Αρχική σελίδα → Ιστορία → Μεσαιωνική Ιστορία

Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1204)

Αυγουστίνος Ζενάκος, εφ. Το Βήμα, 4/5/2003

Οι αντίπαλοι

Ισαάκιος Β' Αγγελος (; - 1204)

Αν η μακεδονική δυναστεία και οι δυναστείες των Ισαύρων, των Κομνηνών, των Παλαιολόγων κ.ά. συνδέθηκαν με ιστορικές στιγμές της βυζαντινής εποποιίας, αυτή των Αγγέλων δεν έχει να επιδείξει παρά φθορά και παρακμή και μια ηθική μάλλον αδύναμη που οδήγησε στην κατάλυση του κράτους το 1204 στο πλαίσιο της Δ' Σταυροφορίας.

Ιδρυτής της δυναστείας των Αγγέλων, η οποία εκπροσωπούσε τη μεγάλη φεουδαρχική αριστοκρατία και συμπεριέλαβε τρεις αυτοκράτορες που βασίλευσαν από το 1185 ως το 1204, ήταν ο Ισαάκιος Αγγελος (βασίλευσε τις περιόδους 1185-1195 και 1203-1204). Η βασιλεία του κρίνεται με τις επιεικέστερες διαθέσεις ως μετριότατη. Η Ιστορία τον έχει συγκαταλέξει στους πλέον επιπόλαιους και σπάταλους αυτοκράτορες του Βυζαντίου που διοικούσε το κράτος ως προσωπική του ιδιοκτησία. Ο ίδιος κατάργησε τις φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις που είχε θεσπίσει ο προκάτοχός του Ανδρόνικος Α' Κομνηνός. Κύριο χαρακτηριστικό της εσωτερικής πολιτικής του ήταν η κακή διαχείριση στην κεντρική και επαρχιακή διοίκηση, η εξαγορά των αξιωμάτων, η δωροδοκία των υπαλλήλων και η καταπίεση του λαού από τους φοροεισπράκτορες, η οποία προσέλαβε απεριόριστες διαστάσεις. Τον Μάρτιο του 1195 ο Ισαάκιος ανέλαβε εκστρατεία κατά των Βλαχοβουλγάρων. Ενώ προχωρούσε κατά των εχθρών, ο αδελφός του Αλέξιος οργάνωσε συνωμοσία και τον ανέτρεψε. Στη συνέχεια τον τύφλωσε και τον φυλάκισε μαζί με τον γιο του, ο οποίος ονομαζόταν επίσης Αλέξιος. Ο αδελφός του Ισαάκιου ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας (αρχές Απριλίου 1195) ως Αλέξιος Γ'.

Αλέξιος Γ' (τέλη 12ου - αρχές 13ου αι.)

