Το μυστήριο της Γέννησης

Ιωσήφ Βιβιλάκης*, εφ. Καθημερινή, 23/12/2001

Διά χειρός Φώτη Κόντογλου

H παρουσία και η επίδραση του Φώτη Κόντογλου (1895-1965) στον 20ό αιώνα, στο ευρύτερο φάσμα της ελληνικής διανόησης και της καλλιτεχνικής δημιουργίας δεν μπορεί πλέον να αμφισβητηθεί. Είναι αλήθεια ότι ο πρόσφυγας από τις Κυδωνίες της Μικράς Ασίας μπορεί να ιδωθεί από πολλές και διαφορετικές πλευρές: ως ζωγράφος και ως αγιογράφος, ως λογοτέχνης ή δάσκαλος, ανοιχτός στα καλλιτεχνικά ρεύματα πριν από το '40 ή περισσότερο ενδοσκόπος και αντιδυτικός μετά την Κατοχή και έως το τέλος της ζωής του. Στις μέρες μας, τον καιρό της παγκοσμιοποίησης, και ταυτόχρονα της άκριτης μίμησης αισθητικών προτύπων, είναι επίκαιρος παρά ποτέ.

Σήμερα, είναι το παράδειγμα κάθε σύγχρονου αγιογράφου· είναι ο μοντερνιστής που επιδίωξε να εντάξει τη βυζαντινή τέχνη στην ευρωπαϊκή τέχνη· είναι το πνευματικό ανάστημα που φωτίζει κι εμπνέει τη γενιά του '30: μέσα από το έργο του ο Ελύτης αντιλαμβάνεται το διάλογο Ανατολής - Δύσης, μέσα από το κήρυγμά του ο δυτικοθρεμμένος Κουν αγάπησε την Ελλάδα, ενώ ο Τσαρούχης, ο Εγγονόπουλος, αλλά κι Καρούζος σφραγίστηκαν από τη μαθητεία τους κοντά στο δάσκαλο. Ωστόσο, συκοφαντήθηκε και παρεξηγήθηκε από το κατεστημένο της εποχής του ως θρησκόληπτος, εφόσον ήταν και είναι δύσκολο να διακριθεί η ιδεολογικοποίηση της πίστης από την ορθόδοξη πνευματικότητα.

Όμως, ο Κόντογλου δεν έφτιαξε ποτέ κάποια «αυλή», δεν εντάχτηκε ποτέ σε κάποιο χριστιανικό σωματείο και είχε πάντοτε τη συναίσθηση του λειτουργού της ορθόδοξης πνευματικότητας. Το βιβλίο «Χριστού Γέννησις, Το φοβερόν Mυστήριον» περιλαμβάνει μια επιλογή κειμένων γραμμένων από το 1948 έως το 1960 (δεν έχουν όλα χρονολογίες, και κανένα δεν έχει προέλευση) και αναφέρονται στην εορτή των Χριστουγέννων, στην περιτομή του Ιησού, που γιορτάζεται την Πρωτοχρονιά, στην Υπαπαντή και στα Θεοφάνεια.

Το χαρακτηριστικό που ενοποιεί τα εν λόγω κείμενα είναι ότι θυμίζουν ανάγνωσμα σε μοναστηριακή τράπεζα, διαθέτουν έναν προσωπικό τόνο και μια «στράτευση» στα νάματα της Ορθοδοξίας, ένα έντονο παραμυθιακό στοιχείο -κύριο γνώρισμα της κοντόγλειας γραφής. Τελικός στόχος του: οι επιπτώσεις της γέννησης του Θεού και η ανάδειξη των ανθρώπων σε «φωτόμορφα τέκνα».

O Κόντογλου στο συνταρακτικό γεγονός της ενανθρώπισης, που έκοψε την ιστορία στα δύο, επιμένει στη μυστηριακή διάσταση της γέννησης, παρ' όλο που η φτώχεια του νεογέννητου Θεού δίνει την ευκαιρία για αποδοκιμασία της επίδειξης, για προτροπή στο «διδόναι» («το παραπάνω απ' ό,τι έχει κανένας ανάγκη, το κλέβει από τον άλλον») αλλά με διάκριση, για διαρκή αφύπνιση στις παραδοσιακές αξίες και για άγρια κριτική των εισαγόμενων γιορτών που δηλώνουν τον επαρχιωτισμό του νεοέλληνα.

Ανήκει αλλού…

O ίδιος βιώνει ότι ανήκει αλλού, δεν είναι συντονισμένος με το πνεύμα των καιρών του: «Tι να πούμε κι εμείς οι άλλοι, τα βλαχάκια, τα φτωχαδάκια, που μας νανούριζε η μάνα μας με τα παραπονετικά τραγούδια της στην κούνια μας, και τώρα δακρύζουμε σαν ακούμε τα τροπάρια και τα κάλαντα, που μας ενώνουνε με τους αγαπημένους μας που περάσανε από τον τόπο μας πριν από μας;».

Κάποιος που δεν γνωρίζει το έργο του μπορεί να αποκτήσει μια γεύση της γραφής του, ενώ όποιος είναι μυημένος στον κόσμο του θα ξαναβρεί στα κείμενά του έναν παλιό γνώριμο, τον παραμυθά της Ανατολής να διδάσκει πατριδογνωσία στους Έλληνες, όσο δύσκολο κι αν είναι να ταυτισθεί μαζί του, ιδίως με τη γενναιότητά του, ο σύγχρονος εφησυχασμένος και υπνωτισμένος κάτοικος της Eλλάδας.

Είναι κρίμα, πάντως, που δεν στάθηκε δυνατόν, να βρεθούν αρκετά στοιχεία για την 20χρονη δραστηριότητα του Οικονόμου στο Παρίσι, δεδομένου ότι σ' αυτήν την περίοδο βρίσκεται ο κύριος κορμός της καλλιτεχνικής του δράσης. Κι είναι κρίμα,  γιατί αν ήταν δυνατόν να χρονολογηθούν αρκετά σημαντικά έργα της παρισινής περιόδου θα μπορούσαμε να αξιολογήσουμε την πραγματική θέση του Οικονόμου, όχι μόνον στο ελλαδικό στερέωμα  αλλά και στο διεθνές, εφόσον μάλιστα είχε ζήσει στο Παρίσι τις  τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα που ήταν κι οι σημαντικότερες για την σύγχρονη τέχνη.

* O κ. Ι. Βιβιλάκης είναι λέκτορας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών