Αρχική σελίδα → Ιστορία → Αρχαία ελληνική ιστορία

Μητέρα όλων των πολέμων: H αμερικανική οπτική μιας σύγχρονης ανάγνωσης του Θουκυδίδη

Γιώργος Χουλιάρας (συγγραφέας), εφ. Το Βήμα, 16/1/2005

Αν ο Θουκυδίδης θεωρηθεί «πατέρας» μιας διεισδυτικά ερμηνευτικής προσέγγισης της ιστορίας, ο Πελοποννησιακός (όπως τον ονόμασε) Πόλεμος μπορεί να θεωρηθεί «μητέρα» των καθολικών εκείνων συγκρούσεων που - εκθεμελιώνοντας μια τάξη πραγμάτων - καθιστούν όχι μόνο χρήσιμες, αλλά απαραίτητες, παρόμοιες ερμηνείες. Γιατί επρόκειτο για έναν «παγκόσμιο» πόλεμο μεταξύ Ελλήνων, αποικιών και συμμάχων των δύο πλευρών που οδήγησε, μετά είκοσι επτά χρόνια, την Αθήνα να υποκύψει στη Σπάρτη, με απώτερο αποτέλεσμα οι ελληνικές πόλεις να τεθούν υπό τον έλεγχο νέων δυνάμεων. Οι απώλειες ζωής, από συρράξεις, βιαιοπραγίες, κακουχίες και ασθένειες, όπως επίσης οι υλικές και οικονομικές καταστροφές και η κατάρρευση του εμπορίου, υπήρξαν πρωτοφανείς. Γενικότερα, οξύνθηκαν διαιρέσεις στην ελληνική κοινωνία και ανατράπηκαν αξίες στις οποίες είχε στηριχθεί η κλασική εποχή.

H εξορία του ιστορικού

Από οικογένεια αθηναίων ιδιοκτητών χρυσωρυχείου στη Σκαπτή Υλη, στην απέναντι της Θάσου ακτή, ο Θουκυδίδης, έχοντας ορισθεί ένας από δύο στρατηγούς στην περιοχή, απέτυχε τον χειμώνα του 424 π.X. να καταπλεύσει εγκαίρως με επτά πολεμικά σκάφη για να διασώσει την Αμφίπολη από επίθεση του Βρασίδα. Τιμωρημένος εξορίστηκε από την Αθήνα, όπου φαίνεται να επέστρεψε μετά το τέλος του πολέμου το 404. Ως εξόριστος είχε τη δυνατότητα να επισκεφθεί αντίπαλες πόλεις και να συγκεντρώσει αντικρουόμενες μαρτυρίες, που έθεσε σε κριτικό έλεγχο, με μέθοδο που δεν ακολούθησαν προγενέστεροι «λογογράφοι» ούτε ο Ηρόδοτος. Στο πρώτο από τα οκτώ βιβλία της Ιστορίας του, σύμφωνα με την καθιερωμένη διαίρεσή της, ο «εκτός ορίων» Αθηναίος εκφράζει τη φιλοδοξία το έργο του να φανεί χρήσιμο σε εκείνους που επιθυμούν ακριβή γνώση του παρελθόντος, ώστε να αποτελέσει κλειδί για το μέλλον, το οποίο συχνά επαναλαμβάνει ή μοιάζει με το παρελθόν. H Ιστορία του διεκδικεί μια θέση «για πάντα» και όχι έναν πρόσκαιρο ρητορικό θρίαμβο. Πρόκειται, δηλαδή, για συγγραφή, η οποία όμως δεν ολοκληρώθηκε, αλλά σταματά (στο έτος 411 του Πολέμου) με μια φράση ημιτελή.

H τύχη την οποία η ιστορία επιφύλαξε στο έργο του Θουκυδίδη είναι υπεράνω οποιασδήποτε προσδοκίας και του πλέον φιλόδοξου συγγραφέα. Μια αχανής βιβλιογραφία υπενθυμίζει πόσους ενέπνευσε, δυσκόλεψε, ενθάρρυνε ή καθοδήγησε. Ακόμη και σε ημέρες υποχώρησης των κλασικών σπουδών, διατηρεί θέση εγχειριδίου στρατηγικής και πολιτικής φιλοσοφίας, τουλάχιστον εκτός Ελλάδος. Στον Θουκυδίδη ασφαλώς, αλλά όχι μόνο σε αυτόν, στηρίζεται Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος του καθηγητή Κλασικών Σπουδών και Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ Ντόναλντ Κέιγκαν, που εκδόθηκε το 2003 στα αγγλικά και απευθύνεται στον μη ειδικό αναγνώστη. Συνδυάζοντας αρχαίες πηγές και σύγχρονα ευρήματα και μεθόδους, ο διακεκριμένος ελληνιστής έχει συγγράψει τετράτομη ιστορία του Πολέμου, ο πρώτος τόμος της οποίας εκδόθηκε το 1969, για να ολοκληρωθεί το 1987, με την «Πτώση της αθηναϊκής αυτοκρατορίας». H ενασχόληση του Κέιγκαν με τον Πελοποννησιακό Πόλεμο υπερβαίνει τη διάρκεια του ίδιου του Πολέμου. Δεν είναι όμως μόνον αυτός ο λόγος που καθιστά ευπρόσδεκτη μια γλαφυρή αφήγηση που ερμηνεύει - διορθώνοντας όπου γίνεται τον Θουκυδίδη - ένα τόσο καθοριστικό γεγονός.