Αν η βασιλεία του Ισαάκιου Β' ήταν κάθε άλλο παρά φωτισμένη, η βασιλεία του αδελφού του Αλεξίου Γ' (1195-1203) στάθηκε οπωσδήποτε ολέθρια. Ο αυτοκράτορας που ονομάστηκε από τον λαό «Βαμβακοράβδης», λόγω του μαλθακού χαρακτήρα του, σπατάλησε τεράστια ποσά και διέλυσε τον στρατό που είχε προετοιμάσει ο αδελφός του, με αποτέλεσμα πολλοί υποτελείς να εξεγερθούν, να απαλλαγούν από την κεντρική βυζαντινή διοίκηση και να σχηματίσουν ανεξάρτητα κράτη. Η παράλυση της πάλαι ποτέ κραταιάς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την κατέστησε εύκολη λεία απέναντι στις επεκτατικές διαθέσεις των Δυτικών. Δεν χρειαζόταν παρά μόνο μια αφορμή για να κατευθυνθεί η Δ' Σταυροφορία των Λατίνων προς τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Και αυτή την έδωσε ο γιος του φυλακισμένου και τυφλού Ισαάκιου, Αλέξιος. Δραπετεύοντας από τη φυλακή όπου είχε κλειστεί μαζί με τον πατέρα του, ο νεαρός Αλέξιος κατέφυγε στη Δύση για να ζητήσει βοήθεια, προσφέροντας ισχυρά οικονομικά ανταλλάγματα. Το αποτέλεσμα ήταν η εκστρατεία των σταυροφόρων, αντί για τους Αγιους Τόπους, να καταλήξει στην Κωνσταντινούπολη και να εξασφαλίσει τον θρόνο στον γιο του Ισαάκιου, ο οποίος βασίλευσε από την 1η Αυγούστου 1203 ως Αλέξιος Δ', με τον πατέρα του συναυτοκράτορα. Ο Αλέξιος Γ' μόλις αντίκρισε την πυκνή φάλαγγα των εχθρών δεν τόλμησε καν να επιτεθεί. Το σθένος του στρατεύματος ήταν ανύπαρκτο. «Πώς μπορούσαν να πολεμήσουν με άνδρες που στη θέα τους μόνο ξεψυχούσαν;» αναρωτιέται ο αυτόπτης μάρτυς, ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης. Επιστρέφοντας στο παλάτι, ο αυτοκράτορας φρόντισε να συγκεντρώσει τα πιο σπουδαία κειμήλια του θρόνου και παίρνοντας μαζί του μόνο την κόρη του Ειρήνη δραπέτευσε στο Δελβετό από τη θάλασσα εγκαταλείποντας γυναίκα, βασιλεία και κράτος σε αμηχανία. Υστερα από πολλές περιπέτειες βρέθηκε στη Μικρά Ασία όπου παρακίνησε τον σουλτάνο των Σελτζούκων Καϊχοσρέφ Α' να τον βοηθήσει να ανακτήσει το στέμμα από τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Θεόδωρο Α' Λάσκαρι το 1211. Αιχμαλωτίστηκε όμως σε μάχη από τον Λάσκαρι και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του σε μοναστήρι στη Νίκαια.

Αλέξιος Δ' (; - 1204)

Πίσω στις τραγικές στιγμές της Κωνσταντινούπολης του 1203, οι δύο αποκαταστημένοι αυτοκράτορες, Ισαάκιος Β' και Αλέξιος Δ', παρά τη βαριά φορολογία που επέβαλαν στον λαό δεν κατόρθωσαν να τηρήσουν τα υπεσχημένα στους σταυροφόρους. Ζήτησαν αναβολές ώσπου να τα εξοικονομήσουν, προκαλώντας την εχθρική στάση των «στρατιωτών του Χριστού», οι οποίοι πίεζαν αφόρητα για χορηγίες, καθώς και την αγανάκτηση του λαού, ο οποίος ήταν ήδη ερεθισμένος από την υποταγή του στη ρωμαϊκή Εκκλησία - όρο που είχαν θέσει οι Λατίνοι για να βοηθήσουν τον Αλέξιο Δ'. Το εκρηκτικό κλίμα ενισχύθηκε από μια πυρκαϊά που εκδηλώθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Η δυσαρέσκεια ξέσπασε τον Ιανουάριο του 1204 με μια επανάσταση της αντιλατινικής παράταξης που βρήκε επικεφαλής τον Αλέξιο Δούκα Μούρτζουφλο. Οι επαναστάτες ανέτρεψαν τους δύο αυτοκράτορες, πατέρα και γιο, εκ των οποίων ο μεν Αλέξιος Δ' απαγχονίστηκε κατά διαταγή του Αλέξιου Δούκα Μούρτζουφλου, ο δε Ισαάκιος φυλακίστηκε και πέθανε λίγο αργότερα από φόβο, γηρατειά ή θλίψη για τον θάνατο του γιου του.

