Α'. Σχεδιάγραμμα, Β'. Κείμενα, Γ'. Βιβλιογραφία, Δ'. Ντοκιμαντέρ-Βίντεο

Θέμα: Θανατική ποινή

Α'. Σχεδιάγραμμα

Θέμα: Τον τελευταίο καιρό συζητιέται σε διάφορες χώρες το θέμα της κατάργησης, διατήρησης ή επαναφοράς της θανατικής ποινής υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Αφού αναφερθείτε στις περιπτώσεις εκείνες που ίσως η ποινή τέτοιου μεγέθους θα ήταν απαραίτητη, να ζυγίσετε τα υπέρ και τα κατά και να εκφράσετε την άποψή σας.

Πρόλογος

Κυρίως Θέμα

Ε1. Περιπτώσεις «αναγκαιότητας»

Ε2. Υπέρ της θανατικής ποινής

Ε3. Κατά της θανατικής ποινής

Επίλογος

Β'. Κείμενα

Επαναφορά της θανατικής ποινής

Λιανός Θεόδωρος, εφ. Το Βήμα, 20/1/2013

Πόσο αξίζει η ανθρώπινη ζωή; Στην ερώτηση αυτή, διατυπωμένη γενικά, δεν υπάρχει απάντηση αν δεν προσδιορισθούν το μέτρο και το κριτήριο βάσει του οποίου γίνεται η κρίση. Αν όμως το ερώτημα τεθεί ως εξής: «Πόσο αξίζει η ζωή ενός  δολοφόνου ή ενός βιαστή και δολοφόνου ή ενός ληστή, βιαστή και δολοφόνου;», τότε μπορεί να δοθεί απάντηση.

Ας πάρουμε σαν παράδειγμα την περίπτωση ενός βιαστή και δολοφόνου όπως αυτού που βίασε και σκότωσε τη νεαρή κοπέλα στην Πάρο ή του άλλου που βίασε και έκαψε την άτυχη κοπέλα στην Ξάνθη πριν από μερικές εβδομάδες ή εκείνου που πριν από καιρό μπήκε στο διαμέρισμα μιας ηλικιωμένης γυναίκας και τη βίασε, τη λήστεψε και τη σκότωσε. Πόσο αξίζει η ζωή ενός τέτοιου εγκληματία για την κοινωνία;

Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι πηγή δυστυχίας για όλους. Φέρνει ντροπή και θλίψη στην οικογένειά του, φέρνει τον θάνατο στα θύματά του και τη δυστυχία στις οικογένειές τους, και ακόμη φέρνει στενοχώρια και φόβο στους άλλους ανθρώπους. Σε τέτοιες περιπτώσεις μπορεί να τεθεί το συγκεκριμένο ερώτημα: Πρέπει ένας τέτοιος εγκληματίας να αντιμετωπίζει την ποινή του θανάτου ή είναι αρκετό να δικάζεται και να τιμωρείται με φυλάκιση, έστω, ισόβια;  

Σε δύσκολα ζητήματα όπως αυτό, όπου η προδιάθεση, η κρίση και η εμπειρία του καθενός παίζουν σημαντικό ρόλο, δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις. Πιστεύω όμως ότι η κοινωνία έχει να ωφεληθεί από την επαναφορά της θανατικής ποινής για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, η αποτροπή τέτοιων εγκλημάτων. Αν οι ειδεχθείς δολοφόνοι των παραπάνω περιπτώσεων ήξεραν ότι θα τους περίμενε η κρεμάλα, είναι αμφίβολο αν θα έκαναν αυτά που έκαναν. Λέγεται ότι στις ΗΠΑ υπάρχει ένας άγραφος και μυστικός νόμος σύμφωνα με τον οποίο εκείνος που θα σκοτώσει αστυνομικό θα εκτελεστεί πριν φθάσει στο δικαστήριο. Στις ΗΠΑ σπάνια δολοφονούνται αστυνομικοί. Αν αυτό δεν πείθει, σκεφθείτε την περίπτωση της Σιγκαπούρης όπου η κατοχή ναρκωτικών τιμωρείται με θάνατο και το αποτέλεσμα είναι ότι δεν υπάρχει χρήση ναρκωτικών.

Ο δεύτερος λόγος είναι ότι το λαϊκό αίσθημα και τα αγαπημένα πρόσωπα του θύματος απαιτούν ικανοποίηση. Δεν αποτελεί ικανοποίηση η ισόβια φυλάκιση που σημαίνει ότι σε μερικά χρόνια, έστω 20 ή 25, ο δολοφόνος θα κυκλοφορεί ελεύθερος ανάμεσά μας, απειλώντας νέες αθώες ζωές. Το άρθρο 7, παρ. 3 του Συντάγματος απαγορεύει τη θανατική ποινή πλην περιπτώσεων εθνικής προδοσίας. Σε αυτό το ζήτημα, όπως και σε άλλα, π.χ. στο θέμα της ευθύνης υπουργών, στο θέμα του αριθμού των βουλευτών κτλ., η αναθεώρηση είναι αναγκαία.

Δεν νομίζω ότι οι περισσότεροι πολιτικοί νοιάζονται για τον λαό ή για τον περιορισμό της εγκληματικότητας που μαστίζει τη χώρα. Πιστεύω όμως ότι αν στο εγγύς μέλλον ένας δικαστής διαβάσει την «εις θάνατον» ετυμηγορία του δικαστηρίου για ειδεχθείς βιαστές και δολοφόνους, πολλοί Έλληνες θα νιώσουν ανακούφιση και ίσως ευχαρίστηση.

Ο κ. Θ. Π. Λιανός είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Ζούμε το τέλος της θανατικής ποινής;

Κωστής Παπαϊωάννου, εφ. Τα Νέα, 24/12/2007

Επιφυλλίδα

Το μέτωπο κατά της ποινής του θανάτου αναπτύσσεται ανεξάρτητα από πολιτισμικές ή πολιτικές διαφορές, εκτείνεται σε όλες τις ηπείρους και δεν εξηγείται μόνο ως αποτέλεσμα γεωπολιτικών ή άλλων συσπειρώσεων

Η φετινή χρονιά τελειώνει με θαυμάσια νέα για τον αγώνα κατά της θανατικής ποινής. Στις 18 Δεκεμβρίου η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ενέκρινε με συντριπτική πλειοψηφία την έκκληση για παγκόσμιο μορατόριουμ εκτελέσεων. 104 χώρες ψήφισαν υπέρ, 54 κατά και 29 απείχαν. Η απόφαση καλεί τα κράτη που διατηρούν τη θανατική ποινή να θεσμοθετήσουν ένα μορατόριουμ εκτελέσεων με προοπτική πλήρους κατάργησης. Καλούνται επίσης σταδιακά να περιορίσουν τα αδικήματα που επιφέρουν την εσχάτη των ποινών. Πάντως, συνολικά 133 χώρες έχουν καταργήσει τη θανατική ποινή είτε με νόμο είτε στην πράξη.

Στις ΗΠΑ, χώρα- κλειδί στο θέμα, επίσης οι εξελίξεις είναι θετικές. 19 Πολιτείες (από τις 38 που εφαρμόζουν τη θανατική ποινή) έχουν σταματήσει τις εκτελέσεις, κυρίως επειδή η χρήση της θανατηφόρας ένεσης θεωρείται σκληρή και απάνθρωπη μεταχείριση. Το Νιου Τζέρσι έγινε η πρώτη Πολιτεία που προχωρά στην κατάργηση της θανατικής ποινής, μετά την επαναφορά της το 1976 από το Ανώτατο Δικαστήριο. Το Ιλινόις διατηρεί το μορατόριουμ εκτελέσεων για 8η χρονιά, λόγω εσφαλμένων καταδικών. Η Νέα Υόρκη κήρυξε αντισυνταγματική την ποινή, ενώ Σύλλογοι Ιατρών, Αναισθησιολόγων και Νοσοκόμων έχουν εκφράσει επανειλημμένα την αντίθεσή τους και αυξάνεται ο αριθμός εκείνων που αρνούνται τη συμμετοχή τους στις εκτελέσεις.

Εξάλλου, το Ανώτατο Δικαστήριο θα κρίνει τη συνταγματικότητα της χρήσης θανατηφόρας ένεσης έπειτα από προσφυγή δύο θανατοποινιτών από το Κεντάκι. Φέτος πραγματοποιήθηκαν μόλις 34 εκτελέσεις, 60% λιγότερες από το 1999. Δημοσκοπήσεις δείχνουν πως το 47% των ερωτηθέντων υποστηρίζει τη θανατική ποινή, ενώ το 48% προτιμά τα ισόβια δεσμά χωρίς δυνατότητα απόλυσης από τη φυλακή. Ο σκεπτικισμός της αμερικανικής κοινής γνώμης πηγάζει κυρίως από το ενδεχόμενο δικαστικού λάθους, το υψηλό κόστος της χρήσης της θανατικής ποινής και την πεποίθηση πως οι οικείοι των θυμάτων σε τίποτα δεν ωφελούνται από έναν ακόμη θάνατο.

Ο δρόμος είναι ακόμα μακρύς. Υπάρχουν όμως στοιχεία που επιτρέπουν αισιοδοξία. Κατά πρώτον, το μέτωπο κατά της ποινής του θανάτου αναπτύσσεται ανεξάρτητα από πολιτισμικές ή πολιτικές διαφορές, εκτείνεται σε όλες τις ηπείρους και δεν εξηγείται μόνο ως αποτέλεσμα γεωπολιτικών ή άλλων συσπειρώσεων. Η διεύρυνση αυτού του μετώπου είναι ταχύτατη: το 1977 μόνο 16 χώρες είχαν καταργήσει τη θανατική ποινή για όλα τα εγκλήματα και σήμερα ο αριθμός αυτός έχει φτάσει τις 90. Ένα ακόμα στοιχείο: το 2006, το 91% των εκτελέσεων πραγματοποιήθηκε σε ΗΠΑ, Ιράκ, Ιράν, Κίνα, Πακιστάν και Σουδάν. Η πίεση πρέπει πλέον να γίνει πολύ εστιασμένη. Οι ρηγματώσεις στην έως τώρα συμπαγή πρακτική των ΗΠΑ χρειάζεται να αξιοποιηθούν. Και βεβαίως, στο επίκεντρο οφείλουμε να θέσουμε την Κίνα, την πρωταθλήτρια των εκτελέσεων, που επιδιώκει να φκιασιδώσει το πρόσωπό της εν όψει Ολυμπιακών. (416)

Ο Κωστής Παπαϊωάννου είναι πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Τάση υπέρ της θανατικής καταδίκης

Το ερώτημα αν η εκτέλεση ενός κρατουμένου αποτρέπει τον φόνο, πυροδοτεί νέα διαμάχη στις ΗΠΑ μεταξύ νομικών και οικονομολόγων

Reuters (εφ. Καθημερινή, 25/11/2007)

Το ερώτημα σχετικά με το κατά πόσον η θανατική ποινή αποτρέπει τον φόνο επανέρχεται δυναμικά στο προσκήνιο, πυροδοτώντας νέα δημόσια συζήτηση με τη συμμετοχή νομικών και οικονομολόγων.

Σύμφωνα με τα συμπεράσματα νέων μελετών, πάντως, οι εκτελέσεις όσων καταδικάστηκαν για φόνο σώζουν ζωές. Από στατιστικής άποψης, μάλιστα, φαίνεται ότι η εκτέλεση ενός κρατουμένου αποτρέπει τρεις έως και δεκαοκτώ δολοφονίες. Αρκετές μελέτες δε υποστηρίζουν ότι το αποτέλεσμα είναι πιο εντυπωσιακό σε πολιτείες των ΗΠΑ, όπου οι καταδικασμένοι για φόνο εκτελούνται με μεγάλη συχνότητα και σχετικά γρήγορα. Πρόκειται για μελέτες που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία δέκα χρόνια από διακεκριμένους οικονομολόγους, οι οποίοι συνέκριναν τον αριθμό των εκτελέσεων με την αναλογία των φόνων ανά συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα. «Διαφωνώ με τη θανατική ποινή, πλην όμως η έρευνα που διεξήγαγα καθιστά σαφές ότι οι εκτελέσεις λειτουργούν αποτρεπτικά», λέει η καθηγήτρια Οικονομικών του Πανεπιστημίου της Λουϊζιάνα, Νέισι Μόκαν.

Απορρίπτουν οι νομικοί

Στον αντίποδα, ωστόσο, οι νομικοί απορρίπτουν τις μελέτες των οικονομολόγων, υποστηρίζοντας ότι οι θεωρίες τους δεν μπορούν να εφαρμοστούν στο βίαιο κόσμο του εγκλήματος και της τιμωρίας. «Η θανατική ποινή εφαρμόζεται τόσο σπάνια με συνέπεια ο αριθμός των δολοφονιών, οι οποίες απετράπησαν, να μην μπορεί να αποσυνδεθεί από τις μεγάλες αλλαγές που παρατηρούνται κάθε χρόνο στην αναλογία των δολοφονιών από άλλα αίτια», απαντάει ο καθηγητής Νομικής του Πανεπιστημίου του Γέιλ, Τζον Ντόναχιου. Στο ίδιο μήκος κύματος, ο καθηγητής Οικονομικών του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια, Τζάστιν Γούλφερς δηλώνει ότι τα στοιχεία υπέρ της αποτρεπτικής λειτουργίας της θανατικής καταδίκης είναι «εξαιρετικά εύθραυστα».

Από την πλευρά του, πάντως, ο βραβευμένος με Νομπέλ οικονομολόγος, Γκάρι Μπέκερ, θεωρεί ότι τα στοιχεία των πρόσφατων μελετών είναι «κάθε άλλο παρά καθοριστικά και αδιαμφισβήτητα». Ο ίδιος, όμως, παραδέχεται πως το γεγονός ότι τα στοιχεία προέρχονται από μελέτες που διεξήχθησαν σε διαφορετικά περιβάλλοντα αρκούν για να τον πείσουν ότι «η θανατική ποινή λειτουργεί αποτρεπτικά και αξίζει να εφαρμόζεται στα χειρότερα των κακουργημάτων».

Η δημόσια αυτή συζήτηση, που απέσπασε την προσοχή των ειδικών προ διετίας, αναβιώνει την αντίστοιχη της δεκαετίας του ’70, όταν οι πρώτες μελέτες περί αποτρεπτικής λειτουργίας της θανατικής ποινής είχαν απαξιωθεί ως αναξιόπιστες.

Παρά ταύτα, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι «η θανατική καταδίκη έχει αποτρεπτική λειτουργία» και το 1976 αποφάσισε να βάλει τέλος στο τετραετές μορατόριουμ στις εκτελέσεις κρατουμένων. Σήμερα, το Ανώτατο Δικαστήριο φέρεται να έχει επιβάλει ένα ακόμα μορατόριουμ στις εκτελέσεις κρατουμένων, καθώς εξετάζει τη συνταγματικότητα των θανατηφόρων ενέσεων. Η απόφαση θα ληφθεί εντός του 2008 και όλες οι ενδείξεις συνηγορούν ότι οι μελέτες των ειδικών δεν θα επηρεάσουν την κρίση των δικαστών.

Ανεξαρτήτως της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όμως, οι μελέτες έχουν ήδη αλλάξει τη δημόσια συζήτηση γύρω από τη θανατική καταδίκη και επιπλέον ασκούν επιρροή σε διακεκριμένους ακαδημαϊκούς. «Τα στοιχεία υπέρ της αποτρεπτικής λειτουργίας της θανατικής ποινής μοιάζουν πειστικά, γεγονός που θολώνει το τοπίο όσον αφορά την ηθική υπόσταση του ζητήματος», λέει ο γνωστός για τις φιλελεύθερές του απόψεις καθηγητής του Πανεπιστημίου του Σικάγο, Κας Σάνσταϊν.

«Ήμουν ανέκαθεν κατά της θανατικής ποινής, αλλά πρόσφατα σκέφτηκα ότι μπορεί να είναι δικαιολογημένη αν και εφόσον λειτουργεί αποτρεπτικά», εξηγεί ο ίδιος. «Η θανατική καταδίκη μπορεί να σώζει ζωές», τονίζεται σε μελέτη που υπογράφει ο κ. Σάνσταϊν και ο καθηγητής Νομικής του Χάρβαρντ, Αντριαν Βερμούλ. «Οσοι αντιτίθενται στη θανατική ποινή στο όνομα της προστασίας της ανθρώπινης ζωής οφείλουν να συμβιβαστούν με την πιθανότητα που θέλει την αποτυχία της επιβολής της θανατικής καταδίκης να συνεπάγεται αποτυχία της προστασίας της ανθρώπινης ζωής», υπογραμμίζουν οι δύο έγκριτοι νομικοί.

Οι συμμετέχοντες στη δημόσια συζήτηση για τη θανατική καταδίκη αντιλαμβάνονται την κατάσταση υπό το πρίσμα της ειδικότητάς τους. Για τους οικονομολόγους είναι προφανές ότι όταν το κόστος μιας δραστηριότητας αυξάνεται, αυτή μειώνεται. Στην πλειοψηφία τους, λοιπόν, οι οικονομολόγοι πιστεύουν ότι όταν η πιθανότητα της εκτέλεσης του δράστη αυξάνεται, νομοτελειακά μειώνονται οι φόνοι.

Πολλοί, ωστόσο, πιστεύουν ότι οι επίδοξοι δολοφόνοι δεν είναι σε θέση να υπολογίσουν με καθαρό μυαλό τις συνέπειες της πράξης τους. Παράλληλα, η πιθανότητα να συλληφθούν, να καταδικαστούν και να εκτελεστούν φαντάζουν και είναι απειροελάχιστες. Μόλις μια στις τριακόσιες δίκες για υποθέσεις δολοφονίας καταλήγουν, με το δικαστήριο να καταδικάζει τον κατηγορούμενο σε θάνατο.

Υπέρογκο κόστος

«Ειλικρινά πιστεύω ότι η συγκεκριμένη συζήτηση αποσπά την προσοχή του κοινού από σοβαρότερα ζητήματα», λέει ο κ. Γούλφερς. «Την ίδια στιγμή δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς ότι το κόστος της εκτέλεσης ενός κρατουμένου είναι πλέον μεγάλο και ίσως θα ήταν προτιμότερο να αξιοποιούσαμε αυτά τα χρήματα για την καλύτερη αστυνόμευση», συμπληρώνει ο ίδιος. Το κόστος μιας και μόνο εκτέλεσης κρατουμένου ανέρχεται σε 1 εκ. δολάρια. Σύμφωνα με τον κ. Γούλφερς η αξιοποίηση του παραπάνω ποσού για την αποτροπή του εγκλήματος θα αποτρέψει περισσότερους φόνους απ’ όσους οποιαδήποτε εκτέλεση κρατουμένου.

Διαφορετική είναι, ωστόσο, η άποψη της καθηγήτριας Σέπερντ του τμήματος Νομικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Εμορι. Ο τελευταίος θεωρεί ότι το θέμα δεν βρίσκεται στην αξιοπιστία των στοιχείων αναφορικά με τη σχέση μεταξύ του αριθμού των εκτελέσεων και αυτού των δολοφονιών.

«Η αποτροπή των δολοφονιών είναι ούτως ή άλλως αδύνατη σε μια χώρα όπου η θανατική ποινή εφαρμόζεται κατά τόπους και περιστασιακά», επισημαίνει η κα Σέπερντ. Η μελέτη της τελευταίας υποστηρίζει ότι η θανατική ποινή είχε αποτρεπτικά αποτελέσματα μόνο στις πολιτείες όπου εκτελέστηκαν περισσότεροι από εννέα κατάδικοι από το 1977 μέχρι το 1996.

