Αρχική σελίδα → Ιστορία → Αρχαία ελληνική ιστορία

Για τον αρχιερέα των Ελευσινίων Μυστηρίων

Μιχάλης Α. Τιβέριος, εφ. Το Βήμα, 24/2/2008

Θέλοντας να ξεφύγω από το νοσηρό κλίμα των τελευταίων μηνών που δηλητηριάζει την πολιτική ζωή του τόπου και παίρνοντας αφορμή από την πρόσφατη αλλαγή στην ηγεσία της ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, θα ασχοληθώ με τον αρχιερέα ενός μεγάλου ιερού του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Πρόκειται για το περιώνυμο ιερό της Δήμητρας και Κόρης στην Ελευσίνα, τα ερείπια του οποίου, ακόμη και σήμερα, υποβάλλουν τους επισκέπτες του. Το ιερό αυτό ήταν ένα από τα σημαντικότερα λατρευτικά κέντρα της αρχαίας Ελλάδας, αφού στους χώρους του διεξάγονταν τα περίφημα Ελευσίνια Μυστήρια, η κορωνίδα της αρχαίας θρησκείας.

Στην αρχαία Ελλάδα ο κάθε πολίτης είχε τη δυνατότητα να διεκδικήσει και να ασκήσει, συνήθως για ένα χρόνο, το λειτούργημα της ιεροσύνης. Υπήρχαν ωστόσο και κάποιες εξαιρέσεις, καθώς ορισμένα ιερατικά αξιώματα ήταν απρόσιτα στο σύνολο σχεδόν των πολιτών. Ανάμεσά τους ξεχωριστή θέση, χωρίς άλλο, κατέχουν τα αξιώματα που σχετίζονται με το μεγάλο ελευσινιακό ιερό. Εδώ όχι μόνον υπήρχε ένα πολυπληθές και ιεραρχικά δομημένο ιερατείο, αλλά και η στελέχωσή του αποτελούσε αποκλειστικό προνόμιο σχεδόν δύο μόνο οικογενειών. Το αξίωμα π.χ. του Ιεροφάντη, του αρχιερέα των Μυστηρίων, το κατείχαν πάντοτε μέλη της οικογένειας των Ευμολπιδών, ενώ αυτό του Δαδούχου, του δεύτερου στην ιεραρχία αξιώματος, ήταν προνόμιο της οικογένειας των Κηρύκων. Οι Ευμολπίδες ήταν παλιά ελευσινιακή βασιλική οικογένεια η οποία, αν και έχασε τη στρατιωτικο-πολιτική της δύναμη, εν τούτοις εξασφάλισε για τους απογόνους της το ανώτατο ιερατικό αξίωμα του ιερού. Οι Κήρυκες ήταν πιθανόν μια αριστοκρατική αθηναϊκή οικογένεια, τα δικαιώματα της οποίας στο ιερό επιβλήθηκαν από το αθηναϊκό κράτος. Το τελευταίο, μη θέλοντας να αφήσει τη διοίκηση ενός τόσο σημαντικού ιερού αποκλειστικά σε «ξένα» χέρια, φρόντισε να εγκαταστήσει σε αυτό ένα αθηναϊκό «μάτι». Οι δύο αυτές οικογένειες είχαν την ευθύνη διοίκησης του ιερού σε όλη τη μακρόχρονη πορεία του, πλην της διαχείρισης των οικονομικών του. Στην υπερχιλιετή ιστορία του ιερού ο τρόπος επιλογής του Ιεροφάντη, του πατριάρχη των Μυστηρίων, δεν ήταν πάντα ο ίδιος. Σε ορισμένες εποχές οριζόταν με κλήρωση ανάμεσα στα άρρενα μέλη των Ευμολπιδών, ενώ σε άλλες αναδεικνυόταν με την ψήφο τους. Σε κάθε περίπτωση φαίνεται ότι ασκούσε το αξίωμά του ισοβίως. Για να διεκδικήσει κάποιος Ευμολπίδης το ανώτατο αυτό ιερατικό αξίωμα θα έπρεπε να εκπληρώνει ορισμένες προϋποθέσεις: άμεμπτο βίο, κύρος, υψηλή μόρφωση, ηλικία άνω των 45-50 χρόνων και κατά το δυνατόν ευφωνία για να αντεπεξέρχεται με επιτυχία στις απαιτήσεις των «λεγομένων» κατά τις ιεροτελεστίες των Μυστηρίων. Αλλωστε το όνομα του γενάρχη της οικογένειάς του, Εύμολπος, είναι συνώνυμο του εύφωνος. Υπάρχουν αντικρουόμενες ενδείξεις σχετικά με την οικογενειακή του κατάσταση. Φαίνεται ότι υπήρξαν περίοδοι στις οποίες δεν επιτρεπόταν ο γάμος του, αλλά και εποχές στις οποίες αυτός δεν εμποδιζόταν.