Αλέξιος Ε' Μούρτζουφλος (; - 1205)

Ο Αλέξιος Ε' Δούκας, ο επονομαζόμενος Μούρτζουφλος (επειδή είχε σμιχτά φρύδια), ήταν ένας από τους γαμπρούς του Αλεξίου Γ'. Ανήκε σε παλαιά αυτοκρατορική οικογένεια και είχε όλα τα ανάλογα προτερήματα και ελαττώματα. Ηταν γενναίος άνθρωπος αλλά αδύναμης ηθικής. Πλούσιος, πονηρός, αγαπητός στον λαό και κατέχων το αξίωμα του πρωτοβεστιάριου επέμενε για πόλεμο εναντίον των Λατίνων και ανέλαβε τον αγώνα για την αντιμετώπιση των ληστρικών επιδρομών των σταυροφόρων. Η ευκαιρία να ανέβει στον θρόνο που εποφθαλμιούσε παρουσιάστηκε με την εξέγερση της αντιλατινικής παράταξης. Αφού συνέλαβε τον Αλέξιο Δ' και τον απαγχόνισε, εστέφθη πανηγυρικά αυτοκράτορας στις 5 Φεβρουαρίου 1204, από τον Πατριάρχη Ιωάννη Καματηρό. Στην τελική επίθεση των σταυροφόρων στις 12 Απριλίου του 1204 και στη μοιραία έφοδο αντιστάθηκε γενναία. Βλέποντας όμως το μάταιο των προσπαθειών του, αποφάσισε να εγκαταλείψει την πόλη τη νύχτα βγαίνοντας από τη χρυσή πύλη και να διαφύγει στη Μοσυνούπολη της Θράκης, όπου τυφλώθηκε από τον πεθερό του Αλέξιο Γ'.

Βαλδουίνος Α', κόμης της Φλάνδρας και της Αννωνίας (1172 - 1205;)

Πρώτος λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης μετά την άλωσή της από τους σταυροφόρους και ένας εκ των αρχηγών της Δ' Σταυροφορίας ο Βαλδουίνος ήταν ένας από τους μεγαλύτερους φεουδάρχες του 12ου και του 13ου αιώνα. Το 1202 ξεκίνησε και αυτός με τα στρατεύματά του για τη Δ' Σταυροφορία, η οποία κατέληξε στην κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους (1204). Εκεί εκλέχτηκε αυτοκράτορας από ένα 12μελές συμβούλιο σταυροφόρων και Βενετών, εκλογή που κατευθύνθηκε από τον πανίσχυρο δόγη Δάνδολο, ο οποίος γνώριζε ότι μπορεί ο Βαλδουίνος να είναι λαμπρός αγωνιστής, παρέμενε όμως σχετικά άπειρος και πολύ επιρρεπής στα νεύματά του. Η στέψη του Βαλδουίνου έγινε τον Μάιο του 1204 στον ναό της Αγίας Σοφίας με όλη τη μεγαλοπρέπεια των Βυζαντινών. Ο Βαλδουίνος μιμήθηκε τους βυζαντινούς αυτοκράτορες εν γένει στην εθιμοταξία της Αυλής. Απέναντι στους υποτελείς του όμως έδειξε έλλειψη διπλωματικότητας και κατανόησης. Ανάλογη αδιαλλαξία επέδειξε και σε υποψήφιους συμμάχους, όπως στον τσάρο των «Βουλγάρων και Βλάχων» Ιωάννη Ασάν Α' (Καλοϊωάννη). Και ύστερα από επιχειρήσεις για την εξασφάλιση της κυριαρχίας σε βυζαντινά εδάφη που διαμελίστηκαν και μοιράστηκαν στους κατακτητές μετά την άλωση βρέθηκε να υπερασπίζεται το λατινικό κράτος της Κωνσταντινούπολης εναντίον των συνασπισμένων Βουλγάρων και Βυζαντινών. Σε μια από τις συγκρούσεις ο Βαλδουίνος αιχμαλωτίστηκε. Από εκεί και πέρα η τύχη του παραμένει άγνωστη. Διάφοροι θρύλοι δημιουργήθηκαν γύρω από τη μετέπειτα ζωή και τον τρόπο του θανάτου του, τον οποίο, πάρα ταύτα, βεβαίωσαν γάλλοι ιππότες που επέζησαν από τη μάχη. Στον θρόνο τον διαδέχθηκε ο αδελφός του Ερρίκος της Φλάνδρας.