Μπορεί, τελικά, να αποδειχτεί αν η θανατική ποινή δύναται να λειτουργήσει αποτρεπτικά; Ο κ. Γούλφερς υποστηρίζει πως ναι. «Αν μου επιτρέπατε να εξετάσω 1.000 εκτελέσεις και 1.000 απαλλαγές, αν μου επιτρεπόταν να το πράξω επιλέγοντας τις περιπτώσεις τυχαία, αλλά με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο, τότε θα μπορούσα να σας δώσω την απάντηση».

Ο συνωστισμός στις φυλακές κοστίζει

Ο αριθμός των εγκλείστων στα σωφρονιστικά ιδρύματα των ΗΠΑ έχει οκταπλασιαστεί από το 1970, πλην όμως η αυστηρότητα των αρχών δεν είχε ιδιαίτερα ευεργετικά αποτελέσματα στη μάχη κατά της εγκληματικότητας. Αντιθέτως, σύμφωνα με μελέτη του ιδρύματος εγκληματολογικών ερευνων JFA, η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού των αμερικανικών φυλακών έχει αρνητικό αντίκτυπο στην κοινωνία και φυσικά στην τσέπη του φορολογουμένου. Στη μελέτη αναφέρονται, μάλιστα, παραδείγματα ατόμων που εκτείουν ή καταδικάστηκαν να εκτίσουν μικρές ποινές κάθειρξης για «ασήμαντα» αδικήματα. Στα άτομα αυτά συγκαταλέγονται ο πρώην σύμβουλος του αντιπροέδρου Τσένι, Λούις «Σκούτερ» Λίμπι, και μια γυναίκα που καταδικάστηκε σε διετή ποινή κάθειρξης επειδή εκτόξευσε ένα ποτήρι καφέ εναντίον συναδέλφου της.

«Ο πρόεδρος Μπους ορθώς ακύρωσε την ποινή του κ. Λίμπι, πλην όμως όφειλε να πράξει το ίδιο για εκατοντάδες χιλιάδες Αμερικανούς πολίτες», τόνιζουν οι οκτώ εγκληματολόγοι που υπογράφουν τη μελέτη, η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα την περασμένη Δευτέρα. «Η σύγχρονη νομοθεσία των ΗΠΑ και το δικαστικό μας σύστημα επιδεινώνουν το πρόβλημα της εγκληματικότητας, καταστρέφουν άνευ λόγου τις ζωές εκατομμυρίων και δαπανούν ασκόπως δισεκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο», υπογραμμίζουν οι ίδιοι. Σημειώνεται ότι την έρευνα χρηματοδότησαν το Ιδρυμα Ρόζενμπαουμ και το Ινστιτούτο για την Ανοικτή Κοινωνία του Τζορτζ Σόρος. Απαντώντας, πάντως, το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ υποστήριξε ότι τα στοιχεία δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολίας για τη δραστική μείωση της εγκληματικότητας τα τελευταία χρόνια. «Η εγκληματικότητα στις ΗΠΑ βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων τριάντα ετών και αυτό οφείλεται σε σημαντικό ποσοστό στην αυστηρή εφαρμογή της νομοθεσίας την τελευταία δεκαετία», επισημαίνεται στην ανακοίνωση - απάντηση του υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ.

Δηλητήριο στη φλέβα

Όλγα Κολιάτσου, εφ. Ελευθεροτυπία, 26/5/2007

ΗΠΑ Επώδυνη η «ανθρωπιστική εκτέλεση» της θανατικής ποινής με θανατηφόρα ένεση

Η θανατηφόρα ένεση θεωρείται μέθοδος «ανθρωπιστικής εκτέλεσης». Ωστόσο, η επίδραση της θανατηφόρας ένεσης δεν έχει μελετηθεί διεξοδικώς και εφαρμόζεται αμελώς. Νέο υλικό στη συζήτηση για τη θανατική ποινή και την εκτέλεσή της παρουσίασε προσφάτως ομάδα Αμερικανών ειδικών, με αφορμή εκτέλεση με απρόβλεπτη εξέλιξη τον περασμένο Δεκέμβριο.

Οι επιστήμονες περί την Τερέζα Ζίμερς από το Πανεπιστήμιο του Μαϊάμι, αξιολογώντας στοιχεία κλινικών μελετών και αποτελέσματα πειραμάτων με ζώα, αποδεικνύουν πόσο λίγα είναι γνωστά για το συνδυασμό των δραστικών ουσιών και τη χορήγησή τους. Σε προδημοσίευση στην ιστοσελίδα της επιστημονικής επιθεώρησης «PLoS medicine», η ομάδα τονίζει πως οι γνώσεις περί δοσολογίας της λεγόμενης «θανατηφόρας ένεσης» είναι ελάχιστες και το αρμόδιο για τις θανατικές εκτελέσεις προσωπικό πλημμελώς καταρτισμένο.

Η επώδυνη εκτέλεση του Ανχέλ Ντιάζ, καταδικασμένου σε θάνατο για δολοφονία σε ληστεία, εξάπτει από τότε τα πνεύματα. Επισήμως η δραματική εξέλιξη αποδόθηκε σε ηπατική πάθηση του Ντιάζ, «η οποία πιθανότατα επιβράδυνε την επίδραση της τοξικής σύνθεσης», γι' αυτό και απεβίωσε μόνο μετά τη χορήγηση δεύτερης δόσης. Ισπανοαμερικανική ομάδα δημοσίευσε πριν από δύο χρόνια στην επιθεώρηση «Lancet» άρθρο για να επιστήσει την προσοχή στα προβλήματα χορήγησης αναισθησίας, ενώ η πρόσφατη μελέτη Ζίμερς περιλαμβάνει στοιχεία εκτελέσεων σε Β. Καρολίνα και Καλιφόρνια, που στηρίζουν προηγούμενα συμπεράσματα.

Κριτική επιστημόνων

Μέσα από την ιστοσελίδα του γερμανικού «Σπίγκελ», η Τ. Ζίμερς ασκεί δριμεία κριτική, στη χρήση της αναισθητικής ουσίας νατριούχου θειοπεντάλης (thiopental), που χορηγείται πρώτη από σύνολο τριών ουσιών στις σύγχρονες εκτελέσεις. «Στη χειρουργική η συγκεκριμένη ουσία χορηγείται σε μικρές, σταδιακώς αυξανόμενες, δόσεις μέχρι επιτεύξεως βαθείας νάρκωσης, αντιθέτως στην εκτέλεση χορηγείται απ' ευθείας ποσότητα που δρα, πιθανώς, ταχύτερα, ίσως όμως εξασθενεί και γρηγορότερα».

Η απρόβλεπτη επίδραση του αναισθητικού είχε επισημανθεί ήδη πριν από 50 χρόνια στο «Journal of Pharmacology and Experimental Therapeutics», σε μελέτη των εργαστηρίων Αμποτ (Ιλινόις). Πειραματικά χορηγήθηκε ενέσιμα σε πιθήκους ποσότητα θειοπεντάλης διπλάσια της σήμερα θεωρούμενης θανατηφόρας - τα ζώα επέζησαν και ανάρρωσαν απολύτως από τις ενέσεις!

Στο σύγχρονο ενέσιμο μίγμα τον θάνατο επιφέρουν δύο άλλες ουσίες - το (βρωμιούχο) πανκουρόνιο, που παραλύει τους μυς, και το χλωριούχο κάλιο (ποτάσα), που προκαλεί καρδιακή ανακοπή, αλλά προφανώς η επίδρασή τους δεν είναι πάντοτε εξασφαλισμένη. Με μικρότερη δόση θειοπεντάλης ο εκτελούμενος υποφέρει από βραδεία ασφυξία, γράφουν η Ζίμερς και οι συνεργάτες της. Επιπλέον, το χλωριούχο κάλιο προκαλεί οξείς πόνους - και αυτό εν πλήρει συνειδήσει του θύματος! Κατά την αυτοψία του Α. Ντιάζ διαπιστώθηκε πως το προσωπικό είχε τοποθετήσει με λανθασμένο τρόπο τους καθετήρες, ώστε το θανατηφόρο μίγμα δεν έφτασε στις φλέβες, αλλά συσσωρεύθηκε υποδορίως, γεγονός που εξηγεί τη βραδεία επίδρασή του.

Μετά την αναθεώρηση των τρόπων εφαρμογής θανατικής ποινής στις ΗΠΑ το 1976, έχουν πραγματοποιηθεί 1.077 εκτελέσεις, 901 από τις οποίες με θανατηφόρα ένεση και οι υπόλοιπες στην ηλεκτρική καρέκλα. Ο αριθμός των εκτελέσεων έφτασε το ζενίθ το 1999 με 98 και από τότε σημειώνεται μείωση, με 53 την περασμένη χρονιά.

«Το αμερικανικό Σύνταγμα δεν απαιτεί απολύτως ανώδυνη εφαρμογή της θανατικής ποινής, αποφευκτέα είναι η κακόβουλη πρόθεση και οι περιττοί πόνοι», διευκρινίζει ο Ρίτσαρντ Ντίτερ, διευθυντής του Κέντρου Πληροφόρησης για τη Θανατική Ποινή στην Ουάσιγκτον, στην ηλεκτρονική έκδοση του «Σπίγκελ». Αντίθετος με τη θανατική ποινή ο Ρ. Ντίτερ, δεν πιστεύει πως τέτοιου είδους επιστημονική κριτική θα οδηγήσει στην κατάργηση των εκτελέσεων στις ΗΠΑ - μάλλον στην προσπάθεια τελειοποίησης των μεθόδων εφαρμογής της.

Πέρασαν... 2.500 χρόνια άδικα στη φυλακή, όμως το DΝΑ τούς αθώωσε

Εφ. Τα Νέα, 24/5/2007

ΗΠΑ: 201 άνθρωποι είχαν καταδικαστεί κατά λάθος

Μπάιρον Χάλσεϊ. Πάνω, όπως ήταν όταν φυλακίστηκε, το 1985. Δεξιά, δακρύζει όταν ακούει την αθωωτική απόφαση την περασμένη εβδομάδα

ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ που πέρασε 19 χρόνια από τη ζωή του στη φυλακή για τη δολοφονία δύο παιδιών- ενός 7χρονου κοριτσιού και ενός 8χρονου αγοριούθα απελευθερωθεί τον Ιούλιο. Όπως αποφάνθηκε δικαστής την περασμένη εβδομάδα, με βάση τα στοιχεία DΝΑ που περιήλθαν εις γνώσιν του, ο άνθρωπος αυτός, ο Μπάιρον Χάλσεϊ, είχε καταδικαστεί «κατά λάθος»- ο δολοφόνος των παιδιών ήταν άλλος. Από την αθώωση του πρώτου Αμερικανού καταδικασθέντος, ύστερα από εξέταση DΝΑ το 1989, άλλοι 200 έχουν απαλλαγεί των κατηγοριών τους μέχρι σήμερα. Ο Χάλσεϊ είναι από τους τελευταίους, σύμφωνα με τη φιλανθρωπική οργάνωση Ιnnocence Ρroject της Νέας Υόρκης, η οποία άνοιξε στην ουσία τον δρόμο για την χρήση της εξέτασης DΝΑ στις νομικές υποθέσεις. Από τους 201 που έχουν αθωωθεί, οι 120 είναι Αφροαμερικανοί και οι 15 είχαν καταδικαστεί σε θάνατο. Τα χρόνια που είχαν περάσει συνολικά στη φυλακή υπολογίστηκαν σε 2.496.

Δυόμισι χιλιάδες χρόνια χαμένα αλλά, όπως φαίνεται, αυτές οι 201 υποθέσεις είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Η διευθύντρια της οργάνωσης, Μάντι Ντελόουν, επισημαίνει πως στα γραφεία τους έχουν φτάσει στοιχεία για άλλες 250 υποθέσεις, ενώ οι ενδιαφερόμενοι που καταθέτουν αιτήσεις ανέρχονται σε χιλιάδες.

Κορυφή του παγόβουνου

«Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με ακρίβεια πόσες καταδικαστικές αποφάσεις είναι λανθασμένες». Η ίδια επισήμανε πως πρόσφατα οι Αρχές της Βιρτζίνιας επανεξέτασαν 29 καταδικαστικές αποφάσεις για σεξουαλική κακοποίηση. Δύο από τους κατηγορουμένους κρίθηκαν αθώοι.

Μια άλλη μελέτη φέτος αποκάλυψε πως από 319 καταδικαστικές αποφάσεις για βιασμό ή φόνο ανάμεσα στο 1982 και στο 1989 και για τις οποίες υπάρχουν στοιχεία DΝΑ, οι 11 ήταν λανθασμένες, δηλαδή 11 άτομα απελευθερώθηκαν.

Ένα από τα πιο εντυπωσιακά στοιχεία, το οποίο επιβεβαιώνει πως έγινε διάκριση εις βάρος των Αφροαμερικανών, προκύπτει από τις υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης.

Σε εθνικό επίπεδο, μόνο στο 12% των υποθέσεων σεξουαλικής κακοποίησης θύτης και θύμα προέρχονται από διαφορετικές φυλές. Ωστόσο το 64% εκείνων που αθωώθηκαν είναι Αφροαμερικανοί που καταδικάστηκαν για τον βιασμό λευκών γυναικών.

Μια φρίκη 2.500 ετών

Κώστας Κυριακόπουλος, εφ. Ελευθεροτυπία, 4/1/2007

Οι δήμιοι με τις μαύρες κουκούλες, σήμα κατατεθέν της κρεμάλας ή της εκτέλεσης γενικότερα. Οι ζητωκραυγάζοντες γύρω από τον μελλοθάνατο. Η αγχόνη. Η θηλιά και ο κόμπος της κάτω από το αριστερό αυτί. Το σοκ.

Σαν να γίναμε επιβάτες μιας μηχανής του χρόνου και ταξιδέψαμε στην ιστορία της βαρβαρότητας. Σαν τίποτα να μην έχει αλλάξει; Όχι, η ουσία είναι η ίδια. Τα μέσα άλλαξαν. Το αλαλάζον πλήθος μπροστά στον επικείμενο θάνατο έγιναν χρήστες του Ίντερνετ, οι τελάληδες που προανήγγειλαν την εκτέλεση έγιναν παγκόσμια τηλεοπτικά δίκτυα, οι αφέντες που αποφάσιζαν τον πηγαιμό στην αγχόνη έγιναν παγκόσμιοι κυρίαρχοι της οικονομίας και πάει λέγοντας. Η μέθοδος του δημίου, ίδια κι απαράλλαχτη.

Σύμφωνα με εγκληματολογικά εγχειρίδια, ο θάνατος διά απαγχονισμού χρονολογείται ήδη από την εποχή της περσικής αυτοκρατορίας, πριν από περίπου 2.500 χρόνια. Παράλληλα, καταγράφεται και ως ο πιο δημοφιλής τρόπος αυτοκτονίας. Σύμφωνα, λοιπόν, με τους ειδικούς μελετητές των βασανιστηρίων και της θανατικής ποινής, έχουν καταγραφεί διαφορετικοί τρόποι κρεμάσματος του καταδικασμένου σε θάνατο με αυτή τη μέθοδο.

* Η μικρή πτώση. Το θύμα καθισμένο πάνω σε κάρο ή άλογο ή κάποιο άλλο όχημα έχει τη θηλιά περασμένη στον λαιμό του. Το όχημα μετακινείται και... Πριν από το 1850 ήταν η πιο συνηθισμένη μέθοδος, ενώ εφαρμόζεται ακόμα και σήμερα σε κάποιες περιοχές της Μέσης Ανατολής.

* Η ταλάντωση. Πρόκειται για το ανέβασμα του κατάδικου σε κάποια βαρέλι ή κάποιο ψηλό αντικείμενο, ενώ η θηλιά είναι περασμένη σε σταθερό σημείο. Το αντικείμενο κάτω από τα πόδια φεύγει και έρχεται το τέλος.

Η... επιστημονική

* Η μακρά πτώση. Η μέθοδος αυτή πρωτοεφαρμόστηκε το 1872 από τον William Marwood, 54 ετών, ως περισσότερο ...επιστημονική. Ήταν ένας τσαγκάρης, που παρακάλεσε τον διευθυντή των φυλακών του Λίνκολν να εφαρμόσει τη μέθοδό του στην εκτέλεση του William Frederick Harry την Πρωταπριλιά του 1872. Σύμφωνα με περιγραφές, η εκτέλεση ήταν πολύ ήπια, καθώς η μέθοδος προέβλεπε μεγαλύτερο σκοινί, το οποίο εκμεταλλευόμενο το βάρος του σώματος έσπαζε κατά την ταλάντωση τέσσερις αυχενικούς σπονδύλους χωρίς να περιμένει τη βασανιστική ασφυξία. Η μέθοδος αυτή εφαρμόζεται ακόμα και σήμερα.

Στον αραβικό κόσμο μία από τις συνηθέστερες εκτελέσεις είναι αποκεφαλισμός είτε με πελέκι είτε στην γκιλοτίνα. Κάτι που διατηρείται και από την Ευρώπη του ύστερου Μεσαίωνα μαζί με τις άλλες κλασικές μορφές εκτέλεσης, όπως ο θάνατος στην πυρά και φυσικά η κρεμάλα, που ήταν το αγαπημένο σπορ των φεουδαρχών.

Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα σχεδόν σε κάθε πόλη και κάθε χωριό υπήρχε στημένη μια μόνιμη αγχόνη. Ο κατάδικος έμενε κρεμασμένος όχι μέχρι να πεθάνει αλλά μέχρι να σκελετοποιηθεί. Οι ιστορικοί μιλούν για την ιδιαίτερη θέση της αγχόνης στην εγκληματολογική προσέγγιση κάθε πόλης ξεχωριστά. Μία ακόμα βάρβαρη παραλλαγή της αγχόνης ήταν το κρέμασμα όχι από τον λαιμό αλλά από στήθος με πολύ σφιχτό δέσιμο, με αποτέλεσμα ο κατάδικος να πεθαίνει βασανιστικά από τη σταδιακή διακοπή της κυκλοφορίας του αίματος.

Η κρεμάλα -και συνολικά όλες οι μορφές βασανιστηρίων- γνώρισε μεγάλες ευρωπαϊκές πιένες κατά τις αρχές του 14ου αι. όταν απανωτές συμφορές (πανώλη κ.ά.) έπληξαν την ήπειρο αφανίζοντας περίπου 25 εκατομμύρια κατοίκους.

Περιθωριοποιημένες κοινωνικές ομάδες, όπως οι Εβραίοι, θεωρήθηκαν υπεύθυνες και υπέστησαν τα μύρια όσα.

«Ο άνθρωπος έμαθε να δένει κόμπους κι έτσι μπόρεσε να φτιάξει τη θηλιά του δημίου· ανακαλύφθηκαν μέσα και τρόποι για το άναμμα της φωτιάς -κι έτσι καίγονται οι αιρετικοί στην πυρά· εφευρέθηκε ο τροχός- και οι κακούργοι κομματιάζονται δεμένοι πάνω σ' αυτόν· το στομωμένο σίδερο έγινε κοφτερό ατσάλι -κι έτσι έγινε δυνατός ο αποκεφαλισμός με το πελέκι και το ξίφος». Το απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο του Τζέφρι Αμποτ «Το εγχειρίδιο του καλού δημίου» (μτφρ.: Παντ. Ανδρικόπουλος, εκδ. «Νάρκισσος»), ένα βιβλίο γεμάτο μαύρο χιούμορ, που ανατρέχει στην ιστορία των εκτελέσεων με όλους τους τρόπους, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.

Ας ανατρέξουμε σε μερικά αποσπάσματα από το κεφάλαιο περί αγχόνης. Ο συγγραφέας αναφέρει ότι, στην Αγγλία, όπου «η πρακτική αυτή ήταν πάγια από αμνημονεύτων χρόνων», η αγχόνη ήταν συνώνυμη με τη θανατική ποινή προς κοινούς εγκληματίες και όχι προς αριστοκράτες, που είχαν το προνόμιο του θανάτου με αποκεφαλισμό. Σ' αυτό, μάλλον, εδράζεται η σύνδεση της αγχόνης με την ατίμωση του καταδικασμένου ως κοινού εγκληματία.

