Αρχική σελίδα → Ιστορία → Μεσαιωνική Ιστορία

Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453)

Αυγουστίνος Ζενάκος, εφ. Το Βήμα, 25/5/2003

Οι αντίπαλοι

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ IA' ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ ΔΡΑΓΑΣΗΣ (1404-1453)

O Κωνσταντίνος ήταν ο τέταρτος γιος του αυτοκράτορα Μανουήλ B' Παλαιολόγου και της σερβίδας πριγκίπισσας Ελένης Δραγάση. Από νεαρή ηλικία ο Κωνσταντίνος έδειξε ότι ήταν ο πλέον ικανός στα στρατιωτικά και στα διοικητικά ζητήματα από τους άλλους αδελφούς του. Οταν πέθανε ο πατέρας του και έγινε αυτοκράτορας ο αδελφός του Ιωάννης H', ο Κωνσταντίνος υπήρξε αφοσιωμένος συνεργάτης και βοηθός του. Αρχικώς του είχε δοθεί η διοίκηση των βυζαντινών περιοχών του Ευξείνου Πόντου, αλλά όταν ο άλλος αδελφός του, ο Θεόδωρος, Δεσπότης του Μορέως, δήλωσε το 1427 ότι ήθελε να αποσυρθεί σε μοναστήρι, ο Κωνσταντίνος πήγε στην Πελοπόννησο για να αναλάβει τη διοίκηση του Δεσποτάτου.

Λίγο αργότερα ο Θεόδωρος άλλαξε γνώμη και οι σχέσεις των δύο αδελφών ψυχράνθηκαν. H δυσαρέσκεια του Θεόδωρου εναντίον του Κωνσταντίνου έγινε ακόμη μεγαλύτερη όταν ο αυτοκράτορας κάλεσε τον Κωνσταντίνο να πάει στην Κωνσταντινούπολη για να αναλάβει τη διοίκηση του κράτους για το διάστημα που εκείνος θα έλειπε στην Ιταλία για τη σύνοδο της Φεράρας-Φλωρεντίας (27 Νοεμβρίου 1439 - 1η Φεβρουαρίου 1440). Ο Κωνσταντίνος έφερε εις πέρας επαξίως την αποστολή αυτή.

Μετά την επιστροφή του Ιωάννη H' στην Κωνσταντινούπολη ο Κωνσταντίνος ξαναγύρισε στην Πελοπόννησο αλλά η στάση του άλλου αδελφού, του Δημητρίου, ο οποίος με τη βοήθεια των Τούρκων προσπάθησε να ανατρέψει τον Ιωάννη, ανάγκασε τον Κωνσταντίνο να προστρέξει σε βοήθεια του νόμιμου αυτοκράτορα. Διαλλακτικός με τους δύσκολους αδελφούς του, ο Κωνσταντίνος έκανε το χατίρι του Θεόδωρου - ο οποίος ήθελε να βρίσκεται πιο κοντά στην Κωνσταντινούπολη σε περίπτωση που θα πέθαινε ο Ιωάννης - και αντήλλαξε τις κτήσεις του στη Θράκη με το Δεσποτάτο του Μορέως, στο οποίο αφοσιώθηκε με ζήλο. Από το 1443 ως το 1449 ο Κωνσταντίνος προσπάθησε με όλες του τις δυνάμεις να αναδιοργανώσει στρατιωτικά και διοικητικά το Δεσποτάτο με σκοπό να ενισχύσει την άμυνα της Πελοποννήσου ενάντια στην τουρκική απειλή.

Αρχικώς ο Κωνσταντίνος είχε μερικές επιτυχίες ανάμεσα στο 1444 και στο 1446, όταν ο στρατός του, με τη βοήθεια του άλλου αδελφού του, του Θωμά, κατόρθωσε να καταλάβει την Ανατολική Στερεά Ελλάδα και να φθάσει ως την Πίνδο. Αλλά τελικώς η τουρκική αντεπίθεση του σουλτάνου Μουράτ ανάγκασε τον Κωνσταντίνο να περιοριστεί στις κτήσεις του της Πελοποννήσου.