Βονιφάτιος ο Μομφερατικός (1154 - 1207)


Πάλμα Τζιόβανε, «Η έφοδος των σταυροφόρων στην Κωνσταντινούπολη», 16ος αιώνας


Λομβαρδός ηγεμόνας, κύριος αρχηγός της Δ' Σταυροφορίας και μετέπειτα βασιλιάς της Θεσσαλονίκης. Κάτοχος του τίτλου του μαρκησίου του Μομφερρά, ο Βονιφάτιος διέθετε όλα τα προσόντα ενός ευπατρίδη: ωραίο παράστημα, ανδρεία, πνευματική καλλιέργεια και ιπποτισμό. Στον ώμο του στερέωσε ο ιεροκήρυκας Φουλκ από το Νεϊγύ τον σταυρό, στη Σουασόν τον Σεπτέμβριο του 1201, στο ξεκίνημα της σταυροφορίας. Από οικογένεια που από καιρό συνδεόταν με τους χριστιανούς της Ανατολής (αδελφός του Ραινέριου γαμπρού του Μανουήλ Α' Κομνηνού, αδελφός του Κορράδου, γαμπρού του Ισαάκιου Β' Αγγέλου και σύζυγος αργότερα της χήρας του Ισαάκιου, Μαργαρίτας της Ουγγαρίας), ο Βονιφάτιος διεκδίκησε τον θρόνο της Κωνσταντινούπολης μετά την άλωση αλλά κρίθηκε επικίνδυνος από τον βενετό δόγη Δάνδολο, ακριβώς εξαιτίας όλων αυτών των προτερημάτων. Τον Σεπτέμβριο του 1204 τού παραχωρήθηκε η κατακτημένη Θεσσαλονίκη και έτσι δημιουργήθηκε το φραγκικό βασίλειο της Θεσσαλονίκης. Εν συνεχεία ο ίδιος προχώρησε στην κατάληψη της Νότιας Ελλάδας μοιράζοντας ως φέουδα στους ιππότες που τον ακολουθούσαν τα κατακτημένα εδάφη. Η πολιορκία της Θεσσαλονίκης όμως από τον στρατό του τσάρου των Βουλγάρων Ιωάννη Ασάν Α' τον ανάγκασε να επιστρέψει στη Βόρεια Ελλάδα. Ελυσε την πολιορκία αλλά τον Σεπτέμβριο του 1207 κατά τη διάρκεια ανίχνευσης κοντά στη Μοσυνόπολη έπεσε σε ενέδρα των Βουλγάρων και σκοτώθηκε.

Ερρίκος Δάνδολος, δόγης της Βενετίας (1107; - 1205)