Λειτουργούσαν δε ιδιωτικές αγχόνες, καθώς «βαρόνοι, τιμαριούχοι, ακόμα και ηγούμενοι μοναστηριών είχαν τις δικές τους αγχόνες για να τιμωρούν τους απείθαρχους υπηρέτες τους, τους λαθροθήρες και τους κάθε λογής αγύρτες».

Στα χρόνια της βασιλείας του Ερρίκου Η' κρεμάστηκαν περισσότεροι από εβδομήντα δύο χιλιάδες άνθρωποι. Κατά τον 12ο αι. η περιοχή του Τάιμπερν Φιλντς στην Αγγλία, ο δρόμος δίπλα στον ποταμό Τάι ήταν γεμάτος φτελιές.

Οι Νορμανδοί που είχαν καταλάβει τότε τη βόρεια Αγγλία θεωρούσαν τη φτελιά ως δέντρο της Δικαιοσύνης. Και από αυτές φυσικά κρεμούσαν τους κατάδικους.

Από το 1100 μέχρι και το 1783, όπου έγινε εκεί η τελευταία εκτέλεση στην κρεμάλα λέγεται ότι θανατώθηκαν περισσότεροι από πενήντα χιλιάδες άνθρωποι. Ένας από τους λόγους που άρχισε να χρησιμοποιείται το κάρο για τη μεταφορά του μελλοθανάτου, αφού πρώτα τους έσερναν με άλογο, ήταν οι διαμαρτυρίες του φιλοθεάμονος κοινού, καθώς δεν απολάμβανε την πορεία προς τις φτελιές.

Και πώς μάθαιναν τα νέα για την επερχόμενη κρεμάλα; Ο Άμποτ το γράφει σαν να είχε παρακολουθήσει τηλεόραση τις τελευταίες ημέρες: «Έναν καιρό τα μαντάτα για την πραγματική στιγμή της εκτέλεσης τα μετέδιδε ένα περιστέρι, που μόλις το άφηναν να πετάξει από το Τάιμπερν, επέστρεφε στο Νιούγκεϊτ ώστε να φτάσουν στα αυτιά του τελάλη τα νέα· σαν να λέμε σήμερα σ' έκτακτο δελτίο ειδήσεων».

Και το κοινό; Πάλι οποιαδήποτε ομοιότητα με την πραγματικότητα είναι ...τυχαία: «Μιλιούνια στήνονταν στις δύο πλευρές του δρόμου απ' όπου θα περνούσε η λιτανεία των μελλοθανάτων, άλλες χιλιάδες γύρω από το ίδιο το ικρίωμα, κρεμασμένοι στα μπαλκόνια και σκαρφαλωμένοι στις στέγες, εργάτες και παραγιοί, υπάλληλοι και μαγαζάτορες που παρατούσαν τα μαγαζιά τους, λόρδοι και λαίδες στις πολυτελείς καρότσες τους· οι τελευταίοι με τα κρασιά τους και τα πανέρια με τις ακριβές λιχουδιές, ενώ οι υπόλοιποι τη βγάζανε με καμιά βραστή πατάτα, κάνα φρούτο και σταφιδόψωμο από τους πάμπολλους πλανόδιους που τα διαλαλούσαν.

Οι κατώτερες κοινωνικές τάξεις περνούσαν την ώρα τους πίνοντας φτηνό τζιν ή διαβάζοντας τις φυλλάδες με τον "Ύστατο επιθανάτιο λόγο" του μελλοθανάτου, που πουλούσαν καλά κι αυτές». Βλέπετε, τότε δεν υπήρχε τηλεόραση, θα προσθέταμε. Ακόμα και η έκφραση «βγάλτε τα καπέλα, βγάλτε τα καπέλα», που φώναζε το πλήθος όταν πλησίαζε η πομπή δεν ήταν σεβασμός προς το μελλοθάνατο, αλλά κάτι πολύ πιο ταπεινό. Τα καπέλα των μπροστινών εμπόδιζαν όσους στέκονταν πίσω... Ενα θέαμα που ικανοποιούσε όλα τα ένστικτα του πλήθους.

Στο Παρίσι υπήρχε ο περίφημος λόφος Μονφοκόν. Σύμφωνα με τον Αμποτ, ο Λακρουά στο «Τρόποι, έθιμα και κοστούμια του Μεσαίωνα», γράφει: «Η αγχόνη του Παρισιού, που τόσο μεγάλο ρόλο έπαιξε στην πολιτική και αλλά και στην ποινική ιστορία της πόλης, ήταν στημένη σε ένα ύψωμα στα βόρεια της πόλης κοντά στη δημοσιά που οδηγούσε στη Γερμανία.

Η λέξη Μονφοκόν, που ήταν αρχικά το όνομα του λόφου, σύντομα κατέληξε να σημαίνει την ίδια την αγχόνη. Αυτός ο περίφημος τόπος εκτελέσεων αποτελείτο από μια βαριά λιθοδομή, που την απαρτίζανε δώδεκα επίπεδα από αλάξευτες πέτρες και η οποία σχημάτιζε ένα θύλακα με διαστάσεις σαράντα επί είκοσι πέντε ή τριάντα πόδια (...). Εύκολα φαντάζεται κανείς την αλλόκοτη και μελαγχολική όψη αυτής της μνημειώδους αγχόνης, αν σκεφτεί πόσα πτώματα ήταν συνεχώς κρεμασμένα πάνω της και τι μεγάλο τσιμπούσι αποτελούσαν για χιλιάδες κοράκια. Μια φορά μόνο κρίθηκε απαραίτητο να αντικαταστήσουν πενήντα δύο αλυσίδες που είχαν αχρηστευτεί, και τα κατάστιχα της πόλης των Παρισίων αποδεικνύουν ότι τα έξοδα για τις εκτελέσεις ήταν πιο μεγάλα από τα έξοδα συντήρησης της αγχόνης».

Το βιβλίο του Αμποτ εκδόθηκε το 2005. Το κεφάλαιο για την αγχόνη κλείνει μια αναφορά στον Σαντάμ Χουσεΐν μετά την εισβολή των Αμερικανών το 2003. «Ενας από τους δώδεκα δημίους του δικτάτορα, ο Σάαντ Αμπντούλ Αμίρ, αφηγήθηκε πώς εκτέλεσε στα προηγούμενα έντεκα χρόνια, χιλιάδες θύματα, στέλνοντάς τα στον άλλον κόσμο με τη βοήθεια της καταπακτής δύο δύο κάθε φορά, δύο φορές την εβδομάδα, μετά το σούρουπο της Τετάρτης και τα Σάββατα.

Η τεχνική του περιλάμβανε τη χρήση δύο θηλιών για κάθε θύμα, που η καθεμιά είχε έναν κόμπο από βαμβάκι. Στην ουσία, συνέχιζαν τη δοκιμασμένη παράδοση, τελειοποιημένη μάλιστα από τους καλύτερους δημίους του Τάιμπερν, αφού δύο βοηθοί περίμεναν κάτω από τις καταπακτές για να τραβήξουν τα πόδια του κρεμασμένου, επισπεύδοντας τον θάνατό του.

Ο Σάαντ Αμπντούλ πρόσθεσε ότι ο Σαντάμ όχι μόνον υπέγραφε προσωπικά κάθε διαταγή εκτέλεσης, που ήταν πάντοτε γραμμένη σε κίτρινο χαρτί, αλλά συχνά παρακολουθούσε τις εκτελέσεις, αν και η απόδοση του δημίου στον χειρισμό του σχοινιού δεν βελτιωνόταν ιδιαίτερα από την παρουσία του δικτάτορα».

«Υπάρχει ανάγκη ενδυνάμωσης των ποινών!»

Εφ. Το Βήμα, 8/12/2002

Ο Τζον Στιούαρτ Μιλ είναι ίσως ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της ωφελιμιστικής (utilitarian) σκέψης. Από τους φιλελεύθερους του 19ου αιώνα είναι αυτός που άσκησε την ευρύτερη επιρροή στον πολιτικό στοχασμό. Υπό την επίδραση των ιδεών της συζύγου του, της Χάριετ Τέιλορ, ο Τζον Στιούαρτ Μιλ ανέπτυξε μια ήπια μορφή ωφελιμισμού η οποία έβλεπε με συμπάθεια θέματα όπως τα δικαιώματα των γυναικών, τα εργατικά συνδικάτα, η αναλογική κοινοβουλευτική εκπροσώπηση κ.ά. Το φιλελεύθερο πνεύμα του εν τούτοις δεν έφθασε ως το ζήτημα της θανατικής ποινής. Στον λόγο που εκφώνησε ενώπιον του βρετανικού κοινοβουλίου, στις 21 Απριλίου 1868, τοποθετείται κατά του σχεδίου νόμου που προέβλεπε την κατάργηση της ποινής του θανάτου. Το κύριο επιχείρημά του είναι σε γενικές γραμμές αυτό που ακούγεται και σήμερα από τους υπέρμαχους της θανατικής ποινής, δηλαδή η λειτουργία της στο επίπεδο της «φαντασίας», ως αποτρεπτικού παράγοντα, όχι για τους σεσημασμένους αλλά για τους εν δυνάμει εγκληματίες.


«Τζον Στιούαρτ Μιλ», ελαιογραφία του Τζ. Φ. Γουάτς, 1873


" Θα ήταν μεγάλη ικανοποίηση για εμένα αν μπορούσα να υποστηρίξω αυτή την πρόταση. Με λυπεί πάντοτε να βρίσκομαι σε ένα δημόσιο ζήτημα αντίθετος προς εκείνους που αποκαλούνται - μερικές φορές κατά τρόπο τιμητικό και μερικές φορές κατά τρόπο τέτοιον που επιδιώκει τον σαρκασμό - φιλάνθρωποι. Από όλους τους ανθρώπους που λαμβάνουν μέρος στις δημόσιες υποθέσεις είναι εκείνοι για τους οποίους γενικά νιώθω τον μεγαλύτερο σεβασμό· επειδή το κύριο γνώρισμά τους είναι ότι αφιερώνουν τον χρόνο τους, τον μόχθο τους και πολλά από τα χρήματά τους σε ζητήματα καθαρά δημόσια, με λιγότερη ανάμειξη, είτε προσωπικής είτε ταξικής ιδιοτέλειας, από κάθε άλλη κατηγορία πολιτικών. Σε όλα σχεδόν τα καίρια ζητήματα σχεδόν κανένας πολιτικός δεν θα βρεθεί τόσο ακλόνητα και σχεδόν ομοιόμορφα με την πλευρά του δικαίου· και σπάνια σφάλλουν και, όταν συμβαίνει, το πράττουν με την υπερβολική χρήση κάποιας δίκαιης και πολύ υψηλής αρχής.

Στο ίδιο το θέμα που τώρα μας απασχολεί όλοι γνωρίζουμε τι εξαίρετο έργο έχουν προσφέρει. Μέσα από τις προσπάθειές τους είναι που το ποινικό μας δίκαιο - το οποίο εξ όσων ενθυμούμαι απαγχόνιζε ανθρώπους για κλοπή από κατοικία 40 σελινιών, δίκαιο επί τη βάσει του οποίου ορδές ανθρώπινων υπάρξεων μπορούν να βρεθούν κρεμασμένοι μπροστά στο Newgate από εκείνους που ανεβαίνουν ή κατεβαίνουν τον λόφο Ludgate - έχει τόσο πολύ χαλαρώσει την πιο αποτροπιαστική και πιο ασύνετη θηριωδία του που ο ειδεχθής φόνος είναι τώρα πρακτικά το μόνο έγκλημα που τιμωρείται με θάνατο από τα νόμιμα δικαστήριά μας. Και όμως ακόμη και τώρα εμείς συζητούμε το κατά πόσον η εσχάτη των ποινών θα πρέπει να διατηρηθεί σε αυτή τη μοναδική περίπτωση. Αυτό το τεράστιο όφελος, όχι μόνο προς την ανθρωπότητα αλλά και προς τους σκοπούς της ποινικής δικαιοσύνης, το χρωστάμε στους φιλανθρώπους. Και αν κάνουν λάθος, όπως δεν μπορώ παρά να πιστέψω ότι κάνουν στην παρούσα στιγμή, αυτό αφορά μόνο το ότι δεν διακρίνουν τη σωστή στιγμή και το σωστό μέρος να σταματήσουν έναν δρόμο μέχρι τούδε τόσο εξαιρετικά επικερδή.

Κύριε, υπάρχει ένα σημείο στο οποίο φαντάζομαι ότι αυτός ο δρόμος πρέπει να τελειώσει: όταν έχει φθάσει σε όλους εδώ, με αδιαμφισβήτητα πειστήρια, το μεγαλύτερο έγκλημα που έχει γνωρίσει ο νόμος· και όταν οι ακόλουθες περιστάσεις δεν αναγνωρίζουν κανένα ελαφρυντικό της ενοχής, καμία ελπίδα ότι ο ένοχος μπορεί ακόμη και να μην είναι ανάξιος να ζει εντός του ανθρωπίνου γένους, τίποτε που να καθιστά πιθανόν ότι το έγκλημα υπήρξε μια εξαίρεση του γενικότερου χαρακτήρα του παρά επακόλουθό του, τότε ομολογώ ότι μου φαίνεται πως το να στερήσουμε από τον εγκληματία τη ζωή, της οποίας ο ίδιος έχει αποδειχθεί ανάξιος - να τον εξολοθρεύσουμε επισήμως από την αδελφότητα του ανθρώπινου γένους και από τον κατάλογο των ζωντανών -, είναι ο πιο αρμόζων, όπως είναι βέβαια και ο πιο εντυπωσιακός τρόπος με τον οποίο μπορεί η κοινωνία να προσαρτήσει σε ένα τόσο μεγάλο έγκλημα τις ποινικές συνέπειες τις οποίες για την ασφάλεια της ζωής είναι απαραίτητο να του προσαρτήσει. Συνηγορώ υπέρ αυτής της ποινής όταν περιορίζεται σε φρικιαστικές υποθέσεις, στην ίδια τη βάση που της επιτίθενται συνήθως - σε αυτήν του ανθρώπινου γένους προς τον εγκληματία· ως πέραν σύγκρισης του λιγότερο σκληρού τρόπου με τον οποίο είναι δυνατόν επαρκώς να αποτρέψουμε το έγκλημα.

Αν μέσα στον τρόμο που μας προκαλεί η επιβολή του θανάτου πασχίσουμε να επινοήσουμε κάποια τιμωρία για τον ζωντανό εγκληματία η οποία θα ενεργήσει στο ανθρώπινο μυαλό με μια ανασχετική ισχύ καθόλου συγκρίσιμη με αυτήν του θανάτου, οδηγούμαστε σε μια επιβολή ποινής πράγματι λιγότερο αυστηρής φαινομενικά και επομένως λιγότερο αποτελεσματικής αλλά μακράν σκληρότερης στην πραγματικότητα. Ελάχιστοι, πιστεύω, θα διακινδύνευαν να προτείνουν ως τιμωρία για τον ειδεχθή φόνο λιγότερο από ισόβια φυλάκιση με σκληρή εργασία· αυτή είναι η μοίρα στην οποία θα πρέπει ένας δολοφόνος να παραδοθεί από το έλεος το οποίο διστάζει να τον θανατώσει. Εχει όμως ληφθεί επαρκώς υπόψη τι είδους έλεος είναι αυτό και τι είδους ζωή του αφήνει; Αν πράγματι η τιμωρία δεν επιβληθεί πραγματικά - αν καταντήσει η υποκρισία στην οποία πριν από μερικά χρόνια ανάλογες τιμωρίες γρήγορα μετατράπηκαν -, τότε πράγματι η υιοθέτησή της θα ήταν σχεδόν ισοδύναμη προς την εγκατάλειψη της προσπάθειας να κατασταλεί ο φόνος απολύτως. Αν όμως είναι αληθινά αυτό που διακηρύσσει ότι είναι και αν συνειδητοποιηθεί σε όλη της τη δριμύτητα από τη λαϊκή φαντασία, όπως πολύ πιθανόν δεν θα είχε συνειδητοποιηθεί, όπως όμως πρέπει να συνειδητοποιηθεί αν πρόκειται να είναι αποτελεσματική, θα είναι τόσο τρομερή που όταν η ανάμνηση του εγκλήματος δεν θα είναι πλέον τόσο πρόσφατη θα υπάρχει σχεδόν ανυπέρβλητη δυσκολία στην εκτέλεσή της.

Ποια σύγκριση μπορεί πραγματικά να υπάρξει, από άποψη αυστηρότητας, ανάμεσα στην παράδοση ενός ανθρώπου στον σύντομο πόνο ενός γρήγορου θανάτου και στον εγκλεισμό του σε έναν τάφο για ζωντανούς προκειμένου εκεί να παρατείνει αυτό που θα αποδειχθεί μια μακρά ζωή στα σκληρότερα και πιο μονότονα βάσανα, χωρίς καμιά από τις ανακουφίσεις ή τις επιβραβεύσεις τους - αποκλεισμένος από όλους τους ευχάριστους ήχους και τα θεάματα και αποκομμένος από κάθε απολύτως ελπίδα, πέρα από μια ελάχιστη ανακούφιση του σωματικού περιορισμού ή μια μικρή βελτίωση της διατροφής; Και όμως, ακόμη και τόσο πολλά όπως αυτό, επειδή δεν υπάρχει ούτε μια στιγμή στην οποία τα βάσανα είναι τρομακτικής έντασης και, πάνω απ' όλα, επειδή δεν εμπεριέχει το στοιχείο, τόσο εντυπωσιακό στη φαντασία, του αγνώστου, θεωρούνται καθολικά μια ηπιότερη τιμωρία από τον θάνατο - ισχύει σε όλους τους κώδικες ως μετριασμός της θανατικής ποινής και γίνεται με ευγνωμοσύνη αποδεκτή ως τέτοια.

Γιατί είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων των τιμωριών οι οποίες βασίζονται στη διάρκεια για την αποτελεσματικότητά τους - όλα, επομένως, τα οποία δεν είναι υλικά ή χρηματικά - ότι είναι πιο αυστηρές από ό,τι φαίνονται· ενώ, αντιθέτως, είναι ένα από τα ισχυρότερα προσόντα που μπορεί να έχει μια τιμωρία, ότι θα πρέπει να φαντάζει περισσότερο αυστηρή από όσο είναι· γιατί η πρακτική της ισχύς εξαρτάται μακράν λιγότερο από το τι είναι παρά από το τι δείχνει. Δεν υπάρχει, θα έπρεπε να σκεφθώ, καμία ανθρώπινη επιβολή ποινής που δίνει μια εντύπωση στη φαντασία τόσο εξ ολοκλήρου δυσανάλογη προς την πραγματική της αυστηρότητα όσο η τιμωρία του θανάτου. Η ποινή πρέπει να είναι ήπια πράγματι, το οποίο δεν προσθέτει κάτι περισσότερο στο σύνολο της ανθρώπινης δυστυχίας από αυτό που προστίθεται αναγκαία ή άμεσα από την εκτέλεση ενός εγκληματία. Οπως ο ίδιος ο εντιμότατος φίλος μου, βουλευτής του Νορθάμπτον κ. Γκίλπιν έχει παρατηρήσει, το περισσότερο που οι ανθρώπινοι νόμοι μπορούν να κάνουν σε οποιονδήποτε στο ζήτημα του θανάτου είναι να τον επισπεύσουν· ο άνθρωπος θα πέθαινε εν πάση περιπτώσει· όχι τόσο πολύ αργότερα και κατά μέσον όρο, φοβούμαι, με μια σημαντικά μεγαλύτερη ποσότητα σωματικού πόνου.


