Αρχική σελίδα → Ιστορία → Μεσαιωνική Ιστορία

Σερ Στίβεν Ράνσιμαν: «Έγινα ιστορικός επειδή μου άρεσε να λέω ιστορίες»

Αναστασία Λαμπρία, εφ. Το Βήμα, 21/9/1997

Είναι ο άνθρωπος που ανέσυρε το Βυζάντιο από την ερευνητική αφάνεια. Αυτός που ανέδειξε με όλην του την επιστημονική δύναμη το πώς ο κλασικός κόσμος αναδύθηκε και επιβίωσε των μεταβαρβαρικών επιδρομών και κατακτήσεων. Είναι ο φίλος του Γιώργου Σεφέρη, της Τζίνας Μπαχάουερ και του Τάκη Χορν, είναι ο φίλος της Ελλάδας ­ της Μονεμβασίας που πρωτοείδε το 1924 και της Αθήνας την οποία επισκέπτεται ανελλιπώς από το 1927 ως σήμερα. Είναι επίσης ένας από αυτούς που αρνήθηκαν ρητά να επισκεφθούν την Ελλάδα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας

Ο σερ Στίβεν Ράνσιμαν, που μοιράστηκε μαζί με την κυρία Ντόλλη Γουλανδρή το φετινό βραβείο Ωνάση για τον Πολιτισμό, είναι σήμερα 94 ετών: κοιτάζοντας και μιλώντας μαζί του σήμερα, συναντάς ολόκληρο τον 20ό αιώνα αλλά και ανοίγεσαι στην Ιστορία, την οποία ο καθηγητής Ράνσιμαν μεταφέρει με τον ίδιο χαρισματικό τρόπο που κάνει και τα βιβλία του αναγνώσματα εντυπωσιακά στην καθαρότητα, σαφήνεια και ευφυία τους. Σήμερα έχει την ψυχραιμία αλλά και τη γλύκα που του επιτρέπει η ηλικία του ­ τη σοφία, απολύτως γνήσια αλλά και απολύτως εδραιωμένη, που κατέκτησε μελετώντας, γράφοντας, διδάσκοντας (όλα με τον μοναδικό τρόπο των μεγάλων βρετανικών πανεπιστημίων) και ταξιδεύοντας στον κόσμο.

­ Τι ακριβώς σας παρακίνησε να στραφείτε προς την Ιστορία και ειδικά στο Βυζάντιο; Ηταν η κατάληξη της κλασικής παιδείας σας ή άλλα ερεθίσματα έπαιξαν μεγαλύτερο ρόλο;

«Είχα την επιθυμία και τη δίψα να ανακαλύψω, γι' αυτό έγινα και ιστορικός. Βέβαια στο σχολείο ακολούθησα από πολύ μικρή ηλικία την τυπική αγγλική παιδεία περί τις κλασικές σπουδές αλλά ήδη εγώ είχα ξεκινήσει νωρίτερα: προτού να πάω στο σχολείο, από το σπίτι ήδη με την γκουβερνάντα μου, είχα αρχίσει να έρχομαι σε επαφή με τα ελληνικά. Και ανέκαθεν ήθελα να γίνω ιστορικός, όχι φιλόλογος. Και ως ιστορικός το Βυζάντιο ήταν που με είλκυσε, που ήταν αποκλεισμένο, παραμελημένο από την επιστήμη. Οταν εγώ πρωτοείπα στο σχολείο ότι αυτό που θέλω ήταν να σπουδάσω Βυζαντινά όλοι με κοίταξαν με αποτροπιασμό και ανέκραξαν: "Μπιζ;" Ενας λόγος που το έκανα ήταν γιατί πάντα ήθελα να είμαι και λίγο πρωτοπόρος. Αλλά πάνω από όλα με τράβηξε η βυζαντινή τέχνη. Ηταν ό,τι πιο ενδιαφέρον είχα γνωρίσει και παράλληλα πάντοτε μου ερέθιζε το ενδιαφέρον η θεολογική ιστορία ­ μη φαντασθείτε βεβαίως ότι είμαι κανένας άγιος! ­ που και αυτή παρ' όλη τη σημασία της ήταν μάλλον παραμελημένη. Ακριβώς αυτή η ανάμειξη της θεολογικής σκέψης και της τέχνης ήταν ό,τι πιο συναρπαστικό μελέτησα στη ζωή μου».

