Αρχική σελίδα → Ιστορία → Μεσαιωνική Ιστορία

Το πανταχηκίνητον

Τιτίκα Δημητρούλια, εφ. Το Βήμα, 28/2/1999

Οι 239 έλληνες θετικοί επιστήμονες που καταγράφονται στη μακρά περίοδο από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης ως τις παραμονές της Επανάστασης. Το έργο τους, η σκέψη τους, η επιρροή τους.

Οι Έλληνες θετικοί επιστήμονες από το 1453 έως το 1821 είναι ο πέμπτος τόμος της σειράς «Ιστορική-ερευνητική βιβλιοθήκη» των εκδόσεων Αίθρα, η οποία επιδιώκει να αναδείξει τον πλούτο της ελληνικής σκέψης, στην αδιάλειπτη συνέχειά της, μέσα από την εκλαΐκευση της ιστορίας των επιστημών. Έπειτα από τους μαθηματικούς, τους αστρονόμους, τους ιατρούς και φαρμακολόγους της αρχαίας Ελλάδας και τους θετικούς επιστήμονες της βυζαντινής περιόδου, παρουσιάζονται, ως συνέχεια αυτών, 239 έλληνες μαθηματικοί, φυσικοί, χημικοί, αστρονόμοι, γεωγράφοι και φυσιογνώστες που εισηγήθηκαν πρωτότυπες θεωρίες, έγραψαν και μετέφρασαν στη νέα ελληνική σημαντικά έργα και δίδαξαν τις φυσικές επιστήμες σε σχολεία της Ελλάδας και της Ευρώπης κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Η πρωτοκαθεδρία της Εκκλησίας στη διαχείριση των εκπαιδευτικών πραγμάτων την περίοδο εκείνη εξηγεί γιατί οι λόγιοι αυτοί είναι στην πλειονότητά τους κληρικοί. Πολλοί από αυτούς δεν ασχολήθηκαν αποκλειστικώς με τις θετικές επιστήμες ­ όπως επισημαίνει και ο Ξ. Μουσάς, αναπληρωτής καθηγητής στο Φυσικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών, στον πρόλογό του, «οι θετικές επιστήμες και η φιλοσοφία είναι άρρηκτα δεμένες από την αρχαιότητα και δεν υπήρχαν παρά ελάχιστες εξαιρέσεις σημαντικών φιλοσόφων που δεν ήσαν συγχρόνως και θετικοί επιστήμονες...» ­, αλλά και με τη φιλοσοφία ή και με τη λογοτεχνία και με άλλους επιστημονικούς κλάδους, όπως η θεολογία ή η ιατρική. Η μελέτη ωστόσο περιορίζεται στην καταγραφή της συμβολής των λογίων αυτών στις φυσικές επιστήμες ­ στον βαθμό που ο μεθοδολογικός αυτός διαχωρισμός του έργου τους είναι δυνατός.

Στη σύντομη εισαγωγή οι συγγραφείς κατατοπίζουν τον αναγνώστη για το γενικό πνεύμα της παιδείας και των επιστημών την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ανατρέχοντας με σεμνότητα σε υπάρχουσες έγκυρες πηγές. Η δική τους, πρωτότυπη, συμβολή στην ιστορία της περιόδου είναι η εξαντλητική καταγραφή της προσφοράς του Ελληνισμού στις φυσικές επιστήμες μετά την Αλωση και ως την Επανάσταση, όχι μόνο στον ελλαδικό χώρο αλλά και παγκοσμίως ­ δεδομένης της ελληνικής διασποράς. Μέσα από την καταγραφή αυτή συνάγονται ποικίλα συμπεράσματα, που άλλοτε επιβεβαιώνουν την υπάρχουσα φιλολογία και άλλοτε την αντιμάχονται. Ενώ δηλαδή ο ανελέητος πόλεμος και οι διώξεις που υπέστησαν πολλοί φυσικοί επιστήμονες από τους συντηρητικούς λογίους και το Πατριαρχείο επιβεβαιώνονται, οι απόψεις εκείνες που υποβαθμίζουν την πρωτοτυπία ή τη σημασία του έργου των ελλήνων θετικών επιστημόνων της περιόδου καταρρίπτονται.