Ο Κωνσταντίνος παντρεύτηκε δύο φορές. Ο πρώτος γάμος του έγινε για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας. Τον Μάρτιο του 1428 παντρεύτηκε τη νεαρή πριγκίπισσα Μαγδαληνή (η οποία στον γάμο της μετονομάστηκε Θεοδώρα), η οποία ήταν ανιψιά του ηγεμόνα της Ηπείρου Καρόλου Τόκκο. Για προίκα ο Κωνσταντίνος πήρε όλα τα εδάφη που κατείχε ο Τόκκο στην Πελοπόννησο. H Μαγδαληνή ή Θεοδώρα πέθανε άτεκνη δύο χρόνια αργότερα. Ο Κωνσταντίνος κράτησε την προίκα και αναζήτησε καινούργια σύζυγο.

Το 1441 ο Κωνσταντίνος παντρεύτηκε για δεύτερη φορά. H νύφη ονομαζόταν Αικατερίνη και ήταν κόρη του Δορίνου Γατελούζου, ηγεμόνα της Λέσβου, η οποία, φράγκικης καταγωγής, είχε εξελληνιστεί πλήρως. Αλλά και τούτη τη φορά ο έγγαμος βίος του Κωνσταντίνου ήταν σύντομος: κράτησε μόνο έναν χρόνο. H Αικατερίνη πέθανε από τις επιπλοκές μιας αποβολής.

Ο Κωνσταντίνος πλησίαζε πλέον τα 40 και, παρά τις προσπάθειες του γραμματέα και φίλου του Γεωργίου Φραντζή, δεν βρέθηκε νύφη που να είναι από αρχοντική γενιά, πλούσια, νέα, ωραία και να ήθελε να μοιραστεί το αβέβαιο μέλλον ενός δεσποτάτου που το ορέγονταν Φράγκοι και Τούρκοι.

H επιλογή του Κωνσταντίνου για τον αυτοκρατορικό θρόνο έγινε με την προτροπή της μητέρας του Ελένης. Σύμφωνα με την καθιερωμένη πρακτική του Βυζαντίου, ώσπου να στεφθεί νέος αυτοκράτορας η εξουσία περνούσε στην αυτοκράτειρα ή στη βασιλομήτορα. Αυτό έγινε και στην προκειμένη περίπτωση. Ισως στην επιλογή της η βασιλομήτωρ Ελένη να μερολήπτησε κάπως. Ο Κωνσταντίνος ήταν ο αγαπημένος της γιος, ο μοναδικός που είχε προσθέσει στο όνομά του και το όνομα της δικής της οικογένειας. Αντικειμενικά πάντως η επιλογή ήταν η καλύτερη. Ο Κωνσταντίνος ήταν αγαπητός στον λαό και είχε ήδη αποδείξει τις στρατιωτικές και διοικητικές ικανότητές του.

Οταν ο Κωνσταντίνος στέφθηκε αυτοκράτορας στον Μυστρά ήταν σχεδόν 45 ετών. H στέψη του δεν είχε την αρμόζουσα μεγαλοπρέπεια. Δεν τελέστηκε από πατριάρχη και ήταν η πρώτη στέψη αυτοκράτορα που δεν έγινε στην Κωνσταντινούπολη, με εξαίρεση τα χρόνια που η Βασιλεύουσα βρισκόταν υπό την κατοχή των Φράγκων. Ωστόσο δεν υπήρξε η παραμικρή αμφιβολία σχετικά με τη νομιμότητα της τελετής στον Μυστρά ούτε κανένας ποτέ αμφισβήτησε την εξουσία του Κωνσταντίνου κατά τη σύντομη και τραγική διακυβέρνηση της συρρικνωμένης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Μάλλον ψηλός, λεπτός, μελαψός και με τα έντονα αλλά κανονικά χαρακτηριστικά της οικογενείας των Παλαιολόγων, ο Κωνσταντίνος δεν είχε ιδιαίτερα ενδιαφέροντα για τη λογιοσύνη, τη φιλοσοφία ή τη θεολογία, παρ' όλο που στον Μυστρά ήταν φίλος του διάσημου λογίου και φιλοσόφου Γεωργίου Γεμιστού Πλήθωνος. Ηταν όμως καλός στρατιωτικός και δίκαιος κυβερνήτης και, το κυριότερο, ήταν έντιμος, ηθικός και ενέπνεε θαυμασμό και αγάπη στους υπηκόους του. H μοίρα του ήταν να γράψει με το αίμα του τον επίλογο της βυζαντινής ιστορίας.