«Θα ψηφίσω κατά της τροποποίησης» προειδοποίησε ο Τζον Στιούαρτ Μιλ το βρετανικό κοινοβούλιο


Από την κοινωνία ζητείται λοιπόν να απογυμνωθεί από ένα εργαλείο τιμωρίας το οποίο, στις σοβαρές υποθέσεις στις οποίες και μόνο είναι κατάλληλο, πραγματοποιεί τους σκοπούς του με μικρότερο κόστος ανθρώπινου πόνου από κάθε άλλο· το οποίο, ενώ εμπνέει περισσότερο τρόμο, είναι λιγότερο σκληρό στην πραγματικότητα από κάθε τιμωρία με την οποία θα σκεπτόμασταν να το υποκαταστήσουμε. Ο εντιμότατος φίλος μου λέγει ότι δεν εμπνέει τον τρόμο και ότι η εμπειρία έχει αποδείξει πως είναι μια αποτυχία. Η επίδραση όμως μιας τιμωρίας δεν πρέπει να υπολογίζεται από τον αντίκτυπό της σε σκληραγωγημένους εγκληματίες. Εκείνοι των οποίων ο συνηθισμένος τρόπος ζωής τούς κάνει πάντα, ούτως ειπείν, να φλερτάρουν με την κρεμάλα πραγματικά συνηθίζουν να νοιάζονται λιγότερο γι' αυτήν· όπως, για να συγκρίνουμε τα καλά πράγματα με τα άσχημα, ένας «παλιός» στρατιώτης δεν επηρεάζεται πολύ από την πιθανότητα να πεθάνει στη μάχη. Εχω τη δυνατότητα να παραδεχθώ όλα όσα συχνά λέγονται σχετικά με την αδιαφορία των επαγγελματιών εγκληματιών απέναντι στην αγχόνη. Αν και από αυτή την αδιαφορία το ένα τρίτο είναι πιθανότατα παλικαρισμός και άλλο ένα τρίτο σιγουριά ότι θα έχουν την τύχη να διαφύγουν, είναι αρκετά πιθανό ότι το υπόλοιπο ένα τρίτο είναι αληθινό.

Η δραστικότητα όμως μιας τιμωρίας η οποία ενεργεί πρωτίστως διά μέσου της φαντασίας πρέπει κυρίως να υπολογιστεί από την εντύπωση που δίνει σε εκείνους που είναι ακόμη αθώοι· από τον τρόμο με τον οποίο περιβάλλει τις πρώτες παρακινήσεις της ενοχής· από τη συγκρατημένη επίδραση που ασκεί στην έναρξη της σκέψης, η οποία, αν ικανοποιηθεί, θα γίνει πειρασμός· από τον έλεγχο που ασκεί στην ισοπεδωμένη κλίση προς το κράτος - που ποτέ δεν αποκτάται ξαφνικά - στο οποίο το έγκλημα δεν προκαλεί πλέον τον αποτροπιασμό και η τιμωρία δεν τρομάζει πια. Οσο γι' αυτό που αποκαλείται αποτυχία της θανατικής ποινής, ποιος είναι ικανός να το κρίνει αυτό; Γνωρίζουμε εν μέρει ποιοι είναι αυτοί τους οποίους δεν έχει αποτρέψει· ποιος είναι όμως αυτός που γνωρίζει ποιον έχει αποτρέψει ή πόσες ανθρώπινες υπάρξεις έχει σώσει που θα μεγάλωναν για να γίνουν δολοφόνοι αν αυτός ο τρομακτικός συνειρμός δεν είχε συνδεθεί με την ιδέα του φόνου από τότε που ήταν βρέφη; Ας μην ξεχνάμε ότι η πιο επιβλητική πραγματικότητα χάνει την ισχύ της στη φαντασία αν παρουσιαστεί πολύ φθηνή.

Οταν μια τιμωρία ταιριαστή μόνο για τα πιο φρικαλέα εγκλήματα κατασπαταλάται σε μικρά αδικήματα ώσπου το ανθρώπινο αίσθημα να το αρνηθεί με φρίκη, τότε πράγματι παύει να εκφοβίζει επειδή παύει να γίνεται πιστευτή. Η αποτυχία της θανατικής ποινής σε υποθέσεις κλοπής εύκολα εξηγείται· ο κλέφτης δεν πίστεψε ότι θα μπορούσε να του επιβληθεί. Είχε διδαχθεί μέσα από την εμπειρία ότι οι ένορκοι θα επιορκούσαν από το να τον κρίνουν ένοχο· ότι οι δικαστές θα εδράττοντο πάσης δικαιολογίας προκειμένου να μην τον καταδικάσουν σε θάνατο ή προκειμένου να προτείνουν (να αντιμετωπιστεί με) οίκτο· και ότι αν ούτε οι δικαστές ούτε και οι ένορκοι έδειχναν οίκτο, υπήρχαν ακόμη ελπίδες από μια αρχή ανώτερη και των δύο. Οταν τα πράγματα είχαν φθάσει σε αυτό το σημείο, ήταν πια καιρός να εγκαταλείψουμε τη μάταιη προσπάθεια. Οταν είναι αδύνατον να επιβληθεί μια ποινή ή όταν η επιβολή της γίνεται δημόσιο σκάνδαλο, η μάταιη απειλή δεν μπορεί να εξαφανισθεί πολύ σύντομα από τον κώδικα των νόμων. Και στην περίπτωση του πλήθους αδικημάτων που στο παρελθόν τιμωρούνταν με θάνατο, χαίρομαι με όλη μου την καρδιά που κατέστη ανεφάρμοστη η εκτέλεση του νόμου.

Αν η ίδια κατάσταση δημοσίου αισθήματος αρχίσει να εκδηλώνεται και στην περίπτωση του φόνου· αν έρθει η στιγμή που οι ένορκοι θα αρνούνται να κρίνουν έναν δολοφόνο ένοχο· όταν οι δικαστές δεν θα τον καταδικάζουν σε θάνατο ή όταν δεν ζητούν οίκτο· τότε, πράγματι, μπορεί να γίνει απαραίτητο να συμβεί σε αυτή την περίπτωση ό,τι έχει συμβεί σε εκείνες: η κατάργηση της ποινής. Αυτή η ώρα μπορεί να έρθει - ο εντιμότατος φίλος μου πιστεύει ότι έχει σχεδόν φθάσει. Δεν γνωρίζω σχεδόν καθόλου το αν θρηνολόγησε γι' αυτό ή αν καυχήθηκε γι' αυτό· αυτός και οι φίλοι του όμως δικαιούνται την καυχησιολογία· επειδή αν έρθει θα είναι δικό τους έργο και θα έχουν κατακτήσει αυτό που δεν μπορώ παρά να αποκαλέσω θανάσιμη νίκη επειδή θα την έχουν επιτύχει προκαλώντας, ας με συγχωρήσουν γι' αυτό που θα πω, μια αποχαύνωση, μια μαλθακότητα, στο γενικό πνεύμα της χώρας.

Γιατί τι άλλο από μαλθακότητα είναι το να σοκάρεται κάποιος περισσότερο από το να αφαιρείται η ζωή ενός ανθρώπου παρά από το να αποστερείται όλων αυτών που κάνουν τη ζωή επιθυμητή ή πολύτιμη; Είναι ο θάνατος, λοιπόν, το μεγαλύτερο από όλα τα επίγεια βάσανα; [...] Είναι, πράγματι, τόσο τρομερό πράγμα να πεθαίνεις; Δεν έχει υπάρξει από τους γηραιοτέρους ένα καίριο τμήμα της ανδρικής εκπαίδευσης προκειμένου να μας κάνουν να αψηφούμε τον θάνατο - που μας δίδαξαν να μην τον τοποθετούμε με κανέναν τρόπο ψηλά στη λίστα με τα κακά, αν είναι κιόλας κακό· σε κάθε περίπτωση (να τον αντιμετωπίζουμε) ως αναπόφευκτο και να διατηρούμε, όπως ήταν, τις ζωές μας στα χέρια μας, έτοιμες να μας δοθούν ή να διακυβευθούν ανά πάσα στιγμή για έναν επαρκώς άξιο αντικειμενικό σκοπό; Είμαι σίγουρος ότι οι εντιμότατοι φίλοι μου επίσης τα γνωρίζουν όλα αυτά και έχουν περίπου όλα αυτά τα αισθήματα, όπως κάθε άλλος από τους υπολοίπους εξ ημών· πιθανώς περισσότερα. Δεν μπορώ όμως να σκεφθώ ότι αυτό είναι πιθανόν να είναι η συνέπεια των διδασκαλιών τους στον κοινό νου. Δεν μπορώ να σκεφθώ ότι η καλλιέργεια μιας ειδικής συνείδησης σε αυτό το σημείο, πάνω και υπεράνω αυτού που προκύπτει από τη γενική καλλιέργεια των ηθικών αισθημάτων, είναι μονίμως σύμφωνη με τον προσδιορισμό στο ίδιο μας το μυαλό της πραγματικότητας του θανάτου όχι πια περισσότερο από τον βαθμό σχετικής σημαντικότητας η οποία του ανήκει ανάμεσα σε άλλα συμβάντα της ανθρώπινης φύσης μας.

Οι άνδρες του παρελθόντος ελάχιστα ενδιαφέρονταν για τον θάνατο, έδιναν όμως τις ίδιες τους τις ζωές ή αφαιρούσαν τις ζωές άλλων με όμοια αψηφισιά. Ο κίνδυνός μας είναι του αντίθετου είδους και από φόβο μη σοκαριστούμε τόσο πολύ από τον θάνατο, γενικά και θεωρητικά, ενδιαφερόμαστε τόσο πολύ γι' αυτόν σε ατομικές περιπτώσεις, τόσο άλλων ανθρώπων όσο και δικές μας, οι οποίες απαιτούν να διακυβευθεί. Και δεν δραματοποιώ τα πράγματα επειδή έχει αποδειχθεί από την εμπειρία άλλων χωρών ότι ο τρόμος του δημίου με κανέναν τρόπο δεν συνεπάγεται απαραίτητα τον τρόμο του δολοφόνου. Το προπύργιο, όπως όλοι γνωρίζουμε, των πληρωμένων δολοφονιών τον 18ο αιώνα ήταν η Ιταλία. Και όμως λέγεται ότι σε κάποιους από τους ιταλικούς πληθυσμούς η διά νόμου επιβολή της ποινής του θανάτου ήταν προσβλητική και αποτροπιαστική στον ύψιστο βαθμό για το λαϊκό αίσθημα. Περισσότερα έχουν ειπωθεί για το απαραβίαστο της ανθρώπινης ζωής και τον παραλογισμό να υποθέτει κάποιος ότι μπορούμε να διδάξουμε τον σεβασμό απέναντι στη ζωή καταστρέφοντάς την εμείς οι ίδιοι.

Εκπλήσσομαι όμως από τη χρήση του επιχειρήματος αυτού επειδή είναι ένα (επιχείρημα) το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ενάντια σε οποιαδήποτε τιμωρία. Δεν είναι μόνο η ανθρώπινη ζωή, όχι η ανθρώπινη ζωή ως τέτοια, που οφείλει να είναι ιερή για εμάς, αλλά και τα ανθρώπινα αισθήματα. Η ανθρώπινη αντοχή των βασάνων είναι αυτή που θα έπρεπε να γίνεται σεβαστή, όχι απλώς η αντοχή της ύπαρξης. Και μπορούμε να φανταστούμε κάποιον που να ρωτά πώς μπορούμε να διδάξουμε τους ανθρώπους να μην επιβάλλουν βάσανα όταν εμείς οι ίδιοι τα επιβάλλουμε; Σε αυτό όμως οφείλω να απαντήσω - όλοι μας θα απαντούσαμε - ότι το να αποτρέπεις μέσα από τον πόνο από το να επιβάλεις τον πόνο δεν είναι μόνο δυνατό αλλά ο ίδιος ο σκοπός της ποινικής δικαιοσύνης. Δείχνει η επιβολή προστίμου σε έναν εγκληματία έλλειψη σεβασμού προς την ιδιοκτησία ή ο εγκλεισμός του προς την ατομική ελευθερία; Ακριβώς όσο παράλογο είναι να νομίζει κάποιος ότι το να αφαιρέσει τη ζωή ενός ανθρώπου που έχει αφαιρέσει τη ζωή ενός άλλου γίνεται προκειμένου να επιδείξει έλλειψη σεβασμού προς την ανθρώπινη ζωή. Εμείς, αντιθέτως, δείχνουμε εντόνως τον σεβασμό μας γι' αυτήν με την υιοθέτηση του κανόνα ότι αυτός που παραβιάζει αυτό το δικαίωμα του άλλου το χάνει ο ίδιος και ότι ενώ κανένα άλλο έγκλημα που μπορεί να διαπράξει δεν του αποστερεί το δικαίωμά του να ζει αυτό θα το κάνει.

Υπάρχει ένα επιχείρημα κατά της θανατικής ποινής, ακόμη και σε ακραίες περιπτώσεις, το οποίο δεν μπορώ να αρνηθώ ότι έχει βαρύτητα - στο οποίο ο εντιμότατος φίλος μου δικαίως έδωσε μεγάλη έμφαση και το οποίο δεν μπορεί ποτέ πλήρως να απορριφθεί. Είναι αυτό: ότι αν από ένα σφάλμα της δικαιοσύνης ένας αθώος άνθρωπος καταδικαστεί σε θάνατο, το λάθος δεν θα μπορέσει ποτέ να διορθωθεί· κάθε αποζημίωση, κάθε επανόρθωση για το άδικο είναι αδύνατη. Αυτό θα ήταν πράγματι μια σοβαρή ένσταση, αν αυτά τα ελεεινά λάθη - ανάμεσα στα πιο τραγικά σε ολόκληρο τον κύκλο των ανθρώπινων υποθέσεων - δεν μπορούσαν να εμφανίζονται εξαιρετικά σπάνια. Το επιχείρημα είναι ακατανίκητο όπου η μέθοδος της ποινικής διαδικασίας είναι επικίνδυνη για τον αθώο ή όπου δεν υπάρχει εμπιστοσύνη στα δικαστήρια της Δικαιοσύνης. Και αυτός πιθανόν είναι ο λόγος που ξεκίνησε νωρίτερα (όπως πιστεύω ότι ξεκίνησε) η αντίρρηση σε μια ανεπανόρθωτη τιμωρία και είναι πιο έντονη και ευρύτερα διαδεδομένη σε κάποια τμήματα της ευρωπαϊκής ηπείρου από ό,τι είναι εδώ.

Υπάρχουν στην ήπειρο μεγάλες και φωτισμένες χώρες στις οποίες η ποινική διαδικασία δεν είναι ευνοϊκή προς την αθωότητα, δεν προσφέρει τη δυνατότητα για την ίδια ασφάλεια έναντι λανθασμένης καταδίκης, όπως κάνει σε εμάς· χώρες όπου τα δικαστήρια της Δικαιοσύνης φαίνεται πως νομίζουν ότι αποτυγχάνουν στο καθήκον τους όταν δεν κρίνουν κάποιον ένοχο· και στην πραγματικά αξιέπαινη επιθυμία τους να καταδιώξουν την ενοχή εκεί όπου βρίσκει καταφύγιο, εκθέτουν τον εαυτό τους σε έναν σοβαρό κίνδυνο να καταδικάσουν τον αθώο. Αν η δική μας διαδικασία και τα δικαστήρια της Δικαιοσύνης άφηναν πεδίο ανοιχτό για παρόμοια ανησυχία, θα ήμουν ο πρώτος που θα συμμετείχα στην απόσυρση της ισχύος να επιβάλλεται ανεπανόρθωτη τιμωρία από τέτοια δικαστήρια. Ολοι όμως γνωρίζουμε ότι τα ελαττώματα της διαδικασίας μας είναι τα ακριβώς αντίθετα. Ακόμη και οι κανόνες των μαρτυρικών καταθέσεων παραείναι ευνοϊκοί για τον κρατούμενο· και οι ένορκοι και οι δικαστές εφαρμόζουν το ρητό «Είναι καλύτερα δέκα ένοχοι να το σκάσουν παρά ένας αθώος άνθρωπος να χρειαστεί να υποφέρει», όχι μόνο κατά γράμμα, αλλά και πέραν αυτού. Οι δικαστές επιθυμούν πολύ ζωηρά να καταδείξουν, και οι ένορκοι να επιτρέψουν, την πιο ελάχιστη πιθανότητα περί αθωότητας του κρατουμένου.

Καμία ανθρώπινη κρίση δεν είναι αλάνθαστη· τέτοιες λυπηρές υποθέσεις, όπως παρέθεσε ο εντιμότατος φίλος μου, μερικές φορές θα προκύψουν· σε μια τόσο σοβαρή υπόθεση όμως όπως αυτή του φόνου, ο κατηγορούμενος στο σύστημά μας διαθέτει πάντα το πλεονέκτημα του παραμικρού ίχνους αμφιβολίας. Και αυτό ενέχει έναν άλλον παράγοντα πολύ συναφή με το ζήτημα. Το ίδιο το γεγονός ότι η τιμωρία με θάνατο είναι πιο συνταρακτική από κάθε άλλη στη φαντασία απαραίτητα καθιστά τα δικαστήρια της Δικαιοσύνης περισσότερο σχολαστικά στο να απαιτούν το πληρέστερο τεκμήριο ενοχής. Ακόμη και εκείνο που είναι η μεγαλύτερη ένσταση στη θανατική ποινή, η αδυναμία επανόρθωσης ενός σφάλματος άπαξ και διαπραχθεί, πρέπει να καταστήσει και όντως καθιστά τους ενόρκους και τους δικαστές περισσότερο προσεκτικούς στη διαμόρφωση της άποψής τους και περισσότερο πρόθυμους στην εξονυχιστική έρευνα των αποδεικτικών στοιχείων.

Αν η υποκατάσταση του θανάτου με καταναγκαστικά έργα σε υποθέσεις φόνου προκαλούσε οιαδήποτε διακήρυξη σε αυτή την ευσυνείδητη σχολαστικότητα, θα υπήρχε ένα μεγάλο κακό για να αντισταθμίζει το αληθινό αλλά ελπίζω σπάνιο πλεονέκτημα του να υπάρχει η δυνατότητα επανόρθωσης σε ένα καταδικασμένο άτομο το οποίο αργότερα ανακαλύφθηκε πως είναι αθώο. Προκειμένου η δυνατότητα επανόρθωσης να παραμείνει ανοικτή όπου και αν η πιθανότητα αυτού του λυπηρού απροόπτου είναι περισσότερο από απειροελάχιστη, είναι αρκετά ορθό ότι ο δικαστής θα πρέπει να προτείνει στο Στέμμα μια μετατροπή της ποινής, όχι μονάχα όταν η απόδειξη ενοχής είναι ανοικτή στην ελάχιστη υποψία αλλά όποτε κάτι παραμένει ανεξήγητο και μυστηριώδες στην υπόθεση, εγείροντας μια επιθυμία για περισσότερο φως ή καθιστώντας πιθανό ότι περαιτέρω πληροφορίες μπορεί να αποκτηθούν σε κάποια μελλοντική χρονική στιγμή. Θα πρότεινα επίσης ότι όποτε η ποινή μετατρέπεται οι βάσεις της μετατροπής θα πρέπει, σε κάποια αυθεντική μορφή, να γνωστοποιηθούν στο κοινό. Τόσα αναγνωρίζω πρόθυμα στον εντιμότατο φίλο μου· στο ζήτημα όμως της ολοκληρωτικής κατάργησης τείνω να ελπίζω ότι το αίσθημα της χώρας δεν είναι με το μέρος του και ότι ο περιορισμός της θανατικής ποινής στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο περυσινό νομοσχέδιο θα θεωρηθεί γενικώς επαρκής.

