Αρχική σελίδα → Ιστορία → Μεσαιωνική Ιστορία

Από το Βυζάντιο στο Ισλάμ

Μαρία Θερμού, εφ. Το Βήμα, 1/8/2004

H Ιστορία ξέρει να παίζει παιχνίδια. Πώς αλλιώς μπορεί κανείς να δει αυτό το τυχαίο συμβάν των εγκαινίων μέσα σε μία εβδομάδα και με απόσταση μιας μόλις ημέρας του Βυζαντινού και του Ισλαμικού Μουσείου της Αθήνας; Ισως όμως να μην είναι η ιστορία ούτε καν η συγκυρία των Ολυμπιακών Αγώνων αλλά η ωριμότητα της εποχής. Και δύο πολιτισμοί που φαινομενικώς μοιάζει να έχουν μόνο διαφορές βρέθηκαν να «συνομιλούν» αναπτύσσοντας ο καθένας τα πλεονεκτήματά του. Το ένα μιλάει σίγουρα για το αναμφισβήτητο παρελθόν μας: το βυζαντινό κομμάτι της ελληνικής ιστορίας για το οποίο προτείνει έναν νέο τρόπο ανάγνωσης. Το άλλο για έναν πολιτισμό ο οποίος αναπτύχθηκε δίπλα μας. Τον επηρεάσαμε και μας επηρέασε. Και αν η σχέση μας δεν ήταν πάντα ιδανική, και αυτό αναπόφευκτο ήταν.

Οι όποιες ομοιότητες όμως σταματούν εδώ. Το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο είναι ένα τεράστιο συγκρότημα 14.300 τ.μ. στον υπόγειο χώρο του μεγάρου της Δουκίσσης Πλακεντίας, στην καρδιά της Αθήνας, εκεί όπου από το 1930 στεγαζόταν ένα πολύ μικρό μόνο μέρος των θησαυρών του. Το Μουσείο Ισλαμικής Τέχνης, αντίθετα, του Μουσείου Μπενάκη φιλοξενείται σε δύο νεοκλασικά κτίρια, τα οποία για τις νέες ανάγκες ενώθηκαν και μετασκευάστηκαν με θαυμαστό τρόπο, αποδίδοντας στην καρδιά της αρχαίας Αθήνας αυτή τη φορά, στον Κεραμεικό, ένα κόσμημα.

Και τα δύο ωστόσο έχουν διάπλατα ανοιχτή την πόρτα στο φως και τη γνώση. Βλέπουν τις εποχές και την Ιστορία με μάτια απαλλαγμένα από παρωπίδες του παρελθόντος. Είναι τα δημιουργήματα μιας σύγχρονης εποχής που θέλει να βλέπει μακριά και να στοχεύει σε ανοιχτά πνεύματα.

Το βέβαιον επομένως είναι ένα: η Αθήνα είναι από την περασμένη εβδομάδα πλουσιότερη και πιο σοφή.

Μια νέα οπτική

Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο


Τμήμα από σαρκοφάγο τύπου Σινταμάρα, 3ος αι.


Ενενήντα χρόνια συμπληρώνονται εφέτος από τότε που το ελληνικό κράτος προχώρησε στην ίδρυση του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου κατορθώνοντας να συγκεράσει πολιτικούς και ιδεολογικούς προβληματισμούς μέσα από τις επιστημονικές ζυμώσεις. Πρωτεργάτης της προσπάθειας, ο Γεώργιος Λαμπάκης, στον οποίο οφείλεται και η πρώτη συλλογή βυζαντινών και χριστιανικών έργων ώσπου να φθάσουμε σήμερα σε σημείο που το μουσείο να θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα στον κόσμο για τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή εποχή. Με βάσεις στην ελληνορωμαϊκή παράδοση αλλά και με στοιχεία που αντλήθηκαν από ανατολικούς πολιτισμούς, με κύρια χαρακτηριστικά τη χριστιανική θρησκεία και την ελληνική γλώσσα και με πολύτιμη κληρονομιά τους κανόνες της αρχαίας ελληνικής τέχνης, το Βυζάντιο αποτελεί μια συνέχεια αλλά και μια ιδιαίτερη περίοδο για την ελληνική ιστορία, η οποία μέσα από την έκθεση του μουσείου προσφέρεται για μια νέα ανάγνωση.