ΜΩΑΜΕΘ B' Ο ΠΟΡΘΗΤΗΣ (1432-1481)

O Μωάμεθ B' γεννήθηκε στην Αδριανούπολη στις 30 Μαρτίου 1432. Ηταν γιος του σουλτάνου Μουράτ B' και της σκλάβας Χούμα Χατούν η οποία προφανώς ήταν Τουρκάλα αλλά μεταγενέστεροι θρύλοι - τους οποίους ενθάρρυνε και ο ίδιος ο Μωάμεθ - την ήθελαν Ελληνίδα ή ακόμη και φράγκισσα αρχοντοπούλα. Πάντως, ως γιος σκλάβας και τρίτος στη σειρά διαδοχής, δεν ανατράφηκε όπως θα άρμοζε σε πρίγκιπα. Τα πρώτα χρόνια της ζωής του τα πέρασε ήσυχα με τη μητέρα του στην Αδριανούπολη.

Οταν όμως πέθαναν και οι δύο μεγαλύτεροι αδελφοί του, ο Μωάμεθ, σε ηλικία 11 ετών, βρέθηκε διάδοχος. Ο μοναδικός άλλος διεκδικητής του θρόνου ήταν ο Ορχάν, μακρινός εξάδελφός του, απόγονος του Οσμάν, ιδρυτή του οθωμανικού κράτους, ο οποίος ζούσε εξόριστος στην Κωνσταντινούπολη.

Ο Μουράτ κάλεσε τον Μωάμεθ στην Αυλή του και, όταν διαπίστωσε πόσο είχαν παραμεληθεί η αγωγή και η μόρφωσή του, προσέλαβε τους καλύτερους δασκάλους για τον διάδοχό του. Το παιδί ήταν έξυπνο και φιλομαθέστατο και οι δάσκαλοί του τον δίδαξαν επιστήμες, φιλοσοφία, ισλαμική και ελληνική γραμματεία. Πολύ γρήγορα ο Μωάμεθ έμαθε να μιλάει με ευχέρεια, εκτός από τουρκικά, ελληνικά, αραβικά, λατινικά, περσικά και εβραϊκά. Παράλληλα ο πατέρας του τον μύησε στα μυστικά της διοίκησης.

Ο Μωάμεθ έγινε για πρώτη φορά σουλτάνος στα δώδεκά του χρόνια. Ο Μουράτ, ο οποίος προτιμούσε τη φιλοσοφία από τον πόλεμο, αποφάσισε να παραιτηθεί και να αφήσει τον γιο του στη θέση του υπό την επίβλεψη του πιστού του φίλου μεγάλου βεζίρη Χαλίλ Τσανταρλί. Ωστόσο δεν ήταν τυχερό του Μουράτ να ησυχάσει. Οι Δυτικοί, κρίνοντας ότι ήταν ευκαιρία να επιτεθούν εναντίον των Οθωμανών, οργάνωσαν εκστρατεία. Οι συνασπισμένες δυνάμεις της Ουγγαρίας και της Βλαχίας κατακτούσαν εδάφη της οθωμανικής επικράτειας και ο Χαλίλ κάλεσε τον Μουράτ να επέμβει, κυρίως επειδή ο Μωάμεθ ήθελε να επιβάλει το δικό του σχέδιο δράσης εναντίον των εχθρών με το οποίο δεν συμφωνούσε ο Χαλίλ. Ο Μουράτ νίκησε τους συνασπισμένους χριστιανούς στη Βάρνα (10 Νοεμβρίου 1444) και επιχείρησε για μία ακόμη φορά να απαλλαγεί από την εξουσία. H στάση όμως των γενίτσαρων στην Αδριανούπολη το 1446 τον ανάγκασε να πάρει ξανά στα χέρια του τα ηνία της χώρας.

Στο μεταξύ ο Μουράτ απέκτησε έναν ακόμη γιο από μια νεαρή σύζυγο και λέγεται ότι προς στιγμήν σκέφθηκε να αποκλείσει τον Μωάμεθ από τη διαδοχή αλλά δεν πρόλαβε. Πέθανε το 1451. Σουλτάνος έγινε ο Μωάμεθ. Ηταν 19 ετών και πολύ φιλόδοξος. Ονειρό του ήταν η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης αλλά προτού αρχίσει να επεξεργάζεται το σχέδιό του έπρεπε να σταθεροποιήσει τη θέση του στον θρόνο. Κράτησε τις απαραίτητες ισορροπίες στο εσωτερικό διατηρώντας στη θέση του μεγάλου βεζίρη τον Χαλίλ παρ' όλο που τον αντιπαθούσε σφοδρά και θα ήθελε να τον αντικαταστήσει με τον μετέπειτα πεθερό του Ζαγανό Μεχμέτ πασά. Στο εξωτερικό ο Μωάμεθ φρόντισε να καθησυχάσει όλους τους χριστιανούς διαβεβαιώνοντάς τους για τις ειρηνικές του προθέσεις.