Η μανία που υπήρχε λίγο καιρό πριν για την περικοπή όλων των τιμωριών μας δείχνει να έχει φθάσει στα όριά της και όχι πριν από την κατάλληλη στιγμή. Κινδυνεύαμε να απομείνουμε χωρίς καμία τελεσφόρο τιμωρία, πέραν των μικρών αδικημάτων. Αυτό που υπήρξε στο παρελθόν η δεύτερη κυριότερη τιμωρία μας - η εξορία καταδίκου σε αποικία - προτού καταργηθεί είχε σχεδόν καταντήσει ανταμοιβή. Τα καταναγκαστικά έργα, το υποκατάστατο αυτής, είχαν γίνει, στις τάξεις που ως επί το πλείστον το υφίσταντο, σχεδόν ονομαστικά. Φτιάξαμε τις φυλακές μας τόσο άνετες και είχε γίνει τόσο εύκολο να βγει κάποιος γρήγορα από αυτές. Για το μαστίγωμα - μια πιο αποδοκιμαστέα τιμωρία σε κοινές υποθέσεις αλλά ιδιαίτερα ταιριαστή για εγκλήματα βιαιότητας, ειδικά για εγκλήματα εις βάρος γυναικών - δεν πρόκειται να ακούσουμε, εκτός, για να είμαστε σίγουροι, από την περίπτωση των στραγγαλιστών, για το ιδιαίτερο όφελος των οποίων το επαναφέραμε βιαστικά, αμέσως μετά τον στραγγαλισμό ενός μέλους του κοινοβουλίου. Με αυτή την εξαίρεση, αδικήματα, ακόμη και απαίσιου είδους, κατά του ατόμου, εντιμότατε φίλε μου και σοφέ βουλευτή της Οξφόρδης (κ. Νιτ), που έχουν παρατηρηθεί σε μεγάλο βαθμό όχι μόνο αντιμετωπίζονταν αλλά ακόμη αντιμετωπίζονται με ποινές τόσο γελοία ανεπαρκείς που σχεδόν αποτελούν ενθάρρυνση προς το έγκλημα.

Πιστεύω, κύριε, ότι στην περίπτωση των περισσότερων αδικημάτων, εκτός εκείνων κατά της περιουσίας, υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη ενδυνάμωσης των ποινών μας παρά αποδυνάμωσής τους· και ότι οι αυστηρότερες ποινές, με μια κατανομή τους στα διαφορετικά είδη αδικημάτων τα οποία θα πρέπει να την εγκρίνουν καλύτερα από ό,τι επί του παρόντος στις ηθικές απόψεις της κοινότητας, είναι το είδος μεταρρύθμισης το οποίο τώρα χρειάζεται το ποινικό μας σύστημα. Θα ψηφίσω επομένως κατά της τροποποίησης."

Ραντεβού με τον θάνατο

Τάνια Μποζανίνου, εφ. Το Βήμα, 1/2/1998

Λυπάμαι για ό,τι έκανα... Ελπίζω ο Χριστός να με συγχωρέσει... Τρέμω ολόκληρος...

Το θέμα της κατάργησης της θανατικής ποινής έρχεται ξανά στην επικαιρότητα στις ΗΠΑ λίγες ημέρες προτού εκτελεσθεί μια γυναίκα στο Τέξας. Μάρτυρες εκτελέσεων και μελλοθάνατοι μιλούν για τη βαρβαρότητα της εσχάτης των ποινών

Η Κάρλα Φέι Τάκερ γνωρίζει κάτι που ελάχιστοι γνωρίζουν: την ακριβή ημερομηνία του θανάτου της. Και αυτό γιατί η 38χρονη Τάκερ βρίσκεται στις γυναικείες φυλακές του Τέξας περιμένοντας να εκτελεσθεί την ερχόμενη Τρίτη, 3 Φεβρουαρίου. Το 1983 η μελλοθάνατη και ο φίλος της Ντάνιελ Γκάρετ μπήκαν στο σπίτι του Τζέρι Λιν Ντιν, 27 ετών, και της Ντέμπορα Θόρντον, 32 ετών, για να κλέψουν ανταλλακτικά μοτοσικλέτας. Ο Γκάρετ χτύπησε τον Ντιν με ένα σφυρί και κατόπιν η Τάκερ με ένα τσεκούρι γιατί την ενοχλούσαν οι κραυγές πόνου που έβγαζε από το στόμα του. Όταν ανακάλυψαν τη Θόρντον κρυμμένη κάτω από μια κουβέρτα, η Τάκερ έστρεψε το τσεκούρι εναντίον της ώσπου την αποτελείωσε και αυτήν.

Στη φυλακή η Τάκερ ανακάλυψε τον Θεό και σήμερα είναι μια φανατική χριστιανή. Οι δικηγόροι της, παραδεχόμενοι πάντα την ενοχή της, ζητούν χάρη από τον κυβερνήτη του Τέξας, γιατί η μελλοθάνατη είναι πια «άλλος άνθρωπος». Πράγματι η όψη της δεν φέρει κανένα από τα στερεότυπα των παρανοϊκών αδίστακτων δολοφόνων: μοιάζει μάλλον σαν μια ήρεμη, αν και λίγο ταλαιπωρημένη, γυναίκα, από αυτές που συναντά κανείς κατά χιλιάδες στους αμερικανικούς δρόμους.

Η υπόθεση της Τάκερ, η οποία θα είναι η πρώτη γυναίκα που θα εκτελεσθεί στο Τέξας από το 1863, έχει ξεσηκώσει πολλές αντιδράσεις από τους πολέμιους της θανατικής ποινής ­ ανάμεσά τους και ο αδελφός ενός από τα θύματα. Το θέμα της κατάργησης της εσχάτης των ποινών άνοιξε ξανά στις 38 αμερικανικές πολιτείες που την εφαρμόζουν. Την περυσινή χρονιά 74 άτομα εκτελέστηκαν στις ΗΠΑ, όλοι τους άνδρες. Οι περισσότεροι από αυτούς στάλθηκαν στον άλλο κόσμο με θανατηφόρο ένεση, ενώ έξι με ηλεκτροπληξία ­ αν και υπάρχουν πολιτείες που πραγματοποιούν ακόμη εκτελέσεις με τις λιγότερο δημοφιλείς μεθόδους του θαλάμου αερίων, του εκτελεστικού αποσπάσματος και της κρεμάλας.

Οι πτέρυγες των μελλοθανάτων στις αμερικανικές φυλακές είναι ένας αισθητά ανδροκρατούμενος χώρος. Από τις 19.000 εκτελέσεις που έχουν πραγματοποιηθεί στις ΗΠΑ από το 1608 ως σήμερα, μόνο οι 514 αφορούσαν γυναίκες. Η τελευταία γυναίκα στην οποία εφαρμόστηκε η έσχατη ποινή ήταν η Βίλμα Μπάρφιλντ το 1984· η αμέσως προηγούμενη ήταν το 1962. Ενώ γυναίκες είναι το 13% των συλληφθέντων για φόνο, μόνο το 2% των θανατικών ποινών που επιβάλλουν τα αμερικανικά δικαστήρια απευθύνεται σε αυτές. Οσο το σύστημα προχωρεί προς την εκτέλεση, το ποσοστό μειώνεται: ενώ η μία στους 70 ένοικους στις πτέρυγες μελλοθανάτων είναι γυναίκα (1,5%), μόνο η μία στις 432 εκτελέσεις αφορά το φύλο της (0,2%).

Αυτή τη στιγμή υπάρχουν περίπου 3.300 μελλοθάνατοι στις ΗΠΑ. Δεν χρειάζεται να εξετάσει κανείς κάθε περίπτωση χωριστά για να βγάλει το συμπέρασμα ότι όλοι τους είναι φτωχοί και είχαν εμπιστευθεί την υπεράσπισή τους στον δικηγόρο που τους όρισε το κράτος και όχι σε κάποιον αστέρα μεγάλου δικηγορικού γραφείου. Ο Κλίντον Ντάφι, πρώην διευθυντής φυλακών και μάρτυρας 90 εκτελέσεων, αποκάλεσε κάποτε τη θανατική ποινή «προνόμιο των φτωχών».

Η εξομολόγηση ενός εκτελεστή

Ο Ντόναλντ Καμπάνα, επίσης πρώην διευθυντής φυλακών που παραιτήθηκε για να γράψει το βιβλίο «Θάνατος τα μεσάνυχτα: Η εξομολόγηση ενός εκτελεστή», υποστηρίζει ότι οι πιθανότητες να εκτελεσθείς εξαρτώνται όχι μόνο από τη γεωγραφική θέση και τους ενόρκους, αλλά και από τη ράτσα, την κοινωνική τάξη και το επίπεδο μόρφωσης. Αυτό είναι ένα από τα επιχειρήματα όσων ζητούν να καταργηθεί η θανατική ποινή.

Τα υπόλοιπα επιχειρήματα αφορούν στατιστικές ­ ο αριθμός των εγκλημάτων δεν παρουσιάζει μείωση στους τόπους όπου ισχύει η έσχατη ποινή ­ και ηθικούς προβληματισμούς ­ το κράτος πρέπει να δίνει το καλό παράδειγμα και όχι να ακολουθεί την τακτική «οφθαλμόν αντί οφθαλμού» η οποία «θα μας αφήσει όλους τυφλούς». Ο γάλλος συγγραφέας Αλμπέρ Καμύ έγραψε ότι «η ανωτάτη των ποινών είναι ο πιο προμελετημένος φόνος και δεν συγκρίνεται με καμία εγκληματική πράξη, όσο προμελετημένη και αν είναι αυτή. Γιατί, αν θέλαμε να τηρήσουμε τις αναλογίες, η θανατική ποινή θα έπρεπε να χρησιμοποιείται για να τιμωρήσουμε τους εγκληματίες που είχαν προειδοποιήσει το θύμα τους για την ημερομηνία του θανάτου του ώστε να γνωρίζει ότι από εκείνη τη στιγμή και μετά βρίσκεται στο έλεος του δολοφόνου του. Τέτοιο τέρας όμως δεν συναντάται στον κόσμο».

Ο συγγραφέας Νόρμαν Μέιλερ και ο παρουσιαστής της τηλεόρασης Φιλ Ντόναχιου έχουν προτείνει ­ ειρωνικά ­ οι εκτελέσεις να γίνονται δημοσίως ή να μεταδίδονται από την τηλεόραση έτσι ώστε αυτοί που ζητούν τη θανατική ποινή ενός εγκληματία (επηρεάζοντας συχνά την απόφαση των ενόρκων) να αντιμετωπίζουν καταπρόσωπο το αίτημά τους. «Ενώ ήμουν μάλλον υπέρ της θανατικής ποινής, όταν παρακολούθησα μια εκτέλεση έγινα κατά» λέει ο δημοσιογράφος Νίκος Γερακάρης, ο οποίος ήταν μάρτυρας στην εκτέλεση του Βασίλη Λυμπέρη, του τελευταίου ανθρώπου που εκτελέστηκε στην Ελλάδα, στις 22 Αυγούστου 1972.

Ο 27χρονος ηλεκτρολόγος Λυμπέρης ήταν ο άνθρωπος που έβαλε φωτιά στο σπίτι του καίγοντας ζωντανούς τη γυναίκα του, την πεθερά του και τα δύο παιδιά του. Η κοινή γνώμη είχε σοκαρισθεί πολύ γιατί η εκτέλεση πραγματοποιήθηκε με συνοπτικές διαδικασίες ­ βοηθούσης και της δικτατορίας ­ λίγους μόνο μήνες μετά το έγκλημα. «Ηταν 3.00 το πρωί όταν πήγαμε στις φυλακές της Αλικαρνασσού. Ο παπάς εξομολόγησε τον Λυμπέρη και ένας γιατρός τον εξέτασε, γιατί πρέπει να είσαι καλά στην υγεία σου για να σε εκτελέσουν. Μετά ξεκινήσαμε για το στρατιωτικό πεδίο βολής όπου φθάσαμε δέκα λεπτά πριν από την καθορισμένη ώρα, τα οποία μας φάνηκαν αιώνες» θυμάται ο Γερακάρης, εξηγώντας ότι, σύμφωνα με τον νόμο, ο μελλοθάνατος πρέπει πρώτα να δει την πρώτη αχτίδα του ηλίου να ανατέλλει και μετά να πεθάνει.

«Το στρατιωτικό εκτελεστικό απόσπασμα αποτελούνταν από 20χρονα παιδιά που υπηρετούσαν τη θητεία τους. Οι μισοί είχαν σφαίρες στο όπλο τους, οι άλλοι μισοί όχι. Κανένας δεν μιλούσε. Ρώτησαν τον Λυμπέρη ποια ήταν η τελευταία επιθυμία του, αυτός δεν είχε καμία. Στάθηκε όρθιος, δεν λύγισε. Ολα έγιναν αστραπιαία» λέει ο Γερακάρης. Αυτό που τον συγκλόνισε περισσότερο ήταν το ότι ο επικεφαλής του αποσπάσματος, ένας έφεδρος ανθυπολοχαγός, ο οποίος σύμφωνα με τον νόμο έπρεπε κατόπιν να δώσει τη χαριστική βολή στον Λυμπέρη με μια σφαίρα στο κεφάλι, δεν μπόρεσε να το κάνει.

«Εδωσε εντολή στον μόνιμο λοχία να δώσει αυτός τη χαριστική βολή με το περίστροφό του. Αλλά και αυτός δεν μπόρεσε. Τελικά πήρε ένα αυτόματο όπλο, γύρισε το πρόσωπό του από την άλλη μεριά και του ξέφυγαν τρεις - τέσσερις σφαίρες αντί για μία» συνεχίζει ο Γερακάρης. «Το πτώμα του Λυμπέρη μεταφέρθηκε αμέσως στο νεκροταφείο, όπου εκεί περίμενε η μητέρα του η οποία έβγαλε μια σπαρακτική κραυγή. Τότε κατάλαβα ότι ένας πρόσθετος λόγος εναντίον της θανατικής ποινής είναι το ψυχικό πλήγμα που υφίστανται οι συγγενείς των μελλοθανάτων».

Σε 95 χώρες ισχύει ακόμη

Η Ελλάδα κατήργησε επισήμως τη θανατική ποινή το 1993. Για την ιστορία, ο πρώτος που γλίτωσε το εκτελεστικό απόσπασμα και η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια ήταν ο Νίκος Κοεμτζής. Σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία, 99 χώρες έχουν καταργήσει με νόμο ή στην πράξη τη θανατική ποινή, ενώ σε 95 ισχύει ακόμη. Η Ελλάδα ήταν από τις τελευταίες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που κατήργησαν την έσχατη ποινή, ακολουθούμενη από την Ιταλία το 1994 (τελευταία εκτέλεση το 1947), την Ισπανία το 1995 (1975) και το Βέλγιο το 1996 (1950).

Παρ' ότι πρόσφατα στην Ελλάδα ακούστηκαν ορισμένες φωνές υπέρ της επαναφοράς της για εμπόρους ναρκωτικών, κάτι τέτοιο θα ήταν μάλλον ανήκουστο για τα ευρωπαϊκά, αν όχι και για τα διεθνή, δεδομένα. «Τελευταίως δύο χώρες κατά μέσον όρο καταργούν τη θανατική ποινή ετησίως» αναφέρει η Διεθνής Αμνηστία. «Μόνο τρεις την επανέφεραν. Από αυτές η μία ­ το Νεπάλ ­ την κατήργησε ξανά, ενώ στις άλλες δύο ­ Παπούα Νέα Γουινέα και Φιλιππίνες ­ ισχύει αλλά δεν έχουν πραγματοποιηθεί εκτελέσεις».

Η Ιαπωνία εφαρμόζει ένα περίεργο σύστημα το οποίο, εκ πρώτης όψεως, μπορεί να φανεί βάρβαρο: δεν ειδοποιείται ούτε ο μελλοθάνατος ούτε η οικογένειά του για την ημερομηνία και ώρα της εκτέλεσης. Απλώς μια ημέρα ανοίγει η πόρτα του κελιού και ο αδαής πρωταγωνιστής του δράματος οδηγείται στην τελευταία του κατοικία. Η πρακτική αυτή έχει κάτι το ανθρωπιστικό μέσα στη σκληρότητά της: κρατώντας κάποιον στην άγνοια για την ημέρα του θανάτου του, η Ιαπωνία διαφυλάσσει παραδόξως την ανθρώπινη υπόστασή του.

Τα κράτη που εφαρμόζουν τη θανατική ποινή προσπαθούν να κάνουν «λιγότερο οδυνηρές» τις τελευταίες στιγμές των εκτελουμένων. Η λαιμητόμος, λ.χ., ήταν η «καλύτερη» εναλλακτική πρόταση της τότε νεοσυσταθείσης Γαλλικής Δημοκρατίας για να αντικαταστήσει τον τροχό και τη φωτιά (παρεμπιπτόντως καταργήθηκε το 1981 γιατί «εκφράζει μια ολοκληρωτική σχέση ανάμεσα στον πολίτη και στο κράτος»). Η ηλεκτρική καρέκλα εισήχθη στα τέλη του περασμένου αιώνα στο αμερικανικό σωφρονιστικό σύστημα ως «ηπιότερος» τρόπος εκτέλεσης από την κρεμάλα. Ωστόσο οι κυνικότεροι και πιο ενημερωμένοι ιστορικά υπενθυμίζουν ότι ο πραγματικός λόγος της εν λόγω αλλαγής ήταν δολιότερος.

Το 1881, όταν οι περισσότεροι εκτελούμενοι των ΗΠΑ ταλαιπωρούνταν από αργό και βάρβαρο θάνατο λόγω της ανικανότητας του δημίου τους στον χειρισμό της κρεμάλας, ο οδοντίατρος Αλμπερτ Σάουθουικ είδε έναν ηλικιωμένο μέθυσο να ακουμπά κατά λάθος τους ακροδέκτες μιας γεννήτριας στο Μπάφαλο. Εντυπωσιασμένος από το πόσο γρήγορα και φαινομενικά ανώδυνα πέθανε ο άνδρας, ο Σάουθουικ περιέγραψε το περιστατικό σε γνωστό του γερουσιαστή.

Εξι χρόνια αργότερα, εν μέσω προβληματισμού για την αλλαγή της εκτελεστικής μεθόδου, οι τιμές του χαλκού εκτοξεύθηκαν στα ύψη. Το ηλεκτρικό ρεύμα τύπου DC, που προωθούσε ο εφευρέτης του ηλεκτρισμού Τόμας Εντισον και απαιτούσε χοντρά χάλκινα σύρματα, έγινε ξαφνικά πιο ασύμφορο συγκριτικά με το ανταγωνιστικό AC που είχε αναπτύξει ο Τζορτζ Γουέστινγκχαουζ. Για να επιβληθεί στην αγορά ηλεκτρικού ρεύματος, ο Εντισον προσπάθησε να αποδείξει ότι το AC δεν ήταν ασφαλές.

Προσέλαβε επιστήμονες να διασχίσουν τη χώρα κάνοντας δημόσιες επιδείξεις ηλεκτροπληξίας σκύλων, γάτων και αλόγων: με 1.000 βολτ DC ένα σκυλί ταλαιπωρείται αλλά επιζεί, με 330 βολτ AC πεθαίνει. Την 1η Ιανουαρίου 1889 τέθηκε σε εφαρμογή ο πρώτος νόμος για εκτέλεση με ηλεκτροπληξία και δύο μήνες αργότερα παραγγέλθηκαν οι πρώτες γεννήτριες για τις ηλεκτρικές καρέκλες από τον Γουέστινγκχαουζ. Την άνοιξη της ίδιας χρονιάς ο Τζόζεφ Τσάπλο ήταν ο πρώτος άνδρας που καταδικάστηκε να καθήσει στην ηλεκτρική καρέκλα επειδή είχε δηλητηριάσει τις αγελάδες ενός γείτονά του. Τελικά η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια και έτσι ο πρώτος που εκτελέστηκε με ηλεκτροπληξία ήταν ο δολοφόνος Γουίλιαμ Κέμλερ, στις 6 Αυγούστου 1890 στη Νέα Υόρκη.