«H νέα έκθεση είναι μια πρόταση ερμηνείας και κατανόησης των όψεων του βυζαντινού παρελθόντος μας μακριά από ιδεολογικές προσεγγίσεις που δεν συνοδεύονται από την αντίστοιχη γνώση της βυζαντινής κοινωνίας και του πολιτισμού» λέει ο διευθυντής του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου κ. Δημήτρης Κωνστάντιος. «Ετσι ο επισκέπτης έχει την ευκαιρία να γνωρίσει την κοινωνία και τον πολιτισμό που παρήγαγε αυτά τα έργα απολαμβάνοντας περισσότερο την αισθητική τους αξία, χωρίς εμμονές και ιδεοληψίες» προσθέτει.


Τοιχογραφία με παράσταση Παναγίας ένθρονης Βρεφοκρατούσας (Madonna Catalana), Αθήνα, από τον κατεδαφισμένο σήμερα ναό του προφήτη Ηλία στο Σταροπάζαρο, μέσα 15ου αι.


Στα πολλαπλά επίπεδα της υπόγειας επέκτασης του μουσείου, σε εκθεσιακό χώρο 2.200 τ.μ. περίπου, αναπτύσσεται η έκθεση, χρονικά κινούμενη ανάμεσα στον 4ο και στον 15ο αιώνα και αφηγούμενη 15 μικρές ιστορίες, οι οποίες εντάσσονται σε δύο μεγάλες ενότητες: «Από τον αρχαίο κόσμο στο Βυζάντιο» και «Ο κόσμος του Βυζαντίου». Στην πρώτη βήμα προς βήμα παρακολουθούμε τη γοητευτική ιστορική περίοδο της συνέχειας και της μετάβασης από τον έναν κόσμο στον άλλον, καθώς και τις ρίξεις μεταξύ τους μέσα από αντικείμενα που φωτίζουν σημαντικές στιγμές: τη χρήση μορφών της ελληνιστικής τέχνης από τη χριστιανική θρησκεία, τον καθαγιασμό των αρχαίων ιερών με τη μετατροπή τους σε χριστιανικούς ναούς, τα νέα αντικείμενα λατρείας και τα αρχιτεκτονήματα. Στη δεύτερη παρουσιάζονται όψεις της βυζαντινής κοινωνίας από τον 6ο αιώνα ως την πτώση της Κωνσταντινούπολης αναφορικά με την άσκηση της εξουσίας από τους αυτοκράτορες και τη διοίκηση, τον δημόσιο και ιδιωτικό βίο, τις σχέσεις του Βυζαντίου με τη Δύση, την υψηλή θρησκευτική τέχνη της εποχής.


Μαρμάρινο αγαλμάτιο του Ορφέα που παίζει λύρα και περιβάλλεται από σύμπλεγμα πραγματικών και μυθικών ζώων, από την Αίγινα, 4ος αι.


Διάφανες, «αέρινες» βιτρίνες, σύγχρονα υλικά και νέοι τρόποι προσέγγισης των εκθεμάτων συνιστούν μια νέα μουσειακή αντίληψη, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και ελκυστική. Αλλού τα χρυσόβουλα των αυτοκρατόρων διατρανώνουν την υπέρτατη εξουσία του ενός και μόνον εκλεκτού του Θεού επί της Γης. Και αλλού η κατάνυξη συναντά την υψηλή τέχνη με εικόνες όπως αυτή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ (Κωνσταντινούπολη, 1353) ή της αμφιπρόσωπης «Παναγίας Οδηγήτριας» (Κωνσταντινούπολη, 14ος αιώνας). Αντικείμενα καθημερινής χρήσης, όπως τα κεραμικά σκεύη από ένα ναυάγιο, εναλλάσσονται με εντυπωσιακές τοιχογραφίες και περίτεχνα ψηφιδωτά δάπεδα. Τα μυροδοχεία και τα ασημένια σύνεργα καλλωπισμού με τα φιαλίδια που περιείχαν αγιασμένο λάδι. Και ολόκληροι ναοί που κάποια στιγμή καταστράφηκαν αναπαράγονται με βάση στοιχεία τους τα οποία διασώθηκαν: τμήματα της βασιλικής του Λεωνίδη (η λεγομένη και του Ιλισού), ένα μεγάλο μέρος του τοιχογραφικού διακόσμου της Επισκοπής Ευρυτανίας που σήμερα έχει κατακλυσθεί από τα νερά της λίμνης Κρεμαστών ή ο διάκοσμος από τον Αγιο Νικόλαο, το εκκλησάκι στη σπηλιά της Πεντέλης. Και μαζί με όλα αυτά η απόπειρα μετατροπής του Παρθενώνα σε χριστιανικό ναό. Το Βυζάντιο με μια νέα οπτική που αναμένεται να ολοκληρωθεί με την επανέκθεση και των έργων της μεταβυζαντινής εποχής, από τον 16ο ως τον 20ό αιώνα.

