Αρχική σελίδα → Ιστορία → Μεσαιωνική Ιστορία

Η αναγέννηση της ελληνικής επιστήμης

Μαίρη Παπαγιαννίδου, εφ. Το Βήμα, 8/12/1996

Δύσκολα θα ανακαλύψει κανείς κάποιον γνωστό έλληνα επιστήμονα στη νεότερη ιστορία της επιστήμης. Ως τις αρχές του αιώνα μας τα επιστημονικά κείμενα που γράφονταν στα ελληνικά ήταν, κατά το μάλλον ή ήττον, μεταφράσεις ή συμπιλήματα από γνωστά ευρωπαϊκά επιστημονικά κείμενα. Ευτυχώς για το κύρος της χώρας μας η αυγή της ευρωπαϊκής επιστήμης ανάγεται και αυτή στην ελληνική κοιτίδα του πολιτισμού και συγκεκριμένα στους έλληνες προσωκρατικούς φιλοσόφους. Η πρώτη αναλαμπή είναι επίσης προϊόν της ελληνικής αρχαιότητας, δεδομένου ότι η ελληνιστική εποχή ανέδειξε μερικούς μεγάλους μαθηματικούς, όπως τον Ευκλείδη και τον Αρχιμήδη. Ελληνες ήταν ο «πατέρας» της ιατρικής Ιπποκράτης και ο Γαληνός. Όλα αυτά τη στιγμή όπου η αυτοκρατορική Ρώμη δεν παρήγαγε ούτε έναν επιστήμονα.

Ήμασταν παρόντες, λοιπόν, στο ξεκίνημα. Από τότε ως σήμερα, όμως, τι μεσολάβησε; Τα πράγματα μπαίνουν στη θέση τους, τρόπον τινά, από ορισμένες πρόσφατες εκδόσεις που φωτίζουν την αρχαιότητα, τους βυζαντινούς αιώνες, αλλά και τη σκοτεινή περίοδο της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας. Όπως προκύπτει από αυτές τις εκδόσεις, η «επιστήμη», της οποίας έχουν γραφεί ιστορίες, είναι ευρωπαϊκή. Παρ' όλο που κι άλλοι πολιτισμοί έχουν να παρουσιάσουν ουσιαστική συμβολή σ' αυτόν τον τομέα και παρ' όλο που σήμερα όλα τα έθνη συμμετέχουν στην έρευνα, οι φυσικές επιστήμες είναι δημιούργημα ειδικώς της Ευρώπης και των πολιτιστικών της αποικιών, και μάλιστα των τελευταίων 500 χρόνων. Όταν αναφερόμαστε σε προγενέστερες εποχές, εννοούμε ουσιαστικά συστήματα σκέψης παρόμοια με το σημερινό «επιστημονικό».

