδετη συμπαράθεση προτάσεων.

• Βρίθει από επαναλήψεις συντακτικών δομών: Ντάξει, όχι καταλαβαίνω ε καταλαβαίνω και τη συγκίνηση σας, γιατί είν' ένα βιβλίο συσυγκινητικό.

• Προτιμά την ενεργητική σύνταξη και αποφεύγει την παθητική.

• Προτιμά πολλές φορές την προτασιακή δομή θέμα-σχόλιο (θέμα μιας πρότασης είναι το αντικείμενο του ενδιαφέροντος της και το σημείο εκκίνησης της σε αντιδιαστολή προς το σχόλιο, που είναι το συστατικό της πρότασης που «λέει κάτι» για το «θέμα») και όχι τη δομή υποκείμενο-κατηγόρημα: η καρέκλα Ι να την βάλεις στη θέση της (αντί την καρέκλα να τη βάλεις στη θέση της ή να βάλεις την καρέκλα στη θέση της).

• Περιλαμβάνει πολλές επανεκκινήσεις, που βελτιώνουν προηγούμενες διατυπώσεις: Την / δε/την/τα τέλη τον ’50 και τ- τα ’60 είναι είναι μια εποχή που δεν τη γνωρίζετε καθόλου.

• Χαρακτηρίζεται από αφθονία λέξεων ασαφούς σημασίας (γενικευτικών όρων): πράγμα, μέρος, κάποια, κάτι, διάφορα, πολύ κ.ά.

• Είναι διάσπαρτος από πραγματολογικά μόρια: λίγο, λιγάκι, έτσι, ας πούμε, που λένε, ξέρω 'γω, νομίζω, εε, αα κ.ά.

Γραπτός λόγος

• Περιλαμβάνει μεγάλη ποικιλία υποτακτικών συνδέσμων και συνδετών (πάντως, βέβαια, φυσικά, επίσης, λοιπόν, συνεπώς κ.λπ.).

• Περιλαμβάνει μετακειμενικούς δείκτες, δηλαδή λέξεις που δείχνουν τα μέρη της οργάνωσης του κειμένου, όπως οι όροι μιας απαρίθμησης (πρώτο, δεύτερο, τρίτο...).

• Προτιμά ονοματικές φράσεις, όπου αφθονούν οι προσδιοριστικοί όροι: της προϊσταμένης αρχής. Που δεν είναι πάντα πολύ ανοιχτόμυαλη.

• Αρέσκεται στην παθητική σύνταξη.

• Αρέσκεται στην πρόταξη και την εστίαση σε συστατικά του κατηγορήματος.

• Επιλέγει κανονικά την προτασιακή δομή υποκείμενο-κατηγόρημα».

Γραπτός-προφορικός λόγος

Α. Γεωργακοπούλου και Δ. Γούτσος, Κείμενο και επικοινωνία, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 1999

«Παρότι η διαφορά προφορικού-γραπτού λόγου είναι αναμφισβήτητη, οι ερευνητές δεν έχουν κατορθώσει να συσχετίσουν ένα σαφές σύνολο κειμενικών και περικειμενικών χαρακτηριστικών με καθέναν από τους δύο. Η αρχική υπεραπλουστευμένη εικόνα για την αντίθεση γραφής και ομιλίας έχει, έτσι, δώσει τη θέση της στην παραδοχή ότι δεν υπάρχουν απόλυτες διαφορές μεταξύ τους αλλά διαβαθμίσεις. Τα προφορικά και γραπτά είδη αποτελούν, σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, ένα συνεχές με αντίθετους πόλους, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από πρωτοτυπικά στοιχεία, όπως αμεσότητα, ρυθμικότητα, συμμετοχικότητα για τον προφορικό λόγο και εμμεσότητα, ανάπτυξη και αφαίρεση για το γραπτό. Τα χαρακτηριστικά αυτά, όμως, μπορούν να βρεθούν σε είδη και των δύο μέσων και επηρεάζονται από τις κοινωνικές και πολιτισμικές συμβάσεις χρήσης τους.

Επιπλέον, κείμενα σε σύγχρονα ηλεκτρονικά μέσα, όπως σε φαξ, αυτόματους τηλεφωνητές ή ηλεκτρονικούς υπολογιστές έχουν ανατρέψει τις παραδοσιακές αντιλήψεις για αυστηρά διακεκριμένα όρια γραπτού και προφορικού λόγου, παρουσιάζοντας στοιχεία που συνδέονται και με τα δύο μέσα. Για παράδειγμα, το μήνυμα σε αυτόματο τηλεφωνητή χαρακτηρίζεται από στοιχεία γραπτού λόγου (π.χ. κλείσιμο με “υπογραφή” του ομιλητή) σε ένα κατεξοχήν προφορικό πλαίσιο, που δηλώνεται από την έναρξη του μηνύματος, η οποία είναι χαρακτηριστική στις τηλεφωνικές συνομιλίες».

Γ'. Βιβλιογραφία