«Καλύτερα να τον είχαν σκοτώσει με τσεκούρι» ήταν το σχόλιο του Γουέστινγκχαουζ, το οποίο επισκιάστηκε από σχόλια του τύπου «από σήμερα ζούμε σε έναν ανώτερο πολιτισμό» των παρευρισκομένων. Ως το 1910, 20 αμερικανικές πολιτείες είχαν υιοθετήσει την ηλεκτρική καρέκλα. Εκτοτε πάμπολλα περιστατικά έχουν αποδείξει την αγριότητα της μεθόδου. Στις 25 του περασμένου Μαρτίου, λ.χ., με την πρώτη ηλεκτρική εκκένωση γαλάζιες και πορτοκαλί φλόγες ύψους 30 εκατοστών άρχισαν να πετάγονται από το κεφάλι του Πέντρο Μεντίνα, ενώ ο εκτελεστικός θάλαμος μύρισε καμένη σάρκα.

Ο «ανώδυνος» τρόπος εκτέλεσης

Η θανατηφόρος ένεση υιοθετήθηκε το 1982 ως πιο «ανώδυνος» τρόπος εκτέλεσης, σαν μια συνηθισμένη ιατρική διαδικασία: λίγες ώρες πριν από το μεγάλο ραντεβού, προσφέρεται στον μελλοθάνατο μια ηρεμιστική ένεση την οποία σπανίως αρνείται· στον θάλαμο της εκτέλεσης, του χορηγείται πρώτα μία δόση sodium pentothal που προκαλεί απώλεια των αισθήσεων, κατόπιν μία pancuronium bromide που σταματά την αναπνοή και, τέλος, μία potassium chloride που ακινητοποιεί την καρδιά. Ωστόσο σκηνές αγωνίας έχουν καταγραφεί και με αυτή τη μέθοδο. Σωληνάκια και βελόνες έχουν φύγει από τη θέση τους, ενώ, αν πρόκειται για ηρωινομανείς μελλοθανάτους, έχει περάσει πολύς και αγωνιώδης χρόνος ώσπου να βρεθεί φλέβα. Ο Αμερικανικός Ιατρικός Σύλλογος θεωρεί ανήθικο τα μέλη του να συμμετέχουν σε τέτοιου είδους διαδικασίες, έτσι τον ρόλο του νοσοκόμου αναλαμβάνει συχνά ένας ελλιπώς εκπαιδευμένος υπάλληλος των φυλακών.

Πιο σκληρή όμως από οποιαδήποτε απεγνωσμένη προσπάθεια εύρεσης φλέβας ήταν η άρνηση ικανοποίησης της τελευταίας επιθυμίας τού Λάρι Γουέιν Γουάιτ, ο οποίος εκτελέστηκε ­ με θανατηφόρο ένεση ­ στις 22 του περασμένου Μαΐου. Αφού έφαγε το παραδοσιακά λουκούλλειο γεύμα των μελλοθανάτων ­ τηγανητές γαρίδες, μπριζόλα, φιλέτο ψαριού, πατάτες τηγανητές, δύο αβγά και κόκα κόλα ­ τον οδήγησαν στον θάλαμο της εκτέλεσης όπου εκδήλωσε την επιθυμία να καπνίσει ένα τελευταίο τσιγάρο. Η απάντηση των αρχών της φυλακής ήταν αρνητική γιατί στον χώρο απαγορεύεται το κάπνισμα ­ και δεν γίνεται καμία απολύτως εξαίρεση.

Οι εκτελεσθέντες όμως έχουν συχνά το «προνόμιο» να μένουν αθάνατες οι τελευταίες φράσεις τους. Αυτές κυμαίνονται από ειρωνικές ­ «Εύχομαι σε όλους μια καλή ζωή», Τζερόμ Μπάτλερ, 21 Απριλίου 1990 ­ ως απολογητικές ­ «Λυπάμαι για ό,τι έκανα. Μου αξίζει αυτό. Ελπίζω ο Χριστός να με συγχωρήσει. Τρέμω ολόκληρος», Τζέφρι Μπάρνι, 16 Απριλίου 1986 ­ και ανατριχιαστικές ­ «Ακόμη επιμένω ότι είμαι αθώος. Αυτό μονάχα έχω να πω», Τζόνι Αντερσον, 17 Μαΐου 1990. Τουλάχιστον 16 αθώοι έχουν εκτελεσθεί από το 1976 ως σήμερα.

«Όσο προσεκτικά και αν είναι τα δικαστήρια, υφίσταται η πιθανότητα ψευδορκίας, ειλικρινούς αλλά λανθασμένης μαρτυρίας ή ανθρώπινου λάθους. Δεν υπάρχει τρόπος να μάθουμε πόσοι αθώοι έχουν εκτελεσθεί, αλλά μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι υπήρξαν μερικοί» είπε δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ.

«Κυριαρχεί η αίσθηση ότι στην πτέρυγα των μελλοθανάτων βρίσκονται ζώα που θα έπρεπε να είχαν κλειστεί σε κλουβί και εκτελεστεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Αλλά οι περισσότεροι είναι κανονικοί άνθρωποι. Υπάρχουν βεβαίως και ορισμένοι που θα έκαναν τον Χάνιμπαλ Λέκτερ να φαντάζει καλός» λέει ο μελλοθάνατος Ντιν Κάρτερ, ο οποίος κρατείται στις φυλακές του Σαν Κουέντιν και έχει στήσει «σελίδα» στο Internet για να δώσει στον κόσμο μια όψη της ποινής του θανάτου από την πλευρά του καταδικασμένου. «Υπάρχουν άνθρωποι εδώ μέσα που αυτοκτονούν, άλλοι που χάνουν σιγά σιγά τα λογικά τους... Οταν ακούω πολιτικούς να υπόσχονται σκληρότερο σωφρονιστικό σύστημα, κουνάω το κεφάλι μου κατάπληκτος».

Γιατί η θανατική ποινή είναι γενικώς ένα αδιέξοδο: αν εκτελούνται όσοι βρίσκονται στη φυλακή για φόνο (100.000 μόνο στις ΗΠΑ), τα κράτη θα μετατραπούν σε εφιαλτικές κολάσεις τού «οφθαλμόν αντί οφθαλμού»· αν πάλι εκτελούνται μόνο ορισμένοι δολοφόνοι, ποιος μπορεί να εγγυηθεί την ορθότητα της επιλογής;

Πανάκεια ή εφιάλτης η θανατική ποινή;

Ηλίας Ν. Ηλιακόπουλος, εφ. Το Βήμα, 25/1/1998

Η αυξανόμενη εγκληματικότητα στους κόλπους της δικής μας κοινωνίας αλλά και των άλλων «πολιτισμένων» κοινωνιών έφερε πάλι στο προσκήνιο το ζήτημα της επαναφοράς της θανατικής ποινής, μετά την πρόταση σημαντικής μερίδας βουλευτών. Τα επιχειρήματα πολλά, από τους υποστηρικτές και της μιας και της άλλης άποψης. Πειστικά και τα μεν και τα δε, δεν μπορούν με την πρώτη ματιά να δημιουργήσουν σε κανέναν την αίσθηση ότι τα υπέρ υπερέχουν από εκείνα που είναι κατά της θανατικής ποινής.

Ανεξάρτητα από το ποια άποψη θα ασπαστεί ο καθένας μας στη δική του συνείδηση, το πρόβλημα που υπάρχει πίσω από το ζωηρά αμφισβητούμενο αυτό θέμα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με εκείνο της πρόληψης και της καταστολής. Με άλλα λόγια η κοινωνία μας τι θα πρέπει άραγε να προκρίνει; Μηχανισμούς που θα προλαμβάνουν το έγκλημα και κατ' επέκταση και το στυγερό έγκλημα προτού το κακό φθάσει στη ρίζα ή μηχανισμούς που θα οδηγούν στην καταστολή, στην τιμωρία και στον κολασμό των ενόχων, οπότε τότε θα μπορεί κανείς να μιλήσει ακόμη και για το ακραίο όριο της ποινής: τη θανατική.

Φυσικά η πρώτη επιλογή προϋποθέτει κοινωνίες με μεγάλο πολιτιστικό, πολιτισμικό και ιδεολογικό επίπεδο με άριστα λειτουργούντες μηχανισμούς πρόληψης (π.χ. κοινωνικές υπηρεσίες, κέντρα εύρεσης εργασίας, κοινωνικούς λειτουργούς όχι μόνο κατ' όνομα, ψυχιάτρους κλπ.). Που δυστυχώς δεν μπορεί να υπερηφανευτεί ότι διαθέτει η δική μας κοινωνία!

Έτσι μοιραία οδηγούμεθα στη δεύτερη επιλογή ­κακά τα ψέματα­, δηλαδή στους μηχανισμούς της καταστολής. Που επιδιώκουν να σωφρονίσουν μα συνάμα να «εξοντώσουν» τον εγκληματία. Αυτόν που στον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο έρχεται σε αντίθεση με τα κοινωνικά αγαθά που προστατεύει και ποινικοποιεί η συγκεκριμένη κοινωνία μέσω της έννομης τάξης της.

Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό είναι πολύ αμφίβολο αν η κοινωνία που δεν είναι ικανή να παράγει εκείνους τους κατάλληλους μηχανισμούς πρόληψης του εγκλήματος νομιμοποιείται να φθάνει στο έσχατο μέσο της ποινικής καταστολής: στη θανατική καταδίκη. Αφαιρώντας με «ατελή» μηχανισμό καταστολής το υπέρτατο αγαθό: την ανθρώπινη ζωή! Γιατί και ο «άγιος» και ο «δολοφόνος» έχουν δικαίωμα εξίσου στη ζωή, αλλιώς παζαρεύουμε την αξία της ζωής! (Βλ. Κ. Παπαϊωάννου, Ας τελειώνουμε με τη θανατική ποινή, «Το Βήμα», σελ. Α20, 7.12.97).

Δεν μπορεί η κοινωνία μας να βρει διέξοδο για νομιμοποίηση της θανατικής ποινής μέσα από κανάλια αόριστων εννοιών του τύπου «στυγερός εγκληματίας» (βλ. επιχειρήματα υπέρ θανατικής ποινής σε Θ. Π. Λιανού - Εξηγήσεις και παρεξηγήσεις για τη θανατική ποινή, «Το Βήμα», σελ. Α15, 14.12.97). Γιατί αν το κάνει αυτό, τότε πέφτει στην παγίδα ενός κόσμου εκδίκησης, που μας έχουν φτιάξει δυστυχώς (!) τα αδηφάγα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (ΜΜΕ) ­ιδιαίτερα τα τηλεοπτικά­ καθώς και τα επονομαζόμενα realitys shows, αμφίβολης προσφοράς και συνταγματικότητας! (...)

Γιατί το δικαίωμα για τη ζωή δεν μπορεί να το αφαιρέσει η κοινωνία μας ούτε από τον «στυγερό εγκληματία». Αλλιώς θα ερχόταν σε αντίθεση με το Σύνταγμα (Άρθρο 2 παρ. 1 Σ): «Η αξία της ανθρώπινης ζωής είναι πρωταρχική υποχρέωση του κράτους», θα ερχόταν σε αντίθεση με τον σκοπό της ποινής, που είναι ο σωφρονισμός και όχι η εκδίκηση. Και τέλος σε αντίθεση με τη διαρκή μεταφυσική αγωνία, που υπάρχει σε όλες τις θανατικές καταδίκες. Αυτή της «δικαστικής πλάνης» και δυστυχώς έχουν ως τώρα υπάρξει πολλές περιπτώσεις όπου θανατώθηκαν αθώοι. Τότε όμως πια η επανόρθωση του λάθους είναι παντελώς αδύνατη!

Ας φροντίσει η κοινωνία και οι μηχανισμοί της τα ισόβια να είναι πραγματικά ισόβια! Μπορεί να βρεθούν οι μηχανισμοί, έτσι ώστε να μη χαλαρώνουν με την πάροδο του χρόνου, για να γίνονται τα τούνελ εξόδου των στυγερών εγκληματιών ύστερα από μερικά χρόνια φυλακή, στην αυτοκτονούσα κοινωνία μας. (...)

Ο κ. Ηλίας Ν. Ηλιακόπουλος είναι Δικηγόρος, Διδάκτωρ Νομικής του Πανεπιστημίου του Φράιμπουργκ.

Καταδίκη της θανατικής ποινής

Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου, εφ. Το Βήμα, 18/1/1998

Το θέμα της θανατικής ποινής επανήλθε προσφάτως στην επικαιρότητα προκαλώντας και πάλι αντικρουόμενες απόψεις και οξείες αντιπαραθέσεις. Άλλωστε είναι ένα ζήτημα το οποίο κάθε κοινωνία, κάθε χώρα προσεγγίζει και αντιμετωπίζει με τελείως διαφορετικό τρόπο. Στο πλαίσιο της συζήτησης που διεξάγεται «Το Βήμα» δημοσιεύει σήμερα την άποψη του καθηγητή κ. Κ. Παπαγεωργίου.

Ο δικαϊκός μας πολιτισμός έχει στιγματίσει ηθικά και απαρνηθεί θεσμικά τα βασανιστήρια ως μέθοδο ανάκρισης υπόπτων και σωφρονισμού ενόχων. Η συνειδητή αυτή επιλογή απορρέει από την αναγνώριση της αξιοπρέπειας του ανθρώπου ως θεμελιώδους αξίας. Λέμε και παραδεχόμαστε ότι όσο σπουδαίο και αν είναι το όφελος που θα προέκυπτε ενδεχομένως από τη νομιμοποίηση της πρακτικής των βασανιστηρίων σε ορισμένες περιπτώσεις, η επιλογή αυτή δεν μπορεί να γίνει σε καμία περίπτωση αποδεκτή υπό το φως των παραδεδεγμένων από την κοινωνία και από την έννομη τάξη αξιών. Η θέση αυτή δεν είναι αυθαίρετη, αλλά στηρίζεται στο Σύνταγμά μας και στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τις θεμελιώδεις του παραδοχές. Και ο τρόπος με τον οποίο «διαβάζουμε» τον θεμελιώδη χάρτη της χώρας δεν μπορεί επίσης να είναι αυθαίρετος αλλά ρυθμίζεται και αυτός από το έλλογο αίτημα για την καλύτερη δυνατή εναρμόνιση των κεντρικών μας αντιλήψεων γύρω από τον άνθρωπο και την κοινωνία, την ελευθερία και τη δημοκρατία. Μια δημοκρατική πολιτεία που θα συμβιβαζόταν με μια πρακτική βασανιστηρίων θα πρόδιδε σε τελευταία ανάλυση και τον ίδιο της τον εαυτό.

Κανείς από μας (ή σχεδόν κανείς) δεν θα δεχόταν ότι ο βασανισμός ενός ανθρώπου, ακόμη και του πιο στυγερού δολοφόνου ή ενός πωρωμένου εμπόρου ναρκωτικών, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί ηθικά ως νόμιμο μέσο για την επίτευξη ενός επιθυμητού σκοπού, όπως για παράδειγμα η ομολογία του δράστη ή η αποκάλυψη ενός μεγάλου κυκλώματος διακίνησης ναρκωτικών. Και αν η προοπτική επίτευξης ενός επιθυμητού αποτελέσματος μοιάζει να κατεβάζει κάπως το επίπεδο της ανοχής μας προς μια τέτοια ηθική παρασπονδία, η υποβολή ενός υπόπτου ή και ενόχου σε βασανιστήρια για λόγους εκδίκησης και μόνον θα προσέκρουε, στον βαθμό που θα γινόταν γνωστή, σε καθολική αντίδραση. Μια τέτοια πράξη είναι και τη θεωρούμε βάρβαρη. Τι είναι λοιπόν αυτό που διαφοροποιεί την κρίση μας ως προς τη θανατική ποινή;

Θα περίμενε κανείς ότι ένας θεσμός που προβλέπει τη δυνατότητα αφαίρεσης από μέρους της πολιτείας του βασικότερου αγαθού που διαθέτει ο άνθρωπος θα ήταν σε θέση να προσαγάγει ισχυρότατα επιχειρήματα που να μας δείχνουν ότι ο θεσμός αυτός έχει ένα ορθολογικό νόημα και δεν προσβάλλει ανυπόφορα τις παραδεδεγμένες αξίες της πολιτείας μας. Το «βάρος της αποδείξεως» βρίσκεται με άλλα λόγια σε εκείνους που θέλουν να επαναφέρουν τη θανατική ποινή, γιατί όποιος υποστηρίζει μια πρακτική ή έναν θεσμό που πλήττει θεμελιώδεις αξίες ή δικαιώματα έχει την υποχρέωση να συνδέσει τη θέση του αυτή με κάποιους ικανοποιητικούς νομιμοποιητικούς λόγους.

Η σημασία της στατιστικής

Για την υποστήριξη της θανατικής ποινής θα μπορούσε κανείς να αναζητήσει τέτοιους λόγους σε δύο κατευθύνσεις. Υπόθεση Α: Η απειλή και εφαρμογή της ποινής του θανάτου για ορισμένα βαρύτατα αδικήματα μειώνει το ποσοστό διάπραξης των αδικημάτων αυτών. Υπόθεση Β: Ορισμένα εγκλήματα είναι τόσο στυγερά και προδίδουν τέτοια ηθική πώρωση, ώστε η μόνη αντιμετώπιση που αξίζει να έχουν οι δράστες τους είναι η ποινή του θανάτου. Πόσο ευσταθούν όμως οι δύο αυτές υποθέσεις;

Όσοι υποστηρίζουν την ποινή του θανάτου έχουν την τάση να αποδίδουν στους πολέμιούς της έναν εξωπραγματικό ουμανισμό, δηλαδή καλοσύνη και αφέλεια, ενώ για τους εαυτούς τους επιφυλάσσουν την ιδιότητα του ρεαλιστή ή του πραγματιστή. Μπορεί όμως η πραγματικότητα να μιλήσει από μόνη της και αν ναι, τι θα μας πει στα αλήθεια; Πρώτα από όλα, ότι τα στατιστικά δεδομένα είναι άχρηστα και στερούνται νοήματος δίχως την υποστήριξη θεμελιωδών αξιολογήσεων. Αν, για παράδειγμα, δεχθούμε ένα στατιστικό δεδομένο που μας λέει ότι ένας στους 100 δολοφόνους που θα αποφυλακιστούν θα επαναλάβει κάποια στιγμή την πράξη του, τότε ποιο θα πρέπει να είναι το συμπέρασμά μας; Ένα σύνηθες εδώ επιχείρημα είναι ότι η ζωή αθώων πολιτών πρέπει να έχει άμεση προτεραιότητα και ότι η ανάγκη προστασίας τους νομιμοποιεί τη χρήση οποιουδήποτε μέσου κρίνεται αναγκαίο για τη διασφάλιση αυτού του σκοπού συμπεριλαμβανομένης και της θανατικής ποινής. Στο παράδειγμά μας όμως κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι η ζωή ενός αθώου θύματος βαραίνει περισσότερο από τη ζωή των 99 υπόδικων που δεν επρόκειτο να υποτροπιάσουν μετά την έκτιση της ποινής τους. Η στάθμιση δεν είναι καθόλου αυτονόητη.

Αλλά και πέρα από αυτό τα στατιστικά δεδομένα δεν μπορούν να μας πουν και πολλά πράγματα. Οι αριθμοί που μας λένε ότι το τάδε έγκλημα μειώθηκε ή αυξήθηκε σε μια ορισμένη χρονική περίοδο κατά την οποία ίσχυσε ή δεν ίσχυσε η θανατική ποινή χρησιμεύουν μόνο στο να κερδίζουμε τις εντυπώσεις. Γιατί απλούστατα ποτέ δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με ακρίβεια όλους τους παράγοντες που πιθανόν να συνέπραξαν στην αύξηση ή μείωση της εγκληματικής συμπεριφοράς. Μπορεί να θέλουμε να διαπιστώσουμε πώς αντιδρά μια κοινωνία διαχρονικά απέναντι στην υιοθέτηση ή κατάργηση ενός θεσμού, η κοινωνία όμως μπορεί να μην είναι πια η ίδια. Οσοι όμως εμμένουν στη στατιστική αξίζει να λάβουν υπόψη τους την περίπτωση της Νέας Ζηλανδίας. Στη χώρα αυτή ίσχυσε η θανατική ποινή από το 1924 ως το 1962, ύστερα καταργήθηκε, για να επανέλθει και να ξανακαταργηθεί διαδοχικά. Στο διάστημα αυτό παρατηρούνται μεταπτώσεις στους αριθμούς των ανθρωποκτονιών, οι μεταπτώσεις όμως αυτές δεν παρουσιάζουν την παραμικρή συνάφεια με το αν ίσχυε ή όχι η θανατική ποινή.