­ Πριν από την εγκατάστασή σας στην Αθήνα, αμέσως μετά τον πόλεμο, διδάξατε επί τρία χρόνια στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης. Πώς ήταν να βρίσκεστε στην πρωτεύουσα της μελέτης σας σε μιαν εποχή όπου το ελληνικό στοιχείο ήταν ακόμη έντονα παρόν;

«Το πώς βρέθηκα στην Κωνσταντινούπολη έχει ενδιαφέρον: ο πρόεδρος Ινονού περπατούσε στην Πόλη και ρωτούσε για διάφορα κτίρια που έβλεπε και ουδείς γνώριζε να του πει τίποτε περισσότερο πέρα από το ότι ήταν βυζαντινά κτίρια. Ζητούσε περισσότερες πληροφορίες και κανείς δεν γνώριζε. Και βεβαίως δεν υπήρχε κανείς να διδάξει για το Βυζάντιο. Πρόσταξε λοιπόν να του βρουν αμέσως έναν καθηγητή Βυζαντινών. Εκείνη την εποχή εγώ βρισκόμουν στην Ανατολή και τύχαινε ο άγγλος πρόξενος στην Τουρκία να είναι μαθητής μου. Ετσι εγκαταστάθηκα και δίδαξα εκεί μερικά χρόνια ­ δύσκολα χρόνια γιατί το βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών ήθελε με κάθε τρόπο να ευχαριστήσει τους Τούρκους και να τους πείσει να συμμετάσχουν στον πόλεμο.

Η διδασκαλία μου γινόταν στα αγγλικά και υπήρχε διερμηνέας που μετέφραζε φράση φράση. Τα μαθήματα Ιστορίας μόνο Τούρκοι επιτρεπόταν να παρακολουθούν αλλά στο μάθημα Βυζαντινής Τέχνης συμμετείχαν και μειονότητες. Αυτό που ήταν ενδιαφέρον ήταν πως ο κοσμήτορας ήταν κρητικής καταγωγής: μια φορά βιαστικά μπήκα στο γραφείο του χωρίς να χτυπήσω την πόρτα και τον είδα να κρατά σημειώσεις στα ελληνικά. Με παρεκάλεσε θερμά να μην το πω πουθενά. Τώρα πια που έχει περάσει μισός αιώνας μπορώ να σας το μαρτυρήσω».

­ Και μετά ακολούθησε η Αθήνα όπου ήρθατε ως διευθυντής του Βρετανικού Συμβουλίου. Πού μένατε στην Αθήνα;

«Ηταν υπέροχη εποχή, η Ελλάδα ήταν χάρμα, όσο δύσκολα και αν ήταν τα χρόνια ανάμεσα στις δυο εμφύλιες συγκρούσεις. Οι Ελληνες ήταν φιλικοί και καμιά φορά υπερβολικά φιλικοί: μια φορά σε ένα χωριό της Δυτικής Πελοποννήσου μια ηλικιωμένη κυρία στενοχωρήθηκε πολύ που ήμουν άγαμος και έτρεξε στην κυριολεξία να πάει να μου βρει υποψήφια σύζυγο. Καθώς καταλαβαίνετε αυτό με ανάγκασε να πάρω το πρώτο λεωφορείο και να εξαφανιστώ. Στην Αθήνα η ζωή ήταν ωραία αλλά και σκληρή. Θυμούμαι πως δεν υπήρχε νερό, πολλώ δε μάλλον δεν υπήρχε ούτε τρόπος να ζεστάνεις όσο νερό έβρισκες και μάζευα ξύλα από τα δασάκια για να ανάβω φωτιά. Εμενα ψηλά στην οδό Σκουφά και από το κρεβάτι μου έβλεπα την Ακρόπολη και πέρα ως τη θάλασσα. Ηταν τόσο ενδιαφέρον να παρατηρείς τη ζωή και ταυτόχρονα γινόταν δουλειά από το Βρετανικό Συμβούλιο. Είχαν δοθεί πάρα πολλά χρήματα σε υποτροφίες για σπουδές στην Αγγλία και τότε ήταν πρωτοφανές πόσο εύκολα εύρισκες ανθρώπους όλο ενδιαφέροντα και ανησυχίες που ήθελαν να σπουδάσουν».