Επανεκτίμηση της Ιστορίας

Μουσείο Ισλαμικής Τέχνης


Γυάλινη καντήλα τεμένους με πολύχρωμη σμάλτινη διακόσμηση και επιχρύσωση, Αίγυπτος, περίπου 1346


Στις σημαντικότερες παγκοσμίως συγκαταλέγονται οι συλλογές ισλαμικής τέχνης του Μουσείου Μπενάκη, όχι μόνο γιατί καλύπτουν 13 αιώνες καλλιτεχνικής δημιουργίας (από τον 7ο ως τον 19ο αιώνα) ή γιατί αριθμούν περί τα 10.000 αντικείμενα αλλά και γιατί αυτά τα έργα θεωρούνται εξαιρετικής τέχνης και μεγάλης ιστορικής σημασίας, ενώ συχνά χαρακτηρίζονται μοναδικά. Τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα άρχισε ο Μπενάκης να συλλέγει στην Αίγυπτο τα πρώτα έργα της συλλογής του, την ίδια ακριβώς εποχή που στον ίδιο τόπο άρχισαν να συγκροτούνται και οι αντίστοιχες συλλογές των μεγάλων ευρωπαϊκών και αμερικανικών μουσείων: του Λούβρου, του Βρετανικού Μουσείου, του Μουσείου Βικτωρίας και Αλβέρτου και του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις μάλιστα που οι συλλογές τους αλληλοσυμπληρώνονται με το υλικό του Μουσείου Μπενάκη.

Ο τόπος στον οποίο μεγάλωσε, η Αλεξάνδρεια, μεταμορφωμένη εκείνη την εποχή - σε μια νέα λάμψη του παρελθόντος της - σε ένα κοσμοπολίτικο σταυροδρόμι πολιτισμών, συνετέλεσε αποφασιστικά στην αντίληψη του Αντώνη Μπενάκη για τον κόσμο και την Ιστορία. Είχε τη δυνατότητα έτσι να επισημάνει εγκαίρως τους στενούς δεσμούς του ελληνικού με τον ισλαμικό κόσμο ως αποτέλεσμα κοινής γεωγραφικής θέσης και συχνά μιας παράλληλης πορείας και με αυτό το πλεονέκτημα κατόρθωσε να υπερβεί τα πολιτιστικά και πολιτικά στερεότυπα της εποχής του και να προχωρήσει σε επιλογές που φανερώνουν βαθιά γνώση της ιστορίας και της τέχνης του Ισλάμ. Και δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι ο Αντώνης Μπενάκης διατύπωσε προδρομικά το αίτημα της προσέγγισης των δύο κόσμων μέσα από την τέχνη. Ετσι που η υλοποίηση αυτής της προσπάθειας στο Μουσείο Ισλαμικής Τέχνης να αποτελεί μια πρόταση επανεκτίμησης της Ιστορίας.


Κεραμική κούπα με πουλιά, Ανατολικό Ιράν, Νισαπούρ, 10ος αι.


«H διορατικότητα του Αντώνη Μπενάκη υπήρξε αξιοθαύμαστη στη διάγνωση της σημασίας του ισλαμικού πολιτισμού για τον ευρύτερο μεσογειακό χώρο, τόσο ως κληρονόμου της ελληνορωμαϊκής παράδοσης ή για τις διασταυρώσεις του με το Βυζάντιο όσο και ως δημιουργού πρωτότυπων μορφών, οι οποίες διαδόθηκαν στους γείτονές του αλλά και στην Ευρώπη» λέει ο καθηγητής και διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη κ. Αγγελος Δεληβορριάς.