Ανώνυμοι συγγραφείς

Τη χειρότερη περίοδο για την επιστήμη στον ελληνικό χώρο μας περιγράφει στις πολυετείς μελέτες του ο Γιάννης Καράς, ερευνητής από το 1977 στο Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, όπου διευθύνει το ερευνητικό πρόγραμμα «Επιδράσεις της ευρωπαϊκής επιστημονικής σκέψης στον ευρύτερο ελληνικό, βαλκανικό χώρο (18ος-19ος αιώνας)». Τα συμπεράσματα αυτού του προγράμματος θα εκδοθούν εντός του 1997 σε έναν τόμο με τίτλο «Η ελληνική επιστήμη κατά την περίοδο της νεοελληνικής αναγέννησης». Προς το παρόν, η ομάδα των ερευνητών στο ΕΙΕ δουλεύει εντατικά και συμπληρώνει καθημερινά μια βάση δεδομένων με έντυπα της εποχής εκείνης, τα οποία αναζητούνται στην Ελλάδα αλλά και σε όλες τις περιοχές όπου εκτεινόταν κατά την περίοδο του οθωμανικού ζυγού το ελληνικό στοιχείο. «Συγκεντρώνουμε υλικό από διάφορες βιβλιοθήκες», λέει ο κ. Καράς, «από χειρόγραφα διεσπαρμένα στα πιο απομακρυσμένα νησάκια, σε μοναστήρια, στο Αγιον Ορος, παντού. Αυτόν τον καιρό βρισκόμαστε σε αλληλογραφία με το Νίσνι Νόβοροκ, μια πόλη της Ουκρανίας, για ένα βιβλίο που νομίζουμε ότι εκδόθηκε εκεί, σύμφωνα με μια μαρτυρία. Εχουμε πάει στο Βουκουρέστι, στο Ιάσιο, σε διάφορες βαλκανικές πόλεις. Αυτές τις ημέρες θα πάμε στην Κοζάνη για ένα μόνο βιβλίο που βρίσκεται εκεί. Κανείς δεν έχει συγκεντρωμένα αυτά τα βιβλία, τα οποία θα παρουσιαστούν για πρώτη φορά σε μια έκδοση, όπου θα δίνεται η εξέλιξη των επιστημονικών ιδεών κατά κλάδους, πώς πέρασαν στην παιδεία και στην κοινωνία, οι αντιδράσεις που συνάντησαν και οι διαθλάσεις που υπέστησαν».

Η νέα αυτή έκδοση, που αναμένεται από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, θα είναι ουσιαστικά μια πιο αναλυτική και εμπεριστατωμένη παρουσίαση της περιόδου 1750-1830, η οποία περιλαμβανόταν στο παλαιότερο έργο του Γ. Καρά «Οι θετικές επιστήμες στον ελληνικό χώρο (15ος-19ος αιώνας)» (Δαίδαλος - Ι. Ζαχαρόπουλος). Ειδικά για τον 15ο και 16ο αιώνα η κατάσταση που περιγράφεται είναι θλιβερή: ανάμεσα σε άλλες πηγές, ο Γ. Καράς αναφέρει τη «Βιογραφική συλλογή σοφών και λογίων Ελλήνων», γραμμένη το 1866 από τον Παν. Αραβαντινό, όπου ο αριθμός των λογίων (όχι ειδικά των επιστημόνων) κατά τον 15ο-16ο αιώνα δεν φθάνει στον ελληνικό χώρο ούτε τους είκοσι πέντε. Η αμάθεια επιτείνεται από την έλλειψη σχολείων και βιβλίων, τα οποία ούτως ή άλλως δεν είχαν μαθητές και αναγνώστες. «Το έργο της διακίνησης του βιβλίου, ειδικότερα της διείσδυσης του δυτικού βιβλίου, της ευρωπαϊκής γνώσης γενικότερα, στον ελλαδικό χώρο, δεν ήταν δυνατόν να τελεσφορήσει, να δώσει τώρα καρπούς. Δεν στηριζόταν και δεν εξέφραζε το επίπεδο κοινωνικής και πνευματικής ανάπτυξης του χώρου αυτού στη δοσμένη τούτη χρονική περίοδο». Εκτός από τις λαϊκές φυλλάδες που κυκλοφορούσαν τότε, μαζί με το Ψαλτήρι και την Οκτώηχο, υπήρχαν ελάχιστα «επιστημονικά» βιβλία που εξυπηρετούσαν πρακτικές ανάγκες: βιβλία μαθηματικών κυρίως «ανωνύμων» συγγραφέων τα οποία περιορίζονταν στις τέσσερις πρώτες πράξεις της αριθμητικής (για τις εμπορευματικές ανάγκες), βροντολόγια και σεισμολόγια, χειρόγραφα που δίνουν τα ονόματα θαλασσών και ωκεανών (για τους ναυτιλλομένους) και ούτω καθ' εξής. Το «λόγιο» ρεύμα καλύπτεται από αντιγραφές έργων παλαιότερων συγγραφέων.