­ Η φιλία σας με τον Γιώργο Σεφέρη τότε ξεκίνησε; Τι σας έμεινε από όλους τους άλλους Ελληνες που συναναστραφήκατε εκείνη την εποχή; Φαντάζομαι πως θα είχατε συνεργαστεί και με τον Γιώργο Κατσίμπαλη που τότε εξέδιδε την «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση».

«Ναι, με τον Σεφέρη γνωριστήκαμε τότε αλλά η φιλία μας συνεχίστηκε και όλα τα επόμενα χρόνια. Οταν ήρθε ως πρέσβυς στο Λονδίνο ήρθαμε πιο κοντά και συχνά μαζί με την κυρία Σεφέρη με επισκέπτονταν στο σπίτι μου στη Σκωτία. Ηταν μια θερμή φιλία. Υπήρχε κάτι αγνό, σχεδόν αθώο στον Σεφέρη. Δεν είχε τίποτε από τη ματαιοδοξία που χαρακτήριζε παραδείγματος χάριν τον Καζαντζάκη. Δεν μου άρεσε ο Καζαντζάκης. Αυτός που βέβαια με γνώρισε σε όλους τους διανοουμένους της Αθήνας ήταν ο Γιώργος Κατσίμπαλης, τον θυμάμαι με αγαλλίαση: γνώρισα τον Σικελιανό και από τότε έγινε φίλη μου η Τζίνα Μπαχάουερ όπως και ο Τάκης Χορν και λυπούμαι που δεν είναι πολύ καλά. Ηταν όλοι τους πρόσωπα γεμάτα ζωή και ζωντάνια».

­ Δεν σας ενοχλεί που επιστρέφετε στην Αθήνα και η όψη της έχει ελάχιστα κοινά με την Αθήνα εκείνης της εποχής;

«Δεν μου αρέσει να ξαναγυρίζω στις πόλεις και τους τόπους που αγάπησα, παρά μόνο αν πρόκειται να επιστρέφω συχνά. Αλλιώς, όταν μεσολαβούν δέκα και δεκαπέντε χρόνια η νοσταλγία γι' αυτό που θυμάσαι και η απόσταση με αυτό που βλέπεις πια μπροστά σου σε καταθλίβει. Με την Αθήνα και εμένα δεν συμβαίνει αυτό: έρχομαι τόσο τακτικά που έζησα όλες της τις μεταμορφώσεις, από μικρή και τόσο χαριτωμένη πολιτεία σε απλωμένη, θορυβώδη πολιτεία. Εξάλλου γι' αυτήν την πόλη νιώθω από πολλές απόψεις ευγνωμοσύνη».

­ Η Μονεμβασία και ο Αθως είναι άλλα δύο σημεία που σας τράβηξαν ­ είστε και πρόεδρος άλλωστε των Φίλων του Αγίου Ορους. Εν μέσω Ευρώπης μπορεί το Αγιον Ορος να παραμείνει ζωντανό και να μη γίνει απολίθωμα;

«Οταν πρωτοπήγα στον Αθω, στη δεκαετία του 50, απογοητεύθηκα γιατί έβλεπα ότι δεν επρόκειτο να επιζήσει αυτή η πολιτεία. Τότε ήταν ελάχιστοι οι νέοι που πήγαιναν εκεί. Αντιθέτως, τώρα το Αγιον Ορος είναι γεμάτο ζωή. Κάνουν περίφημη δουλειά, του δίνουν πνοή και πλέον είναι γνωστό σε ολόκληρο τον κόσμο και με κάθε τρόπο θα το προστατεύσουμε. Οσο για τη Μονεμβασία πρωτοπήγα με τους γονείς μου το '24 προτού να δω καν την Αθήνα και έκτοτε έχω ξαναπάει πολλές φορές. Τη Μονεμβασία την έσωσε το ζεύγος Καλλιγά ­ και όχι μόνο την έσωσε αλλά της έδωσε ξανά ζωή».