Από νωρίς ο Μωάμεθ έδειξε ότι ήταν πολύ συστηματικός και δεν άφηνε τίποτε στην τύχη. Οταν η χήρα του πατέρα του και μητέρα του μικρού αδελφού του πήγε να τον συγχαρεί για την ανάρρησή του στον θρόνο, ο νεαρός σουλτάνος τη δέχθηκε ευγενικά και ευπροσήγορα αλλά την ίδια στιγμή οι άνθρωποί του έπνιγαν τον μικρό αδελφό του μέσα στην μπανιέρα.

Απαλλαγμένος από πιθανούς διεκδικητές - τον Ορχάν δεν τον υπολόγιζε - ο Μωάμεθ ήταν πλέον έτοιμος να βάλει σε εφαρμογή το σχέδιο της κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης. Ο Χαλίλ δεν συμφωνούσε με αυτό το σχέδιο θεωρώντας ότι μια τέτοια εκστρατεία θα συσπείρωνε τους χριστιανούς εναντίον των Οθωμανών. Είχε όμως άδικο ο γηραιός βεζίρης. Ο 20χρονος σουλτάνος ήταν πιο διορατικός και ήξερε ότι τα χριστιανικά κράτη της Δύσης είχαν τα δικά τους προβλήματα που δεν τους άφηναν μεγάλα περιθώρια αλτρουισμού.

Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, μολονότι είχε υποσχεθεί στους στρατιώτες του πως θα αφήνονταν να τη λεηλατήσουν επί τρεις ημέρες, αργά το απόγευμα της πρώτης ημέρας ο Μωάμεθ μπήκε έφιππος στην Πόλη και ανακάλεσε την απόφασή του. Υστερα πήγε στην Αγία Σοφία και αφού ευχαρίστησε τον Αλλάχ έδωσε εντολή να μετατραπεί ο ναός σε τζαμί.

Στη συνέχεια ο Μωάμεθ απαλλάχθηκε επιτέλους από τον ενοχλητικό Χαλίλ - κόβοντάς του το κεφάλι - και έκανε μεγάλο βεζίρη τον πεθερό του Ζαγανό.

H δύναμη του νεαρού σουλτάνου ήταν πλέον αναμφισβήτητη. Ηταν πλέον ο Φατίχ, ο Πορθητής, ο καινούργιος Ρωμαίος Καίσαρ, τίτλο που επέλεξε ο ίδιος για τον εαυτό του. Λίγους μήνες μετά την Αλωση ο Μωάμεθ μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη την πρωτεύουσά του, η οποία μετονομάστηκε Ισταμπούλ, από το ελληνικό «εις την Πόλιν», και φρόντισε να εξωραϊστεί η κατεστραμμένη πόλη με καινούργια μέγαρα, τζαμιά, σχολές. Ενθάρρυνε την επιστροφή των ελλήνων κατοίκων - όσων είχαν απομείνει - καθώς και την επιστροφή των Γενουατών του Γαλατά. Εκανε Πατριάρχη τον ανθενωτικό Γεννάδιο, τον οποίο, όπως λέγεται, εκτιμούσε ιδιαίτερα για την ευρυμάθειά του.

Αφού κατέκτησε και τα τελευταία απομεινάρια της πάλαι ποτέ Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (το Δεσποτάτο του Μορέως το 1460 και την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας το 1461) ο Μωάμεθ επεξέτεινε την επικράτειά του από την Ουγγαρία ως την Κριμαία και ετοιμαζόταν να επιτεθεί εναντίον της Ιταλίας. Πέθανε όμως ξαφνικά στις 3 Μαΐου του 1481 στο Σκούταρι, λίγα χιλιόμετρα έξω από την Κωνσταντινούπολη. Εικάζεται ότι μάλλον τον δηλητηρίασαν.