Πάντως, τα πρώτα βήματα της «νεότερης ελληνικής φιλοσοφίας», η οποία «αγκάλιαζε τις φυσιογνωστικές και φυσικές επιστήμες, τα μαθηματικά, την ιατρική, αλλά και άλλους τομείς της σκέψης», τα εντοπίζουμε στους μέσους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας.

Φιλόσοφος = φυσικός

Στον προεπαναστατικό αιώνα ο φιλόσοφος είναι συνώνυμος με τον επιστήμονα, με τον φυσικό. «"Την πειραματικήν φιλοσοφίαν" θεωρεί ο Αδ. Κοραής ότι ο Ελληνισμός πρέπει να έχει "εις το εξής οδηγόν" αν θέλει να φθάσει στη "λαμπράν κατάστασιν όπου έφθασαν πολλά της Ευρώπης έθνη"· με την πειραματική φυσική ταυτίζει εννοιολογικά τη φιλοσοφία ο Δημ. Καταρτζής όταν ζητεί χρηματική βοήθεια "διά όργανα της φιλοσοφίας, διά ταμείον της φυσικής ιστορίας, διά κήπον βοτανικόν, διά ουρανοσκοπείον" κλπ.». Με βάση τα χιλιάδες χειρόγραφα που συγκεντρώθηκαν από αυτοψία σε βιβλιοθήκες, δημόσιες, ιδιωτικές ή μοναστηριακές, της Ελλάδας, εξάγονται στατιστικά και άλλα συμπεράσματα, ενώ τα ονόματα των ελλήνων συγγραφέων διαφόρων εντύπων (συνήθως ενός μόνο χειρογράφου) είναι στην πλειονότητά τους εντελώς άγνωστα: Μιχαήλ Περδικάρης, Θανάσης Ρώμπαπας, Στέφανος Δούγκας, Αθανάσιος Βογορίδης, Μιχαήλ Κοντοπίδης, Γεώργιος Κορέσιος και ούτω καθ' εξής. Μεταξύ αυτών, βέβαια, και κάποιοι γνωστοί λόγιοι όπως ο Ευγένιος Βούλγαρις, ο Ανθιμος Γαζής, ο Θεόφιλος Καΐρης και άλλοι. Πρέπει να σημειωθεί, πάντως, ότι ολοκληρώθηκε πέρυσι και η έκδοση του τρίτομου έργου του Γ. Καρά «Οι επιστήμες στην Τουρκοκρατία. Χειρόγραφα και έντυπα» (Βιβλιοπωλείον της «Εστίας»), όπου παρουσιάζονται αυτούσια έντυπα και χειρόγραφα.