­ Μέσα σε όλη αυτή την πορεία για την οποία τώρα παίρνετε ακόμη ένα βραβείο, ποια ήταν η μεγαλύτερη χαρά που σας δώρισε η επαφή σας με την Ιστορία;

«Εγινα ιστορικός επειδή μου άρεσε να λέω ιστορίες. Ηθελα η Ιστορία να είναι οιστορία, πράγμα που άλλωστε είναι συνήθως... Και μάλιστα ήθελα να είμαι ιστορικός της παλιάς σχολής, δηλαδή αυτός που γράφει ιστορία. Η μεγάλη μου ικανοποίηση και ανταμοιβή είναι ότι τα βιβλία μου επανεκδίδονται ξανά και ξανά, πράγμα που σας βεβαιώ δεν συμβαίνει συχνά σε άλλους ιστορικούς».


«Άρχισα να μαθαίνω ελληνικά όταν ήμουν επτά ετών»

Δεν θυμάμαι πότε άρχισα να μαθαίνω γαλλικά ­ νομίζω ότι δεν ήμουν καν πέντε ετών. Αρχισα να μαθαίνω λατινικά σε ηλικία έξι ετών. Οταν έγινα επτά ετών μου πρότειναν να μάθω γερμανικά. Ημουν όμως παιδί με ιπποτικά συναισθήματα και μόλις ανακάλυψα ότι στα γερμανικά η λέξη κοπέλα ­ das Mdchen ­ είναι γένους ουδετέρου, ταράχτηκα και προτίμησα να μάθω ελληνικά. Ετσι ξεκίνησε λοιπόν πριν από ογδόντα επτά χρόνια, όταν ήμουν επτά ετών, η αγάπη μου για την Ελλάδα.

Είχα την τύχη να πάω στο σχολείο σε μια εποχή που στη Βρετανία οι κλασικές σπουδές ήταν απαραίτητο στοιχείο μιας καλής μόρφωσης. Οταν αργότερα, νεαρός, δίδασκα στο Κέιμπριτζ, οι συνάδελφοι μου στο Trinity College είχαν περισσότερα βραβεία από ό,τι είχε ολόκληρη η Γαλλία. Θυμάμαι ότι όταν ρώτησα τον πιο διακεκριμένο από όλους, τον λόρδο Ράδερφορντ, πού απέδιδε την πληθώρα των λαμπρών επιστημόνων μού απάντησε ότι οφείλεται στο ότι όλοι είχαν διδαχθεί στο σχολείο τους κλασικούς ­ ακόμη και στη μακρινή Νέα Ζηλανδία, όπου εκείνος είχε γεννηθεί και μεγαλώσει, και ότι λυπόταν που οι νέοι επιστήμονες δεν μελετούσαν πια έναν κλάδο που δίνει έμφαση στην καθαρή σκέψη και μια γλώσσα που αποδεικνύει την επιστήμη με τις περισσότερες λέξεις της.(...)

(...) Δεν είναι περίεργο που οι περισσότεροι σοβαροί ιστορικοί πλέον αποφασίζουν να επικεντρωθούν σε σχετικά σύντομες περιόδους και ίσως και σε περιορισμένες γεωγραφικές περιοχές. Είναι όμως σωστό αυτό για την ιστορία; Κάθε ιστορική περίοδος εξαρτάται απ αυτά που συνέβησαν πριν απ αυτήν και η σημασία της εξαρτάται απ αυτά που συνέβησαν πριν απ αυτήν και η σημασία της εξαρτάται από τα γεγονότα που έπονται. Η ιστορία δεν είναι μια σειρά από λιμνούλες σε στάσιμα νερά. Είναι ποταμός που κυλά».

(Απόσπασμα από την ομιλία του σερ Στίβεν Ράνσιμαν κατά την τελετή απονομής του βραβείου Ωνάση, την περασμένη Τρίτη, 16.09.97).

Από τα βιβλία του σερ Στίβεν Ράνσιμαν έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορούν στα ελληνικά:

* «Βυζαντινός πολιτισμός» (Εκδ. Γαλαξίας - Ερμείας)

* «Βυζαντινή θεοκρατία» (Εκδ. Δόμος)

* «Η τελευταία βυζαντινή αναγέννηση» (Εκδ. Δόμος)

* «Μυστράς» (Εκδ. Καρδαμίτσα)

* «Η μεγάλη Εκκλησία εν αιχμαλωσία» (Εκδ. Μπεργαδής)

Αλλα του έργα: Α History of Crusades, Europe and the Turcs in the early Middle Ages, The First Crusaders Journey across the Balkan Peninsula, The Eastern Schism, Byzantine Trade and Industry, Byzantine Linguistics.