Τρεις όροφοι, τέσσερις μεγάλες αίθουσες εκθέσεων 1.000 τ.μ., μια φιλόξενη σάλα υποδοχής, ένα δώμα από το οποίο η θέα του Παρθενώνα συγκλονίζει και ένα υπόγειο όπου τα κατάλοιπα του αρχαίου τείχους της Αθήνας διεκδικούν το δικό τους μερίδιο σε όλα αυτά συνθέτουν το μουσείο. Αν η αισθητική του εξωτερικού του μουσείου είναι νεοκλασική, οι αισθήσεις στο εσωτερικό του απογειώνονται. Και για τους αμύητους σε αυτόν τον πολιτισμό, ο οποίος είναι ελάχιστα στην πραγματικότητα γνωστός, η έκπληξη: το φως και το χρώμα σε ένα διαρκές παιχνίδι με την καταλυτική παρουσία του νερού. H αχαλίνωτη φαντασία και η χαρά της ζωής σε γοητευτικό εναγκαλισμό. Αλλά και η ομορφιά να εκφράζεται με υψηλή τέχνη, με λεπτότητα και ήθος.

Ένας κόσμος που υμνεί τη ζωή είναι αυτός. Κάνει την εμφάνισή του δυναμικά από την πρώτη αίθουσα (7ος-12ος αιώνας) όπου ξεχωρίζουν τα περίφημα ξυλόγλυπτα, ανάμεσα στα οποία μοναδική είναι μια πόρτα από τη Βαγδάτη του 8ου αιώνα. Αναδεικνύει την υψηλή ισλαμική μεταλλοτεχνία στη δεύτερη αίθουσα (12ος-16ος αιώνας) με τον ενεπίγραφο, ορειχάλκινο κηροστάτη από τη Μοσούλη (1317-18) με ένθετο διάκοσμο από ασήμι και χρυσό, επάνω στον οποίο αποδίδονται ανθρώπινες μορφές αλλά και ο ζωδιακός κύκλος. Το νερό που τρέχει από έναν μικρό καταρράκτη και κυλά πάνω στο μαρμαροθετημένο δάπεδο, το σιντριβάνι, τα καφασωτά και ο φεγγίτης με τα πολύχρωμα γυαλιά, όλα στοιχεία ενός αρχοντικού του 17ου αιώνα από το Κάιρο, μεταφερμένα αυτούσια στο μουσείο (τρίτη αίθουσα), αφηγούνται ιστορίες από τις «Χίλιες και μία νύχτες». Και τα πολύτιμα κοσμήματα της δυναστείας των Κατζάρ από το Ιράν, οι μικρογραφημένες ζωγραφικές παραστάσεις, η συλλογή των όπλων, έργα χρονολογημένα από τον 16ο ως τον 19ο αιώνα, μιλούν για την πολυτέλεια της καθημερινής ζωής και για τον καιρό του πολέμου.

Από τα παλαιότερα και σπανιότερα κοσμήματα, το τμήμα μιας χρυσής ζώνης του 10ου αιώνα από τη Σαμάρα του Ιράκ, ένας χάλκινος αστρολάβος του 1328 με την υπογραφή του Αχμαντ ιμπν αλ Σαράτζ, το βελούδινο κάλυμμα σέλας υφασμένο με χρυσό και αργυρό νήμα (δεύτερο μισό 16ου αιώνα), τα γυάλινα αντικείμενα, τα κεραμικά από το Ιζνίκ, τα κοπτικά υφάσματα, τα μεταξωτά της Προύσας, τα περσικά βελούδα. Το νέο, ελληνικό Μουσείο της Ισλαμικής Τέχνης, ένα από τα λίγα του δυτικού κόσμου, μπορεί να προσφέρει μια τεκμηριωμένη παρουσίαση της ισλαμικής καλλιτεχνικής δημιουργίας, δεν παύει όμως να είναι και μια πρόκληση για τις αισθήσεις.