Μέσα από τη ζωή και το έργο των πρωτοπόρων αυτών επιστημόνων ο αναγνώστης παρακολουθεί υπό διαφορετική οπτική την πορεία της νεοελληνικής σκέψης, την αναγέννηση της παιδείας στη μητροπολιτική Ελλάδα ­ στην οποία εκείνη την περίοδο συμπεριλαμβάνονται βεβαίως η Κωνσταντινούπολη και η μικρασιατική ακτή ­ αλλά και τη διαμάχη μεταξύ προοδευτικών και συντηρητικών λογίων στον Νεοελληνικό Διαφωτισμό, της οποίας ένας από τους άξονες υπήρξε η ανάπτυξη, η διάδοση και η διδασκαλία των φυσικών επιστημών. Διαπιστώνει τη σημασία των θετικών επιστημών για την ανάπτυξη της νεοελληνικής παιδείας, η οποία όμως συστηματικά υποτιμάται, και την τεράστια εμβέλεια του έργου των ελλήνων θετικών επιστημόνων εκτός συνόρων. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Βενιαμίν του Λέσβιου, στον οποίο το σχολικό βιβλίο της Γ' Λυκείου, στο κεφάλαιο Νεοελληνικός Διαφωτισμός, αφιερώνει μία σειρά.

Μαθαίνουμε λοιπόν ότι ο Βενιαμίν είναι ο εισηγητής μιας πρωτοποριακής θεωρίας, του πανταχηκίνητου, ενός υποθετικού δηλαδή ρευστού το οποίο εκλύουν όλα τα σώματα, με το οποίο ερμηνεύει την εξάρτηση της παγκόσμιας έλξης με το αντίστροφο του τετραγώνου της απόστασης. Είναι εκπληκτικό ότι ο Βενιαμίν προτείνει τα σημερινά γκραβιτόνια για να εξηγήσει τη βαρύτητα και χρησιμοποιεί, ενάμιση αιώνα πριν από τον Yukawa, την ανταλλαγή ύλης για να ερμηνεύσει τα πεδία των δυνάμεων και τη δράση από απόσταση. Αυτό είναι ένα μόνο παράδειγμα της εμβέλειας της σκέψης των ελλήνων θετικών επιστημόνων κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, συνέπεια της οποίας ήταν να χρησιμοποιείται η ελληνική ως επιστημονική γλώσσα στη χερσόνησο του Αίμου ως προσφάτως και η Σμύρνη να αποτελεί κέντρο διδασκαλίας των φυσικών επιστημών, ακόμη και σε μεταπτυχιακό επίπεδο, ως το 1922.

Μαζί όμως με τους γνωστούς και φημισμένους έλληνες επιστήμονες, του Νεοελληνικού Διαφωτισμού κυρίως, καταγράφονται και όλοι οι αφανείς λόγιοι και δάσκαλοι, οι οποίοι είτε συνέταξαν σχολικά εγχειρίδια, όπως ο Μανουήλ Γλυζώνιος, η Πρακτική Αριθμητική ή Λογαριαστική του οποίου εχρησιμοποιείτο σε όλη τη Βαλκανική, ή δίδαξαν τις φυσικές επιστήμες, υπερασπιζόμενοι αυτές εναντίον των συντηρητικών λογίων που επιθυμούσαν τον εξοβελισμό τους, ή και απλώς έμαθαν στα Ελληνόπουλα της περιόδου την πρακτική αριθμητική που τους ήταν απαραίτητη στην καθημερινότητά τους. Ολη η ορμή και ζωντάνια του Ελληνισμού, όπως αρχικά, μετά την Αλωση, διοχετεύεται στη Δύση και στη συνέχεια, με τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, διαχέεται εκ νέου στον ελλαδικό χώρο, απλώνεται στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και στην Ευρώπη, αναδύεται μέσα από τα έργα του Ρήγα και του Κ. Κούμα, του Νικηφόρου Θεοτόκη και του Γρηγορίου Κωνσταντά, των Μπαλάνων των Ιωαννίνων και του Ι. Πέζαρου της σχολής του Τυρνάβου, του χημικού Αθανασίου Πολίτη και του Ζαχαρία Ιωαννίδη, που έζησε στην Ολλανδία και εφηύρε το τηλεσκόπιο και το μικροσκόπιο, αλλά και των αφανών και ξεχασμένων δασκάλων και λογίων.