Η απροσδιοριστία των δεδομένων παρέχει πολλούς ακόμη λόγους που θα έπρεπε να μας κάνουν εξαιρετικά δύσπιστους απέναντι στην υπόθεση Α. Τι μας κάνει να πιστεύουμε ότι τα ισόβια δεν εκφοβίζουν αρκετά και γιατί άραγε η απειλή του θανάτου εκφοβίζει περισσότερο τον επίδοξο εγκληματία ως προς τη διάπραξη ενός εγκλήματος; Είναι βέβαια αμφίβολο σε ποιο βαθμό σταθμίζει ορθολογικά τα υπέρ και τα κατά ένας φονιάς. Αν όμως υποθέσουμε ότι διαθέτει ένα ελάχιστο ποσοστό ορθολογικότητας, τότε αυτό που θα βαραίνει σε τελευταία ανάλυση στην απόφασή του είναι η πιθανότητα σύλληψής του. Οσο λιγότερες πιθανότητες έχουμε να μας συμβεί κάποιο κακό κατά την επιδίωξη ενός ιδιαίτερα επιθυμητού σκοπού, τόσο μικρότερη σημασία έχει για μας πόσο σοβαρό θα είναι το κακό που θα πάθουμε.

Η απροσδιοριστία αυτή υπαινίσσεται ότι στην αξιολόγηση του θεσμού της θανατικής ποινής τον τελευταίο λόγο έχουν επιχειρήματα που συνδέονται με αξίες ή δικαιώματα. Πόσο πειστικά είναι τα επιχειρήματα που προσκομίζουν εδώ οι υποστηρικτές της θανατικής ποινής; Οπως είδαμε πιο πάνω, στο παράδειγμα του κινδύνου υποτροπής ενός δολοφόνου, η υποστήριξη της θανατικής ποινής υιοθετεί μια υπό το φως των παραδεδεγμένων μας αξιολογήσεων τελείως μη ρεαλιστική εκδοχή. Το να προτιμούμε να πεθάνουν 99 (αθώοι ως προς τον κίνδυνο) κατάδικοι για να σωθεί ένας αθώος πολίτης είναι ανάλογα τερατώδες (αν όχι χειρότερο) με το να δεχόμαστε να σκοτώσουμε έναν άνθρωπο για να μοιράσουμε τα ζωτικά του όργανα και να δώσουμε ζωή σε περισσοτέρους. Η ζωή επιφυλάσσει δυσάρεστες εκπλήξεις, αλλά και μοιραίες συνέπειες για όλους μας. Το ενδιαφέρον και η υποχρέωση της πολιτείας να τις προλάβει οριοθετείται από μια αντίληψη κοινής ωφέλειας καθώς και τα δικαιώματα τρίτων. Η πρόληψη των τροχαίων ατυχημάτων δεν μπορεί να φτάσει μέχρι του σημείου να απαγορεύσουμε την κυκλοφορία των αυτοκινήτων. Το ίδιο ισχύει και για την πρόληψη σοβαρών εγκλημάτων.

Η «αρχή της ανταπόδοσης»

Μήπως όμως αυτοί που υποστηρίζουν την ποινή του θανάτου εννοούν κάτι διαφορετικό; Είναι χαρακτηριστικό ότι η ανάπτυξη των επιχειρημάτων τους (υπόθεση Β) έχει ως αφετηρία τη διαπίστωση φρικτών εγκλημάτων και στυγερών δολοφόνων. Και οι δύο κατηγορίες είναι αναμφίβολα υπαρκτές και δικαίως μας ταράζουν. Αν όμως δεν μπορούμε να καταδείξουμε μια ωφέλεια για την κοινωνία και τα δικαιώματα τρίτων, τότε τι είναι αυτό που μας νομιμοποιεί στο να πιστεύουμε ότι ακόμη και οι αθλιότεροι και ειδεχθέστεροι δολοφόνοι αξίζουν τον θάνατο; Οσο και αν προσπαθήσουμε (και πολλοί μεγάλοι φιλόσοφοι πράγματι το επιχείρησαν) να θεμελιώσουμε μια «αρχή της ανταπόδοσης» δεν θα καταφέρουμε τίποτε περισσότερο από αμήχανες ταυτολογίες. Το «κακό», η αδικία, το έγκλημα, η βαθιά ανηθικότητα μπορεί να προκαλούν δικαιολογημένη αποστροφή και να ερεθίζουν τα εκδικητικά μας αντανακλαστικά, δεν νομιμοποιούν όμως ηθικά την ανταπόδοση. Βέβαια κάποιοι θα πουν ότι η κοινωνία έχει ανάγκη να ικανοποιήσει τα εκδικητικά της ένστικτα. Αυτό όμως είναι μια εμπειρική υπόθεση που πρέπει να καταδειχθεί και που φυσικά πάλι ανοίγει το κεφάλαιο των αξιών στις οποίες πιστεύουμε. Θέλουμε αλήθεια να ανακουφίσουμε την κοινωνία εθίζοντάς την στο να ρίχνει αλάτι στις πληγές της; Δεν καταλαβαίνουμε ότι η θανατική ποινή όχι μόνο δεν παραδειγματίζει, αλλά αποτελεί συνάμα μια αίσχιστη μορφή συλλογικής διαπαιδαγώγησης;

Ο δικαϊκός μας πολιτισμός έχει καταδικάσει τα βασανιστήρια ως κρατική πρακτική όσο καλό σκοπό και αν εξυπηρετούν. Η καταδίκη αυτή είναι βαθύτατα συμβολική και σηματοδοτεί, πιστεύω, την είσοδο σε ένα ανώτερο στάδιο συλλογικής ηθικής ωρίμανσης, τουλάχιστον ως προς αυτό και μόνο αυτό το σημείο (δεν αποκλείεται σε άλλα σημεία η ηθική μας συνείδηση να παρουσιάζει κάμψη). Είναι σπουδαίο ότι έχουμε μάθει να θεωρούμε βαρύτατη ηθική προσβολή τη χειραγώγηση ανθρώπινων όντων μέσω της σκόπιμης πρόκλησης έντονου και διαρκούς πόνου. Είναι καιρός να δούμε ότι και η θανατική ποινή είναι εξίσου κακός τρόπος χειρισμού και αντιμετώπισης ανθρώπινων όντων. Επιβάλλοντας μια πολιτεία τη θανατική ποινή μεταχειρίζεται ανθρώπινα όντα ως πράγματα προτού τα καταστήσει πράγματα μια για πάντα.

Ο κ. Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου είναι επίκουρος καθηγητής της Φιλοσοφίας του Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ας τελειώνουμε με τη θανατική ποινή

Κ. Παπαϊωάννου, εφ. Το Βήμα, 7/12/1997

Η πρόταση των βουλευτών περί επαναφοράς της ποινής του θανάτου έφερε πάλι στη δημοσιότητα ένα θέμα που πιστεύαμε πως είχε θέση μόνο στα παράθυρα των τηλεοπτικών καναλιών, που επιδιώκουν να συνδυάσουν στυγερά εγκλήματα με υψηλή τηλεθέαση. Εντούτοις, αυτός ο διάλογος ενδεχομένως παρουσιάζει ενδιαφέρον, αν κρίνει κανείς και από το άρθρο του κ. Θ. Π. Λιανού στο «Βήμα» της 30ής Νοεμβρίου. Το άρθρο αυτό τελείωνε με τη φράση «θα ήθελα κάποιος που υποστηρίζει τη μη επαναφορά να εξηγήσει γιατί η κοινωνία μας πρέπει να σέβεται τη ζωή στυγερών φονιάδων».

Το ερώτημα αυτό βρίσκεται στην καρδιά του προβληματισμού για τη θανατική ποινή. Υπάρχουν κοινωνίες που σέβονται την ανθρώπινη ζωή και άλλες που την περιφρονούν. Κατά πάσα πιθανότητα όλοι μας επιλέγουμε τις πρώτες. Η θεώρηση όμως της ανθρώπινης ζωής ως υπέρτατης αξίας δεν μπορεί παρά να αφορά εξίσου τον άγιο και τον δολοφόνο, ειδάλλως ήδη παζαρεύουμε την αξία της ζωής. Αν δεχόμαστε πως το δικαίωμα στη ζωή είναι το ύψιστο δικαίωμα, τότε πώς θα επιτρέψουμε σε οποιαδήποτε κοινωνία να εξαιρέσει από αυτό τους δολοφόνους; Μήπως θα πρέπει να επανεξετάσουμε και το 2ο άρθρο του Συντάγματός μας, που θεωρεί καθήκον της πολιτείας τον σεβασμό και την προστασία της αξίας του ανθρώπου;

Ο αντίλογος που ακούγεται συχνά είναι πως δεν έχουμε καμία υποχρέωση να σεβαστούμε τη ζωή κάποιου που δεν σέβεται άλλες ζωές. Συνειδητοποιούν άραγε όσοι το λένε ότι ουσιαστικά προτρέπουν μια ολόκληρη κοινωνία να εξισωθεί με τον χειρότερο εγκληματία, να δράσει με τα δικά του κριτήρια περί σημαντικού και ασήμαντου; Συνειδητοποιούν ότι περιγράφουν μορφές κοινωνικής οργάνωσης από τις οποίες η ανθρωπότητα προσπαθεί να ξεφύγει;

Εξάλλου, πειστικό ακούγεται, μέσα στη διέγερση του θυμικού που προκαλεί, και το υποθετικό ερώτημα: τι θα έκανες όμως αν κάποιος σκότωνε την οικογένειά σου; Η απάντηση είναι απλή, αρκεί να διατηρούμε την απαραίτητη ψυχραιμία για να θυμόμαστε δύο αυτονόητα στοιχεία.

Πρώτον, ότι η διάθεση αυτοδικίας που μπορεί να θολώσει το μυαλό κάποιου δεν μπορεί να προβάλλεται ως πρότυπο απονομής δικαιοσύνης. Δεύτερον, ότι οι έννοιες ποινή και εκδίκηση απέχουν πολύ μεταξύ τους και είναι κοινός τόπος πως μια σύγχρονη κοινωνία δεν μπορεί να εκδικείται. Αν θυμόμαστε αυτά τα στοιχεία, είναι προφανές πως δεν έχει καμία σημασία η απάντηση στο «εντυπωσιακό» αυτό ερώτημα διότι είναι άσχετη με τη θανατική ποινή.

Επιπλέον, οφείλει κανείς να εξετάσει και ορισμένες πιο πρακτικές πλευρές της θανατικής ποινής, όπως αυτή της ενδεχόμενης πλάνης. Στις ΗΠΑ έχουν καταδικαστεί σε θάνατο τουλάχιστον 350 αποδεδειγμένα αθώοι και τουλάχιστον 23 έχουν εκτελεστεί. Οι άνθρωποι αυτοί έπεσαν θύματα «νόμιμης» δολοφονίας από την πλευρά του κράτους. Κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει το γεγονός ότι η θανατική ποινή είναι η μόνη που δεν επανορθώνεται και δεν υπάρχει τρόπος να αποκλειστεί το ενδεχόμενο λάθους.

Στο άρθρο του κ. Λιανού αναφέρεται επίσης πως «έχει αποδειχτεί ότι δολοφόνοι που δεν εκτελέστηκαν μετά την καταδίκη τους, επανέλαβαν το έγκλημα μέσα τη φυλακή ή έξω». Χωρίς να αποκλείει κανείς αυτό το ενδεχόμενο, είναι εντούτοις υπερβολική η γενίκευση με τον τρόπο που διατυπώνεται και προφανέστερα απέχει πάρα πολύ από την πραγματικότητα.

Τελικά ας δούμε και το ισχυρότερο επιχείρημα υπέρ της θανατικής ποινής, όπως τουλάχιστον διατυπώνεται από τους υποστηρικτές της: η θανατική ποινή καταπολεμά την εγκληματικότητα. Ξεχνούν βέβαια πως αυτό δεν έχει αποδειχτεί σε καμία απολύτως αξιόπιστη μελέτη. Αντίθετα, οι κυβερνήσεις που κατ' εξοχήν χάνουν τη μάχη με την εγκληματικότητα καταφεύγουν στην εύκολη λύση της θανατικής ποινής (π.χ. Κίνα, ΗΠΑ, Ρωσία). Ο ΟΗΕ διαπίστωσε επισήμως το 1988 την αποτυχία όσων μελετών προσπάθησαν να αποδείξουν πως οι εκτελέσεις είναι πιο αποτρεπτικές από τα ισόβια δεσμά. Σε καμία χώρα δεν πιστοποιήθηκε σχέση ανάμεσα στη θανατική ποινή και στη μείωση της εγκληματικότητας.

Θα μπορούσαμε πολλά να πούμε για τη ρατσιστική χρήση της ποινής αυτής εις βάρος μειονοτήτων και ασθενέστερων τάξεων, για τις εκτελέσεις ανήλικων παραβατών, για το μαρτύριο ανθρώπων επί ώρες στην ηλεκτρική καρέκλα. Κυρίως όμως δηλώνουμε ότι επιθυμούμε ένα κράτος που δεν θα παραβιάζει την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και μια σειρά άλλους διεθνείς κανόνες. Αισθανόμαστε περισσότερο άνθρωποι όσο απομακρύνεται το 1972, όταν ήχησε τελευταία φορά το εκτελεστικό απόσπασμα στην Ελλάδα.

Για όλους αυτούς τους λόγους η Διεθνής Αμνηστία ζήτησε επισήμως από την Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος να προβλέψει τη συνταγματική κατάργηση της ποινής του θανάτου.

Απαντώντας και πάλι στο ερώτημα με το οποίο ξεκίνησε αυτό το κείμενο: δεν μπορεί μια κοινωνία να σκοτώνει ανθρώπους για να τους δείξει ότι είναι κακό να σκοτώνουν.

Ο κ. Κωστής Παπαϊωάννου είναι πρόεδρος του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας.

Περί της θανατικής ποινής

Θ.Π. Λιανός, εφ. Το Βήμα, 30/11/1997

Εξήντα ένα μέλη του εθνικού μας Κοινοβουλίου κατέθεσαν πρόταση επαναφοράς της θανατικής ποινής. Παράλληλα άρχισε και η επιχειρηματολογία για τα υπέρ και τα κατά της επαναφοράς της θανατικής ποινής. Πριν από δύο χρόνια περίπου, στις 4 Φεβρουαρίου 1996, είχα γράψει στο «Βήμα» ένα άρθρο όπου υποστήριζα, έστω και με κάποιες επιφυλάξεις, την επαναφορά της θανατικής ποινής. Σήμερα πολλοί άνθρωποι έχουν την ίδια άποψη και μάλιστα χωρίς επιφυλάξεις, όπως φαίνεται.

Εν όψει των συζητήσεων που θα ακολουθήσουν είναι σκόπιμο να κάνουμε μια ανακεφαλαίωση των επιχειρημάτων στον βαθμό που αυτό είναι εφικτό στον περιορισμένο χώρο αυτού του άρθρου. Τα κύρια επιχειρήματα υπέρ της επαναφοράς της θανατικής ποινής είναι τα εξής:

Πρώτον, η επιβολή και εκτέλεση της θανατικής ποινής θα έχει αποτρεπτικές συνέπειες. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα σταματήσουν οι δολοφονίες, αλλά είναι αναμενόμενο ότι θα μειωθούν. Υποστηρίζεται ότι οι δολοφονίες αστυνομικών στις ΗΠΑ είναι ελάχιστες διότι είναι βέβαιο ότι ο δολοφόνος αστυνομικού στις ΗΠΑ, σίγουρα και σύντομα, θα βράζει στα καζάνια της κόλασης, είτε καταδικαστεί από δικαστήριο είτε όχι. Επίσης σε πρόσφατο άρθρο του στα «Νέα» (21.11.1997) ο καθ. Α. Λοβέρδος αναφέρει ότι στη Γαλλία, στο διάστημα 1970-1980, προ της κατάργησης της θανατικής ποινής έγιναν πέντε δολοφονίες ανηλίκων, ενώ μετά την κατάργηση, στο διάστημα 1984-1993, οι δολοφονίες ανηλίκων αυξήθηκαν σε 84, δηλ. αυξήθηκαν κατά δεκαεφτά φορές!

Δεύτερον, έχει αποδειχθεί ότι δολοφόνοι που δεν εκτελέστηκαν μετά την καταδίκη τους, επανέλαβαν το έγκλημα μέσα στη φυλακή ή έξω. Είναι γνωστή περίπτωση του Τζακ Αμποτ, συγγραφέα του έργου In the Belly of the Beast και δολοφόνου δύο ανθρώπων, του δεύτερου δύο εβδομάδες μετά την έξοδό του από τη φυλακή όπου είχε εγκλεισθεί για τον πρώτο φόνο.

Τρίτον, η ποινή δεν επιβάλλεται μόνο για να αποτρέψει την επανάληψη της πράξης, αλλά ταυτόχρονα για να αποδοθεί δικαιοσύνη και να αποκατασταθεί η ισορροπία στην ψυχή όσων υπέφεραν από το έγκλημα. Σε πολλές περιπτώσεις μόνο η θανατική ποινή μπορεί να αποδώσει δικαιοσύνη. Οποιος ενδιαφέρεται για μια αριστουργηματική διατύπωση αυτού του επιχειρήματος, ας φροντίσει να δει την ταινία του Μπέργκμαν «Η Πηγή των Παρθένων» όπου ο πατέρας εκτελεί τους δύο βιαστές και δολοφόνους της νεαρής κόρης του.

Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν δύο σοβαρά επιχειρήματα για την κατάργηση της θανατικής ποινής, γενικά, και συνεπώς τη μη επαναφορά της στην πατρίδα μας.

Το πρώτο επιχείρημα είναι ότι υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο δικαστικής πλάνης και συνεπώς η δυνατότητα επιβολής θανατικής ποινής αποτελεί έναν επικίνδυνο μηχανισμό νόμιμης εκτέλεσης αθώων. Το επιχείρημα αυτό είναι πράγματι ισχυρό. Υπάρχουν όμως αντεπιχειρήματα, όπως, π.χ., ότι σε πολλές περιπτώσεις ο δολοφόνος ομολογεί ή ότι υπάρχουν αδιάσειστα και επιστημονικά αδιάψευστα στοιχεία ή ακόμη ότι μπορεί να απαιτείται η παρέλευση εύλογου χρόνου μεταξύ καταδίκης και εκτέλεσης.

Το δεύτερο επιχείρημα υπέρ της μη επαναφοράς της θανατικής ποινής είναι ότι η θεσμοθέτηση του θανάτου αποτελεί αδιανόητη, για την εποχή μας, προσβολή του πολιτισμού. Είναι φυσικό και αναμενόμενο οι άνθρωποι να πεθαίνουν λόγω γήρατος, λόγω ασθενειών ή εξαιτίας ατυχημάτων, αλλά είναι παράλογο για μια κοινωνία, ως συλλογική οντότητα, θα θεσμοθετεί τον θάνατο. Μια απάντηση στο επιχείρημα αυτό είναι ότι η κοινωνία οφείλει να προστατεύει τα μέλη της ακόμη και όταν αυτό απαιτεί τον θάνατο ορισμένων και κυρίως όταν οι εγκληματίες, ηθικοί και φυσικοί αυτουργοί, είναι σε πλήρη γνώση του τι κάνουν, σχεδιάζουν και εκτελούν εν ψυχρώ τις εγκληματικές πράξεις τους σε βάρος ανύποπτων, αδύναμων, ανήλικων και απροστάτευτων ατόμων.