Φεύγοντας από τη μοιραία περίοδο της Τουρκοκρατίας, ανατρέχουμε σε πιο ένδοξες εποχές. Για τους επιστήμονες της βυζαντινής εποχής εκδόθηκε μόλις ένα βιβλίο που φιλοδοξεί να τους παρουσιάσει επί τροχάδην όλους. Πρόκειται για το έργο «Οι θετικοί επιστήμονες της βυζαντινής εποχής» των μαθηματικών Βαγγέλη Σπανδάγου και Ρούλας Σπανδάγου καθώς και της οικονομολόγου Δέσποινας Τραυλού. Το βιβλίο εκδόθηκε στις εκδόσεις «Αίθρα», η οποία (Αίθρα) ήταν, όπως θυμόμαστε, η μητέρα του Θησέα, δασκάλα μαθηματικών. Οι συγγραφείς αντικρούουν, μεταξύ άλλων, την άποψη ότι τα μαθηματικά και η αστρονομία ήταν υπό διωγμόν κατά τη βυζαντινή εποχή, αφού «απαγορεύσεις τέτοιου είδους αφορούσαν μόνο την απόκρυφη αριθμητική και την αστρολογία, που ήταν το αντικείμενο μελέτης διαφόρων μάγων, αποκρυφιστών, αστρολόγων κλπ.». Στο βιβλίο διαχωρίζονται οι περίοδοι των θετικών επιστημών κατά τη βυζαντινή εποχή, καταγράφονται οι Ανώτερες και Ανώτατες Σχολές της βυζαντινής περιόδου και παρατίθενται κατά χρονολογική σειρά (με σύντομο σχολιασμό) οι θετικοί επιστήμονες της βυζαντινής εποχής: ο γιατρός και φαρμακολόγος Αέτιος, ο μηχανικός και αρχιτέκτων Ιουλιανός, ο μαθηματικός και αστρονόμος Ιωάννης ο Φιλόπονος, ο γεωγράφος και τοπογράφος Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης, ο ζωολόγος και βοτανολόγος Γεώργιος Πισίδης και άλλοι. Για τους περισσότερους οι πληροφορίες είναι μηδαμινές. Για τον Θεόδωρο τον Γεωμέτρη (9ος αιώνας) πληροφορούμαστε ακολούθως ότι ήταν καθηγητής της Γεωμετρίας στη Σχολή της Μαγναύρας και έτερον ουδέν. Πάντως, οι βυζαντινοί επιστήμονες που αναφέρονται λεξικογραφικώς στο βιβλίο, από τον 4ο ως τον 15ο αιώνα, είναι συνολικά εκατόν πενήντα ένας.

Η ελληνιστική περίοδος

Η ελληνιστική εποχή ήταν, κατά γενική ομολογία, από τις πιο ανθηρές στην ιστορία της εξέλιξης της επιστήμης, αφού οι μεγάλες πόλεις ανταγωνίζονταν μεταξύ τους σ' αυτόν τον τομέα και ορισμένες ίδρυσαν ινστιτούτα και επιστημονικά κέντρα όπως το Μουσείο στην πολεοδομικά προσχεδιασμένη Αλεξάνδρεια. Γι' αυτή την περίοδο θα πρέπει να ανατρέξει κανείς στην παλαιότερη, κλασική έκδοση του βιβλίου τού Ο. Neugebauer «Οι θετικές επιστήμες στην αρχαιότητα», από το Μορφωτικό Ιδρυμα της Εθνικής Τράπεζας. Επανερχόμαστε στις πρόσφατες εκδόσεις, όπου ξεχωρίζει το έργο του G.Ε.R. Lloyd «Αρχαία ελληνική επιστήμη. Μέθοδοι και προβλήματα», στις εκδόσεις «Αλεξάνδρεια», φθάνοντας έτσι πάλι στις απαρχές της ευρωπαϊκής επιστήμης. Ο Lloyd, από τους πιο σημαντικούς μελετητές της αρχαίας ελληνικής επιστήμης, με δημοσιεύσεις επί σειρά τριάντα ετών, κατ' αρχάς επισημαίνει τις σημερινές ευοίωνες προοπτικές των ερευνών, αφού «αρχαίοι συγγραφείς που τότε δεν μπορούσαν να μελετηθούν συστηματικά ­ καθώς δεν υπήρχε η κατάλληλη συγκέντρωση των μαρτυριών για το έργο τους ­ έχουν γίνει πια αντικείμενο πρωτοποριακών επιστημονικών εκδόσεων και σχολιασμών». Το βιβλίο περιλαμβάνει εννέα άρθρα του Lloyd για μια σειρά ζητήματα που έχουν τεθεί όσον αφορά την αρχαία ελληνική επιστήμη, ενώ έπεται η έκδοση του δεύτερου τόμου από τις εκδόσεις «Αλεξάνδρεια» με μια σειρά άλλα εξειδικευμένα άρθρα. Οπωσδήποτε το βιβλίο απευθύνεται σε ένα απαιτητικό κοινό και αφορά τόσο την ιστορία όσο και τη φιλοσοφία της επιστήμης.