Από μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων και από σχετικές παραστάσεις γνωρίζουμε ότι διέθετε μακριά κόμη και γενειάδα, έφερε στην κεφαλή του το «στρόφιον», ένα είδος διαδήματος, μαζί με στεφάνι μυρτιάς και κρατούσε ιερατική ράβδο. Κατά την τέλεση των ιερουργιών φορούσε την πορφυρού χρώματος «ιεράν στολήν», την οποία φαίνεται ότι είχε εμπνευσθεί ο επίσης Ελευσίνιος Αισχύλος και η οποία χαρακτηριζόταν από «ευπρέπεια και σεμνότητα». Την αποτελούσαν ένας επενδύτης, που θυμίζει τον ιερατικό σάκο των μητροπολιτών μας, πάνω από τον οποίο περνούσε ένα ιματίδιο, κάτι σαν το σημερινό ωμοφόριο.

Το κύριο καθήκον του Ιεροφάντη, όπως υποδηλώνει και ο τίτλος του, ήταν να δείχνει τα «ιερά» των Μυστηρίων στους μύστες. Αυτό συνέβαινε κατά τη διάρκεια του εορτασμού των Μυστηρίων μέσα στον υποβλητικό ναό της Δήμητρας, στο λεγόμενο Τελεστήριο, όπου και ιερουργούσε σε ολονυκτία, καθήμενος στο θρόνο του. Τα «ιερά» τα έπαιρνε από το Ανάκτορον, ένα μικρό δωμάτιο του Τελεστηρίου, μέσα στο οποίο μόνο αυτός μπορούσε να εισέλθει, και τα έδειχνε στους πιστούς κάτω από τη λάμψη που έβγαζε μια τρομακτική φωτιά.

Λίγο πριν από το 392 μ.Χ. ο νόμιμος ιεροφάντης έχασε τη θέση του από έναν σφετεριστή, ο οποίος ανήλθε στο ανώτατο αξίωμα παραβιάζοντας ιερούς κανόνες. Αυτό, σύμφωνα και με σχετικές προφητείες, σήμαινε το τέλος της λατρείας. Πράγματι, λίγα χρόνια μετά, το 396 μ.Χ., ο Αλάριχος με τους Γότθους του καταστρέφει το ιερό και βάζει τέρμα στα Μυστήρια της Δήμητρας και της Περσεφόνης. Οι θεές αυτές έκτοτε βρίσκονται σε χειμερία νάρκη και δεν φαίνεται να θέλουν να ξυπνήσουν απ' αυτήν. Να παραμείνουν εν υπνώσει προτρέπει και ο ποιητής τις θεές σήμερα, για τους δικούς του βέβαια λόγους: «Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες / ευλαβικά πριν μπουν στο Τελεστήριο / τώρα πετάνε τ' αποτσίγαρα οι τουρίστες / και το καινούργιο πάν' να δουν διυλιστήριο. / Κοιμήσου, Περσεφόνη / στην αγκαλιά της γης / στου κόσμου το μπαλκόνι / ποτέ μην ξαναβγείς».

Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.