Εξίσου σημαντικό είναι ότι η προσέγγισή του εντάσσεται με επιτυχία στο πνεύμα του κλασικού έλληνα ιστορικού που τον καθιστά διαρκώς επίκαιρο. Επιπλέον, η διαίρεση ενός ογκώδους τόμου σε επτά μέρη - που συναποτελούν τριάντα επτά κεφάλαια με πολλές επί μέρους τιτλοφορημένες ενότητες -, εισαγωγή και επίλογο επιτρέπει απολαυστική ανάγνωση. Είκοσι επτά χάρτες, αναφορά σε ιστορικές πηγές και ευρετήριο συγκροτούν ένα χρήσιμο βιβλίο. «Αντίδωρο» για όσα του «χάρισαν η Ελλάδα και ο λαός της» αποκαλεί τον τόμο ο συγγραφέας στον πρόλογό του στην ελληνική έκδοση, όπου μνημονεύει περιστατικά του ακαδημαϊκού έτους 1958-1959, το οποίο πέρασε με την οικογένειά του στην Αθήνα ως υπότροφος του Ιδρύματος Φούλμπραϊτ. H μετάφραση του Νικόλα Πηλαβάκη δίνει την εντύπωση έργου αγάπης. Ιδιαίτερη προσοχή έχει δώσει επίσης τόσο στην αξιοποίηση γνωστών μεταφράσεων, όπως ο Θουκυδίδης του Αγγελου Βλάχου και ο Ξενοφών του Ρόδη Ρούφου, όσο και στην εκ νέου απόδοση αρχαίων χωρίων με αναδρομή στις πηγές, με αποτέλεσμα τον εντοπισμό και σιωπηρή διόρθωση, με την έγκριση του συγγραφέα, παροραμάτων στην αμερικανική έκδοση.

Ηγεμονία ή αυτοκρατορία;

Αν και από πλευράς κλασικών παραπομπών γίνεται κατανοητή η επιλογή να αποδοθεί ως «Αθηναϊκή Ηγεμονία» στην ελληνική έκδοση η κρίσιμη διατύπωση του Κέιγκαν «Athenian Empire» (=αυτοκρατορία), πρόκειται εν τούτοις για επιλογή που απαλείφει απόηχους «αυτοκρατορικών» (ή ιμπεριαλιστικών, αν θέλετε) υπαινιγμών. Ο Κέιγκαν πραγματεύεται την πτώση μιας μεγάλης ηγεμονίας χωρίς να εκβιάζει παραλληλισμούς. Είναι βέβαια θεμιτό και διαφωτιστικό, καταλήγει στον επίλογο του βιβλίου του, ο Πελοποννησιακός Πόλεμος να χαρακτηρισθεί «Μεγάλος», όπως ακριβώς δηλαδή είχε χαρακτηρισθεί ο ευρωπαϊκός πόλεμος του 1914-1918, που μετονομάστηκε A´ όταν ακολούθησε και B´ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ποια όμως ενδέχεται να είναι σήμερα η πολλαπλή και ίσως αντιφατική επικαιρότητα του Θουκυδίδη και του πολέμου «του»;

Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Ντόναλντ Κέιγκαν, εκτός από προικισμένος ιστορικός, είναι συγγραφέας (μαζί με τον ένα από τους δύο γιους του Φρέντερικ, καθηγητή στρατιωτικής ιστορίας στο Ουέστ Πόιντ) του βιβλίου, το 2000, Ενώ η Αμερική κοιμάται, που αποτελεί έκκληση να εγκαταλείψουν τις «ψευδαισθήσεις» τους οι ΗΠΑ, ώστε να είναι έτοιμες να αναλάβουν μονομερή στρατιωτική δράση. Το 1997, με τον Ντικ Τσένι, τον Ντόναλντ Ράμσφελντ, τον Πολ Γούλφοβιτς, τον αδελφό του μετέπειτα αμερικανού προέδρου Τζεμπ Μπους και άλλους είκοσι αναλυτές και πολιτικές προσωπικότητες, ο Κέιγκαν συμμετείχε στη συγκρότηση του «Εγχειρήματος για τον νέο αμερικανικό αιώνα», μιας «μη κερδοσκοπικής, εκπαιδευτικής οργάνωσης της οποίας σκοπός είναι να προωθήσει την αμερικανική παγκόσμια ηγεσία». Συχνά διαφεύγει της προσοχής ευρωπαίων απογόνων παλαιότερων αυτοκρατοριών (που δεν κωλύονται από τη χρήση σχετικών διατυπώσεων) το γεγονός ότι στις αρχές του 21ου αιώνα μια συζήτηση περί «αυτοκρατορικών» επιδιώξεων και προοπτικών έχει αναδειχθεί σε σημαντικό πυλώνα προβληματισμού στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ πριν από το 1989 ακόμη και η αναφορά της ορολογίας αυτής σε σοβαρά έντυπα θα ήταν ανεπίτρεπτη.

Ανεξαρτήτως άλλων αντιδράσεων, μήπως είναι κατάλληλη η στιγμή να ανατρέξει κανείς, φέρ' ειπείν, τόσο στα επιχειρήματα που ανέπτυξαν Αλκιβιάδης και Νικίας στην Εκκλησία του Δήμου σε σχέση με την εκστρατεία στη Σικελία όσο και στις μη αναμενόμενες αποφάσεις στις οποίες οδήγησαν; Και, αν τυχόν Αθηναίοι και άλλοι περί τη Μεσόγειο έχουν συλλήβδην μετατοπισθεί εγγύτερα προς τους «Σικελούς», μήπως είναι κατάλληλη η στιγμή να σταλούν νέοι υπότροφοι στα ερευνητικά και πανεπιστημιακά ιδρύματα όπου δραστηριοποιούνται καθηγητές όπως ο Ντόναλντ Κέιγκαν για να μελετήσουν πώς διαβάζεται σήμερα ο Θουκυδίδης;