Ο κάθε πολίτης μπορεί μόνος του να σταθμίσει τα παραπάνω αλλά και πρόσθετα επιχειρήματα και να πάρει θέση στο ζήτημα της επαναφοράς ή μη της θανατικής ποινής. Θα ήθελα όμως κάποιος από εκείνους που υποστηρίζουν τη μη επαναφορά να εξηγήσει με λεπτομέρεια γιατί η κοινωνία μας πρέπει να σέβεται τη ζωή στυγερών φονιάδων όταν οι ίδιοι δολοφονούν εν ψυχρώ αθώα, αδύναμα και ανυποψίαστα μέλη της.

Ο κ. Θ. Π. Λιανός είναι καθηγητής της Πολιτικής Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Δύο «στρατόπεδα» για τη θανατική ποινή

Στέφανος Κρίκκης, εφ. Τα Νέα, 12/11/1997

Ξεσηκώνει η θανατική ποινή: τέσσερα χρόνια μετά την κατάργησή της η συζήτηση για την επαναφορά της φουντώνει.

Ο μοχλός που ανακινεί το θέμα είναι η αντιμετώπιση των ναρκωτικών.

Οι 61 βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ. που υπέγραψαν την επιστολή για την καθιέρωση επιβολής θανατικής ποινής στους εμπόρους ναρκωτικών πιστεύουν ­ παρά τις πολλές διαφορές μεταξύ τους ως προ το θέμα ­ ότι είναι ένας αποτελεσματικός τρόπος για να αντιμετωπιστεί η ασυδοσία των ναρκωτικών. Το αντίθετο ακριβώς νομίζουν άλλοι βουλευτές, καθώς και νομικοί, που θεωρούν «αναχρονισμό» την επαναφορά της θανατικής ποινής, τονίζοντας ότι για να λυθεί το πρόβλημα αρκεί να εφαρμοστεί αυστηρά η υπάρχουσα νομοθεσία.

ΤΕΣΣΕΡΑ χρόνια μετά την κατάργηση της θανατικής ποινής, η συζήτηση για την επαναφορά της δείχνει για μια ακόμη φορά να φουντώνει. Ο μοχλός που ανακινεί το θέμα είναι η αντιμετώπιση των εμπόρων ναρκωτικών. Οι απόψεις που εκφράζονται πηγάζουν από κοινή αφετηρία ­ «πράγματι είναι μεγάλο το πρόβλημα» ­ αλλά διαφέρουν ως προς το τελικό «διά ταύτα».

Ο καθένας από τους 61 βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας που υπέγραψαν την επιστολή για την επιβολή της θανατικής ποινής στους εμπόρους ναρκωτικών, είχε στο μυαλό του και μια διαφορετική εκτίμηση για το αποτέλεσμα που θα έφερνε στο πρόβλημα του λευκού θανάτου η επαναφορά της συγκεκριμένης ποινής.

«Αν πούμε ότι αφήνουμε εκτός την ποινή του θανάτου, τότε είναι σαν να παίρνουμε θέση πριν από τη λήξη του πολέμου». «Είμαι κατά της κατάργησης της δυνατότητας, διά νόμου, να υπάρχει μια τέτοια ποινή για τους εμπόρους ναρκωτικών», λέει ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ κ. Λευτέρης Βερυβάκης, που μαζί με άλλους 60 συναδέλφους του συνυπόγραψε την επιστολή. «Δεν χρειάζεται συνταγματικός αφοπλισμός, γιατί έτσι κινδυνεύουμε να οδηγηθούμε στην ασυδοσία στο θέμα των ναρκωτικών».

«Όλοι μας καταλαβαίνουμε ότι η υπόθεση έχει φθάσει στο απροχώρητο και ότι αυτό που μέχρι σήμερα κάνουμε είναι να συζητάμε και ξανά να συζητάμε για να διαπιστώνουμε απλώς και μόνο την έκταση του φαινομένου», λέει η βουλευτής της Ν.Δ. κ. Φάνη Πάλλη Πετραλιά. Η ίδια, που έχει συνυπογράψει την επιστολή, δηλώνει απερίφραστα ότι έχει απόλυτο σεβασμό προς την ανθρώπινη ζωή, αλλά «σε ένα τέτοιο πρόβλημα, που έχει γονατίσει την ελληνική νεολαία, το μαχαίρι πρέπει να μπει στο κόκαλο».

«ΠΑΡΑΘΥΡΑΚΙΑ»

Η κ. Πετραλιά, όπως και άλλοι συνάδελφοί της, μιλούν για «παραθυράκια» της Δικαιοσύνης απ' όπου οι έμποροι ναρκωτικών μπορούν και «δραπετεύουν προς την ασυδοσία». Και το θέμα της θανατικής ποινής το συνδέουν άμεσα και με διατάξεις που πρέπει να υπάρχουν στο αναθεωρημένο Σύνταγμα, οι οποίες θα «θωρακίζουν την ποινική διαδικασία που θα ακολουθούν όσοι έμποροι συλλαμβάνονται».

Στο σημείο αυτό και μόνο εδράζεται από την άλλη πλευρά το σκεπτικό της προέδρου του Οργανισμού Καταπολέμησης Ναρκωτικών (ΟΚΑΝΑ) κ. Μένης Μαλλιώρη, η οποία δεν συμφωνεί με το ενδεχόμενο επαναφοράς της ποινής. «Κατ' αρχάς, από τη μέχρι τώρα εμπειρία μου τόσο στις φυλακές Κορυδαλλού αλλά και μέσα στις δικαστικές αίθουσες, δεν έχω δει τους μεγαλέμπορους εκείνους για τους οποίους γίνεται ο λόγος. Κατα δεύτερο, αν θέλουμε να έχουμε και πρόληψη και καταστολή του φαινομένου, το καλύτερο που θα έπρεπε να γίνει είναι να διασφαλίζεται η σωστή καθημερινή πρακτική της ισχύουσας νομοθεσίας».

ΦΟΒΗΤΡΟ

Η κ. Μαλλιώρη δεν πιστεύει ότι η ποινή του θανάτου μπορεί να λειτουργήσει ως φόβητρο αποτροπής για τους εμπόρους. Αυτό που χρειάζεται, προσθέτει, είναι η παροχή επιστημονικής βοήθειας στη Δικαιοσύνη ώστε να κατοχυρωθεί η νομιμότητα της ποινικής διαδικασίας. «Με τρόπο τέτοιο, ώστε να μην βλέπουμε στο εξής τους εμπόρους να βαφτίζονται χρήστες και να εμπίπτουν σε ευεργετικές διατάξεις, ή τους δικαστές να μην γνωρίζουν ­ και λογικό είναι ­ ποια ποσότητα ναρκωτικών απαιτείται στην προσωπική χρήση του εξαρτημένου και ποια στην πώλησή της».

Ανάλογες είναι και οι σκέψεις της βουλευτού της Ν.Δ. κ. Μαριέττας Γιαννάκου - Κούτσικου, η οποία τάσσεται υπέρ της αυστηρής εφαρμογής της ήδη υπάρχουσας νομοθεσίας. «Η επαναφορά της θανατικής ποινής», είπε χθες στα «ΝΕΑ», «δεν θα έχει σπουδαία αποτελέσματα στη χώρα μας. Ίσως να είχε σε τρίτες χώρες όπου δεν λειτουργούν οι δημοκρατικοί θεσμοί». Η ίδια υποστήριξε ακόμη πως «στην Ελλάδα, όπου σπανίως συλλαμβάνονται έμποροι αλλά συνήθως πολλά "βαποράκια", η ενεργοποίηση αυτής της διάταξης θα είχε ως μόνο αποτέλεσμα την άνοδο των τιμών των ναρκωτικών ουσιών».

Υπέρμαχος όμως της ποινής παρουσιάζεται και ο βουλευτής της Ν.Δ. κ. Βαγγέλης Μεϊμαράκης, που δηλώνει ότι είναι εναντίον της κατάργησης από το Σύνταγμα της διάταξης για την θανατική ποινή, και ο οποίος μεταξύ άλλων επικεντρώνει την εφαρμογή της σε δύο σημεία. Το πρώτο είναι η επιβολή της «σε συγκεκριμένους εμπόρους ναρκωτικών, όπως εκείνοι που πωλούν την ουσία "κρακ"», ενώ το δεύτερο έχει να κάνει με την προληπτική χρησιμότητά της. «Όταν επισείεται ο θάνατος, κάποιοι έμποροι θα το σκεφτούν περισσότερο». Διαφωνεί μαζί του όμως η κ. Μαλλιώρη: «Όλο και κάποιος τρόπος θα υπάρχει».

«Το κύκλωμα έχει πολλά πλοκάμια», παραδέχεται και η κ. Πετραλιά.

ΣΕ ΔΥΟ χώρες κάθε χρόνο καταργείται η θανατική ποινή κατά μέσο όρο. Όπως δείχνουν τα στοιχεία της Διεθνούς Αμνηστίας, από το 1976 παρατηρείται η τάση όλο και περισσότερες χώρες διεθνώς να προχωρούν στην κατάργηση της θανατικής ποινής.

Στην Ελλάδα η τελευταία θανατική εκτέλεση έγινε το 1973. Στα χαρτιά η θανατική ποινή παρέμεινε μέχρι το 1993, όταν και καταργήθηκε. Στην Κύπρο η τελευταία φορά που εκτελέστηκε θανατική ποινή ήταν το 1962. Η ποινή καταργήθηκε το 1983, όμως σε εξαιρετικές περιπτώσεις (όπως εγκλήματα πολέμου) μπορεί να εφαρμοσθεί. Ανάμεσα στις χώρες που διατηρούν την θανατική ποινή ακόμα και σήμερα ξεχωρίζουν η Πολωνία, η Λετονία, η Λιθουανία, η Ρωσία, η Ουκρανία και η Γιουγκοσλαβία. Η Τουρκία υπάγεται στην κατηγορία των χωρών εκείνων όπου υπάρχει πρόβλεψη για θανατική ποινή, όμως δεν εφαρμόζεται στην πράξη.

Στην Αμερική κάθε Πολιτεία εφαρμόζει τον δικό της νόμο. Έτσι, σε 38 Πολιτείες εφαρμόζεται ακόμα και σήμερα η θανατική ποινή, ενώ σε 12 έχει πάψει να ισχύει. Από το 1976, 421 άτομα έχουν εκτελεστεί στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Τα περισσότερα από αυτά έχουν εκτελεστεί με θανατηφόρα ένεση, ενώ αρκετά δημοφιλής είναι και η... ηλεκτρική καρέκλα. Εννέα άτομα έχουν εκτελεστεί σε θάλαμο αερίων, τρία έχουν κρεμαστεί και δύο έχουν στηθεί στο εκτελεστικό απόσπασμα. Οι Πολιτείες της Αμερικής με τα μεγαλύτερα νούμερα εκτελέσεων είναι η Καλιφόρνια, το Τέξας, η Φλόριντα, η Πενσιλβάνια και το Ιλινόις. Χίλια πεντακόσια άτομα μόνο σε αυτές τις πέντε Πολιτείες έχουν καταδικαστεί σε θάνατο και αναμένεται στο μέλλον να εκτελεστεί η ποινή τους.

Η ΘΕΡΜΗ συζήτηση περί επαναφοράς της θανατικής ποινής, σε περιπτώσεις μεγαλεμπόρων ναρκωτικών, διχάζει και τον νομικό κόσμο. Ο καθηγητής της Νομικής, πρώην υπουργός Δικαιοσύνης κ. Γ.Α. Μαγκάκης αναδεικνύεται από τους κυριότερους πολέμιους μιας ενδεχόμενης επαναφοράς της θανατικής ποινής στη χώρα μας, ενώ ο αναπληρωτής καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και γενικός γραμματέας του υπουργείου Δημόσιας Διοίκησης κ. Ανδρέας Λοβέρδος θεωρεί τη θανατική ποινή ως «απαραίτητο εργαλείο», υπό προϋποθέσεις. Αντίθετα, στο ίδιο περίπου πλαίσιο με τον κ. Μαγκάκη κινείται και ο κ. Γιώργος Παπαδημητρίου, καθηγητής της Νομικής και νομικός σύμβουλος του Πρωθυπουργού. «Είναι πλέον κοινή συνείδηση ότι οι έμποροι ναρκωτικών πρέπει να αντιμετωπίζονται με σκληρότατο τρόπο», αναφέρει ο κ. Μαγκάκης, «η θανατική ποινή, όμως, δεν μπορεί να αποτελεί ποινή, γιατί ποτέ ένα μέτρο κοινωνικό, όπως είναι η ίδια η ποινή, δεν μπορεί να αναιρεί την ίδια τη ζωή. Εξάλλου, και τελείως πρακτικά, όπως έχει αποδειχθεί από στατιστικές, η θανατική ποινή, όπου ισχύει ακόμη, δεν συνετέλεσε στη μείωση του δείκτη της εγκληματικότητας. Δεν είναι λοιπόν αποτελεσματική». Όσο για το αν μία ενδεχόμενη επαναφορά της θανατικής ποινής συνάδει με το Σύνταγμα και τους νόμους, ο κ. Μαγκάκης αναφέρε ότι: «Στο Σύνταγμα, η ρητή απαγόρευση της επιβολής της θανατικής ποινής για πολιτικά εγκλήματα οδηγεί ορισμένους στην σκέψη ότι για άλλα εγκλήματα μπορεί να προβλεφθεί νομοθετικά η θανατική ποινή. Πιστεύω, όμως, ότι υπερισχύει το άρθρο 2 του Συντάγματος, περί προστασίας της ανθρώπινης αξίας, και άρα απαγορεύεται και η επιβολή της θανατικής ποινής. Εξάλλου, το 1983, επί υπουργίας μου, υπεγράφη το νομικά δεσμευτικό Έκτο Πρωτόκολλο της Σύμβασης της Ρώμης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, που προβλέπει ρητά την κατάργηση της θανατικής ποινής στα συμβαλλόμενα κράτη». «Αναχρονισμό» θεωρεί την ανακίνηση της θανατικής ποινής καθαυτήν ο κ. Παπαδημητρίου, τονίζοντας πως συνιστά «ιστορική οπισθοδρόμηση». «Τούτο ισχύει και όταν η σχετική πρόταση προβάλλεται για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των εμπόρων ναρκωτικών», συνεχίζει ο καθηγητής, «το ποινικό οπλοστάσιο προσφέρει πολλά μέσα γι' αυτόν τον σκοπό. Θα αρκούσε λοιπόν η εφαρμογή τους να γίνεται με περίσκεψη και η εκτέλεση των ποινών να μην καθίσταται με γνώριμες μεθοδεύσεις, διάτρητη στην πράξη».

ΟΙ ΔΙΚΑΣΤΕΣ

Και η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων παρενέβη χθες στο ζήτημα που έχει ανακύψει με την καταδίκη του 40χρονου τοξικομανούς Γ. Πουρσανίδη, διατυπώνοντας αιχμές για τις ενέργειες και δηλώσεις στις οποίες έχει προβεί ο υπουργός Δικαιοσύνης.

«Γενικόλογες αναφορές, με εντελώς αόριστα και ανασφαλή κριτήρια, προσωπικές εκτιμήσεις και θέσεις ξένων προς την αποδεικτική διαδικασία ατόμων, όχι μόνον δεν συμβάλλουν στην εμπέδωση του επιβαλλόμενου κλίματος εμπιστοσύνης προς τη Δικαιοσύνη, αλλά αντίθετα δημιουργούν ανασφάλεια και κλίμα αμφισβήτησης που δεν ωφελεί...», σημειώνει σε ανακοίνωσή της η ΕΔΕ.

ΝΑΙ Για τους ειδεχθείς εγκληματίες

Ανδρέας Λοβέρδος, εφ. Τα Νέα, 12/11/1997

«ΝΑΙ, συμφωνώ με την επιβολή της θανατικής ποινής, σε ορισμένες περιπτώσεις. Πιστεύω πως η θανατική ποινή ­ εναλλακτικά με τα ισόβια δεσμά ­ αποτελεί απαραίτητο εργαλείο για την τιμωρία μεγαλεμπόρων σκληρών ναρκωτικών, και ιδιαίτερα ειδεχθών εγκληματιών. Φυσικά θα πρέπει να επιβάλλεται μόνο σε οριακές περιπτώσεις και να εκτελείται με κάποιο χρονικό περιθώριο από τον χρόνο επιβολής της. Η επιβολή της θανατικής ποινής δεν απαγορεύεται από το Σύνταγμα, καθώς το άρθρο 2 για την προστασία της αξίας του ανθρώπου δεν το αποκλείει, παρά μονάχα υποδεικνύει στον νομοθέτη, εφόσον επιλέξει να την επιβάλει, να τη χρησιμοποιεί με φειδώ. Τέλος, πιστεύω ότι σε κάθε περίπτωση που κρίνεται ένα ειδεχθές έγκλημα, δικαστές και κρίνοντες πολίτες οφείλουν, παράλληλα με τη δίκη του δράστη, να διατηρούν ζωντανή την εικόνα του εγκλήματος στο μυαλό τους. Έτσι ώστε να μη λειτουργεί ο χρόνος απονομής της δικαιοσύνης, εις βάρος της ίδιας της απονομής».

Ο Ανδρέας Λοβέρδος είναι αναπληρωτής καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και γενικός γραμματέας του υπουργείου Δημόσιας Διοίκησης.

ΟΧΙ Θέμα πολιτισμού

Γιάννης Πανούσης, εφ. Τα Νέα, 12/11/1997

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ της διατήρησης ή της κατάργησης της θανατικής ποινής σχετίζεται πάντα με τον πολιτισμό και όχι με το νομικό σύστημα - οπλοστάσιο μιας χώρας, αφού η αντιεγκληματική πολιτική δεν μπορεί (και δεν πρέπει) να θυσιάζει ­ στο όνομα της αποτελεσματικότητας ­ ζωή, ελευθερίες, δικαιώματα ή και αξιοπρέπεια. Ούτε η τρομοκράτηση των μαζών ούτε η κοινωνική εκτόνωση «νομιμοποιούν» την εξόντωση - εξολόθρευση των εγκληματιών που κατά καιρούς χαρακτηρίζουμε ως «δημόσιους κινδύνους». Η εκτέλεση του ενόχου δεν αποτελεί εκδήλωση του δικαιώματος της πολιτείας σε αυτοάμυνα, αλλά σκληρή επιβολή της δικαιοσύνης της. Στην πραγματικότητα η πόλη σκοτώνει έναν άνθρωπο - πολίτη και δεν εξουδετερώνει απλώς έναν εχθρό. Η ποινική δικαιοσύνη παρεμβαίνει μέχρις εκεί που ο κίνδυνος ελέγχεται (π.χ. σύλληψη, φυλάκιση). Η «εκτέλεση» αποτελεί μια εκδίκηση χωρίς δικαιοσύνη. Ή, καλύτερα, συνιστά την υπέρτατη ανηθικότητα της ανθρώπινης δικαιοσύνης, αφού ­ σκοτώνοντας ­ παραβιάζει τον ίδιο νόμο που υποτίθεται πως υπερασπίζεται. Με το αίμα ή τον φόβο του θανάτου ποτέ κανείς (άνθρωπος ή λαός) δεν διαπαιδαγωγήθηκε και ποτέ κανένα κοινωνικό φαινόμενο δεν εξέλιπε. Ο κ. Γιάννης Πανούσης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών

Ο Γιάννης Πανούσης είναι καθηγητής Επικοινωνίας και ΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Γ'. Βιβλιογραφία

Δ'. Ντοκιμαντέρ-Βίντεο