Δόγης της Βενετίας (1192-1205), κύριος συντελεστής της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους και θεμελιωτής του αποικιακού κράτους των Βενετών. Οταν ανέλαβε το ανώτατο αξίωμα της βενετικής πολιτείας, ο Δάνδολος ήταν περίπου 90 ετών και σχεδόν τυφλός (θρυλείται ότι η ποινή της τύφλωσης του επιβλήθηκε από τον αυτοκράτορα Μανουήλ Α' Κομνηνό εξαιτίας σύγκρουσής τους, γεγονός που αποτέλεσε προσωπική αφορμή μίσους προς την Αυλή της Κωνσταντινούπολης) αλλά πολύ φιλόδοξος, πανούργος και ικανότατος. Η μεγάλη ηλικία του είχε πλουτίσει την πείρα του και η τύφλωση είχε απλώς οξύνει τη διαίσθησή του. Η αναγκαιότητα της συνεργασίας των σταυροφόρων με τους Βενετούς για την ασφαλή μεταφορά τους διά θαλάσσης στην Ανατολή έκανε τους τελευταίους, υπό την ηγεσία του Δάνδολου, αδίστακτους διαπραγματευτές χρημάτων και εξουσίας. Με προτροπή του αδηφάγου δόγη η Δ' Σταυροφορία παρέκκλινε των στόχων της, ενώ στη σύλληψη και στην εκτέλεση της επιχείρησης κατάληψης της Κωνσταντινούπολης διαδραμάτισε ουσιαστικό ρόλο. Αρχηγός του στόλου ήταν ο ίδιος, ο οποίος μάλιστα ζήτησε να τον αποβιβάσουν πρώτο στην ξηρά με τη σημαία του Αγίου Μάρκου - παρά την προχωρημένη ηλικία του και την ανύπαρκτη όρασή του. Στον τίτλο του ελέω Θεού δόγη της Βενετίας, Δαλματίας και Κροατίας προσετέθη και αυτός του «Κυρίου του ενός τετάρτου και μισού ολόκληρης της αυτοκρατορίας της Ρωμανίας», όπως προσδιοριζόταν η έκταση που είχε επιδικαστεί στους Βενετούς σύμφωνα με τη σύμβαση των λατίνων κατακτητών. Η προσπάθεια του δόγη όμως να συγκεντρωθούν τα υπολείμματα του φραγκικού και του βενετικού στρατού, μετά την ήττα του από τους Βουλγάρους το 1205, στάθηκε μοιραία. Πέθανε στα τέλη Μαΐου του ίδιου χρόνου στην Κωνσταντινούπολη και ετάφη στην Αγία Σοφία.

Ιννοκέντιος Γ', Πάπας της Ρώμης (1161 - 1216)

Κοσμικό όνομα Λοθάριος, κόμης του Σένι. Πάπας της Ρώμης (1198-1216), ο οποίος με τη μεγάλη μόρφωση και το πολιτικό κύρος του οδήγησε την παπική έδρα στο αποκορύφωμα της δύναμής της τον Μεσαίωνα. Ανέβηκε στον θρόνο σε ηλικία 37 χρόνων και κατόρθωσε να επιβάλει την παπική εξουσία αρχικά στην περιοχή της Ρώμης και αργότερα σε όλη την Ιταλία. Επέβαλε το παπικό κύρος σε πολλούς αυτοκράτορες και βασιλείς, μεταξύ άλλων και στον Ιωάννη τον Ακτήμονα της Αγγλίας, τον οποίο κατέστησε «υποτελή της Αγίας Εδρας». Ο Ιννοκέντιος ευλόγησε τη διεξαγωγή της Δ' Σταυροφορίας στους Αγίους Τόπους, ενώ η εκτροπή της στα τείχη της Κωνσταντινούπολης δεν προκάλεσε άτεγκτη στάση εκ μέρους του: συνειδητοποιώντας πως είναι καλύτερο να ευλογήσει ό,τι δεν μπορεί να ελέγξει, έδωσε άτυπα τη συγκατάθεσή του, για να συγχαρεί μετά την άλωση τον λατίνο αυτοκράτορα Βαλδουίνο γιατί «η Κωνσταντινούπολη επανήλθε στη μητέρα της, την Αγία Καθολική Εκκλησία». Οταν όμως έμαθε τις φρικτές ιεροσυλίες και λεηλασίες των Λατίνων, τους κατέκρινε, ενώ οι επιστολές του για τις τεράστιες απώλειες αποτελούν απόδειξη της αλήθειας της μαρτυρίας των βυζαντινών ιστοριογράφων, όπως ο Νικήτας Χωνιάτης, καθ' ότι οι Λατίνοι αποσιώπησαν πολλά. Επωφελήθηκε ωστόσο από τη λατινική κυριαρχία για να εγκαθιδρύσει τον ρωμαιοκαθολικό κλήρο στις ορθόδοξες μονές, με μόνη εξαίρεση το Αγιον Ορος, για το οποίο εξέδωσε δύο βούλες προκειμένου να το προστατεύσει από τις αρπαγές και τις βιαιότητες. Ο Ιννοκέντιος Γ' πέθανε στις 16 Ιουλίου του 1216. Μαζί του έσβησε και η πνοή της Δ' Σταυροφορίας.